τροχιές

Με την πράξη να ανακαλύπτουμε αλήθειες και πάλι με την πράξη να τις ελέγχουμε και να τις αναπτύσσουμε.../Πράξη, γνώση και ύστερα πάλι πράξη˙ η μορφή αυτή της κυκλικής επανάληψης είναι ατελεύτητη.

Μάο ΤσεΤουνγκ


Το συμβάν δεν είναι ο Άλλος του Λόγου αλλά ο 'Αλλος της φιλοσοφίας, όπως ορίζεται σύμφωνα με την πλατύτερη έννοια της πολύπλοκης δομής του, αντί να ορίζεται μόνο με όρους ''παρουσίας".

Francois Laruelle




Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

Alain Badiou Ντερριντά, ή η εγγραφή του μη υπαρκτού


Υπήρξε στη Γαλλία, για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση προσφιλή στον Frederic Worms, μια φιλοσοφική στιγμή της δεκαετίας του ’60. Ακόμη και αυτοί που θα έμπαιναν στον πειρασμό να ενορχηστρώσουν την λήθη του το γνωρίζουν. Ισως να μην διήρκεσε πάνω από πέντε έντονα χρόνια, ανάμεσα στο 1962 και στο 1968, ανάμεσα στο τέλος του πολέμου της Αλγερίας και την βαθιά πολιτική αναδιοργάνωση της περιόδου 1968-1976. Στο επίκεντρο αυτής της στιγμής βρίσκουμε τα τρία θαυμαστά βιβλία του Ντερριντά, την ίδια χρονιά, αυτή την ιδρυτική τριλογία, Η φωνή και το φαινόμενο, Η Γραμματολογία, Η γραφή και η διαφορά. Μια απλή στιγμή λοιπόν, που ήταν ωστόσο πραγματικά ένα είδος έκλαμψης. Μπορούμε να πούμε ότι με τον θάνατο του Ζακ Ντερριντά, η φιλοσοφική γενιά που ταυτοδότησε αυτή την στιγμή εξαφανίστηκε σχεδόν τελείως. Δεν υπάρχει πλέον παρά μια αποτραβηγμένη, προστάτιδα μορφή, ένας άνθρωπος σε βαθιά γεράματα, απαθής και δοξασμένος: δεν υπάρχει πλέον παρά μόνο ο Λέβι-Στρως.

Το πρώτο συναίσθημα που νοιώθω δεν είναι ιδιαίτερα ευγενές. Λέω λοιπόν στον εαυτό μου: «Τώρα οι γέροι είμαστε εμείς».

Λοιπόν, εμείς…. Ποιοι εμείς; Για να ακριβολογήσουμε αυτό σημαίνει: εμείς που ήμασταν οι άμεσοι μαθητές αυτών που χάθηκαν. Εμείς που ήμασταν, εκείνα τα χρόνια, από το 1963 έως το 1968, μεταξύ δεκαοκτώ και τριάντα ετών, εμείς που παρακολουθούσαμε με πάθος τα μαθήματα αυτών των Μαιτρ, εμείς που στο πέρασμα του χρόνου και της μεταβαλλόμενης ηλικίας του, της δημιουργίας τους και του θανάτου τους γίναμε οι παλιοί. Οι παλιοί όχι με τον ίδιο τρόπο, αφού εκείνοι αποτελούσαν την ειδοποιό υπογραφή της στιγμή για την οποία μιλώ και η παρούσα στιγμή, αναμφίβολα, δεν είναι άξια καμιάς υπογραφής. Αλλά οι παλιοί των οποίων η νεότητα δεν ήταν αυτή που ήταν παρά μέσα από το άκουσμα και την ανάγνωση αυτών των Μαιτρ, μέσα από την συζήτηση των προτάσεών τους νυχθημερόν. Αλλοτε, βρισκόμασταν υπό την σκέπη τους, όπως και να είχαν τα πράγματα. Βρισκόμασταν υπό την πνευματική προστασία τους. δεν μας την προτείνουν πλέον. Ανάμεσα σε μας και στο πραγματικό δεν μεσολαβεί πια το μεγαλείο της φωνής τους.

Επιθυμώ λοιπόν, νοιώθοντάς το σαν ένα απαιτητικό καθήκον, να αποτίσω φόρο τιμής στον Ζακ Ντερριντά, που χάθηκε απότομα και μέσα απ’ αυτόν σε όλους αυτούς. Σε όλους τους συνυπογράφοντες την μεγάλη στιγμή της δεκαετίας του ’60.

Η αποτινόμενη τιμή που θεωρώ προσήκουσα είναι φιλοσοφικού χαρακτήρα. Υπογραμμίζει την πρωτοτυπία και αναδεικνύει την χαρακτηριστική δύναμή της. Γι αυτό το λόγο έχω ανάγκη από κάποια προκαταρκτικά, που θα διατυπώσω εδώ με τρόπο ιδιαίτερα απλό.

Δικαιολογημένη απλότητα. Γιατί, ακριβώς κάτω από την εκπληκτική αιθέρια ρευστότητα της γραφής του υπάρχει στο Ντερριντά μια αυθεντική απλότητα, μια ανένδοτη και αμετάβλητη διαίσθηση. Αυτός είναι ένας από τους πολλούς λόγους για τους οποίους η βία των επιθέσεων εναντίον του, αμέσως μετά το θάνατό του και ειδικότερα στον αμερικάνικο τύπο, επιθέσεις που στρέφονταν κατά του «δυσνόητου στοχασμού», του «ακατάληπτου συγγραφέα», δεν αντιπροσώπευαν παρά τις πλέον κοινότυπες αντιδιανοουμενίστικες ύβρεις.

Ας πούμε ύβρεις made in Texas, και ας μην ασχοληθούμε περαιτέρω με αυτές.

