tag:blogger.com,1999:blog-20818041228007334212024-02-19T18:49:33.214-08:00ΣΥΜΒΑΝΤΑΜΗ-ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΜΑΧΟΜΕΝΟΥ ΥΛΙΣΜΟΥGodelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.comBlogger94125tag:blogger.com,1999:blog-2081804122800733421.post-46860554269399115732011-04-03T16:05:00.000-07:002011-04-03T17:13:40.836-07:00Εξομολόγηση 3η: η μνήμη και το μνήμα(περί αναμνήσεων)<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjIiVSGhpWLBlME8tP4vliO3XGH7eiNH_aJe98RHhJVJoWycgW8EAoqWXTzBaGMEfGcfY1iqvO475tLQWMGYgcsJw0i9TrhtlJHPD01BSOs1nzRlakrTsUMQs9wZGvqP1p9bEvF6rOZbBso/s1600/the-persistence-of-memory.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 320px; height: 230px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjIiVSGhpWLBlME8tP4vliO3XGH7eiNH_aJe98RHhJVJoWycgW8EAoqWXTzBaGMEfGcfY1iqvO475tLQWMGYgcsJw0i9TrhtlJHPD01BSOs1nzRlakrTsUMQs9wZGvqP1p9bEvF6rOZbBso/s320/the-persistence-of-memory.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5591514878207061666" /></a><br />1. Θυμόμαστε,οι πεπερασμένοι χρόνοι γεμάτοι απο πεπερασμένες ενέργειες και πεπερασμένους ανθρώπους, παρελαύνουν στην σκέψη μας μέσα απο τις λεωφόρους της μνήμης. Είναι τόσο μεγάλες καιτόσες πολλές οι δυνάμεις τους που τρομάζουμε και πιστεύουμε πως ότι σκεφτόμαστε και ότι πρόκειται να σκεφτούμε, αναγκαστικά πρέπει να προέλθει απο αυτές τις παρελάσεις της μνήμης. Όλα έχουν υπάρξει και αυτό αρκεί για να τους προσδώσουμε την αυθεντία του δημιουργού, την αυθεντία της γέννησης. Ο Αόριστος είναι η παρηγοριά μας, φτάνουμε να θεωρούμε μέλλον την μεταμόρφωση του παρελθόντος με μια μάσκα ομορφιάς. Η μνήμη είναι ένα μνήμα της σκέψης ως δημιουργίας, σύμβολο δηλαδή ενταφιασμού και απόδοσης λατρευτικών τιμών σε ότι κάποτε υπήρξε. Μετατρέπει την σκέψη σε ένα προσκυνητή της, μετατρέπει τον θάνατο σε ελκυστική μορφή που καταστρέφει την σκέψη μέσω της αυτοκρατορίας των αναμνήσεων. Ματαιώνει την θαυματουργική δύναμη του συμβάντος πρώτα από όλα μέσα μας.<br /><br />2.Το μνήμα είναι σημείο ιερό, κανείς δεν γνωρίζει αν υπάρχουν ακόμα οι νεκροί κάτω απο αυτό, κανείς δεν νοιάζεται για αυτό, το μνήμα είναι η αιτία της σκέψης που σκέφτεται το Ίδιο. Για αυτό το μνήμα είναι όμορφο, παγερό, απομονωμένο και κλειστό, είναι μια χάραξη του τέλους με τελικό τρόπο, δεν είναι ίχνος προς κάπου, δεν προσανατολίζει αλλά κάνει ιδανική την επιστροφή και την επανάληψη.<br />Το μνήμα φέρνει αναμνήσεις, και στέκεται επίτηδες πάντα επιβλητικό για να μας προκαλεί με την μη- φθαρτότητα του, σαν να μας λέει πως το μόνο παρόν είναι αυτό... πως αν υπάρχει παρόν υπάρχει για να θυμόμαστε, ακόμα και όταν νομίζουμε πως σκεφτόμαστε.<br /><br />Ζούμε την αιωνιότητα μέσα απο τις αναμνήσεις και επιλέγουμε όχι την απροσδόκητη προέλαση προς το άγνωστο αλλά την γαλήνια βόλτα ανάμεσα στα φαντάσματα που έχουμε γεμίσει με αθανασία. Ο άνθρωπος κατα βάθος θα ήθελε να υπάρξει ως ανάμνηση του ίδιου του σύμπαντος, ανάμνηση του Θεού του. <br />Δεν υπάρχει μνήμη στο μέλλον, δεν υπάρχουν νεκροί,δεν υπάρχουν Θεοί, η ύπαρξη μένει να αποδειχθεί. Το μέλλον είναι υπόθεση, το παρελθόν νόμος, η επιστήμη είναι με το μέρος του πρώτου.Godelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2081804122800733421.post-74349108112094206812011-03-12T00:15:00.000-08:002011-03-28T08:12:15.948-07:00Εξομολόγηση 2η: το φάντασμα που μας οδηγεί<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEghTSlMBMaRi2UcSO_NLeDtzxpy9cmBWYGx7zOw1T_T7awSteVenjedr86Kpco37PKfUUvHekG1dLTgG4O1fYX6OlGCNGWl4OE3wD5CHC0rEip8dQuQR4rCEOKDfHCT0pMydqoQqmZASgkI/s1600/imagesCAAFUUJA.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 300px; height: 168px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEghTSlMBMaRi2UcSO_NLeDtzxpy9cmBWYGx7zOw1T_T7awSteVenjedr86Kpco37PKfUUvHekG1dLTgG4O1fYX6OlGCNGWl4OE3wD5CHC0rEip8dQuQR4rCEOKDfHCT0pMydqoQqmZASgkI/s320/imagesCAAFUUJA.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5589148842666728322" /></a><br />Ο Άμλετ απέναντι στο φάντασμα του Πατέρα. Μια σκηνή της θεατρικής πράξης, μια σκηνή της σύγκρουσης γύρω απο την καταγωγή της θέλησης.Το φάντασμα που οδηγεί τον Άμλετ, υπήρξε ή γεννήθηκε απο τον ίδιο, ώστε όλη του η θέληση για την υπέρβαση του Εγώ του να οδηγηθεί στην τελική φονική πράξη υπο την ευλογία ενός αρχι-υποκειμένου που διέταξε την συνείδηση; Ποιός δημιουργεί την θέληση; Το υποκείμενο ή το φάντασμα που οδηγεί το υποκείμενο; Και αυτό το φάντασμα τελικά ανήκει σε ποιόν; Η ελεύθερη βούληση και ο Θείος επικαθορισμός απο μια υπερ-ατομικής ή υπερ-φυσική αρχή.. όψεις του ίδιου νομίσματος που λέγεται άνθρωπος.<br /><br />Το φάντασμα που μας οδηγεί, ο Πατέρας που μας εξηγεί τον πόνο του και επι της ουσίας μας σπρώχνει στην πράξη, η απεικόνιση μιας αδυναμίας αποφάσεων που εξεγείρεται και γίνεται προτροπή μέσω μιας μεταμόρφωσης μας. Το φάντασμα που μας οδηγεί είναι το μεταμορφωμένο Εγώ-ως Άλλος, μέσω αυτού μόνο η πράξη αποκτά εξωτερικότητα, αποενοχοποιείται και θεοποιείται, κλείνεται μέσα μας ως αναγκαία επιλογή έναντι ενός Άλλου, ισχυρού, σεβαστού, άυλου και τρομαχτικού, όσα ονειρευτήκαμε για το Εγώ μας, όσα στο Πραγματικό δεν είναι ακόμα υπαρκτά. Προβαίνουμε στην πράξη για να δοκιμάσουμε την αλήθεια των φαντασμάτων μας, για να επιβεβαιώσουμε την θεία τους προέλευση, για να ταυτιστούμε με την ισχύ τους. <br /><br />Οι μεγάλες πράξεις γίνονται πάντα όχι απο ανθρώπους αλλά απο τα φαντάσματα τους, και για αυτό είναι και μεγάλες.Godelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.com4tag:blogger.com,1999:blog-2081804122800733421.post-27649197107100196822011-03-11T03:31:00.000-08:002011-03-11T04:16:02.767-08:00Εξομολόγηση 1η : ο μόχθος του ανώτερου<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgFQFSGt25-uFn-HYFb81VEza0SqVJf853R178Hqyp-bweijjTruIRsPfEck9Wm-35VfstOY4o9YO-T23kTrXsE5zkJGdGkDb9G1X5ATvCmm34MGZS9h5zS5Xt8gGFTaGdvh15YBZeONLsV/s1600/jacques-louis_david01.