τροχιές

Με την πράξη να ανακαλύπτουμε αλήθειες και πάλι με την πράξη να τις ελέγχουμε και να τις αναπτύσσουμε.../Πράξη, γνώση και ύστερα πάλι πράξη˙ η μορφή αυτή της κυκλικής επανάληψης είναι ατελεύτητη.

Μάο ΤσεΤουνγκ


Το συμβάν δεν είναι ο Άλλος του Λόγου αλλά ο 'Αλλος της φιλοσοφίας, όπως ορίζεται σύμφωνα με την πλατύτερη έννοια της πολύπλοκης δομής του, αντί να ορίζεται μόνο με όρους ''παρουσίας".

Francois Laruelle




Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

Στα ίχνη του Ντεριντά



Ο Ζακ Ντεριντά, ο γάλλος φιλόσοφος που πέθανε πρόσφατα, είχε δώσει στον ιταλό μαθηματικό Πιερτζόρτζιο Οντιφρέντι τη συνέντευξη που ακολουθεί. Η συνέντευξη αυτή δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «La Repubblica» στις 3-7-2002.

- Το πρώτο σας βιβλίο ήταν μια εισαγωγή στην «Προέλευση της γεωμετρίας» του Χούσερλ. Πώς φτάσατε σε αυτό;

«Οταν ήμουν φοιτητής, στη δεκαετία του '50 στη Γαλλία, υπήρχαν δύο παραδοσιακές προσεγγίσεις στη φαινομενολογία. Η μια, κυριαρχούμενη από τον Σαρτρ και τον Μερλό-Ποντί, επικεντρωνόταν στις προσλήψεις. Η άλλη, η μαρξιστική, προσπαθούσε να συνδέσει τη φαινομενολογία με την πολιτική. Εγώ ενδιαφερόμουν όμως για τη γραφή και στο βιβλίο του ο Χούσερλ αντιμετώπιζε ακριβώς το πρόβλημα του πώς η επιστήμη και τα μαθηματικά μπορούσαν να μιλήσουν και να γράψουν για τα ιδεατά αντικείμενα. Ο Χούσερλ θεωρούσε ότι μόνον μέσα από τη γλώσσα τα ιδεατά αντικείμενα μπορούν να παραχθούν ιστορικά και να ενταχθούν στην επιστημονική παράδοση».

-Ιδεατά αντικείμενα με την πλατωνική έννοια;

«Αυτό είναι το ζήτημα. Ο Χούσερλ ερχόταν σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, ο οποίος δεν πίστευε διόλου ότι οι ιδέες όφειλαν να μεταφραστούν στη γλώσσα, η οποία γι' αυτόν ήταν μόνο μια δευτερεύουσα βοήθεια. Για τον Χούσερλ αντίθετα η γλώσσα ήταν θεμελιώδης για την ίδια την παραγωγή μαθηματικών θεωρημάτων ή επιστημονικών θεωριών. Και εγώ ήθελα ακριβώς να κατανοήσω τον κεντρικό ρόλο της γλώσσας στη λογοτεχνία και στην επιστήμη».

-Και αυτός ο ρόλος ήταν αυτό που εσείς αποκαλείτε «λογοκεντρισμό»;

«Χρειάζεται πρώτα απ' όλα και διακρίνουμε τον "λογοκεντρισμό" από μια συγγενή αλλά διαφορετική έννοια, τον "φωνοκεντρισμό", την ιδέα δηλαδή ότι η προφορικότητα είναι ανώτερη από τη γραφή, ότι ο λόγος είναι περισσότερο παρών και πιο κοντινός προς τη ζωή. Ο "φωνοκεντρισμός", που είναι οικουμενικός, γίνεται "λογοκεντρισμός" με τις φωνητικές γραφές, τα σημεία των οποίων αντιπροσωπεύουν ακριβώς ήχους. Τότε η αυθεντία του "λόγου" μεταβιβάζεται στη γραφή».

-Και ποια είναι η ουσία της κριτικής σας στον «λογοκεντρισμό», που διατυπώνετε στη «Γραμματολογία»;

«Περισσότερο και από φιλοσοφικό λάθος ο "λογοκεντρισμός" είναι μια πολιτισμική δομή. Αρκεί να σκεφτούμε το "Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο": "Εν αρχή ην ο λόγος". Ή τον πλατωνικό "Φαίδρο", στον οποίο η γλώσσα γίνεται αναπαράσταση μιας αναπαράστασης, επειδή ο γραπτός λόγος αναπαριστά τον προφορικό λόγο, ο οποίος αναπαριστά τη σκέψη... Εγώ προσπάθησα να επεξεργαστώ μιαν έννοια "ίχνους" εντελώς γενική, που θα μπορούσε να προσαρμοστεί τόσο στη γραπτή γλώσσα όσο και στην προφορική».