Ας αποκαλέσουμε κατά παραδοχή «ον» μια οποιαδήποτε πολλαπλότητα και ας στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στο εκφαίνεσθαι αυτού του όντος, σε ό,τι μας επιτρέπει να πούμε ότι αυτό το ον φανερούται σε ένα καθορισμένο κόσμο. Ας υποθέσουμε ότι επιχειρούμε να στοχαστούμε αυτό το ον, όχι μόνο σύμφωνα με το είναι του, δηλαδή σύμφωνα με την καθαρή πολλαπλότητα η οποία συγκροτεί το γενολογικό είναι του, το απροσδιόριστο είναι, αλλά ότι επιδιώκουμε επίσης να το στοχαστούμε ως παρευρισκόμενο, σύμφωνα με την κατ’ εξοχήν φαινομενολογική χειρονομία. Κατά συνέπεια, ως κάτι που επέρχεται μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο ή που εκφαίνεται στον ορίζοντα ενός καθορισμένου κόσμου. Ας δεχτούμε να αποκαλέσουμε μετά από τόσους άλλους αυτή την έκφανσή του όντος μέσα σ’ ένα κόσμο, η ύπαρξή του.

Η επεξεργασία μιας νέας (και ολοκληρωτικά ορθολογικής) διάκρισης μεταξύ είναι και ύπαρξης μπορεί να προσλάβει διάφορες μορφές και δεν τίθεται εδώ θέμα να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες. Θα πούμε μόνο ότι η σχέση ανάμεσα σε είναι και ώδε-είναι, ή η σχέση ανάμεσα σε πολλαπλότητα και ενδόκοσμη εγγραφή, ανάμεσα σε είναι και ον, είναι μια σχέση υπερβατολογική. Συνίσταται στο ότι σε κάθε πολλαπλότητα αποδίδεται ένας βαθμός ύπαρξης, ένας βαθμός έκ-φανσης. Το γεγονός της ύπαρξης, ως έκφανση σ’ ένα καθορισμένο κόσμο, συνάπτεται αναπόφευκτα με ένα κάποιο βαθμό έκφανσης σ’ αυτό τον κόσμο, με μια ένταση έκφανσης που μπορεί επίσης να χαρακτηριστεί ως ένταση ύπαρξης.

Υπάρχει ένα σημείο ιδιαίτερα περίπλοκο αλλά ιδιαίτερα σημαντικό, επί του οποίου ο Ντερριντά έγραψε πολλά και μας έμαθε πολλά: μια πολλαπλότητα μπορεί να εκφαίνεται σε πλήθος (πολλούς) διαφορετικούς κόσμους. Το είναι της ως εν μπορεί να υπάρχει πολλαπλώς. Δεχόμαστε την αρχή της πανταχού παρουσίας του είναι, στο μέτρο που υπάρχει. Μια πολλαπλότητα μπορεί λοιπόν να εκφαίνεται ή να υπάρχει – είναι το ίδιο – σε πολλούς κόσμους, αλλά κατά κανόνα υπάρχει σ’ αυτούς τους κόσμους με διαφορετικούς βαθμούς έντασης. Εκφαίνεται έντονα σε ένα κόσμο, πιο ασθενώς σ’ ένα άλλο, τελείως ασθενώς σ’ ένα τρίτο, με μια εξαιρετική ένταση σ’ ένα τέταρτο. Υπαρξιακά γνωρίζουμε θαυμάσια αυτή την κυκλοφορία σε πολλούς κόσμους όπου εγγραφόμαστε με διαφορετικές εντάσεις. Αυτό που αποκαλούμε «ζωή», ή «η ζωή μας», είναι συχνά το πέρασμα από ένα κόσμο όπου εμφανιζόμαστε με ένα ασθενή βαθμό έντασης σ’ ένα κόσμο όπου αυτός ο βαθμός ύπαρξης είναι εντονότερος. Αυτό είναι μια στιγμή ζωής, μια ζωική εμπειρία.

Το θεμελιώδες σημείο που μας οδηγεί στον Ντερριντά είναι λοιπόν το ακόλουθο. Δοθείσης μιας πολλαπλότητας που εμφανίζεται σ’ ένα κόσμο, δοθέντων των στοιχείων που εμφανίζονται μαζί μ’ αυτήν, εάν μπορώ να εκφραστώ έτσι – κάτι που σημαίνει ότι η ολότητα όλων όσων την συγκροτούν εμφανίζεται σ’ αυτόν τον κόσμο – υπάρχει πάντα μια συνιστώσα αυτής της πολλαπλότητας της οποίας η εμφάνιση έχει ως μέτρο τον πλέον ασθενή βαθμό.

Πρόκειται για ένα σημείο υψίστης σπουδαιότητας, το ξανατονίζω. Μια πολλαπλότητα εμφανίζεται σ’ ένα κόσμο, η υπερβατολογική σχέση αποτυπώνει στα στοιχεία αυτής της πολλαπλότητας διάφορους βαθμούς εμφάνισης, βαθμούς ύπαρξης. Και συμβαίνει να υπάρχει πάντα τουλάχιστον ένα από αυτά τα στοιχεία – στην πραγματικότητα υπάρχει μόνο ένα – που εμφανίζεται με τον βαθμό εμφάνισης τον πλέον ασθενή, που υπάρχει δηλαδή κατ’ ελάχιστον.

Αντιλαμβάνεσθε ότι το να υπάρχει κάτι κατ’ ελάχιστον στο υπερβατολογικό ενός κόσμου είναι σαν να μην υπάρχει καθόλου. Εάν έχετε ένα εξωτερικό μάτι, εξωτερικό ως προς τον κόσμο, ενδεχομένως να μπορείτε να συγκρίνετε τα υπαρξιακά ελάχιστα. Εάν όμως βρισκόσαστε εντός του κόσμου, το να υπάρχει κάτι κατ’ ελάχιστον, σημαίνει, από την άποψη του κόσμου, να μην υπάρχει καθόλου. Γι’ αυτό το λόγο ονομάζουμε αυτό το στοιχείο «το ανύπαρκτο».

Σημειώνω εν παρόδω, χωρίς να υπεισέλθω καθόλου στην αναγκαία εννοιολογική τεχνική, ότι η ύπαρξη και η μοναδικότητα του ανύπαρκτου αποδεικνύονται. Υπάρχει το κατάλληλο λογικό παράδειγμα και υπάρχει μια απόδειξη για την αναπόφευκτη ύπαρξη του ανύπαρκτου. Απόδειξη απλή στην κειμενική πλοκή της, περίπλοκη στους προκαταρκτικούς όρους της.