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 320px; height: 240px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgFQFSGt25-uFn-HYFb81VEza0SqVJf853R178Hqyp-bweijjTruIRsPfEck9Wm-35VfstOY4o9YO-T23kTrXsE5zkJGdGkDb9G1X5ATvCmm34MGZS9h5zS5Xt8gGFTaGdvh15YBZeONLsV/s320/jacques-louis_david01.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5582793406002778354" /></a><br />Πίνακας του David,Ναπολέων ο Μέγας<br /><br />Ποιός ταπεινός δεν θέλησε τον όλεθρο του ανωτέρου του;Ποιά δουλική ψυχή μέσα μας δεν επιθύμησε να μας κρατήσει μέσα στο ανθρώπινο το πολύ ανθρώπινο τομάρι της σκέψης που περνιέται για κάτι μεγάλο όσο καιρό μας κρατάει μέσα στο μικρό, μέσα στον ασήμαντο χρόνο της επανάληψης;<br /><br />Αυτός ο όλεθρος του κατώτερου μέσα μας είναι πιο δύσκολο έργο και απο το να διανοηθείς ένα αριστούργημα τέχνης, απο το να ηγηθείς ενός ατέλειωτου ταξιδιού μέσα στο άγνωστο, ο όλεθρος του κατώτερου είναι μια επιλογή πόνου, ενοχής και φόβου. Η κατάφαση στη ζωή, η απόδειξη ότι προχωράμε μπροστά, τι άλλο μπορεί να είναι απο αυτή την ασταμάτητη εργασία για τον όλεθρο του κατώτερου, για την εξαφάνιση του απο παντού μέσα μας, απο το σβήσιμο του;. Όμως σε αυτό τον πόλεμο πρέπει να μπεις αποφασισμένος να εξολοθρεύσεις και όχι να νικήσεις απλά. <br /><br />Αν χαρίσεις όρους επιβίωσης στο κατώτερο ίσως να μην ξανατολμήσεις ποτέ την υπέρβαση, την ιδέα της κάθαρσης θα την φυλακίσεις στο κελί της πουλημένης αυτάρκειας ΄΄ότι κάποτε προσπάθησα έστω για μια φορά΄΄. Το σκοτεινό σημείο της απόφασης για μια τέτοια εκστρατεία παραμένει το αντικείμενο όλων των επιστημών του ανθρώπου.<br /> Από που άραγε γεννήθηκε και υπο ποιές συνθήκες το μεγαλειώδες, το ύψιστο, το ιδανικό της ανθρώπινης δράσης μέσα στην Ιστορία; Πριν κατέλθουμε στα πιο μεγάλα πολεμικά πεδία, οφείλουμε να απαλείψουμε τον εσωτερικό εχθρό, να επιδιώξουμε το ανέφικτο...να εξαφανίσουμε το πεδίο διαμάχης με το ήδη-υπαρκτό-Εγώ.Έτσι μόνο μπορεί να κάνει το Εγώ την έξοδο του απο την εσωτερικότητα της διαμόρφωσης στην εξωτερικότητα της επιβολής, της πράξης στον κόσμο. Δεν μπορούμε αδιάκοπα να ξεχνιόμαστε στην εσωτερική πάλη,δεν μας επιτρέπετε να μην εξαπολύουμε την δύναμη μας στον κόσμο.<br /><br />σ.Godelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.com6tag:blogger.com,1999:blog-2081804122800733421.post-88961229901885638692011-01-09T03:10:00.000-08:002011-01-09T03:14:52.691-08:00Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ: Σημεία Υπεράσπισης<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj452VpxB63Wdeyc-Ph1AMR8b2wISq62VNXVWyNXDorKPWswnwyGt1aZo6vm0JkNfzXtY5wMKdsjTqvvqm0Xls8yjAKSJKlhPKl1YE7SxAi90TSzxpbd7LrWsjB9zMjbchz5sf_qnLzo8E9/s1600/images.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 199px; height: 187px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj452VpxB63Wdeyc-Ph1AMR8b2wISq62VNXVWyNXDorKPWswnwyGt1aZo6vm0JkNfzXtY5wMKdsjTqvvqm0Xls8yjAKSJKlhPKl1YE7SxAi90TSzxpbd7LrWsjB9zMjbchz5sf_qnLzo8E9/s320/images.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5560142936905404834" /></a><br />1. Η σκέψη του Χάιντεγκερ αποτελεί τεράστια γέφυρα που ενώνει την Προ-Σωκρατική Αρχαία Ελληνική σκέψη με την Φαινομενολογία της Σύγχρονης Ευρωπαϊκής σκέψης και, απὀ εκεί, συνεχίζει προς την όχθη της Αντι-Φαινομενολογίας και μιας μη-φιλοσοφίας, μιας σκέψης μη-φιλοσοφικής. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την σημερινή Φιλοσοφική Ακαδημία σε όλο τον κόσμο, δίχως την σκέψη του Χάιντεγκερ, είναι αδιανόητο να σκεφτούμε τον Σάρτρ, τον Λεβινάς, τον Ντερριντά, τον Λυοτάρ, τον Λακού-Λαμπάρτ και Νανσύ, το έργο του Μπαντιού αλλά και του Ζίζεκ, του Άγκαμπεν, του Λαρυέλ και τόσων άλλων στοχαστών, δίχως να βαδίζουν μέσα από την μεγάλη νύχτα του Χαϊντεγκεριανού στοχασμού. Θα έλεγε κανείς πως τα έργα όλων τους σε ένα μεγάλο μέρος τους αποτελούν νεκρολογίες πάνω στην σκέψη του Χάιντεγκερ. Ο "Ναζιστής", ο Ολοκληρωτικός, ο σκοτεινός, ο Θεολόγος, ο Υπαρξιστής, ο Πλατωνιστής, ο Αντιδραστικός, ο μεγαλύτερος όλων...<br /><br />Και οι χαρακτηρισμοί ποικίλουν και συνεχίζουν με βάση το ποιος κρίνει και τι επιδιώκει από την κριτική του. Υπάρχουν έργα σταθμοί που γράφτηκαν για να τον ξεπεράσουν ή να τον ανανεώσουν, ας θυμηθούμε "Είναι και Μηδέν", "Από την Ύπαρξη στο Υπάρχον", "Είναι και Συμβάν" και αρκετά ακόμα. Είναι δυνατόν αυτή η σκέψη να ταξινομηθεί και να τακτοποιηθεί σε ένα συρτάρι, με μια κατηγοριοποίηση, να θεωρηθεί εξαντλημένη ή να ερμηνευτεί με βάση την ερμηνεία των στοχαστών που θέλησαν να την μεταπλάσσουν κατά το δοκούν;<br />Με το Χάιντεγκερ, πρέπει να κάνουμε ό,τι μας θέτει σαν ευθύνη η σκέψη του Μαρξ. Να επιστρέψουμε σε αυτόν, να τον αναγνωρίσουμε σαν μια μεγάλη ανεξερεύνητη ήπειρο, να εκτιμήσουμε την καθοριστική μεταβατικότητα του στοχασμού του, να αξιολογήσουμε τις χρήσεις που του έκαναν και του κάνουν τα Φιλοσοφικά ρεύματα εδώ και μισό αιώνα τώρα. Να πιάσουμε νήματα και να βρούμε ίχνη σε αυτό το απέραντο δάσος της σκέψης, πέρα από κάθε ψευτοϋποχρέωση να δικαιώσουμε ένα ρηχό προοδευτισμό της σκέψης, μια ψευδή ριζοσπαστικότητα, που έτοιμη και ξαναζεσταμένη πλασάρεται σαν τροφή στον εγχώριο προβληματισμό. Θα θέσουμε κάποια σημεία υπεράσπισης ενός Χάιντεγκερ που μας χρειάζεται για την εργασία της απο-φιλοσοφικοποίησης της σκέψης, την επαναεισαγωγή της στο ζειν, στην πράξη του Πραγματικού.