τροχιές

Με την πράξη να ανακαλύπτουμε αλήθειες και πάλι με την πράξη να τις ελέγχουμε και να τις αναπτύσσουμε.../Πράξη, γνώση και ύστερα πάλι πράξη˙ η μορφή αυτή της κυκλικής επανάληψης είναι ατελεύτητη.

Μάο ΤσεΤουνγκ


Το συμβάν δεν είναι ο Άλλος του Λόγου αλλά ο 'Αλλος της φιλοσοφίας, όπως ορίζεται σύμφωνα με την πλατύτερη έννοια της πολύπλοκης δομής του, αντί να ορίζεται μόνο με όρους ''παρουσίας".

Francois Laruelle




Σάββατο 28 Αυγούστου 2010

ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ [ Σκέψη, Κόσμος, Πράξη, Ουτοπία]

1.Ο κόσμος που συγκροτεί η σκέψη του κάθε Έγω ή είναι ένας κλώνος του ήδη-κόσμου ή μία Ουτοπία, ένας κόσμος υπερβατικός ως απόλυτη εσωτερικότητα , η σκέψη για να παράγει ένα τέτοιο κόσμο δεν ανήκει στο απομονωμένο Εγώ, αλλά σε αυτό που επιδιώκει την αυτοεκμηδένιση του ώστε να υπάρξει ως μέρος ενός Άλλου μη-ατομικού Εγώ.

2.Ο κόσμος για την σκέψη του Πραγματικού δεν υπάρχει, ο κόσμος είναι η σκιά του Ενός που δεν είναι –ακόμη Κόσμος. Για αυτό η σκέψη του Πραγματικού υφίσταται μόνο στη βάση της πλήρους ανυπαρξίας ή επιδιώκοντας την ανυπαρξία του κόσμου από το πεδίο της. Η σκέψη που όλο και περισσότερο σβήνει την αντανάκλαση του κόσμου από την λειτουργία της, τείνει προς την θεωρητική τοπικοποίηση της Ουτοπίας, εργάζεται για την Τιτάνεια Αφαίρεση που προσχηματίζει το ελευσόμενο Πραγματικό.
Πρέπει συνεχώς να επισημαίνουμε πως, η σκέψη δολοφονεί τον ήδη-Κόσμο μόνο όταν λειτουργεί ως Καθαρός Πρακτικός Λόγος, επιτρέποντας στην πράξη να οικοδομεί το Πραγματικό. Η αληθινή σκέψη ρωτάει « Ποιος Κόσμος είναι ο κόσμος του Πραγματικού»;Και αντίστοιχα πράττει.

3.Ο Κόσμος και η Φιλοσοφία(του) είναι μια ενιαία αναπαράσταση της Ουτοπίας, παριστάνουν τον χώρο της πάντα ενδεχόμενης Έλευσης ενός Υπερβατικού Άλλου, που όμως ο ορίζοντας και η διαδρομή του είναι οριοθετημένα στο Λόγο της Φιλοσοφίας αυτού του Κόσμου. Η προσποίηση της έκφρασης του Ουτοπικού είναι ολόκληρη η ιστορία της Φιλοσοφίας ως Φαινομενολογίας. Το Πραγματικό Ουτοπικό, το αληθινό εμμενές υπερβατικό, τοποθετήθηκε στο χώρο της πράξης μόνο από τον Επαναστατικό Μαρξισμό, και από εκεί προσπάθησε να το αποκαθηλώσει η Φιλοσοφία διαλύοντας την μοναξιά της Ενικότητας του μέσα στην άπειρη αλληλουχία των Λόγων που εκφέρουν τα Φαινόμενα του ήδη-Κόσμου.

4.Η σκέψη της πράξης, η θεωρία της πράξης, μπορεί να εγκαταλείψει κάθε προϋπόθεση που αναφέρεται στον ήδη-Κόσμο και να συστήσει μια νέα Εποχή στον προσανατολισμό του Υποκειμένου. Να δείξει μία Έξοδο που υπάρχει ως Είσοδος.
Αυτή η σκέψη είναι σε θέση να μην υπόκειται στην Πρόσληψη που επιχειρεί πάνω της ο Κόσμος, πρόσληψη-ενσωμάτωση στην αναστοχαστική δραστηριότητα που ανακυκλώνει τα πορίσματα μίας σκέψης που ανήκει στην προ Θεού Θανάτωση. Η σκέψη της πράξης μας οδηγεί να σκεφτόμαστε μέσω του Θανάτου του Θεού, με δεδομένο μας το Θάνατο αυτό, με στόχο η σκέψη μας να είναι πρώτιστα μια Θανάτωση κάθε θεού. Έτσι, σκοπός μας δεν γίνεται η ενατένιση του Μηδενός, αλλά η εκ του μηδενός θεμελίωση Υποκειμένου.
Η σκέψη της πράξης εγκαταλείπει τις Υπερβατολογικές προϋποθέσεις για την προσέγγιση του Ουτοπικού και στρέφεται στο πως οι Ουτοπίες εν-σαρκώνονται, γίνονται σώματα του Πραγματικού. Με αυτή την έννοια, μέσα από αυτή τη σκέψη ανατρέπεται η Θεολογική πρόσληψη του Μεσσιανικού. Η πράξη μας φέρνει μπροστά στο δίλημμα: Ανθρωποποίηση της Ουτοπίας ή Ουτοπικοποίηση του Ανθρώπου; Μπροστά σε ένα φανταστικό διάλογο ανάμεσα στο Νίτσε και το Λεβινάς, ανάμεσα στον Υπεράνθρωπο και τον Άλλο, πάντα υπό το βλέμμα του Μάρξ.