Με άλλα λόγια, δοθείσης μιας πολλαπλότητας που εμφανίζεται σ’ ένα κόσμο, υπάρχει πάντα ένα στοιχείο αυτής της πολλαπλότητας που είναι ένα ανύπαρκτο σ’ αυτόν τον κόσμο. Πρόκειται για το προσίδιο ανύπαρκτο αυτής της πολλαπλότητας, σε σχέση με αυτόν τον κόσμο. Το ανύπαρκτο δεν επιδέχεται οντολογικό χαρακτηρισμό, αλλά μόνο ένα υπαρξιακό χαρακτηρισμό: πρόκειται για ένα ελάχιστο βαθμό ύπαρξης σ’ ένα καθορισμένο κόσμο.

Σας δίνω ένα ακλόνητο και τελείως γνωστό παράδειγμα, ένα παράδειγμα βαθιά δουλεμένο από τον Ντερριντά. Στην ανάλυση των αστικών ή καπιταλιστικών κοινωνιών που προτείνει ο Μαρξ, το προλεταριάτο είναι το κυρίως προσίδιον ανύπαρκτο στις πολιτικές πολλαπλότητες. Είναι «αυτό που δεν υπάρχει». Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι προικισμένο με είναι. Ο Μαρξ δεν διανοείται ούτε μια στιγμή ότι το προλεταριάτο δεν είναι προικισμένο με είναι, αφού αντίθετα θα στοιβάξει τόμους επί τόμων για να εξηγήσει τι είναι. Δεν υπάρχει αμφιβολία για το κοινωνικό και οικονομικό είναι του προλεταριάτου. Αμφιβολία υπάρχει, ανέκαθεν και ειδικότερα σήμερα, για την πολιτική του ύπαρξη. Το προλεταριάτο είναι αυτό που έχει υφαιρεθεί από την σφαίρα της πολιτικής παρουσίασης. Ως πολλαπλότητα μπορεί να αναλυθεί, αλλά με βάση τους κανόνες εμφάνισης του πολιτικού κόσμου, δεν εμφανίζεται σ’ αυτόν. Παρευρίσκεται, αλλά με τον ελάχιστο βαθμό εμφάνισης, δηλαδή τον βαθμό εμφάνισης μηδέν. Είναι προφανώς αυτό που ψάλλει η Διεθνής: «δεν είμαστε τίποτα, ας είμαστε το παν». Τι σημαίνει «δεν είμαστε τίποτα»; Αυτοί που διακηρύττουν «δεν είμαστε τίποτα» δεν εξαγγέλουν την ανυπαρξία τους. Δηλώνουν απλά ότι δεν είναι τίποτα στον κόσμο όπως αυτός υφίσταται, όταν τίθεται θέμα να εμφανιστούν πολιτικά. Από την άποψη του πολιτικού τους εμφανίζεσθαι, δεν είναι τίποτα. Και για να γίνει «το παν» προϋπόθεση είναι η αλλαγή κόσμου, δηλαδή αλλαγή υπερβατολογικού ώστε η απόδοση ύπαρξης δηλαδή το μη υπαρκτό, το σημείο μη έκφανσης μιας πολλαπλότητας σ’ ένα κόσμο ν’ αλλάξει με την σειρά του.

Ας κλείσουμε απότομα αυτό το κεφάλαιο με τα προκαταρκτικά: αποτελεί γενικό νόμο του εκφαίνεσθαι ή του ώδε-είναι-εντός-ενός-κόσμου ότι υπάρχει πάντα ένα τέτοιο σημείο ανυπαρξίας.

Μπορώ πλέον να οριοθετήσω με ακρίβεια το ζητούμενο της σκέψης του Ντερριντά, το στρατηγικό του ζητούμενο, το ζητούμενο με την έννοια που ο Μπέρξον λέει πάντα ότι οι φιλόσοφοι δεν έχουν παρά μόνο μια ιδέα. Για μένα το ζητούμενο της εργασίας του Ντερριντά, της άπειρης εργασίας του Ντερριντά, της αχανούς γραφής του, διακλαδούμενης σε ποικιλόμορφα έργα, με απείρως διαφορετικές προσεγγίσεις, είναι η εγγραφή του μη υπαρκτού. Και η αναγνώριση, κατά την εργασία εγγραφής του μη υπαρκτού, ότι αυτή η εγγραφή είναι κυριολεκτικά αδύνατη. Το ζητούμενο της γραφής του Ντερριντά – και ο όρος γραφή δηλώνει εδώ μια πράξη της σκέψης – συνίσταται στο να εγγράψει την αδυνατότητα της εγγραφής του μη υπαρκτού ως μορφή της εγγραφής του.

Τι σημαίνει «αποδόμηση»; Στο τέλος της ζωής του, ο Ντερριντά αρεσκόταν να παρατηρεί ότι, εάν υπήρχε κάτι που ήταν επείγον να αποδομήσουμε, αυτό ήταν η αποδόμηση, η λέξη αποδόμηση. Καθώς η αποδόμηση έγινε συστατικό στοιχείο του ακαδημαϊκού ρεπερτόριου φυσικό ήταν να πρέπει να αποδομηθεί. Το να της αποδώσουμε μια σημασία ήταν σαν να την διασπαθίζαμε (κατασπαταλούσαμε) κατά κάποιο τρόπο. Νομίζω ωστόσο ότι η λέξη «αποδόμηση» σ’ αυτόν δεν είχε προσλάβει διόλου ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Ηταν ενδεικτική μιας θεωρησιακής επιθυμίας, μιας επιθυμίας της σκέψης. Μιας θεμελιώδους επιθυμίας της σκέψης. Αυτή ήταν η «αποδόμησή» του. Και η επιθυμία, όπως κάθε επιθυμία, είχε ως αφετηρία μια συνάντηση, μια διαπίστωση. Συμφωνώντας με όλους τους στρουκτουραλιστές της δεκαετίας του ’60, με τον Φουκώ για παράδειγμα, ο Ντερριντά δεχόταν ότι η εμπειρία του κόσμου είναι πάντα μια εμπειρία ρηματικής επιβολής. Η παρουσία μας εντός κόσμου είναι σημαδεμένη από τους λόγους, συμπεριλαμβανομένης και της σάρκας μας, του σώματός μας, του φύλου μας κλπ. Η θέση του Ντερριντά, η διαπίστωση του Ντερριντά, η εστία της επιθυμίας του Ντερριντά, είναι ότι όποια κι αν είναι η μορφή ρηματικής επιβολής, υπάρχει πάντα ένα σημείο που ξεφεύγει από αυτή την επιβολή, και που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε σημείο φυγής.…


ΠΗΓΗ περιοδικό αληthεια

Alain Badiou: Η αρνητικότητα ως καταστροφή και αφαίρεση


Η σύγχρονη φιγούρα του στρατιώτη στην πολιτική και την ποίηση

του Alain Badiou

Διάλεξη στο UCLA τον Ιανουάριο 2007.