<br /><br />2. Ο Χάιντεγκερ με το "Είναι και Χρόνος" είναι ο πρώτος που χτυπάει στο κεφάλι όλη την Καρτεσιανή Μεταφυσική παράδοση της Δυτικής σκέψης, δίνοντας χαριστική βολή στην Φαινομενολογία και στις όποιες δικές του ακόμα σχέσεις με αυτήν. Δεν έρχεται σε ρήξη απλά με την Χουσσερλιανή παράδοση αλλά τοποθετεί όλο το Φιλοσοφικό εγχείρημα στο ειδώλιο με μια ακραία αντι-φαινομενολογική τοποθέτηση. Αυτοί που στο έργο αυτό είδαν μόνο μια επιστροφή στο "Είναι", μια ουσιαστικά νατουραλιστική Ρομαντική ανάλυση του Όντος, εντέχνως αποσυνδέουν και αποκρύπτουν την κεντρική προβληματική του Χαϊντεγκεριανού έργου για το "Πως" και το "Τι" αυτού του Είναι. Τα αντι-φαινομενολογικά στοιχεία της σκέψης του δεν είναι περιστασιακά και σκόρπια μέσα στο "Ε κ Χ" αλλά βασικά σε κάθε πέρασμα του προβληματισμού του. Ο Χάιντεγκερ είναι αυτός που τοποθετεί το Συμβάν και την καθοριστικότητά του σε σχέση με το Είναι, αποδίδοντας του την λειτουργία μιας απο-παρουσίασης, μιας σκοτεινοποίησης για την Φιλοσοφική σκέψη που αναγκαστικά ζει μέσα στα όρια της εποπτείας.<br /><br />Είναι χαρακτηριστική η φράση του "Το ότι που χαρακτηρίζει την γεγονότητα δεν είναι προσιτό με εποπτεία". Εντοπισμός της συμβαντικότητας εκτός της εποπτικής. Άρα ενόραση και μυστικισμός, θα πουν κάποιοι· όμως το άνοιγμα που δίνεται για την ερμηνεία της φύσεως του Πραγματικού είναι εδώ ορατό. Η Καρτεσιανή οντολογία του κόσμου λέει "κόσμο" το φυσικό εμπράγματο, και το φυσικό εμπράγματο δεν γεννά την συμβαντική κατάσταση ως μεμονωμένο αντικείμενο. Η γεγονότητα υπάρχει έξω από την εποπτεία με αυτή την έννοια, δηλαδή ανήκει στην τάξη της παραγωγής ανυπολόγιστων σχέσεων μεταξύ των όντων με τέτοιο τρόπο που να αποτελούν ένα νέο Είναι, μια νέα τάξη, μια εμμένεια που δεν παίρνει την μορφή της αντικειμενοποίησης που συνηθίζουν οι έννοιες του Υποκειμενικού μηχανισμού της ανθρώπινης σκέψης.<br /><br />Ο Χάιντεγκερ για αυτό επιστρέφει στους Προ-Σωκρατικούς. Πρώτον για να δείξει έναντι τού Καρτεσιανού στοχασμού πως η έννοια "κόσμος" είναι τόσο βαθιά, ολική και απόκοσμη που το στένεμά της στο φυσικό εμπράγματο επί της ουσίας οδηγεί σε μια απομάκρυνση από το είναι του Κόσμου και σε μια προσκόλληση στο φαίνεσθαι του και, δεύτερον, για να επισημάνει την ανάγκη μιας απο-ανθρωποποίησης της σκέψης, μιας στροφής στην ανεξαρτησία του Είναι από την συνείδηση, μιας υποχρεωτικής ευθύνης ο άνθρωπος να σκέφτεται με βάση το πάντα Άπειρο, το πάντα Ξένο, το πάντα Τρομαχτικό Συμβάν του Πραγματικού. Με κάθε σεβασμό, το έργο κανενός Μπαντιού δεν θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια του αν δεν είχε υποδείξει ο Χάιντεγκερ την αντι-φαινομενολογική σημασία του Ereignis, το Πρωτο-Συμβάν, στην ανάλυση για τον Κόσμο.<br /><br />3. Ο Χάιντεγκερ δεν αναζητά παρά τον τρόπο ύπαρξης και την σημασία του Ενός, όταν σκέφτεται και αναλύει το "Είναι". Δεν είναι ο στοχαστής του "Είναι" αλλά ο στοχαστής του Ενός. Η φιλοσοφική στρατηγική του να ξεκινήσει από την επανανοηματοδότηση του Κόσμου πέρα από τις Καρτεσιανές συντεταγμένες, να παρουσιάσει τις πολλαπλότητες του Είναι, συνιστά το έδαφος, τη βάση, την αφετηρία ενός στοχασμού που πηγαίνει να διασχίσει τα πιο δύσβατα μονοπάτια στο δρόμο προς την Απ-αρχή. Αυτό που ταλανίζει τον Χάιντεγκερ δίνεται από τον ίδιο συνταρακτικά με το ακόλουθο απόσπασμα: "Ως προς το ποιος είναι ο Καλεστής δεν μπορεί να καθοριστεί "κοσμικά" με τίποτα... Το να ακούσεις αυθεντικά το κάλεσμα σημαίνει να εισαχθείς στο γεγονικό πράττειν." Το κάλεσμα δεν υπάρχει λοιπόν στον κόσμο αυτό, αλλά στο γεγονικό πράττειν, στην συμβαντική εξω-κοσμικότητα, στην συμμετοχή σου σε αυτή. Ο Καλεστής συνεπώς δεν είναι ένας επερχόμενος Μεσσίας, αλλά το συμβάν που αποδέχεσαι να πιστέψεις και να υποκειμενοποιηθείς μαζί του.<br />Όχι τυχαία, η αυθεντικότητα του ακούσματος δηλώνεται εδώ με βάση την εισαγωγή σε αυτό το γεγονικό πράττειν. Δεν είναι η γενική συμμετοχή στο "Είναι", δεν είναι η αδιάφορη σπατάλη στον καθημερινό εμπράγματο κόσμο, αλλά η πορεία προς το Ένα-Συμβάν που υποκειμενοποιεί αληθινά το ανθρώπινο.<br /><br />4. Γι' αυτό ο θάνατος είναι μια εμμένεια της ζωής, μια εμμένεια εντός του "Είναι", είναι το μέγιστο Απροσδόκητο, το Απόλυτο Κακό, το Υπερ-Συμβάν, η ιστορικότητα που δεν προλογίζεται από καμία παρουσία. Το Ένα είναι θάνατος του Είναι και αυτή η πάντα αστραπιαία εμφάνισή του το καθιστά ένα φαινόμενο της σπανιότητας, την Εξαίρεση, την πράξη που γίνεται η προϋπόθεση της Φύσης να μένει πάντα Φύση, να γεννιέται πάντα από την αρχή. Ο θάνατος στον Χάιντεγκερ είναι αυτή η γέννα της αρχής, η επισφράγιση της υποταγής του Πληθυντικού Είναι στην συμβαντική χειρονομία του Ενός να διασαλεύσει την υφιστάμενη τάξη, να νεκρώσει τον υπαρκτό οργανισμό, να επιβάλλει την ανάγκη για ζωή θέτοντας το απόλυτο μηδέν.