Arnold Bocklin,''Island of the Dead''
Ας εξετάσουμε τώρα δύο φράσεις-αξιώματα που φαινομενικά έρχονται σε σύγκρουση και ουσιαστικά θίγουν το ζήτημα της έκλειψης και της επανεμφάνισης ενός Αρχι-Υποκειμένου(υπό την κοινή ονομασία ''Θεός''. Απο τη μία η φράση του Φ.Νίτσε ''Ο Θεός πέθανε'' και απο την άλλη μεριά ο Μ.Χάιντεγκερ με την φράση'' Μόνο ένας Θεός μπορεί να μας σώσει''. Τι έχουμε εδώ; Μία αιρετική και μια συντηρητική τοποθέτηση; Μήπως δυο διαφορετικές θέσεις εντός του ίδιου Μεταφυσικού πλαισίου; Άραγε Ποιό Θεό εκμηδενίζει ο πρώτος και ποιό Θεό επικαλείται ο δεύτερος;
Και όμως, αν και υπαρκτά αυτά τα ερωτήματα δεν αποτελούν και τα πιο ουσιαστικά την ίδια στιγμή. Η δική μας προσέγγιση σε αυτές τις αξιωματικές θέσεις πρέπει να είναι η εξής: Η τοποθέτηση εντός της Φιλοσοφίας, στο κέντρο κάθε πολεμικής, μέσω της Φιλοσοφίας, του Θανάτου του Αρχι-Υποκειμένου(βλέπε ''Θεός''), αποτελεί μια γιγαντιαία επίθεση σε όλο το Φιλοσοφικό οικοδόμημα απο την περίοδο του Νεοπλατωνισμού μέχρι και την περίοδο της κλασσικής Γερμανικής φιλοσοφίας. Όμως για την περίπτωση του Νίτσε θα ήταν λάθος να πούμε πως γίνεται να κατανοηθεί αυτή του η θέση χωρίς να την συνδέσουμε με την θέση για τον Υπεράνθρωπο. Γιατί είναι αυτή η θέση που αποδεικνύει πως δεν περιορίστηκε σε μία μηδενιστική επίθεση αλλά την επιτέλεσε ώστε να υποδείξει ένα επέκεινα, μια υπερβατικότητα, μία ουτοπική υπόσταση ενός Άλλου-Ανθρώπου. Ακριβώς για αυτό πολλοί έσπευσαν να πουν πως ο Νίτσε διέλυσε την Χριστιανο-Πλατωνική Μεταφυσική αλλά παρέμεινε δέσμιος ενός ΄΄ακραίου΄΄ μεν αλλά ανθρωπισμού δε.
Μπορεί άραγε να ξεφύγει κανείς απο το κατηγορώ της Φιλοσοφίας που ή θα σε κατονομάζει Μηδενιστή-σοφιστή ή ένα νέου τύπου Μεταφυσικό;
Όπως και να είναι, η έννοια της ''Θέλησης για Δύναμη'', παρά τις έντονες Φιχτεικές της καταβολές, αποτελεί ένα εγχείρημα να καταδειχθεί ένας δρόμος μη-θεωρησιακός προς την κατάσταση του Υπερανθρώπου. Οι βιταλιστικοί περιορισμοί της έννοιας αυτής καθώς και η Βουλησιαρχικής της φυσιογνωμία, σίγουρα εκ πρώτης όψεως δεν δείχνουν μια Αντι-Μεταφυσική επιλογή. Όμως ο Θάνατος του Θεού για τον Νίτσε είναι πρώτα από όλα ένας θάνατος της σκέψης που δεν δείχνει το δρόμο προς την δύναμη, θάνατος της σκέψης που δεν οδηγεί στην δράση που παράγει συγκρούσεις και μετασχηματισμούς στο Πραγματικό (ή στη ''Ζωή'' κατά τον Νίτσε).
Από την άλλη μεριά, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, στην ύστερη κιόλας περίοδο της σκέψης του, θέτοντας το αξίωμα ''μόνο ένας Θεός μπορεί να μας σώσει'' μοιάζει να γυρίζει σε μία Προ-Νιτσεική προβληματική. Μοιάζει η φράση του με σύνθημα ενός κουρασμένου μηδενιστή, ενός εξαντλημένου πολέμιου της Μεταφυσικής που η διαδρομή της ζωή τον οδηγεί πίσω στην αναζήτηση μιας Υπερ-Αρχής.