Τα γενικά περιεχόμενα της διάλεξής μου είναι πολύ απλά. Μπορώ να τα συνοψίσω σε πέντε σημεία.

1. Όλες οι δημιουργίες, όλες οι καινοτομίες, είναι με μια έννοια το καταφατικό μέρος μιας άρνησης. Μιας “άρνησης,” γιατί αν συμβαίνει κάτι σαν καινούργιο, αυτό δεν μπορεί να αναχθεί στην αντικειμενικότητα της κατάστασης, μέσα στην οποία συμβαίνει. Γι’ αυτό, είναι βέβαια κάτι σαν μια αρνητική εξαίρεση στους κανονικούς νόμους της αντίστοιχης αντικειμενικότητας. Αλλά είναι και “κατάφαση,” το καταφατικό μέρος της άρνησης, γιατί αν μια δημιουργία μπορεί να αναχθεί σε μια άρνηση των κοινών νόμων της αντικειμενικότητας, τότε εξαρτάται πλήρως απ’ αυτούς σ’ ό,τι αφορά την ταυτότητά της. Επομένως, η ίδια η ουσία της καινοτομίας συνεπάγεται την άρνηση, αλλά οφείλει να επιβεβαιώσει και την ταυτότητά της πέρα από την αρνητικότητα της άρνησης. Για το λόγο αυτό, λεω ότι μια δημιουργία ή μια καινοτομία πρέπει να ορισθεί, μ’ έναν παράδοξο τρόπο, σαν το καταφατικό μέρος μιας άρνησης.

2. Ονομάζω “καταστροφή” το αρνητικό μέρος της άρνησης. Για παράδειγμα, αν θεωρήσουμε τη δημιουργία του Schoenberg, στις αρχές του περασμένου αιώνα, του δωδεκαφωνικού μουσικού συστήματος, μπορούμε να πούμε ότι η δημιουργία αυτή επιτυγχάνει την καταστροφή του τονικού συστήματος, το οποίο, στον δυτικό κόσμο, είχε κυριαρχήσει πάνω στη μουσική δημιουργία κατά τη διάρκεια τριών αιώνων. Στην ίδια κατεύθυνση, η Μαρξιστική ιδέα της επανάστασης είναι να επιτύχει την εμμενή άρνηση του καπιταλισμού μέσω της πλήρους καταστροφής του μηχανισμού του αστικού κράτους. Και στις δυο περιπτώσεις, η άρνηση είναι η συμβαντική συγκέντρωση μιας διαδικασίας, μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η πλήρης αποσύνθεση ενός παλιού κόσμου. Είναι η συμβαντική συγκέντρωση, η οποία πραγματώνει την αρνητική δύναμη της άρνησης. Κι αυτό το ονομάζω καταστροφή.

3. Ονομάζω αφαίρεση το καταφατικό μέρος της άρνησης. Για παράδειγμα, τα νέα μουσικά αξιώματα, τα οποία για τον Schoenberg δομούν τις αποδεκτές σειρές από νότες σ’ ένα μουσικό έργο, που βρίσκεται εκτός τονικού συστήματος, με κανένα τρόπο δεν μπορούν να συναχθούν από την καταστροφή του συστήματος αυτού. Είναι οι καταφατικοί νόμοι ενός νέου πλαίσιου μουσικής δραστηριότητας. Καταδεικνύουν τη δυνατότητα ενός νέου ειρμού του μουσικού λόγου. Το σημείο, που πρέπει να κατανοήσουμε, είναι ότι ο νέος αυτός ειρμός δεν είναι νέος, επειδή επιτυγχάνει τη διαδικασία της αποσύνθεσης του συστήματος. Ο νέος ειρμός είναι νέος στο βαθμό που, μέσα στο πλαίσιο το οποίο επιβάλουν τα αξιώματα του Schoenberg, ο μουσικός λόγος αποφεύγει τους νόμους της τονικότητας ή, το ακριβέστερο, γίνεται αδιάφορος προς τους νόμους αυτούς. Γι’ αυτό, μπορούμε να πούμε ότι ο μουσικός λόγος αφαιρείται από την τονική θέσπισή του. Προφανώς, η αφαίρεση αυτή βρίσκεται στους ορίζοντες της άρνησης. Εντούτοις, υπάρχει πέρα από το καθαρά αρνητικό μέρος της άρνησης. Υπάρχει πέρα από την καταστροφή.

Είναι το ίδιο πράγμα και με τον Μαρξ στο πολιτικό πλαίσιο. Ο Μαρξ επιμένει να λεει ότι η καταστροφή του αστικού κράτους δεν είναι από μόνη της ένα επίτευγμα. Ο στόχος είναι ο κομουνισμός, ο οποίος αποτελεί το τέλος του κράτους ως τέτοιου και το τέλος των κοινωνικών τάξεων, που πρέπει να αντικατασταθούν από μια καθαρά ισόνομη οργάνωση της πολιτικής κοινωνίας. Αλλά για να φθάσουμε εκεί, πρέπει πρώτα να αντικαταστήσουμε το αστικό κράτος μ’ ένα άλλο κράτος, το οποίο δεν αποτελεί το άμεσο αποτέλεσμα της καταστροφής του πρώτου. Στην πραγματικότητα, είναι ένα κράτος τόσο διαφορετικό σε σχέση με το αστικό κράτος όσο η σημερινή πειραματική μουσική μπορεί να είναι σε σχέση μ’ ένα ακαδημαϊκό τονικό έργο του 19ου αιώνα ή μια σύγχρονη παράσταση μπορεί να είναι σε σχέση με μια ακαδημαϊκή αναπαράσταση των Ολύμπιων Θεών. Γιατί το νέο κράτος –αυτό που ο Μαρξ ονομάζει “δικτατορία του προλεταριάτου”– είναι ένα κράτος, το οποίο οργανώνει την ίδια τη δική του εξαφάνιση, ένα κράτος η ίδια η ουσία του οποίου βρίσκεται μέσα στη διαδικασία σχηματισμού του μη κράτους. Ίσως όπως, για τον Αντόρνο, η “άτυπη μουσική” ήταν η διαδικασία, μέσα σ’ ένα έργο, της αποσύνθεσης όλων των μορφών. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι στην αρχική σκέψη του Μαρξ , η “δικτατορία του προλεταριάτου” ήταν ένα όνομα για το κράτος, που αφαιρείται από όλους τους κλασικούς νόμους του “κανονικού” κράτους. Γιατί το κλασικό κράτος αποτελεί μια μορφή εξουσίας. Αλλά το κράτος που ονομάζεται “δικτατορία του προλεταριάτου” αποτελεί την εξουσία της μη εξουσίας, την εξουσία της εξαφάνισης του ζητήματος της εξουσίας. Σ’ οποιαδήποτε περίπτωση, ονομάζουμε αφαίρεση αυτό το μέρος της άρνησης, το οποίο προσανατολίζεται από τη δυνατότητα κάποιου πράγματος, που απολύτως υπάρχει πέρα από ό,τι υπάρχει κάτω από τους νόμους αυτών που η άρνηση αναιρεί.