- Το ίχνος είναι αυτό που παραμένει;

«Οχι, όχι! Μπορεί και να εξαλειφθεί. Απλώς το ίχνος είναι αυτό που αναφέρεται σε κάτι άλλο χωρίς ποτέ να είναι αυτόνομα παρόν. Η αποδόμηση του "λογοκεντρισμού" δεν μπορεί να διαχωριστεί από την αποδόμηση της αυθεντίας και του προνόμιου της παρουσίας τόσο μέσα στο χώρο όσο και μέσα στο χρόνο».

- Μόλις προφέρατε τη λέξη-κλειδί της φιλοσοφίας σας: «αποδόμηση».

«Η λέξη προέρχεται από μιαν έκφραση του Χάιντεγκερ (destruktion), που πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως "αποδόμηση" και όχι ως "καταστροφή". Εγώ τη χρησιμοποιώ με την έννοια μιας ανάλυσης των διάφορων επιπέδων στα οποία διαστρωματώνεται η κουλτούρα».

-Υπάρχει και μια συμπληρωματική πλευρά, εκείνη της αναδόμησης;

«Θα προτιμούσα να μιλήσω για επιβεβαίωση αυτού που απωθήθηκε παρά για αναδόμηση. Για να υπογραμμίσω ότι η αποδόμηση είναι κάτι το θετικό και όχι το αρνητικό (...) Οταν ένας φιλόσοφος θεμελιώνει ένα σύστημα, υπάρχει πάντοτε κάτι που παραμένει ανακόλουθο και που καταλήγει να αποδομεί αυτόματα αυτό το σύστημα».

-Οι επιστήμονες της πληροφορικής θα έλεγαν ότι κάθε πρόγραμμα έχει ένα απροσδόκητο backdoor.

«Δεν πρόκειται μόνο για το απροσδόκητο. Η αποδόμηση είναι το να συμβαίνει το αδύνατο ή αυτό που φαινόταν αδύνατο».

-Ενα από τα αποφθέγματα του αποδομισμού είναι και το ότι «δεν υπάρχει τίποτα έξω από το κείμενο».

«Χρειάζεται να προσέξουμε για να μην το παρερμηνεύσουμε εννοώντας ως "κείμενο" ένα βιβλίο. Το να λέγαμε "δεν υπάρχει τίποτα έξω από το βιβλίο" θα ήταν ανόητο. Το κείμενο πρέπει να γίνει αντιληπτό με μια γενικευμένη έννοια, που φτάνει ως το να συμπεριλαμβάνει ολόκληρο τον κόσμο ως ένα σύνολο από ίχνη. Με αυτήν την έννοια δεν υπάρχει τίποτε άλλο».

-Θα ήταν σαν να λέμε ότι δεν υπάρχει η μεταφυσική;

«Αν μετατρέψουμε τη φυσική σε "κείμενο", τότε μπορούμε να πούμε ότι "δεν υπάρχει τίποτα έξω από το κείμενο», πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπάρχει η μεταφυσική».

-Και σε ό,τι αφορά τα μαθηματικά, τι δεσμοί υπάρχουν με το θεώρημα του Γκέντελ;

«Το θεώρημα του Γκέντελ πραγματεύεται έναν τύπο περιορισμού που θα μπορούσαμε να τον αποκαλέσουμε "ομοιογενή": κάτι που καταρχήν θα μπορούσε να προσδιοριστεί ή να υπολογιστεί, αλλά αυτό δεν συμβαίνει στην πράξη. Εμένα με ενδιαφέρει ένας περιορισμός πιο ισχυρός, "ετερογενής", δηλαδή αυτό που δεν μπορεί να προσδιοριστεί ή να υπολογιστεί ούτε καταρχήν. Και με ενδιαφέρει για τις εφαρμογές στην ηθική ή στην πολιτική».

-Με την έννοια ότι η ελευθερία έχει αυτά τα χαρακτηριστικά;

«Με μιαν ορισμένη έννοια ναι. Αν γνωρίζουμε τι να κάνουμε, το ζητούμενο είναι μόνο να υλοποιήσουμε ένα πρόγραμμα. Οταν δεν γνωρίζουμε τι να κάνουμε, τότε είναι που είμαστε υποχρεωμένοι να πάρουμε αληθινές αποφάσεις. Η ηθική, νομική ή πολιτική υπευθυνότητα περνάει μέσα από αυτήν την απροσδιοριστία. (...)»