Είναι όμως έτσι-αυτό εκφράζει ο Χάιντεγκερ με αυτό το αξίωμα;Ή αντίθετα ο Θεός που αναζητά δεν είναι ο Θεός που εκμηδένισε ο Νίτσε; Η γενική μηδενιστική τοποθέτηση του Χάιντεγκερ υπάρχει και εδώ. Μόνο ένας Θεός μπορεί να μας σώσει, παέι να πεί πως ήδη βιώθηκε η εκμηδένιση, βιώθηκε το τέλος της Μεταφυσικής, αποκαλύφθηκε η έρημος της Φιλοσοφίας αλλά τίποτα νέο δεν ήρθε στη θέση τους. Αν δεχτούμε ότι ο Χαίντεγκερ μιλά τη γλώσσα μίας απόγνωσης και αγωνίας, τότε αυτό που θρηνεί δεν είναι αυτό που ήδη εκμηδενίστηκε, δεν ζητα την επιστροφή του Ίδιου, αλλά προφανώς με την λέξη ''Θεός'' σημαίνει την προσμονή για το νέο, για το μη-φιλοσοφήσιμο Συμβάν που θα ανατρέψει ολοκληρωτικά τις κατεστημένες αξίες του ήδη-κόσμου.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο ''Θεός'' που σκοτώνει ο Νίτσε και ο ''Θεός'' που αναμένει ο Χάιντεγκερ δεν είναι παρά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, αυτού μίας νέας ύπαρξης του κόσμου όπως δεν υπήρξε ποτέ και όπως ποτέ δεν τον απέδωσε σε όλη της την ιστορία η Φιλοσοφία. Έχουμε μπροστά μας λοιπόν μια εναρκτήρια εκμηδένιση και μια ύστατη αρίθμηση, όταν διαβάζουμε αυτά τα αξιώματα.
Η ερμηνεία της κάθε φιλοσοφικής σχολής στο έργο των σπουδαιότερων φιλοσόφων δεν μπορεί να εντοπίσει τα μη-φιλοσοφικά θεμέλια του στοχασμού τους. Δεν μπορεί να αποδεχτεί ότι χωρίς αυτή την πρόθεση απελευθέρωσης απο την Φιλοσοφία κανέναν μεγάλο έργο δεν θα είχε υπάρξει.
Ο επικαθορισμός σε τελευταία ανάλυση απο το μη-φιλοσοφικό Πραγματικό είναι το ΄΄αντικείμενο΄΄ μίας μη-φιλοσοφικής έρευνας πάνω στα πορίσματα της Φιλοσοφίας.
Η κατάληξη της σκέψης στην συνείδηση του επικαθορισμού της απο το διαρκώς-άσκεφτο Πραγματικό, είναι η πιο ουσιαστική προσφορά απο το έργο όλων των κορυφαίων φιλοσόφων. Αυτή η συνειδητοποίηση όπως και να ταξινομηθεί και όσο και να κατηγορηθεί, επιβεβαιώνει την ανάγκη για μια επαναστατική χρήση της θεωρίας στην υπηρεσία της πράξης..παραλλάσοντας το Μαοικό "Να υπηρετούμε το λαό" θα λέγαμε "Να υπηρετούμε την πράξη".
Η Φιλοσοφία πέθανε παέι να πεί ότι η θεωρία της ανήκει πια στην σκέψη που επικαθορίζεται απο την Πράξη. Να σκεφτόμαστε αληθινά σημαίνει να αποχωρούμε απο την Φιλοσοφία και να προσχωρούμε στην Πολιτική, γιατί μόνο εκεί η πράξη δεν παράγεται ως θεωρητικό σχήμα, άρα μπορεί η σκέψη να σκέφτεται ένα όντως Πραγματικό.
σ.
Έκανα μια πρώτη ανάγνωση του δεύτερου μέρους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια τον Νίτσε συμφωνώ απόλυτα σε όσα λες!
Για τον Χάιντεγκερ έχω μια αμφιβολία...κατά πόσον το "μόνο ένας Θεός μπορεί να μας σώσει" πρέπει να διαβαστεί ως η αναγκαιότητα του επικαθορισμού από το μη-φιλοσοφικό Πραγματικό. Για τον Νίτσε αυτή η ανάγνωση είναι καθαρή, από το σύνολο του έργου του. Δεν ξέρω αν αυτό ισχύει για τον Χάιντεγκερ και δεν ξέρω γιατί επέλεξε αυτή τη φράση "για να σκοτώσει το δικό του Θεό".