<br /><br />Το θνήσκειν και ο χρόνος συσχετίζονται εντός του Είναι με πολεμικούς όρους. Το ζήτημα της χρονικότητας είναι συνυφασμένο με την θνητότητα, με το πώς και πότε μιας τελικής πράξης επικαθορισμού της ήδη-δοσμένης φύσης ενός όντος ή και του Κόσμου όλου. Στο σημείο αυτό όντως ο στοχασμός του Χάιντεγκερ είναι πολεμικός, ολοκληρωτικός, αποκαλυπτικός. Όχι γιατί δικαιολογεί το Ολοκαύτωμα ή τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά γιατί υπερασπίζεται ότι, είτε το θέλουμε είτε όχι, η αλήθεια του κόσμου θα επικαθοριστεί από ένα Αρχι-Θάνατο, από ένα Ένα-Συμβάν-χωρίς Κόσμο.<br />Αυτός είναι ο Θεός του Χάιντεγκερ που μπορεί να μας σώσει, η αποτελείωση της φιλοσοφίας ως σκέψης φαινομενολογικής, ως σκέψης "κοσμικής", ως σκέψης χρονικής και όχι ιστορικής, ως σκέψης που αρνείται την άρνηση και για αυτό πεθαίνει, που αρνείται το θάνατο για αυτό δεν ζει, που αρνείται το Συμβάν για αυτό και δεν συνιστά πια μια σκέψη για τον άνθρωπο και την ευτυχία του.<br />Πίσω στο "Είναι κ Χρόνος", πίσω στην πρώτη αντι-φαινομενολογική επίθεση μιας αληθινής σκέψης, μιας αληθινής μη-φιλοσοφίας.<br /><br />σ.Godelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.com4tag:blogger.com,1999:blog-2081804122800733421.post-26786163383009125642010-11-16T08:38:00.000-08:002010-11-24T04:41:07.551-08:00ΜΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΒΟΥΛΗΣΗ: ΤΟ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg7oEiLoSxfCV4po9oXr-FTuOPiOkzLQ2axXSd9pLRSEgeUH-KNUDw9Ldtc1D-TosEeKxwvhhCyY9HGZ3bfRl7pN-j3h3t51scHM5fxbmLf23r6em6VdCbsJwPDF10h2FaqnZUn23ABPmHx/s1600/davidandgoliath_4.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 320px; height: 314px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg7oEiLoSxfCV4po9oXr-FTuOPiOkzLQ2axXSd9pLRSEgeUH-KNUDw9Ldtc1D-TosEeKxwvhhCyY9HGZ3bfRl7pN-j3h3t51scHM5fxbmLf23r6em6VdCbsJwPDF10h2FaqnZUn23ABPmHx/s320/davidandgoliath_4.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5543093095262159346" /></a><br />Δαβίδ και Γολιάθ, Πίνακας του Τιτσιάνο Ντε Καντόρ<br /><br />1.Μίμηση και Βούληση,θεμέλια συγκρότησης του υποκειμένου, θεμέλια θεολογίας και πολιτικής του υποκειμένου,θεμέλια φιλοσοφίας και μη-φιλοσοφίας του υποκειμένου. Δύο έννοιες μία αρχή..το Εγώ. Αναπαράσταση και Δύναμη,προσομοίωση και επιθυμία. Η θεολογία και η πολιτική σε αντίθεση και επικαθορισμό ανάμεσα τους. Ποιός νικάει και τελικά κατακτάει το Υποκείμενο; <br />Τι είναι αυτό που το συγκροτεί ω τέτοιο και ποιός ιστορικός συμβιβασμός λαμβάνει χώρα ανάμεσα στο Θεολογικό και το Πολιτικό ώστε να υπάρξει το Υποκείμενο ελεύθερο απο αυτή την διπλή υπόσταση που εμμενώς παίζει το ρόλο του Φιλοσοφικού Οιδίποδα του; Ή αντίθετα οφείλουμε να σκεφτούμε το Υποκείμενο σαν ένα αναγκαίο κατασκεύασμα αυτής της σχέσης, αυτής της αμοιβαιότητας,αυτής της σύγκρουσης; Να δεχτούμε δηλαδή πως οι καταστατικές αρχές μίας υποκειμενικότητας ή θα είναι αυτές ή δεν θα υφίσταται υποκειμενικότητα; <br />Όμως εδώ ερχόμαστε σε αντιπαράθεση με όλη την περίφημη φιλελεύθερη-δημοκρατική παράδοση γύρω απο την χειραφετητική νομοτέλεια του υποκειμένου. Σύμφωνα με αυτή την κυρίαρχη -απο την Γαλλική Επανάσταση και μετά - παράδοση, το Υποκείμενο είναι ταυτισμένο με το πρόταγμα της προόδου,είναι ο φορέας του Διαφωτισμού της Ανθρωπότητας, είναι, το Υποκείμενο που έχει αποδεσμευτεί απο την Θεολογική και Πολιτική θέσμιση του. <br />Τι εννοούμε όμως όταν μιλάμε για το Θεολογικό εντός του Πολιτικού αν όχι αυτή την προ-πολιτική ιδεολογική χάραξη της Μονοθειστικής παράδοσης του Ενός-Πατρός όλων;<br /><br />Και εδώ το τραγικό δίλημμα της φιλοσοφίας, της ψυχανάλυσης και της πολιτικής είναι ένα: Μπορώ να υπάρξω δίχως να συγκροτηθώ ως Ένας-Πατέρας, μπορώ να υπάρξω δίχως να γίνω μία εξουσία που να εξαλείψει την εξουσία;<br /><br />2. Η θέληση για δύναμη είναι μία θέληση για μίμηση της αρχέγονης ιδεολογικής μορφής του Πατρός-Θεού, θέλουμε να μιμηθούμε αυτόν τον ανοίκειο θεό της δημιουργίας, θέλουμε γιατί η μίμηση του είναι πανταχού παρούσα στις ταξικές κοινωνίες. Η τρομακτική ισχύς της βούλησης του Πολιτικού είναι μία εκδήλωση της επιδίωξης για την κλωνοποίηση του Θείου μέσα στην υποκειμενική συγκρότηση της ιστορίας. Η Μίμηση επιβεβαιώνει πως επιθυμούμε την μεταστοιχείωση μας,τον μετασχηματισμό μας, την μεταφορά μας απο αυτό που είμαστε σε κάτι άλλο, ως κάτι άλλο, ως ίδιοι με αυτό το ύψιστο πρωτο-αίτιο της ύπαρξης. Αυτό το Άλλο που μας επιθεωρεί δεν επιδέχεται αμφισβήτησης, δεν το χρειαζόμαστε εξασθενημένο στην σκέψη μας, το ζητάμε σαν σωματοποίηση της απόλυτης εξουσίας, το θέτουμε εμείς υπεράνω κάθε φθαρτότητας και κάθε μεταβλητότητας, γιατί εκεί η θέληση του Εγώ εκεί επιθυμεί να φτάσει μέσω του Πολιτικού: στην υποκειμενοποίηση της ιδέας, στην υποκειμενοποίηση του Θείου, στην υποκειμενοποίηση του Πατέρα. Για αυτό η Πολιτική αποτελεί μία ασύλληπτη αποκαθήλωση της Θρησκείας και την ίδια στιγμή μία ακραία διάχυση της ουσίας της στον καθένα που συμμετέχει σε αυτή. <br />Η ταξική βάση των κοινωνιών μέχρι σήμερα αναπαράγει αυτή την ανολοκλήρωτη εκκοσμίκευση και το σύστημα των κοινωνικών σχέσεων που συνεχίζει να ζωογονεί το νόμο του Θεού-Πατέρα-Εγώ.