απο το Σημειωματάριο ιδεών της Ελευθεροτυπίας

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2009

H Σχολή της Λιουμπλιάνας και ο ΖΙΖΕΚ, από την Liberation


Kείμενο σε μετάφραση του Μωυσή Μπουντουρίδη, από εδώ: http://thrymmata.blogspot.com/2008/08/libration-2008.html

Ακολουθεί η μετάφρασή μου δυο άρθρων της Γαλλικής εφημερίδας Libération, το πρώτο στις 22 Μαΐου 2008 και το δεύτερο στις 26 Ιουνίου 2008, που αναφέρονται στα πεπραγμένα του σύγχρονου Σλοβένου φιλόσοφου και σχολιαστή της πολιτικο-πολιτιστικής επικαιρότητας Slavoj Zizek. Στο πρώτο άρθρο, η Libération ονομάζει τον Ζίζεκ “Σλοβένικο άξονα” και μιλά για το πολιτικό και φιλοσοφικό έργο του ίδιου του Ζίζεκ - αλλά και της ομάδας του, της “Σχολής της Λιουμπλιάνα” - ένα συλλογικό έργο που μας προτείνει να σκεφτούμε τη νεωτερικότητα μέσω του Χέγκελ, του Μαρξ και του Λακάν. Στο δεύτερο άρθρο, καταγράφονται οι απαντήσεις που έδωσε ο Ζίζεκ σ’ ερωτήματα συνεργατών της Libération στα πλαίσια της συνέντευξης που ακολούθησε την προηγούμενη παρουσίαση της εφημερίδας.

Ζίζεκ, ο Σλοβένικος άξονας

Libération, Πέμπτη 22 Μαΐου 2008
Στην Λιουμπλιάνα, στην περιοχή της Μετέλκοβα, δυο βήματα μακριά από το διαμέρισμα του Σλάβοϊ Ζίζεκ, κάποιες παρέες καλλιτεχνών διαμένουν σ’ ένα παλιό στρατιωτικό στρατόπεδο. Εκεί μπορεί κανείς να βρει όλα τα σύνηθη γνωρίσματα της σημερινής “πολιτιστικής ζούγκλας,” από αποκριάτικα γλυπτά και παλιοσίδερα για ανακύκλωση, ως τρέντυ μπαρ και μπουάτ τζαζ. Όπως ακόμη, σαν μια τοπική σπεσιαλιτέ, ένα απίθανο “εργατικό και πανκ πανεπιστήμιο,” όπου φέτος μελετάται το ζήτημα της διαφοράς μεταξύ ναζισμού και σταλινισμού. “Ο αριθμός των θανάτων,” όπως εξηγεί ο 33άχρονος φιλόσοφος Ciril Oberstar, “δεν αποτελεί φιλοσοφικό ζήτημα. Δεν επιθυμούμε να επιστρέψουμε στον Σταλινισμό, αλλά να μελετήσουμε τα κείμενα και την κατάσταση στην ΕΣΣΔ της εποχής, για να μη λέμε μόνο: ήταν μια κακή κατάσταση. Ακολουθούμε έναν τρόπο για να ερευνήσουμε το ζήτημα.”

Ο Σλάβοϊ Ζίζεκ έχει γίνει γνωστός στην Γαλλία από τις αναλύσεις του Χολιγουντιανού θεάματος και την κριτική της εκλογικής δημοκρατίας (Libération, 16 Φεβρουαρίου 2008). Ένα είδος ποπ-μαρξιστή αλά Zébulon, που ξεπετάγεται από το πουθενά. Η πραγματικότητα όμως είναι πιο πολύπλοκη. Ο Ζίζεκ είναι ο κύριος εκπρόσωπος της ονομαζόμενης “Σχολής της Λιουμπλιάνα,” ο οποίος επιχειρεί, σεμνά κι επίμονα, από την δεκαετία του ’70, να συλλογίζεται τη νεωτερικότητα χωρίς να πέφτει στην παγίδα ούτε του πολιτιστικού σχετικισμού, ούτε της αντιδραστικής ηθικολογίας. “Πάντοτε η έρευνά του βρισκόταν μέσα στο εσωτερικό του Μαρξισμού. Ποτέ δεν είχε αποποιηθεί, ποτέ δεν έχε αισθανθεί απέχθεια για τον Μαρξισμό, ” λεει ο Rado Riha, ο σημερινός διευθυντής του Ινστιτούτου Φιλοσοφίας, κι ο οποίος, μαζί με την σύζυγό του Jelica Sumic, ανήκουν σ’ αυτήν τη μικρή ομάδα.