Όμως η ανάλυση για τον Νίτσε με κάλυψε καθώς και τα αποτελέσματα της δικής σου συλλογιστικής- για την Πολιτική- στο κείμενο.
Καλησπέρα..
ΑπάντησηΔιαγραφήΣχετικά με τον Νιτσε και την ρηση του "Ο Θεος ειναι νεκρος", ορθώς νομίζω πρέπει να αναρωτηθούμε ποιός θεός είναι νεκρος. Θα έλεγα ότι ο Νιτσε σκοτώνει έναν θεό κυριαρχικό, εξωτερικό, μη-προσωπικό, εναν θεο που μοιαζει να αντανακλα το Πλατωνικό σχήμα ενός κυριαχικού-υπερκείμενου κόσμου των ιδεων από την μια και ενός υποκείμενου κόσμου των αισθητων απο την αλλη. Ο Νιτσε με τον θανατο του Θεου μηδενιζει μια κυριαρχικη σχέση ανοιγωντας τον δρόμο για μια προσωπική σχέση του ανθρώπου με το θεικό, του φυσικου με τον μεταφυσικο μας εαυτο. Άλλωστε για προσωπικη σχεση με το θεικο μιλά ήδη ο Γερμανικος ιδεαλισμος των Φιχτε και Σελλνγκ. Ο Νιτσε δεν μηδενιζει συνολικα την μεταφυσικη, αφήνει το ανοιγμα, που ειναι και αινιγμα, του μεταφυσικου στοιχειου που μας αποτεινεται εφ οσον φυσικα μας αφορα ακομα.
Απο την άλλη ο Χαιντεγκερ κινουμενος σε μια μεταφυσικη προσπαθεια προσδιορισμου της ύπαρξης και του Ειναι, φτανει στο σημειο να επιβαλλει κυριαρχικα την οντολογικη προταιρεότητα του Είναι πανω στο γιγνεσθαι, γεγονος που ίσως να εξηγει και την υποστιριξή του στο ολοκληρωτικο ναζιστικο καθεστος της εποχής του.
Για την σχεση φιλοσοφιας και πολιτικης, η φραση: "γιατί μόνο εκεί η πράξη δεν παράγεται ως θεωρητικό σχήμα" στηριζεται σε καποιον διαχωρισμο σκέψης και πράξης που ομως δεν νομιζω ότι ισχύει. Ίσως χρειαζομαι περαιτερω διευκρινηση απο μέρους σας.
Το ζήτημα με την σχέση σκέψης και πράξης και το κατα πόσο υπάρχει ένας διαχωρισμός μεταξύ τους αποτελεί ήδη μια βασική αρχή όλης της Μεταφυσικής παράδοσης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο Καρτεσιανό ΄΄Σκέφτομαι άρα υπάρχω΄΄ είναι ενδεικτικό αυτής της δογματικής η οποία φυσικά έρχεται απο την Νεοπλατωνική περίοδο της φιλοσοφίας και τις συγκεκριμένες διαστάσεις που τις έδωσε η Θεολογική ερμηνευτική του Μεσαιωνικού Χριστιανικού στοχασμού. Το ζήτημα με την πράξη αφορά μια καθολική μετασχηματιστική δραστηριότητα η οποία φυσικά και εμπερικλέιει την σκέψη και ανανεώνεται απο αυτή αλλά ο καθορισμός, το κύριο, το ποιό είναι αυτό που οδηγεί σε μία ανάπτυξη το Πραγματικό , δεν μπορεί να νοηθεί απο μία αυτόνομη ενέργεια(Χεγκελιανά δηλαδή ) του πνεύματος.
Η ουσιαστική ρηγματική προσφορά στην σκέψη του Μάρξ, του Λένιν, του Γκράμσι και του Μαο( και του Αλτουσέρ κατα μία πιο περιορισμένη έννοια) είχε να κάνει ακριβώς με αυτή την μεταφορά μέσα στην σκέψη της σκέψης ότι η πράξη καθορίζει την σκέψη, και το σχήμα θεωρία-πράξη-θεωρία στην πραγματικότητα είναι πράξη-θεωρία-πράξη.