4. Επομένως, η άρνηση βρίσκεται πάντοτε, στις συγκεκριμένες δράσεις της –πολιτικές ή καλλιτεχνικές– μετέωρη μεταξύ της καταστροφής και της αφαίρεσης. Το ότι η ίδια η ουσία της άρνησης είναι η καταστροφή αποτελούσε τη θεμελιώδη ιδέα του τελευταίου αιώνα. Η θεμελιώδης ιδέα αυτού του αιώνα, που αρχίζει τώρα, πρέπει να είναι το ότι η ίδια η ουσία της άρνησης είναι η αφαίρεση.

Όμως η αφαίρεση δεν είναι η άρνηση της καταστροφής, ούτε ποτέ ήταν η καταστροφή η άρνηση της αφαίρεσης, όπως είδαμε με τον Schoenberg ή τον Μαρξ. Το πιο δύσκολο ζήτημα είναι, για την ακρίβεια, να στηρίξουμε την πλήρη έννοια της άρνησης από την πλευρά της αφαίρεσης, όπως οι Λένιν, Schoenberg ή Marcel Duchamp ή Cage ή Μάο Τσετούνγκ ή Jackson Pollock είχαν στηρίξει την πλήρη έννοια της άρνησης από την πλευρά της καταστροφής.

Για να διασαφηνίσω τις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ καταστροφής, άρνησης και αφαίρεσης, προτείνω να διαβάσω μαζί σας ένα τμήμα ενός θαυμάσιου ποιήματος του Πιέρ Πάολο Παζολίνι.

Ο Παζολίνι είναι πολύ γνωστός σαν σκηνοθέτης κινηματογράφου. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών ’60 κι ’70, είχε σκηνοθετήσει κάποια βαθυστόχαστα σύγχρονα έργα προερχόμενα από τις δυο μεγάλες δυτικές πνευματικές παραδόσεις: των αρχαίων Ελλήνων, με ταινίες όπως η Μήδεια κι ο Οιδίπους, και του ιουδαϊκού Χριστιανισμού με το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο κι ένα πολύ πολύπλοκο σενάριο για τη ζωή του Απόστολου Παύλου. Όλα αυτά συγκροτούν μια δύσκολη σκέψη πάνω στη σχέση μεταξύ ιστορίας, Μύθων και Θρησκείας. Ο Παζολίνι ήταν ταυτόχρονα ένας επαναστάτης Μαρξιστής κι ένας άνθρωπος που παρέμενε για πάντα επηρεασμένος από την θρησκευτικότητα των παιδικών του χρόνων. Γι’ αυτό, το ερώτημα που έθετε ήταν: είναι το επαναστατικό γίγνεσθαι της Ιστορίας, η πολιτική αρνητικότητα, μια καταστροφή της τραγικής ομορφιάς των Ελληνικών Μύθων και της ειρηνικής υπόσχεσης του Χριστιανισμού; Ή πρέπει να μιλάμε για μια αφαίρεση, στην οποία μια καταφατική συμφιλίωση της Ομορφιάς και της Ειρήνης γίνεται δυνατή μέσα σ’ ένα νέο δίκαιο κόσμο;

Ο Παζολίνι είναι επίσης γνωστός για τη σχέση που διατηρούσε μεταξύ της ιδιωτικής ζωής του και των δημόσιων πεποιθήσεών του. Όχι μόνο ήταν ομοφυλόφιλος, αλλά αυτό αποτελούσε μέρος της πολιτικής έμπνευσής του, πολλά χρόνια πριν αρχίσει το κίνημα των ομοφυλοφίλων και λεσβιών. Γνώριζε πλήρως ότι η επιθυμία –και στην περίπτωσή του, η επιθυμία για νεαρούς εργάτες των προαστίων της Ρώμης– δεν είναι ανεξάρτητη των ιδεολογικών επιλογών μας. Για μια ακόμη φορά, το ζήτημα είναι η εγγραφή της σεξουαλικής επιθυμίας μέσα στην πολιτική αρνητικότητα, όχι σαν ένα καθαρά ανατρεπτικό και καταστροφικό θέμα, αλλά σαν μια δημιουργική μετατόπιση της γραμμής, που διαχωρίζει την ατομική από τη συλλογική υποκειμενικότητα.

Ο Παζολίνι δολοφονήθηκε το Νοέμβρη του 1975. Ήταν τότε 53 ετών. Οι ιδιαίτερες περιστάσεις αυτής της φρικτής δολοφονίας είναι μέχρι σήμερα αδιευκρίνιστες. Αλλά σίγουρα βρίσκονται ακριβώς στο σημείο που οι πολιτικοί προσδιορισμοί συναντούν τις σεξουαλικές καταστάσεις. Είναι αυτό το σημείο που αποτελούσε για τον Παζολίνι μια σταθερά πηγή νέων αληθειών, αλλά επίσης και μια υπαρξιακή τραγωδία.