Στις αρχές της δεκαετίας ’70, πηγαίνουν διαδοχικά στο Παρίσι να μελετήσουν τον Ντεριντά ή τον Αλτουσέρ, να μυηθούν στο στρουκτουραλισμό, να ακούσουν τον Λακάν, που από το 1974 τον μετέφραζαν στα σλοβένικα στο περιοδικό τους, Problemi. Όλα αυτά τους έβαζαν σε φασαρία με το καθεστώς. “Κάναμε λίστες βιβλίων, για να τα αγοράσουμε για τους φίλους μας. Στην επιστροφή, ήμασταν οι μόνοι που έψαχναν τις βαλίτσες μας στο τελωνείο … Δεν ήταν σοβαρά πράγματα αυτά.” Ο Ζίζεκ είχε κρατηθεί εκτός Πανεπιστήμιου για κάποια χρόνια. Τίποτε δεν ξεγελούσε τους παλιούς μαχητές. “Από το 1984-185, το καθεστώς είχε γίνει μια κομουνιστική οπερέτα. Κάποιοι φίλοι ενέχονταν σε προκλήσεις, για να αποκτήσουν τα εχέγγυα της αντιφροσύνης, και το Σλοβένικο Κομουνιστικό Κόμμα προσπαθούσε να σώσει τα προσχήματα παρουσιαζόμενο σαν ο υπερασπιστής της Σλοβενίας.”

Ο Ζίζεκ αγαπά τα ανέκδοτα. Να ένα με τον τρόπο του: “Σε μια μικρή πόλη, το άγαλμα της Παναγίας άρχισε να κινείται. Τότε, το καθεστώς είπε: καταπληκτικό, να ένας τόπος προσκυνήματος που θα φέρει τουρισμό. Κι όταν ο παπάς της περιοχής είπε όχι, δεν είναι έτσι, είναι απλώς μια προκατάληψη, η επίσημη εφημερίδα του ΚΚ τον κατηγόρησε για αντιπατριωτισμό.” Χαμογελά: “Πόσο μ’ αρέσουν τέτοιες ιστορίες!” Αλλά, μέσα στους καβγάδες της ομάδας των συντρόφων με το Κόμμα, είναι που αποκαλύπτονται οι αμφισημίες της πρόσφατης ιστορίας της Σλοβενίας – αυτής της Ελβετίας στην πόρτα των Βαλκανίων, του πρώτου κομματιού της Ανατολής που έπεφτε μέσα στο πορτοφόλι της ζώνης του ευρώ. “Την εποχή του κομουνισμού, ήταν οι αντιφρονούντες, Χαϊντεγγεριανοί φιλόσοφοι, που μας κατηγορούσαν ότι δουλεύαμε για το καθεστώς,” μαρτυρεί ο Rado Riha. “Ήσαν πολύ εθνικιστές. Σήμερα, οι ίδιοι είναι σύμβουλοι υπουργείων και συμμετέχουν σ’ οικονομικές επιτροπές. Επίσης, υπάρχουν πολλοί θεολόγοι. Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να βρούμε καμιά χρηματοδότηση για να μεταφράσουμε τον Φουκώ: μας λένε ότι δεν έχει ενδιαφέρον.” Η εκκλησία βρίσκεται στους προμαχώνες του αγώνα, πιο συντηρητική από ποτέ άλλοτε. “Κατά την διάρκεια του πόλεμου, έφτιαχνε πολιτοφυλακές, που ορκίζονταν στο όνομα του Χίτλερ και κυνηγούσαν τους παρτιζάνους. Σήμερα, επιχειρείται ένα ξαναγράψιμο της ιστορίας με ισχυρισμούς ότι οι παρτιζάνοι ήσαν κομουνιστές.” Από εδώ πηγάζει το ενδιαφέρον της νεώτερης γενιάς για τα απόκρυφα χρόνια της δεκαετίας του ’60. Ο Ciril Oberstar λεει: “Μας λένε ότι, κάτω από τον κομουνισμό, όλες οι φιλοσοφικές εργασίας ήσαν μηδαμινές, έτσι ήταν ο ολοκληρωτισμός. Σαν να μην υπήρχε ιστορία που κυλούσε.”