<br /><br />3. Η Θέληση για δύναμη είναι συνεπώς πρώτιστα μία Θέληση για Μίμηση ενός Αρχι-Υποκειμένου,και αυτό σίγουρα δεν αποτελεί ένα ύμνο στην ελευθερία. Όμως ο δρόμος προς την χειραφέτηση απο το Πάντα-παρόν είδωλο του Θεού είναι ένας δρόμος αναγκαστικής ταύτισης και σύγκρουσης μαζί του ταυτόγχρονα. Μία φρικιαστική παραδοχή προσφέρει στην απόπειρα της ανθρώπινης δράσης ένα ακλόνητο κίνητρο. Η παραδοχή της προιστορικής ανικανότητας να επιβληθεί στο Πραγματικό απόλυτα, η αιτία της Θεοποίησης της δύναμης και της αδυναμίας του βρίσκεται εκεί.<br /><br /> Αυτό το Φάντασμα, η διεστραμμένη Ιδέα είναι το κίνητρο αυτής της θεμελιώδους ανελευθερίας αλλά και της εκπληκτικής επιδίωξης δύναμης και παραγωγής δράσης.Μιμούμαστε και Θέλουμε να μοιάσουμε σε αυτό το Φαντασματικό Παντοδύναμο Ιδεατό για να αποδράσουμε από αυτή την μοιραία μερικότητα μας πάνω στα πράγματα και την ζωή, γιατί δίχως αυτό η δημιουργική και μετασχηματιστική δράση του υποκειμένου να μην ήταν παρα μόνο μια ανάλωση στην βιολογική αναπαραγωγή.<br /> Καμία ιδεολογία δεν μπορούσε να μην βασίζεται στο χτίσιμο και την ενίσχυση αυτού του Φαντασματικού, καμία ιδεολογία δεν θα υπήρχε αν δεν γεννούσε και δεν μεγάλωνε αυτό το Φαντασματικό. Όμως δεν συνιστά αυτό αδυναμία, δεν συνιστά κατί κακό και καταστροφικό αυτό το στοιχείο της αναπαραγωγής του ιδεολογικού. Το ζήτημα είναι πιο Φάντασμα διαλέγει η κάθε ιδεολογία να πλανιέται πάνω απο το Υποκείμενο της, πια σχέση Υποκειμένου και Ιδεολογίας ορίζεται με βάση την τελική χειραφέτηση της πράξης και της δράσης απο την ανάγκη μίας αιώνιας Μίμησης ενός Άλλου. Ποιά κοινωνική σχέση δημιουργεί υλικά τους όρους να υπάρξει αυτοδύναμα το Υποκείμενο χωρίς την αιώνια προσφυγή στο Άλλο.<br /><br />4.Ανάμεσα στο Θεολογικό και το Πολιτικό ο δεσμός που υφίσταται εντοπίζεται πάνω στην παρουσία του Τραγικού, στην ρήξη που επιφέρει η πράξη εκείνη που προσπαθεί να δολοφονήσει την Μίμηση και να απελευθερώσει την Βούληση. Μιλάμε για Τραγικότητα γιατί εκεί το Υποκείμενο αποσύρετε απο το κοσμοείδωλο του, εισέρχεται σε μία καινοφανή τύφλωση, υπάρχει μόνο ως ζωντανό αποτέλεσμα της βούλησης του, ενσαρκώνει μια προσωρινή εκμηδένιση του εαυτού του γιατί έχει εκμηδενίσει την κυρίαρχη αξία του. Ζεί εκεί σε μία μετέωρη στιγμή ανάμεσα στο τίποτα και στο παν που ανοίγει εμπρός του η απόσυρση του Καταπιεστικού Φαντάσματος. <br />Είναι Τραγικό το Υποκείμενο και για ένα άλλο λόγο. Γιατί συνήθως μπροστά σε αυτή την απόλυτη ανάδυση της Θέλησης για Δύναμη -δίχως-Θέληση για Μίμηση τρομάζει να μετατρέψει τον Εαυτό του σε ένα Πραγματικό Κύριο. Το Φανταστικό ακόμα και όταν πεθαίνει συνεχίζει να στοιχειώνει το Υποκείμενο που παραμένει στα όρια της μηδενιστικής πράξης της φόνευσης της Οιδιπόδειας Ιδέας. Το Τραγικό δεν είναι η πράξη και η αντιθετικότητα που οδηγεί το Υποκείμενο στην εκτός τόπου και χρόνου χειρονομία, αλλά η αδυναμία μετά την απελευθέρωση απο την Μίμηση να υπάρξει ένας νέος τρόπος ύπαρξης.<br /><br />Ας μελετήσουμε πιο συγκεκριμένα γιατί ο Οιδίποδας τιμωρείται φρικτά μετά την ενέργεια του, γιατί οι Αρχαίοι Ελλήνες παρουσιάζουν σαν κόλαση το βίωμα του απελευθερωμένου από τον Πατρικό Κύριο Οιδίποδα; Στην αρχαία Τραγωδία αυτό που δίνεται στον θεατή δεν είναι οι ενοχές και οι τύψεις για την δράση,αυτό είναι η Χριστιανική ερμηνεία που επιβλήθηκε μετέπειτα στην Φιλολογική ανάλυση των Τραγωδιών. Ο Τραγικός ήρωας είναι επι της ουσίας αποσυντιθέμενος και διαλυμένος, είναι ενσάρκωση του μηδενός. Η φόνευση της Καθοδηγητικής Κυρίαρχης Ιδέας είναι η αρχή του χάους, μίας ελευθερίας που είναι αναγκαία αλλά τρομαχτική για το υποκείμενο. <br />Ο ήρωας μετά το φόνο αναρωτιέται πως και γιατί αξίζει μετά από αυτό να συνεχίσω να ζεί. Το τέλος της υποταγής δεν φέρνει μια νέα εποχή. Μοιάζει σαν να παίρνουν θέση οι Αρχαίοι Τραγικοί, σαν να υποστηρίζουν ότι ορθά αφαιρείς την Ιδέα που εξουσιάζει, μα κακώς προχωράς δίχως μία νέα Ιδέα που να ελευθερώνει. Το πρόβλημα που βάζει η Τραγωδία σχετικά με την Μίμηση και την Βούληση είναι το κατα πόσο ο άνθρωπος είναι σε θέση να αποδεχτεί ότι αυτός ο ίδιος είναι η απόλυτη Ιδέα του εαυτού του, κατά πόσο το θέλει και κατα πόσο αυτό θα πηγαίνει μπροστά την ιστορία και τον κόσμο. Ευτυχώς τα ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά.<br /><br />σ.Godelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2081804122800733421.post-424189616291704892010-09-30T15:32:00.000-07:002010-09-30T15:44:33.839-07:00AΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ, Στον Παλαμά<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjSvIkTyPLCGF5lAQv3Al8x8QkuZr7rw7H-1DKSUlqRtuxQiN-DVJHZQargZNc01OmAtC1dhh6HY4eQO0tIIBJJNBm5Qr2hCV6kk7JOJ9L2YjHV-tx-biYhJLv2WHNO51YG3laEPoT5qL0G/s1600/sikelianos2.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 320px; height: 210px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjSvIkTyPLCGF5lAQv3Al8x8QkuZr7rw7H-1DKSUlqRtuxQiN-DVJHZQargZNc01OmAtC1dhh6HY4eQO0tIIBJJNBm5Qr2hCV6kk7JOJ9L2YjHV-tx-biYhJLv2WHNO51YG3laEPoT5qL0G/s320/sikelianos2.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5522841166573432370" /></a><br /><br /><br />Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,<br />δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...<br />Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές<br />σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αγέρα!