Από αυτή την άποψη η επιμονή του Μπαντιου στο ότι η Πολιτική έχει την δική της σκέψη και δεν υπάρχει σύμφωνα με τους κλασσικούς νόμους της σκέψης της φιλοσοφίας ή της επιστήμης, ακριβώς γιατί είναι το πεδίο που προσπαθεί να επικαθορίσει την συνολική ύπαρξη του Πραγματικού, είναι μια σωστή διευκρίνηση των διαφορών σκέψης και πράξης(διαφορά ουσιαστικά που ευνοεί την πρωτοκαθεδρία της σκέψης πάνω στην πράξη αλλά δεν υφίσταται ουσιαστικά αλλά θεωρησιακά).
Σχετικά με τον Χάιντεγκερ νομίζω παρά την σωστή υπενθύμιση των πολιτικών του αρχών και καθορισμών ότι συνολικά η σκέψη του αποτελεί ένα τελικό άλμα εντός της φιλοσοφίας -χωρίς να ανήκει στην επαναστατική μαρξιστική σκέψη- για ένα πραγματικό τέλος της φιλοσοφίας με βάση μια μη-φιλοσοφική μεταφορά προς το Είναι, την 'Υπαρξη του Ανθρώπου.
Θα ήμουν επιφυλακτικός να χρεώσω στο Νίτσε μια κίνηση που σκόπευε να επιβάλλει μια αμεσότητα ανάμεσα στον άνθρωπο και το Θεικό, ακριβώς γιατί ακόμα δεν έχει αποσαφηνισθεί μέσα στην σκέψη του το στοιχείο της απάνθρωπης Δύναμης που θέλει να αποκτήσει ο άνθρωπος και για να αποβάλει την ανθρωπινότητα του αλλά και για να μην αποτελέσει το αντίγραφο μιας Θεικότητας.
Αναφέρεσαι απ ό,τι κατανοώ, σε μια διάκριση ανάμεσα στην παραστατική και την πραξιακή σκέψη, χρεώνοντας (θετικά) στη δεύτερη μια δυνατότητα ανάπτυξης του Πραγματικού που έλειπε από την σκέψη θεωρούμενη ως αυτόνομη ενέργεια;
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ διάκριση πράξης και σκέψης σε σχέση με την ρήση του Ντεκαρτ "Σκεφτομαι άρα υπάρχω" και την συνυποδηλούμενη διάκριση έκτασης και σκέψης οδηγεί σε έναν Δυισμό που μοιάζει αξεπεραστος, αλλά αναφέρεται πρωτίστως στην (άρνηση της) οντολογική(ς) συνάφεια(ς) μεταξύ τους και δευτερευόντως στην προταιρεότητα της σκέψης ως αυτόνομης ενέργειας.
Κατα μία έννοια ναι. Η πραξιακή σκέψη είναι αυτό που θα λέγαμε η σκέψη που αφαιρεί την απόλυτα αυτόνομη θεωρησιακή λειτουργία , άρα αυτοκαθορίζεται μόνο σε σχέση με την πράξη, αναγνωρίζει την πράξη ως την ζωογόνο δύναμη της. Να προσέξουμε στην αντίληψη μας ότι η πραξιακή σκέψη δεν είναι η Πράξη δι ευατή, είναι στιγμή της , είναι αυτό που πιο πάνω περιγράψαμε Πράξη-θεωρία-Πράξη, δηλαδή η απαραίτητη ενδιάμεση κατάσταση στην σπειροειδή κίνηση της γνώσης που παράγεται απο την πράξη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣχετικά με τον Ντεκαρτ, απλά πιστεύω πως η συμβολή του στο να στρέψει την φιλοσοφία στο ζήτημα του Υποκειμένου έμεινε στα μισά της όταν αυτό ταυτίστηκε με την κατάσταση του σκεπτόμενου(ταύτιση που σαν κατάρα για αιώνες γυρίζει πάνω απο την φιλοσοφία). Απο αυτή την άποψη είμαι περισσότερο υποστηρικτής της Φιχτεανής τοποθέτησης, που οδηγεί με ένα κόκκινο νήμα στις Θέσεις για το Φουερμπαχ του Κ.Μάρξ καθώς και στην γενικότερη κριτική που ασκήθηκε στις αρχές της κλασσικής Γερμανικής Φιλοσοφίας , απο το θεωρητικό έργο του επαναστατικού κινήματος του 19ου αιώνα