Με την πτώση του κομουνισμού, η μικρή αυτή ομάδα βρέθηκε πολύ κοντά στο Δημοκρατικό Φιλελεύθερο Κόμμα (PLD), που κυβέρνησε την χώρα ως το 2003. “Σ’ όλες τις πρώην ανατολικές χώρες, το πολιτικό πεδίο είναι οργανωμένο σε δυο μπλοκ: την εθνικιστική δεξιά και τους πρώην κομουνιστές,” συνοψίζει ο Ζίζεκ, που ο ίδιος ήταν υποψήφιος του PLD σε κάποιες εθνικές εκλογές. “Εδώ, το PLD ακολούθησε μια κεντρο-αριστερή φιλελεύθερη πολιτική, μη εθνικιστική, που χρησίμευσε για να στεγάσει πολυάριθμες καινοτομίες.” Το 1996, επ’ ευκαιρία της πέμπτης επετείου της ανεξαρτησίας, η καλλιτεχνική ομάδα “Νέα Σλοβένικη Τέχνη” οργάνωσε μια αληθινή-ψεύτικη πατριωτική τελετή, μ’ έναν φιλόσοφο μεταμφιεσμένο σε χασάπη. Ο Ζίζεκ ακόμη γελά μ’ αυτό: “Ήταν ένα σκάνδαλο. Ο αρχιεπίσκοπος έφυγε στη μέση της εκδήλωσης. Στη συνέχεια όμως, το PLD άλλαξε, γέμισε με διαφθορά, έγινε ένα κόμμα σαν τ’ άλλα.”

Ο φιλόσοφος είχε υποστηρίξει την ανεξαρτησία της χώρας του, την προσχώρηση στην Ευρώπη, τη συνταγματική συνθήκη. Απεχθάνεται τον εθνικισμό της δεξιάς και τον καθωσπρεπισμό της αριστεράς. “Όταν με ρωτούν ποιο είναι το καλύτερο μέσο να πολεμήσουμε τον ρατσισμό, απαντώ: τα ρατσιστικά αστεία.” Ενάντια στον σχετικισμό των Αμερικανικών πολιτιστικών σπουδών, πιστεύει με πείσμα στην καθολικότητα. “Ακόμη κι αν η αφηρημένη ισότητα καταλήγει στον τρόμο, περιέχει έναν πυρήνα αυθεντικότητας.” Παράλληλα με τον Λακάν, ο άλλος μεγάλος φιλόσοφος, γι’ αυτόν, είναι ο Χέγκελ, του οποίου κρατά τον ορισμό του όντος σαν “αρνητικότητα”: “Γίνεστε υποκείμενο, όταν θα στερηθείτε κάθε ουσίας, όταν θα σας πάρουν όλα αυτά που είστε.” Ενώ τον σνομπάρουν στην Γαλλία, ο Χέγκελ διαβάζεται πολύ στην Λιουμπλιάνα. “Διεκδικούμε τον ορθολογισμό και θεωρούμε ότι, ακόμη κι αν δεν υπάρχει καμιά υπέρτατη αλήθεια, αυτό δεν σημαίνει ότι όλα είναι σχετικά,” λεει επιγραμματικά η φιλόσοφος Alenka Zupancic, που βρίσκεται πολύ κοντά στις ιδέες του Ζίζεκ. (1)

Ο Ζίζεκ λεει ακόμα: “Ο Σταλινισμός παραμένει ένα αίνιγμα. Σε κάποια γενέθλια του Στάλιν, μαζεύτηκαν φυλακισμένοι των Γκούλαγκ, για να του στείλουν τις ευχές τους. Στον Χίτλερ ποτέ δεν συνέβη κάτι τέτοιο με τους Εβραίους. Ακόμη κι οι κατηγορούμενοι των δικών της Μόσχας είχαν πρόσβαση στην καθολικότητα, αφού τους ζητιόταν να την αναγνωρίσουν. Να γιατί ο Σταλινισμός ανήκει στον Διαφωτισμό.” Ο Στάλιν σαν κωδικό όνομα για την επανοικοδόμηση μιας καθολικότητας; “Απεχθάνομαι την ηθικολόγο αριστερά που λεει: καταλαβαίνουμε αυτό που συμβαίνει, αλλά δεν γνωρίζουμε πώς να κάνουμε να κινηθούν τα πράγματα. Όχι, σήμερα, δεν καταλαβαίνουμε τι συμβαίνει. Πρέπει να αναστοχαστούμε. Να τα ξανασκεφτούμε όλα πάλι από την αρχή.”

Συνέντευξη με τον Σλάβοϊ Ζίζεκ

Libération, Πέμπτη 26 Ιουνίου 2008
Cecil. Το άρθρο της Libé λεει ότι είστε ο κύριος εκπρόσωπος της Σχολής της Λιουμπλιάνα. Πώς γεννήθηκε αυτή η σχολή σκέψης; Ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της;

Slavoj Zizek. Στο τέλος της δεκαετίας 1970, εμείς, η νέα γενιά, βρισκόμασταν σε μια πολύ ιδιαίτερη κατάσταση. Από τη μια μεριά, η επίσημη Μαρξιστική ιδεολογία, η Σχολή της Φρανκφούρτης με τον Αντόρνο, από την άλλη μεριά, οι διαφωνούντες κι η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ. Όταν συνέβη στην Γαλλία η έκρηξη του στρουκτουραλισμού, η αντίδραση των δυο πλευρών στην Σλοβενία ήταν η ίδια: σκληρή άρνηση. Κάτι που για μας ήταν ένα αίνιγμα. Γιατί αυτοί που είναι εχθροί, δηλαδή, οι Μαρξιστές κι οι Χαϊντεγγεριανοί, γιατί, με μιας, μιλούν την ίδια γλώσσα;