<br /><br />Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό<br />με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,<br />κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,<br />ποιόν κλει, τί κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;<br /><br />Μα συ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,<br />ήρως τη πήρε και την ύψωσε στ' αστέρια,<br />μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά<br />της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια<br /><br />γιγάντιο φλάμπουρο κι επάνω από μας<br />που τον ύμνούμε με καρδιά αναμμένη,<br />πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: «Ο Παλαμάς!»,<br />ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη!<br /><br />Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,<br />δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...<br />Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές<br />σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αγέρα!<br /><br />Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένας λαός,<br />σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει...<br />κι ακέριος φλέγεται ως μες στ' άδυτο ο Ναός,<br />κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τόνε σκέπει.<br /><br />Τί πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός<br />της αιωνιότητας, αστράφτει αυτή την ώρα.<br />Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός<br />την 'Αγια δέχονται ψυχή τη τροπαιοφόρα,<br /><br />που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά<br />στη γην αυτή με μίαν ισόθεη Σκέψη,<br />τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο<br />με τους αθάνατους θεους για να χορέψει.<br /><br />Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,<br />δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...<br />Βόγκα Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές<br />της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αγέρα!Godelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2081804122800733421.post-62488723970679808992010-08-28T04:45:00.000-07:002010-08-28T04:46:58.279-07:00ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ [ Σκέψη, Κόσμος, Πράξη, Ουτοπία]1.Ο κόσμος που συγκροτεί η σκέψη του κάθε Έγω ή είναι ένας κλώνος του ήδη-κόσμου ή μία Ουτοπία, ένας κόσμος υπερβατικός ως απόλυτη εσωτερικότητα , η σκέψη για να παράγει ένα τέτοιο κόσμο δεν ανήκει στο απομονωμένο Εγώ, αλλά σε αυτό που επιδιώκει την αυτοεκμηδένιση του ώστε να υπάρξει ως μέρος ενός Άλλου μη-ατομικού Εγώ.<br /><br />2.Ο κόσμος για την σκέψη του Πραγματικού δεν υπάρχει, ο κόσμος είναι η σκιά του Ενός που δεν είναι –ακόμη Κόσμος. Για αυτό η σκέψη του Πραγματικού υφίσταται μόνο στη βάση της πλήρους ανυπαρξίας ή επιδιώκοντας την ανυπαρξία του κόσμου από το πεδίο της. Η σκέψη που όλο και περισσότερο σβήνει την αντανάκλαση του κόσμου από την λειτουργία της, τείνει προς την θεωρητική τοπικοποίηση της Ουτοπίας, εργάζεται για την Τιτάνεια Αφαίρεση που προσχηματίζει το ελευσόμενο Πραγματικό. <br />Πρέπει συνεχώς να επισημαίνουμε πως, η σκέψη δολοφονεί τον ήδη-Κόσμο μόνο όταν λειτουργεί ως Καθαρός Πρακτικός Λόγος, επιτρέποντας στην πράξη να οικοδομεί το Πραγματικό. Η αληθινή σκέψη ρωτάει « Ποιος Κόσμος είναι ο κόσμος του Πραγματικού»;Και αντίστοιχα πράττει.<br /><br />3.Ο Κόσμος και η Φιλοσοφία(του) είναι μια ενιαία αναπαράσταση της Ουτοπίας, παριστάνουν τον χώρο της πάντα ενδεχόμενης Έλευσης ενός Υπερβατικού Άλλου, που όμως ο ορίζοντας και η διαδρομή του είναι οριοθετημένα στο Λόγο της Φιλοσοφίας αυτού του Κόσμου. Η προσποίηση της έκφρασης του Ουτοπικού είναι ολόκληρη η ιστορία της Φιλοσοφίας ως Φαινομενολογίας. Το Πραγματικό Ουτοπικό, το αληθινό εμμενές υπερβατικό, τοποθετήθηκε στο χώρο της πράξης μόνο από τον Επαναστατικό Μαρξισμό, και από εκεί προσπάθησε να το αποκαθηλώσει η Φιλοσοφία διαλύοντας την μοναξιά της Ενικότητας του μέσα στην άπειρη αλληλουχία των Λόγων που εκφέρουν τα Φαινόμενα του ήδη-Κόσμου.<br /><br />4.Η σκέψη της πράξης, η θεωρία της πράξης, μπορεί να εγκαταλείψει κάθε προϋπόθεση που αναφέρεται στον ήδη-Κόσμο και να συστήσει μια νέα Εποχή στον προσανατολισμό του Υποκειμένου. Να δείξει μία Έξοδο που υπάρχει ως Είσοδος. <br />Αυτή η σκέψη είναι σε θέση να μην υπόκειται στην Πρόσληψη που επιχειρεί πάνω της ο Κόσμος, πρόσληψη-ενσωμάτωση στην αναστοχαστική δραστηριότητα που ανακυκλώνει τα πορίσματα μίας σκέψης που ανήκει στην προ Θεού Θανάτωση. Η σκέψη της πράξης μας οδηγεί να σκεφτόμαστε μέσω του Θανάτου του Θεού, με δεδομένο μας το Θάνατο αυτό, με στόχο η σκέψη μας να είναι πρώτιστα μια Θανάτωση κάθε θεού. Έτσι, σκοπός μας δεν γίνεται η ενατένιση του Μηδενός, αλλά η εκ του μηδενός θεμελίωση Υποκειμένου.<br />Η σκέψη της πράξης εγκαταλείπει τις Υπερβατολογικές προϋποθέσεις για την προσέγγιση του Ουτοπικού και στρέφεται στο πως οι Ουτοπίες εν-σαρκώνονται, γίνονται σώματα του Πραγματικού. Με αυτή την έννοια, μέσα από αυτή τη σκέψη ανατρέπεται η Θεολογική πρόσληψη του Μεσσιανικού. Η πράξη μας φέρνει μπροστά στο δίλημμα: Ανθρωποποίηση της Ουτοπίας ή Ουτοπικοποίηση του Ανθρώπου; Μπροστά σε ένα φανταστικό διάλογο ανάμεσα στο Νίτσε και το Λεβινάς, ανάμεσα στον Υπεράνθρωπο και τον Άλλο, πάντα υπό το βλέμμα του Μάρξ. <br /><br />Η πράξη συγκροτεί την Υπερβατολογική Εαυτότητα ( το Απόκοσμο Εγώ) σε εμμενή Πραγματικό , σε κόσμο επί του κόσμου. Δίχως αυτό τον μετασχηματισμό παραμένουμε εντός του Υποκειμενισμού και του Αντικειμενισμού, της Φαινομενολογίας του ήδη-Κόσμου, φυλακισμένοι στο Υπερεγώ του Ίδιου. <br />Συνεπώς, μόνο η πράξη συγκροτεί την Ουτοπία σε Υπάρχον και την αποδεσμεύει από το να είναι μία έννοια Χωρικότητας, δηλαδή δούλη της Γεωμετρικής μεθοδολογίας της Φιλοσοφίας.Godelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2081804122800733421.post-51954744154417754662010-08-07T05:18:00.000-07:002010-08-07T05:29:17.234-07:00“MOΜΠΥ ΝΤΙΚ’’<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi3Y8U0m9q6ZOS2zA5Sord5pJ2DELZynsAyy6UhmiSBxJCT5c87UVaNQUtbkrzqM5NTkaa4OuGqcYk4Q_nuNlQ6Fb3hxAKuVjChTLSHQvssUVskT1jzrd2K6GlMajltRywtErjDvW-feZVE/s1600/220px-Moby_Dick_p510_illustration.