Η πράξη συγκροτεί την Υπερβατολογική Εαυτότητα ( το Απόκοσμο Εγώ) σε εμμενή Πραγματικό , σε κόσμο επί του κόσμου. Δίχως αυτό τον μετασχηματισμό παραμένουμε εντός του Υποκειμενισμού και του Αντικειμενισμού, της Φαινομενολογίας του ήδη-Κόσμου, φυλακισμένοι στο Υπερεγώ του Ίδιου.
Συνεπώς, μόνο η πράξη συγκροτεί την Ουτοπία σε Υπάρχον και την αποδεσμεύει από το να είναι μία έννοια Χωρικότητας, δηλαδή δούλη της Γεωμετρικής μεθοδολογίας της Φιλοσοφίας.

Σάββατο 7 Αυγούστου 2010

“MOΜΠΥ ΝΤΙΚ’’


Αφορισμένη αναζήτηση, σκότωσα για να μην σε περιμένω,
Αυτό το απλωμένο κρύο της μανίας ήξερες πως είναι ο Απίθανος Θάνατος.

Λευκέ εφιάλτη, χυμένε στον υπερπόντιο ορίζοντα, όπως φυσάει ίσα κατά πάνω σου θα βρεθώ,
Χωρίς συντροφιά , χωρίς καπετάνιο και οδηγό.

Κι όπως η γαλήνη κρύβει το Κακόμορφο σώμα σου, ο χρόνος σου βγάζει τα μάτια στην αθόρυβη κόλαση της ελπίδας.
Μια γύρα φέρνεις με την ουρά σου και μας σβήνεις από προσώπου γης, κερδίζοντας το χειροκρότημα της Μουγκής φύσης.

Σ’ αναζητώ, σ’ έχω στην φαντασία μου πολύ ψηλά, Θεό σε έχω κάνει, για να σε πω και να μπορώ να σε δω.
Αφορμή να υπάρχω, αλάτι όλο της γης μέσα σε ένα κύμα αφανισμού,
Τώρα οι δυο μας, εσύ έρχεσαι από τις θάλασσες του Ύπνου και Εγώ σε αναζητώ στ΄ανοιχτά του σαλονιού.

Μαζί, βύθισμα στον κόσμο σου, μαύρο γάμο, να μην αφήσουμε κανένα παραπονεμένο.
Μόμπυ Ντίκ, εγώ μου, κόσμε μου, θλιβερά ταξίδια της ζωής που με φέραν σε σένα, αφύσικο Ον που βογγά από αλήθεια,
Έλα δώ, ζήτα μου συγγνώμη, παρακάλα βοήθεια.

Με τα άδεια σου μάτια φιλοξένησε τον φόβο, πόνο και αίμα,
Σύρε δώσε τον τόνο, κουβαλάμε μαζί το Άπειρο.
Είμαι στο λιμάνι σου πρόσφυγας, αρρωστιάρης αέρας, κωπηλάτη φαρμάκι,
Λένε σε είδαν οι άλλοι , σε είπαν Θεριό , σε είπαν Παράξενο.

Μυστικέ Ερμή του Χαμένου Παραδείσου, πλάσμα ομοίωμα της καρδιάς που χτυπά έξω απ’ τα σώματα,
Βγήκες πάλι στην επιφάνεια, τα ξημερώματα, μαγική φρίκη δύναμης επικαλείσαι.
Λευκέ εφιάλτη, σιχτίρισμα και ουρανού ευχή διεστραμμένη, Ποιος είσαι; Που είσαι;

Ξεφυσάς το αίμα μου, σέρνεσαι ανάμεσα στις πολυκατοικίες, αόρατη σάρκα πιασμένη στο καρτέρι μιας εκδίκησης κρύας.

Μόμπυ Ντίκ, ποιος το περίμενε εκεί που γύριζαν οι σελίδες πως θα τσάκιζες το καραβάκι μου ,
πως θα ερχόσουν εδώ, ανοίκειε Εαυτέ, να κουρνιάξεις μακριά από το μίσος των Ανθρώπων;
Ποιος το περίμενε , σ΄αυτό το ταξίδι της απόγνωσης πως θα΄σουν η γνώση,
ο φρικτός νόμος της εξόντωσης του Νόμου;

Εσύ, Έλα, Είμαστε η μόνη ελπίδα του κόσμου να ναυαγήσει,
Είμαστε η περιουσία η Τραγική,

Έλα Μόμπυ Ντίκ προσποιήσου την Ατλαντίδα, βυθίσου..
Εσύ! Τερατογένεση του Θεού,
Προσκύνησε με για να σωθούμε!


σ.κ

Πέμπτη 5 Αυγούστου 2010

Ηλίας Λάγιος, Το χέρι με τον ορό



Πελώριο δέντρο σε θαυμάζω από το τζάμι
και, χέρι ο ορός, να μου κρατά σφιχτά το χέρι,
στους άλλους ουρανούς μου ανάβει μαύρο αστέρι,
αργά να μου μεταμορφώνει την παλάμη.

Είναι πηγή. Θα 'ρθούν να πιούν το μύθο αηδόνια
και θα λουστούν πρωταίτια ζώα κι ο μοσχομπάτης,
κι όλοι θα υπάρξουν προσφορά στην προσφορά της.
Και, λέει, ποτέ δε θα διαβάσουμε τα χρόνια.

Όλοι να μεταλάβουν πίκρα εκ του αίματός μου,
να ανθίση ο κόσμος άνοιξη για να 'συχάση
και να χορέψη, η πιο πανέμορφή μου η πλάση,
να σκύψη η πονηρή στ' αυτί μου λέοντας: "Δος μου,

ό,τι αγαπάς, ό,τι ποθείς, ό,τι πιστεύεις.
Σήμα επουράνιο - που όμως άσκοπα γυρεύεις".