Η ιδιαιτερότητά μας: η μελέτη του Λακάν, αφενός, η Λακανική ψυχανάλυση σαν εργαλείο ανάλυσης της προβληματικής της ιδεολογίας και της πολιτικής κι, αφετέρου, η μελέτη, με τον Λακάν, των μεγάλων Γερμανών ιδεαλιστών φιλόσοφων, από τον Καντ ως τον Χέγκελ.

Jules. Είπατε ότι ο Σταλινισμός ανήκει στον Διαφωτισμό, κάτι που με προβληματίζει. Μπορείτε να μου το εξηγήσετε;

Ναι, ευχαρίστως. Αυτό είναι ήδη μια θέση της Σχολής της Φρανκφούρτης, κάτι που ο Αντόρνο το ονόμαζε διαλεκτική του διαφωτισμού. Ένα παράδειγμα, για να εξηγήσω τι εννοώ, είναι οι πολιτικές δίκες. Ο κατηγορούμενος σ’ αυτές τις δίκες πάντοτε αποδεχόταν δημόσια τα εγκλήματά του, αλλά επίσης έδινε και μια πολύ σαφή εξήγηση γιατί τα διέπραττε. Κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο στον φασισμό. Δεν γινόντουσαν δίκες εναντίον των Εβραίων, επειδή αυτοί “αποδεχόντουσαν τα εγκλήματά τους.” Γιατί μια τέτοια διαφορά; Διότι στο Σταλινικό σύμπαν, ακόμη κι η κατώτερη οντότητα θεωρείτο ότι μπορούσε να έχει θέση μέσα στον καθολικό λόγο. Είναι μια διαστροφή, αλλά μια διαστροφή παλαιότερη από την λογική του Διαφωτισμού.

Benoît. Αναφέρεστε στον Ζυλ Ντελέζ: για σας, ποια θέση κατέχει η σκέψη του;

Στον αγγλοσαξονικό χώρο, συνηθίζεται να μπαίνουν όλα τα μεγάλα ονόματα των Γάλλων φιλόσοφων, ο Ντεριντά, ο Ντελέζ, ο Φουκώ, κάτω από μια κατηγορία που ονομάζεται μετα-δομισμός ή, καλύτερα, αποδομισμός. Αλλά πιστεύω ότι είναι κρίσιμο να τονίζουμε πως ο Ντελέζ ανήκει σε μια άλλη κατηγορία. Με το δικό μου διάβασμα, ο Ντελέζ είναι πολύ πιο κοντά στον Λακάν. Πιστεύω, για την ακρίβεια, ότι για να βγούμε από το πεδίο που ονομάζεται μεταμοντερνισμός, η αναφορά στον Ντελέζ είναι κρίσιμη. Ο Μάο έλεγε ότι “πρέπει να ξεχωρίζουμε τη συζήτηση που γίνεται στο εσωτερικό του λαού από τη συζήτηση, τη μάχη, που δίνεται με τους εχθρούς του λαού.” Ο Ντελέζ βρίσκεται στην πλευρά μας.

Vincent. Σ’ ένα από τα άρθρα σας, μιλάτε για μια χαρακτηριστική πολιτική στιγμή: εκείνη που το “πνεύμα του 68” εξάντλησε το πολιτικό δυναμικό του. Όπως γράψατε, “εκείνη την κρίσιμη στιγμή (στο μέσο της δεκαετίας του 1970), η μόνη επιλογή που έμενε ήταν μια άγρια κι άμεση ώθηση προς το πραγματικό.” Στη συνέχεια, αναφέρετε τρεις μορφές με τις οποίες λειτουργεί αυτή η ώθηση: τη σεξουαλική ευχαρίστηση, τη μυστικιστική εμπειρία και την τρομοκρατία. Είναι λοιπόν με την Λακανική έννοια, δηλαδή, του κενού συμβολικού χώρου, που καταλαβαίνετε το “πραγματικό;”

Πρόκειται για ένα ζήτημα πιο λεπτό. Πιστεύω ότι στον Λακάν η έννοια του πραγματικού είναι μια πολυπλοκότερη έννοια. Για να πούμε με απλοϊκότερο τρόπο, υπάρχει ένα κακό πραγματικό, που είναι ένα σχεδόν ψυχωτικό πραγματικό, το πραγματικό μιας καταστροφικής βίας. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει ένα εντελώς διαφορετικό πραγματικό, το πραγματικό της ελάχιστης διαφοράς. Π.χ., για μένα, ο Σάμουελ Μπέκετ είναι ο υπέρτατος καλλιτέχνης της ελάχιστης διαφοράς. Πιστεύω ότι οι τρεις μορφές του πραγματικού, που αναφέρατε, είναι ακριβώς οι μορφές του πραγματικού της ριζικής καταστροφής. Κι αυτό που πρέπει να κάνουμε σήμερα είναι να ξαναανακαλύψουμε μια θεωρία, μια τέχνη και μια πολιτική της ελάχιστης διαφοράς.