Υπέροχες ταινίες, πολιτικές δεσμεύσεις, κριτικά δοκίμια, σημαντικά μυθιστορήματα, νέο υπαρξιακό στυλ.. Πέρα από όλα αυτά, ο Παζολίνι είναι ο μεγαλύτερος ποιητής της γενιάς του. Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις κύριες ποιητικές συλλογές του.

1. Τα ποιήματα που ο Παζολίνι έγραψε σε ηλικία 20 ετών, σε μια ιδιαίτερη Ιταλική διάλεκτο, της περιοχής Φριούλι. Εδώ βλέπουμε την προσπάθειά του να αφαιρέσει την ποίηση από το κύρος της επίσημης Ιταλικής γλώσσας και να χρησιμοποιήσει μια λαϊκή γλώσσα απέναντι στην γλώσσα του κράτους. Είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που ο Ντελέζ ονομάζει “μειοψηφική πολιτική” στην ποίηση.

2. Η μεγάλη συλλογή, που εκδόθηκε το 1957, η καρδιά της οποίας είναι το θαυμάσιο ποίημα, Οι Στάχτες του Γκράμσι, ένας πολύπλοκος διαλογισμός για την ιστορία, τη Μαρξιστική ιδεολογία, το Ιταλικό τοπίο και τα προσωπικά συναισθήματα.. Ο τίτλος είναι από μόνος του μεταφορά μιας μελαγχολικής άρνησης. Ο Γκράμσι, ο Δάσκαλος, ο Πατέρας του Ιταλικού Μαρξισμού, είναι εδώ σαν να σκορπίζεται μέσα στη σκόνη της Ιστορίας.

3. Οι δυο συλλογές των αρχών της δεκαετίας του ’60: Η Θρησκεία της Εποχής μου (1961) και Η Ποίηση από ένα Τριαντάφυλλο (1964). Σ’ αυτές βρίσκουμε το πλαίσιο του τμήματος του ποιήματος που θα ερμηνεύσω σήμερα. Βασικά, πρόκειται για την πικρή απογοήτευση του Παζολίνι σε σχέση με τις πρακτικές της Ιταλικής αριστεράς. Κι ακριβέστερα, για δυο σημαντικές αποτυχίες του Κομουνιστικού Κόμματος, πρώτα, μια απιστία στον ένοπλο αγώνα χιλιάδων νεαρών ανθρώπων ενάντια στον φασισμό και το Ναζισμό κατά τη διάρκεια του πόλεμου. Δεύτερο, το Κομουνιστικό Κόμμα είναι ανίκανο να οργανώσει την επανάσταση χιλιάδων νεαρών εργατών στα προάστια των Ιταλικών πόλεων.

Έτσι, εδώ έχουμε μια διπλή άρνηση της λαϊκής νεολαίας. Στο παρελθόν, όπου οι αγώνες τους έχουν ξεχασθεί. Στο παρόν, όπου ο ξεσηκωμός τους περιφρονείται. Αλλά ο Παζολίνι έχει δυο πολύ σημαντικούς λόγους να ενδιαφέρεται με πάθος για την ύπαρξη και τους αγώνες της νεολαίας. Πρώτα, ο μικρότερος αδελφός του, Γκουίντο, είχε σκοτωθεί σε μια μάχη κατά τη διάρκεια του πόλεμου σαν παρτιζάνος, μαχητής της αντίστασης. Και το φοβερό ζήτημα ήταν ότι σκοτώθηκε όχι από τους φασίστες, αλλά από κομουνιστές μιας άλλης χώρας, από Γιουγκοσλάβους κομουνιστές, εξ αιτίας ενός ανταγωνισμού μεταξύ Ιταλών και Γιουγκοσλάβων που αφορούσε τον έλεγχο κάποιων συνοριακών περιοχών. Δεύτερο, ως ομοφυλόφιλος, ο Παζολίνι είχε πάντοτε πραγματικές και μακρόχρονες σχέσεις με φτωχούς νεαρούς εργάτες ή με άνεργους νέους των προαστίων. Γι’ αυτό το λόγο, πολλά ποιήματα του Παζολίνι μιλούν για τις αντιφάσεις μεταξύ Ιστορίας, πολιτικής και των όρων της συγκεκριμένης ύπαρξης της προλεταριακής νεολαίας.

Ας διαβάσουμε πρώτα ένα τμήμα από τα ποιήματα αυτά. Είναι τμήμα ενός πολύ μεγάλου ποιήματος, της Vittoria (Νίκης).

“Όλη η πολιτική είναι μια ρεαλιστική πολιτική (Realpolitik),” μαχόμενη
ψυχή, με τον ευγενικό σου θυμό!
Δεν αναγνωρίζεις καμιά άλλη ψυχή πέρα απ’ αυτή
που έχει το λόγο του μυαλωμένου άνθρωπου,
του επαναστάτη που είναι αφοσιωμένος στον έντιμο
κοινό άνθρωπο (ακόμη κι η συνενοχή
με τους δολοφόνους των Πικρών Ετών είναι μπολιασμένη
πάνω στον προστατευτικό κλασικισμό, που κάνει
τον κομουνιστή ευυπόληπτο): δεν αναγνωρίζεις την καρδιά
που γίνεται σκλάβος στον εχθρό της και πηγαίνει
οπουδήποτε πάει ο εχθρός, οδηγούμενη από μια ιστορία
που είναι η ιστορία και των δυο, και τους κάνει, βαθιά κάτω,
διεστραμμένα, αδελφούς. Δεν αναγνωρίζεις τον φόβο
της συνείδησης που, μαχόμενη μαζί με τον κόσμο,
μοιράζεται τους κανόνες του αγώνα μέσα στους αιώνες,
σαν να είναι μέσω ενός πεσιμισμού για εκείνες τις ελπίδες
που πνίγονται ώστε να γίνουν πιο αντρίκειες. Χαρούμενος
με μια χαρά που δεν γνωρίζει καμιά κρυφή ατζέντα,
αυτός ο στρατός –τυφλός μέσα στο τυφλό
λιόφωτο– των νεκρών ανδρών έρχεται
και περιμένει. Αν ο πατέρας τους, ο ηγέτης τους, απορροφημένος
μέσα σ’ ένα μυστηριώδη διάλογο με την Εξουσία και καθηλωμένος
από τη διαλεκτική του, την οποία η ιστορία ανανεώνει
ασταμάτητα –αν τους εγκαταλείπει,
στα λευκά βουνά, στις ήρεμες πεδιάδες,
λίγο-λίγο μέσα στα βάρβαρα στήθη
των γιων του, το μίσος γίνεται η αγάπη του μίσους,
που καιει μόνο μέσα σ’ αυτούς, τους λίγους, τους εκλεκτούς.
Ω, Απόγνωση που δεν ξέρει κανένα νόμο!
Ω, Αναρχία, ελεύθερη αγάπη
της Ολότητας, με τα γενναία σου τραγούδια!