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 204px; height: 320px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi3Y8U0m9q6ZOS2zA5Sord5pJ2DELZynsAyy6UhmiSBxJCT5c87UVaNQUtbkrzqM5NTkaa4OuGqcYk4Q_nuNlQ6Fb3hxAKuVjChTLSHQvssUVskT1jzrd2K6GlMajltRywtErjDvW-feZVE/s320/220px-Moby_Dick_p510_illustration.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5502644014809256658" /></a><br />Αφορισμένη αναζήτηση, σκότωσα για να μην σε περιμένω,<br />Αυτό το απλωμένο κρύο της μανίας ήξερες πως είναι ο Απίθανος Θάνατος.<br /><br />Λευκέ εφιάλτη, χυμένε στον υπερπόντιο ορίζοντα, όπως φυσάει ίσα κατά πάνω σου θα βρεθώ,<br />Χωρίς συντροφιά , χωρίς καπετάνιο και οδηγό.<br /><br />Κι όπως η γαλήνη κρύβει το Κακόμορφο σώμα σου, ο χρόνος σου βγάζει τα μάτια στην αθόρυβη κόλαση της ελπίδας.<br />Μια γύρα φέρνεις με την ουρά σου και μας σβήνεις από προσώπου γης, κερδίζοντας το χειροκρότημα της Μουγκής φύσης.<br /><br />Σ’ αναζητώ, σ’ έχω στην φαντασία μου πολύ ψηλά, Θεό σε έχω κάνει, για να σε πω και να μπορώ να σε δω.<br />Αφορμή να υπάρχω, αλάτι όλο της γης μέσα σε ένα κύμα αφανισμού,<br />Τώρα οι δυο μας, εσύ έρχεσαι από τις θάλασσες του Ύπνου και Εγώ σε αναζητώ στ΄ανοιχτά του σαλονιού.<br /><br />Μαζί, βύθισμα στον κόσμο σου, μαύρο γάμο, να μην αφήσουμε κανένα παραπονεμένο.<br />Μόμπυ Ντίκ, εγώ μου, κόσμε μου, θλιβερά ταξίδια της ζωής που με φέραν σε σένα, αφύσικο Ον που βογγά από αλήθεια, <br />Έλα δώ, ζήτα μου συγγνώμη, παρακάλα βοήθεια.<br /><br />Με τα άδεια σου μάτια φιλοξένησε τον φόβο, πόνο και αίμα,<br />Σύρε δώσε τον τόνο, κουβαλάμε μαζί το Άπειρο.<br />Είμαι στο λιμάνι σου πρόσφυγας, αρρωστιάρης αέρας, κωπηλάτη φαρμάκι,<br />Λένε σε είδαν οι άλλοι , σε είπαν Θεριό , σε είπαν Παράξενο.<br /><br />Μυστικέ Ερμή του Χαμένου Παραδείσου, πλάσμα ομοίωμα της καρδιάς που χτυπά έξω απ’ τα σώματα, <br />Βγήκες πάλι στην επιφάνεια, τα ξημερώματα, μαγική φρίκη δύναμης επικαλείσαι.<br />Λευκέ εφιάλτη, σιχτίρισμα και ουρανού ευχή διεστραμμένη, Ποιος είσαι; Που είσαι;<br /><br />Ξεφυσάς το αίμα μου, σέρνεσαι ανάμεσα στις πολυκατοικίες, αόρατη σάρκα πιασμένη στο καρτέρι μιας εκδίκησης κρύας.<br /><br />Μόμπυ Ντίκ, ποιος το περίμενε εκεί που γύριζαν οι σελίδες πως θα τσάκιζες το καραβάκι μου ,<br /> πως θα ερχόσουν εδώ, ανοίκειε Εαυτέ, να κουρνιάξεις μακριά από το μίσος των Ανθρώπων;<br />Ποιος το περίμενε , σ΄αυτό το ταξίδι της απόγνωσης πως θα΄σουν η γνώση, <br />ο φρικτός νόμος της εξόντωσης του Νόμου;<br /><br />Εσύ, Έλα, Είμαστε η μόνη ελπίδα του κόσμου να ναυαγήσει, <br />Είμαστε η περιουσία η Τραγική,<br /><br />Έλα Μόμπυ Ντίκ προσποιήσου την Ατλαντίδα, βυθίσου..<br />Εσύ! Τερατογένεση του Θεού, <br />Προσκύνησε με για να σωθούμε! <br /><br /><br /><span style="font-weight:bold;">σ.κ</span>Godelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-2081804122800733421.post-49753967745907662012010-08-05T02:56:00.000-07:002010-08-05T03:23:17.389-07:00Ηλίας Λάγιος, Το χέρι με τον ορό<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjx8ffrIMj6XQ_F1aZDz5bY8rF_X3mlmrAM7cVUJAdlXt1iRIWrTilrN_kqmzEyicIvs5t6ycjaPt5GBdxPlkQ-zDCeNpfyNdcVwQX9IxVUNsKLVlkDtuoGFtD6GFSumT2uWwAQTndTVwWb/s1600/i-lagios.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 101px; height: 146px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjx8ffrIMj6XQ_F1aZDz5bY8rF_X3mlmrAM7cVUJAdlXt1iRIWrTilrN_kqmzEyicIvs5t6ycjaPt5GBdxPlkQ-zDCeNpfyNdcVwQX9IxVUNsKLVlkDtuoGFtD6GFSumT2uWwAQTndTVwWb/s320/i-lagios.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5501869362970583186" /></a><br /><br />Πελώριο δέντρο σε θαυμάζω από το τζάμι<br />και, χέρι ο ορός, να μου κρατά σφιχτά το χέρι,<br />στους άλλους ουρανούς μου ανάβει μαύρο αστέρι,<br />αργά να μου μεταμορφώνει την παλάμη.<br /><br />Είναι πηγή. Θα 'ρθούν να πιούν το μύθο αηδόνια<br />και θα λουστούν πρωταίτια ζώα κι ο μοσχομπάτης,<br />κι όλοι θα υπάρξουν προσφορά στην προσφορά της.<br />Και, λέει, ποτέ δε θα διαβάσουμε τα χρόνια.<br /><br />Όλοι να μεταλάβουν πίκρα εκ του αίματός μου,<br />να ανθίση ο κόσμος άνοιξη για να 'συχάση<br />και να χορέψη, η πιο πανέμορφή μου η πλάση,<br />να σκύψη η πονηρή στ' αυτί μου λέοντας: "Δος μου,<br /><br />ό,τι αγαπάς, ό,τι ποθείς, ό,τι πιστεύεις.<br />Σήμα επουράνιο - που όμως άσκοπα γυρεύεις".Godelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2081804122800733421.post-20045080984472640852010-07-22T18:29:00.000-07:002010-07-24T04:13:05.390-07:00Φρανσουά Λαρυέλ,ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΝ<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgz34DFrscrpRw7p1dgqXRoE-agRfk7neQBVYdY1M2lTBQ5rh7R_iJsGdR_4y8J7zhxfmKOT_KqTaqiPIizGRzTP5Pg-HRzddeFtcb1w16OEahCWRxItvXrhWkXfYyBu7lj76Bw6bgubcrs/s1600/chilevolcano.