Frederic. Η κατηγορία που συνέχεια απευθύνεται σ’ όσους, όπως εσείς, εγγράφονται στο ρεύμα της “κριτικής” του καπιταλισμού είναι ότι δεν έχετε σοβαρές εναλλακτικές προτάσεις, πέρα από τις αναφορές σε ουτοπίες σαν εκείνη του Μαρξισμού. Αντιμέτωποι με το “φιλελεύθερο σχέδιο,” ποιο “κοινωνικό σχέδιο” μπορείτε να οραματισθείτε σήμερα;

Πρώτα απ’ όλα, είμαι ο πρώτος που θα αναγνωρίσει ότι δεν έχω κανένα θετικό σχέδιο επεξεργασμένο στις λεπτομέρειές του. Αλλά πιστεύω ότι σήμερα η ριζοσπαστικότερη ουτοπία είναι η ιδέα πως τα σημερινά πράγματα δεν μπορούν να συνεχίσουν επ’ άπειρο.

Πιστεύω ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός γεννά διάφορους ανταγωνισμούς, οικολογικούς, κοινωνικούς κ.ά., που δεν μπορούν να επιλυθούν μέσα στο πλαίσιο που βρίσκονται, μέσα στο πλαίσιο του παγκόσμιου καπιταλισμού. Γι’ αυτό, πιστεύω ότι θα είμαστε αναγκασμένοι να ανακαλύψουμε ένα νέο τρόπο συλλογικής ύπαρξης.

Jeff. Σ’ ένα δοκίμιο για τον Ροβεσπιέρο, τονίζετε την χρησιμότητα ενός “Τρόμου της Αριστεράς.” Τι σημαίνει αυτό στο σύγχρονο κόσμο;

Πιστεύω ότι ο Τρόμος δεν είναι κάτι που πρέπει να το ξαναρχίσουμε. Όμως, υπάρχουν κάποιες μορφές Τρόμου, τις οποίες τις ασκούν οι ίδιες οι δημοκρατικές κοινωνίες μας. Η θέση μου είναι ότι, για να πολεμήσουμε την βία που είναι ήδη εδώ, δεν έχουμε το δικαίωμα να απαγορεύσουμε την απάντηση πάλι με βία.

Yves και Claude. Το φιάσκο του φιλελευθερισμού αθωώνει τον κομουνισμό από τη δικιά του αποτυχία;

Όχι, απολύτως, όχι. Συμφωνώ με τον φίλο μου Αλαίν Μπαντιού, που έχει χαρακτηρίσει την αποτυχία του κομουνισμού σαν μια σκοτεινή καταστροφή. Δεν είναι ζήτημα να αποκαταστήσουμε τον κομουνισμό, αλλά να ξεκινήσουμε από μηδενικής βάσης, να τα ξανασκεφθούμε όλα μαζί πάλι από την αρχή.

Christian Dubuis Santini. Επιτρέψτε με να μπω στο μεγάλο ζήτημα της Παράλλαξης: σε ποιο βαθμό το παράδειγμα των Winnebago του Lévi-Strauss (που συμπεριλαμβάνετε στην θέση σας) μπορεί να παρουσιαστεί σαν το αρχέτυπο της πάλης των τάξεων;

Αυτό που μ’ ενδιαφέρει στο παράδειγμα του Lévi-Strauss είναι το γεγονός ότι ο ανταγωνισμός ή κι η δομική αμφισημία εγγράφονται στην ίδια την πραγματικότητα. Εκεί βρίσκεται κάτι που μπορεί να κρατηθεί από την παλιά έννοια της ταξικής πάλης. Ένας ανταγωνισμός ή μια ανισορροπία που αποτελούν μέρος της ίδιας της κοινωνικής πραγματικότητας. Γι’ αυτό, για μένα, η πάλη των τάξεων είναι το πραγματικό, με την Λακανική έννοια. Δηλαδή, δεν υπάρχει μόνο κάτι μέσα στην πραγματικότητα, υπάρχει κι ένα όριο της πραγματικότητας.