Σαν μια περίληψη του τμήματος αυτού, μπορούμε να πούμε κάτι σαν κι αυτό:

Όλοι λένε ότι η πολιτική πρέπει να είναι ρεαλιστική, ότι όλες οι ιδεολογικές απάτες έχουν αποδειχθεί επικίνδυνες κι αιματηρές.

Αλλά ποιο είναι το πραγματικό για την πολιτική; Το πραγματικό είναι η Ιστορία. Το πραγματικό είναι το συγκεκριμένο γίγνεσθαι του αγώνα και της άρνησης. Αλλά πώς είναι δυνατόν να κατανοήσουμε ή να ξέρουμε την Ιστορία; Μπορούμε να το κάνουμε, αν ξέρουμε τους κανόνες της Ιστορίας, τους μεγάλους κανόνες του γίγνεσθαι. Αυτό είναι το μάθημα του Μαρξισμού.

Όμως, δεν είναι οι νόμοι της Ιστορίας κοινοί και για μας και τους εχθρούς μας; Κι αν είναι έτσι, πώς η άρνηση μπορεί να ξεχωρίσει από την αποδοχή;

Βρισκόμαστε στην κατάσταση, όπου, καθώς έχει τερματισθεί η καταστροφή, η ίδια η αφαίρεση, η αντίθεση, αν προτιμάτε, γίνεται ένα αίσθημα συνενοχής. Όπως γράφει ο Παζολίνι: αναγνωρίζουμε ότι πάμε ακριβώς εκεί που πάει ο εχθρός μας, “οδηγούμενοι από μια Ιστορία, που είναι η ιστορία και των δυο.” Κι είναι αδύνατη η πολιτική ελπίδα.

Επομένως, αν οι νεκροί νέοι του τελευταίου πόλεμου μπορούσαν να έβλεπαν την παρούσα πολιτική κατάσταση, δεν θα συμφωνούσαν μ’ αυτό το αίσθημα της συνενοχής. Σε τελική ανάλυση, δεν μπορούν να αποδεχθούν τους πολιτικούς πατέρες τους, τους ηγέτες του Κομουνιστικού Κόμματος. Και αναγκαστικά γίνονται βάρβαροι και μηδενιστές, ακριβώς όπως η άνεργη νεολαία των προαστίων.

Το ποίημα αποτελεί ένα μανιφέστο για την αληθινή άρνηση.

Αν λοιπόν η αφαίρεση διαχωρίζεται από την καταστροφή, σαν αποτέλεσμα έχουμε το Μίσος και την Απόγνωση. Το σύμβολο του αποτελέσματος αυτού είναι η συγχώνευση των νεκρών ηρώων του τελευταίου πόλεμου με τους περιφρονημένους εργάτες των προαστίων μας μέσα σ’ ένα είδος φιγούρας τρομοκράτη. Αλλά αν η καταστροφή διαχωρίζεται από την αφαίρεση, σαν αποτέλεσμα έχουμε το αδύνατο της πολιτικής, γιατί τα νεαρά άτομα απορροφώνται από ένα είδος μηδενιστικής συλλογικής αυτοκτονίας, χωρίς καμία σκέψη, καμία μοίρα. Στην πρώτη περίπτωση, οι πατέρες, που είναι υπεύθυνοι για τον χειραφετικό πολιτικό προσανατολισμό, εγκαταλείπουν τα παιδιά τους υπέρ του πραγματικού. Στην δεύτερη περίπτωση, τα παιδιά, που είναι η συλλογική δύναμη μιας ενδεχόμενης επανάστασης, εγκαταλείπουν τους πατέρες τους υπέρ της Απόγνωσης.

Αλλά όμως, η χειραφετική πολιτική είναι δυνατή μόνον όταν κάποιοι πατέρες και μητέρες και κάποιοι γιοι και κόρες συσπειρώνονται μέσα σε μια πραγματική άρνηση του κόσμου έτσι όπως είναι.

Κάποιες παρατηρήσεις.

1. Ολόκληρη η αρχή: κάτω από την ιδέα της “ρεαλιστικής πολιτικής (Realpolitik),” έχουμε κάτι σαν μια άρνηση χωρίς καταστροφή. Την ορίζω: “αντίθεση,” με την κοινή δημοκρατική έννοια. Σαν τους δημοκράτες ενάντια στον Μπους. Βρίσκουμε δυο εξαιρετικούς ορισμούς αυτού του είδους της άρνησης: “το λόγο του μυαλωμένου άνθρωπου” και “τον προστατευτικό κλασικισμό.” Θα παρατηρήσατε ότι και στις δυο περιπτώσεις, η σύγκριση είναι μέσα σ’ ένα καλλιτεχνικό συντηρητικό στυλ.

2. Τα “πικρά χρόνια” είναι τα χρόνια του πόλεμου, ο οποίος επίσης υπήρξε, ως επί το πλείστον, στην Ιταλία, ένας εμφύλιος πόλεμος.

Η καρδιά της “αντίθεσης” είναι να αντικαταστήσει κάποιους κανόνες με την βία του πραγματικού. Στην αργκό μου, θα μπορούσα να πω: να αντικαταστήσει κανόνες της ιστορίας ή κανόνες της οικονομίας με τη ρήξη του Συμβάντος. Κι όταν το κάνετε αυτό, “μοιράζεστε τους κανόνες του αγώνα” με τους εχθρούς σας. Και τελικά γίνεστε “σκλάβος του εχθρού σας,” “αδελφός” του εχθρού σας.

Επομένως, η αντίθεση είναι στην πραγματικότητα ο θάνατος της άρνησης. Κι είναι ο θάνατος της πολιτικής ελπίδας.

4. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Παζολίνι έχει ένα είδος μεγαλειώδους και μελαγχολικής ενόρασης. Ο στρατός των νεκρών νέων του τελευταίου πόλεμου, και μεταξύ τους βέβαια ο νεώτερος αδελφός του Γκουίντο, έρχονται να δουν τον πατέρα τους, τον ηγέτη τους. Δηλαδή, στην πραγματικότητα, τους σημερινούς επαναστάτες ηγέτες. Ο στρατός αυτός, “τυφλός μέσα στο τυφλό λιόφωτο” έρχεται και περιμένει “στα λευκά βουνά, στις ήρεμες πεδιάδες.” Και βλέπουν τον πατέρα τους, τον ηγέτη τους, απορροφημένο μέσα στην ασθενέστερη μορφή της άρνησης, τη διαλεκτική άρνηση. Η άρνηση αυτή δεν βρίσκεται έξω από την εξουσία. Η άρνηση αυτή αποτελεί μόνο μια σκοτεινή σχέση με την ίδια την εξουσία. Είναι ο “μυστήριος διάλογος με την Εξουσία.” Έτσι, ο πατέρας στην πραγματικότητα είναι χωρίς ελευθερία, είναι “καθηλωμένος” από τη διαλεκτική της εξουσίας.

5. Το συμπέρασμα είναι ότι ο πατέρας αυτός “τους εγκαταλείπει.” Εδώ βλέπετε το πρόβλημα, που είναι σαφώς ένα πρόβλημα του σήμερα. Ο στρατός των νεκρών νέων ήταν στην πλευρά της καταστροφής, του μίσους. Υπήρχε στη σκληροτράχηλη πλευρά της άρνησης. Όμως περιμένει έναν προσανατολισμό, μια άρνηση που, κάτω από κάποιο πατρικό νομό, συμφιλιώνει την καταστροφή και την αφαίρεση.

Αλλά οι σύγχρονοι ηγέτες τους εγκαταλείπουν. Έτσι, έχουν μόνο το καταστροφικό μέρος της άρνησης. Έχουν μόνο την “Απόγνωση που δεν ξέρει κανένα νόμο!”

6. Κι η περιγραφή της υποκειμενικότητάς τους είναι εντελώς εκφραστική. Ναι, βρίσκονταν στην πλευρά του μίσους, της καταστροφής. Ήσαν οι “οργισμένοι νέοι.” Αλλά τώρα, με μια συγκλονιστική έκφραση, “το μίσος γίνεται η αγάπη του μίσους.” Η αγάπη αυτή του μίσους είναι μια καθαρά καταστροφική άρνηση. Δίχως πρόσβαση στην αφαίρεση χωρίς τους πατέρες, ή τους ηγέτες, είμαστε υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουμε τη γύμνια των “βάρβαρων στηθών των γιων.”

Η μεγάλη ποίηση είναι πάντοτε μια αναμονή, ένα όραμα, του συλλογικού μέλλοντος. Εδώ μπορούμε να δούμε πως ο Παζολίνι περιγράφει την υποκειμενικότητα του τρομοκράτη. Δείχνει με καταπληκτική ακρίβεια ότι η δυνατότητα αυτής της υποκειμενικότητας μεταξύ νεαρών ανδρών ή γυναικών έγκειται στην ανυπαρξία της οποιασδήποτε ορθολογικής ελπίδας για την αλλαγή του κόσμου. Για το λόγο αυτό, δημιουργεί μια ποιητική ισοδυναμία μεταξύ της Απόγνωσης (που είναι η μηδενιστική συνέπεια της εσφαλμένης άρνησης) και της Αναρχίας (στην καθαρά καταστροφική πολιτική της εκδοχή) σαν “ελεύθερης αγάπης της Ολότητας,” που αποτελεί το θρησκευτικό πλαίσιο της τρομοκρατίας, με την φιγούρα του μάρτυρα. Η ισοδυναμία αυτή είναι βέβαια σαφέστερη σήμερα παρά πριν σαράντα χρόνια, όταν ο Παζολίνι έγραφε τη Vittoria.

Μπορούμε τώρα να συμπεράνουμε: τα πολιτικά προβλήματα του σύγχρονου κόσμου δεν μπορούν να λυθούν, ούτε μέσα στο ασθενές πλαίσιο της δημοκρατικής αντίθεσης, το οποίο στην πραγματικότητα εγκαταλείπει εκατομμύρια άνθρωπους σε μια μηδενιστική μοίρα, ούτε μέσα στο μυστικιστικό πλαίσιο της καταστροφικής άρνησης, που είναι μια άλλη μορφή εξουσίας, της εξουσίας του θάνατου. Ούτε αφαίρεση χωρίς καταστροφή, ούτε καταστροφή χωρίς αφαίρεση. Αυτό είναι στην πραγματικότητα το πρόβλημα της βίας σήμερα. Η βία δεν είναι, όπως έχει ειπωθεί τον τελευταίο αιώνα, το δημιουργικό και επαναστατικό μέρος της άρνησης. Ο δρόμος της ελευθερίας είναι αφαιρετικός. Αλλά για να προστατέψουμε την ίδια την αφαίρεση, να υπερασπισθούμε το νέο βασίλειο της χειραφετικής πολιτικής, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε, ριζικά, όλες τις μορφές της βίας. Το μέλλον δεν βρίσκεται στην πλευρά των εξαγριωμένων νεαρών ανδρών και γυναικών των λαϊκών προαστίων, όμως δεν μπορούμε να τους εγκαταλείψουμε στους εαυτούς τους. Αλλά το μέλλον δεν βρίσκεται ούτε και στην πλευρά της δημοκρατικής σύνεσης του νόμου των πατέρων και μητέρων. Οφείλουμε να μάθουμε κάτι από τη μηδενιστική υποκειμενικότητα.

Ο κόσμος δεν είναι φτιαγμένος από νόμο και τάξη, αλλά από νόμο και επιθυμία. Ας μάθουμε από τον Παζολίνι, για να μην “απορροφηθούμε μέσα σ’ ένα μυστηριώδη διάλογο με την εξουσία,” για να μην εγκαταλείψουμε εκατομμύρια νεαρών ανδρών και γυναικών ούτε “στα λευκά βουνά,” ούτε “στις ήρεμες πεδιάδες.”

ΠΗΓΗ thrymmata.blogspot.com