Matador. Οι ανταγωνισμοί κι οι αμφισημίες είναι λοιπόν σχέσεις γιν και γιανγκ;

Όχι, απολύτως, όχι. Το γιν και το γιανγκ είναι η δυαδικότητα ή η πολικότητα της αρχέτυπης νόησης, δηλαδή, μια ισορροπία μεταξύ δυο αρχών, του αρσενικού και του θηλυκού. Όμως αυτό, που εννοείται με το Λακανικό πραγματικό, είναι ακριβώς το ότι υπάρχει μεν το “ένα,” αλλά υπάρχει κι ένα “άλλο,” το οποίο πρέπει να λειτουργεί σαν το χαμένο συμπλήρωμά του πρώτου. Για τον λόγο αυτό, ο Λακάν έλεγε “η γυναίκα δεν υπάρχει.” Αυτό σημαίνει ότι, για τον Λακάν, υπάρχει το “γιν,” αλλά χωρίς το “γιανγκ.”

Matador. Πώς καταλαβαίνετε την προτίμηση του Μπαντιού να χρησιμοποιεί τις μαθηματικές έννοιες κι εργαλεία, για να προσανατολίζει τη σκέψη του; Το αποδέχεστε αυτό;

Αυτό που αποδέχομαι είναι η ιδέα του Μπαντιού, σύμφωνα με την οποία, σήμερα, η μόνη δυνατή οντολογία είναι η μαθηματική οντολογία. Πιστεύω ότι κάθε υλισμός, που επιμένει στο πεπερασμένο χαρακτήρα μας, στην βαθιά σχέση με το σώμα μας, είναι ήδη μια μορφή πνευματοκρατίας. Όπως, για παράδειγμα, ο κινηματογράφος του Αντρέ Ταρκόβσκυ. Δεν χρειαζόμαστε όμως έναν υλισμό εντελώς τυπικό κι αφηρημένο.

Jeff. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, συχνά σχολιάζεται η ιστορική απουσία μιας ισχυρής αριστεράς. Συμφωνείτε;

Ναι, πιστεύω ότι η μοναδική φορά που οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν πλησιάσει να έχουν μια ριζοσπαστική αριστερά Ευρωπαϊκού τύπου, αυτό έγινε τα χρόνια της προεδρίας του Λίνκολν, τη στιγμή του αγώνα για την χειραφέτηση των Μαύρων. Πιστεύω ότι αυτή η απουσία της αριστεράς, με την Ευρωπαϊκή έννοια, στις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελεί ένα γεγονός, που είναι ιδιαίτερα κρίσιμο, για να καταλάβουμε την Ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Δηλαδή, δεν είναι μόνο η απουσία, αλλά και το ότι η απουσία αφήνει τα ίχνη της.

Nacal. Υπάρχουν ακόμη, για σας, “αληθινοί” φιλόσοφοι στην Γαλλία;

Απολύτως. Υπάρχει ο Alain Badiou και, στις νεότερες γενιές, ο Quentin Meillassoux, που έγραψε ένα καταπληκτικό βιβλίο, Μετά το Πεπερασμένο (2), το οποίο, θεωρώ, αποτελεί ένα σημαντικό βιβλίο της γενικής οντολογίας. Κι η Catherine Malabou, με το βιβλίο της, Το Μέλλον του Χέγκελ (3), μια από τις σπουδαιότερες ερμηνείες του Χέγκελ, μια πολιτική και φιλοσοφική αποκατάσταση της φιλοσοφίας. Ένα άλλο έργο της Malabou πάνω σ’ αυτό που η ίδια ονομάζει μετα-τραυματική υποκειμενικότητα είναι Οι Νέοι Τραυματισμένοι (4). Πρόκειται, νομίζω, για μια σημαντική συνεισφορά για την κατανόηση του τι σημαίνει σήμερα να είναι κανείς υποκείμενο. Πιστεύω ότι η μεγάλη λάμψη των δεκαετιών 60-70, όταν όλος ο ουρανός είχε γεμίσει με τα αστέρια του Λακάν, του Φουκώ, του Ντελέζ, του Ντεριντά, συνεχίζει σήμερα με τα έργα της Γαλλικής σκέψης, παρότι ίσως αυτή ακολουθεί ακόμη κάποιες λίγο υπόγειες διαδρομές.

(1) Alenka Zupancic, Esthétique du désir, éthique de la jouissance, Théétète, 2002.
(2) Quentin Meillassoux, Après la finitude, Seuil, 2006.
(3) Catherine Malabou, L’avenir de Hegel: plasticité, temporalité, dialectique, Vrin, 1996.
(4) Catherine Malabou Les nouveaux blessés, Freud et la neurobiologie contemporaine, Bayard, 2007.