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 320px; height: 208px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgz34DFrscrpRw7p1dgqXRoE-agRfk7neQBVYdY1M2lTBQ5rh7R_iJsGdR_4y8J7zhxfmKOT_KqTaqiPIizGRzTP5Pg-HRzddeFtcb1w16OEahCWRxItvXrhWkXfYyBu7lj76Bw6bgubcrs/s320/chilevolcano.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5496907385489744066" /></a><br /><span style="font-style:italic;">Η εργασία αυτή του Φρανσουά Λαρυέλ , παρουσιάστηκε στο συνέδριο που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο του Warwick στις 16 κ 17 Ιούνη του 1999, με θέμα ''Σκεπτόμενοι το Συμβάν''</span><br /><br /><br />Το σκέπτεσθαι σημαίνει να σκέπτεσαι, για παράδειγμα, το συμβάν· πώς όμως αυτό το ίδιο το σκέπτεσθαι γίνεται συμβάν; Και τι τύπος συμβάντος; Τα άμεσα εμπειρικά και φιλοσοφικά χαρακτηριστικά που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν το συμβάν είναι γνωστά—δεν επικεντρώνομαι εδώ σ’ αυτά, εφόσον το ζήτημα είναι να φέρουμε στο προσκήνιο τις προϋποθέσεις για μια αυστηρή θεωρία του συμβάντος. Κάθε θεωρία του συμβάντος προϋποθέτει δυο λειτουργίες, οι οποίες είναι αναμφίβολα ενιαίες, αλλά σίγουρα όχι, όπως θα δούμε αργότερα, αμοιβαίες. Η πρώτη συνίσταται στο να θέσει σε πρώτο πλάνο τις ενδο-φιλοσοφικές σταθερές κάθε στοχασμού του συμβάντος, αποκαλύπτοντας με αυτό τον τρόπο την πλέον περιεκτική δομή της φιλοσοφίας που δύναται να συμπυκνωθεί στο συμβάν ως τέτοιο, έτσι ώστε η φιλοσοφία να αποτελέσει το πρωτότυπο που συμπυκνώνει την ''συμβαντικότητα'', την κατεξοχήν μορφή του συμβάντος — την "φιλοσοφία-Συμβάν", που μάλλον θα την ονομάσουμε τον κόσμο-Συμβάν, σύμφωνα με την αξιωματική παραδοχή ότι η φιλοσοφία αποτελεί μορφή του Κόσμου.<br /><br /> Η δεύτερη λειτουργία είναι εξ ολοκλήρου διαφορετική και συνίσταται στον καθορισμό του τύπου της σκέψης που μπορεί, στη συνέχεια, να έχει ως αντικείμενό της αυτή τη φιλοσοφία ή κόσμο-Συμβάν, και στην πρόταση του τύπου του Πραγματικού, της συγκεκριμένης δηλαδή μορφής που δύναται να αναλάβει το ρόλο της αιτίας για την σκέψη αυτήν. Και στα δύο αυτά τα στάδια, τίθεται το ζήτημα της ταυτότητας. Στο πρώτο στάδιο ως το Ένα-Άλλο, ως η ανώτατη στιγμή της φιλοσοφίας (το αντικείμενο του επέκεινα της ουσίας). Στο δεύτερο στάδιο ως το Εν-εν-Ενί ή το Ένα που δεν είναι πλέον επίσης και Άλλο, το Ένα που δεν δύναται πλέον να αξιολογηθεί, σε τελική ανάλυση, έναντι της ουσίας, εκείνο το οποίο είναι, μάλλον, άνευ-ουσίας στο μέτρο που δεν αντιπροσωπεύει πλέον ''το επέκεινα της ουσίας''. Πρόκειται για ό,τι ονομάζουμε Πραγματικό.<br /><br /><span style="font-weight:bold;">Από τη φιλοσοφία του συμβάντος στη φιλοσοφία-Συμβάν ή κόσμο</span><br /><br />Θα φέρω αρχικά στο προσκήνιο μια συγκεκριμένη φιλοσοφική "λογική" του συμβάντος, μια λογική που καθορίζει όλες τις μορφές του συμβάντος σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καθίσταται η ίδια το κατεξοχήν Συμβάν. Οι φιλοσοφικοί όροι της δυνατότητας του συμβάντος: είναι αυταπόδεικτοι. Όμως αυτό που είναι λιγότερο εμφανές είναι πώς οι όροι αυτοί εξαντλούν όλη την φιλοσοφία καθαυτή, ώστε αυτή να αποτελεί πρότυπο του συμβάντος. Φέροντας ένα παράδειγμα: το συμβάν έχει λάβει τη μορφή θέματος που επιτρέπει σε κάποιον να συγκεντρώσει και να συσχετίσει σχεδόν όλη την Γαλλική φιλοσοφία μετά την περίοδο του δομισμού με την στενή έννοια· με άλλα λόγια, το συμβάν έχει προφανώς μετα-μεταφυσικό και μετα-ιστορικό χαρακτήρα. Όμως, αντίστροφα, μέχρι ποιου σημείου αυτές οι φιλοσοφίες του συμβάντος συνιστούν συμβάν το οποίο είναι στην ουσία του ιστορικό και φιλοσοφικό;<br /><br />Η υπόθεση μου είναι ότι εκείνες οι φιλοσοφίες της ιστορίας που ξεκινούσαν από την αξιωματική παραδοχή ότι υφίσταται μια κάποια ομοιογένεια ανάμεσα στην χρονική συνέχεια και στην ενικότητα την οποία συγκροτεί το συμβάν έγιναν μάρτυρες της καταστροφής αυτής της συμμαχίας. Στα τέλη του 20ου αιώνα έχουν χωριστεί ή διασπαστεί σε δυο προφανείς αυτόνομους, για να μην πω αντιτιθέμενους, κλάδους, ένα κατώτερο κλάδο, αυτόν της επικοινωνίας, και σε ένα ανώτερο, αυτόν του καθεαυτού συμβάντος. Η δίδυμη εποχή της επικοινωνίας και του συμβάντος διαδέχτηκε την εποχή της ιστορίας. Γιατί δίδυμη; Υποστηρίζω πως η πλέον περιεκτική έννοια της φιλοσοφίας — αφού δίνω στο εαυτό μου το δικαίωμα, αν και ίσως αμφισβητήσιμο, το οποίο όμως θα προσπαθήσω να δικαιολογήσω, να πραγματεύομαι τη «φιλοσοφία» — είναι αυτή τού λόγου, ενός δηλ. ειδικού ή υπερβατολογικού λόγου, στο μέτρο που αυτός επιδιώκει να είναι ο λόγος του κατεξοχήν Πραγματικού — αλλά όμως ενός λόγου διπλά αρθρωμένου, δοθέντος τού γλωσσικού κορεσμού που οπωσδήποτε υφίσταται σε κάποιο βαθμό πριν από κάθε πιθανή γλωσσική στροφή. Αυτές οι δύο αρθρώσεις — και εδώ σκιαγραφώ ένα απλό σχήμα, την σταθερά της «φιλοσοφικής Απόφασης» — έχουν την γενική μορφή της υπερβατικότητας ως δράσης ή λειτουργίας, σύμφωνα όμως με δύο τροπικότητες που είναι συγχρόνως εξαιρετικά ετερογενείς και αμοιβαία σχετιζόμενες. Η πρώτη άρθρωση, για να το θέσουμε απλά και γενικά, είναι αυτή του Είναι και της οντότητας, άρθρωση που εκφράζεται με τους όρους του μετά και τείνει να είναι "εκστατικο-οριζοντική" και οντικο-οντολογική, για να χρησιμοποιήσουμε δύο Χαϊντεγκεριανές εκφράσεις με μια απλοποιημένη, περιγραφική έννοια. Αυτή συνιστά, επομένως, ένα ιστορικό-συστηματικό δομικό a priori ιδιάζον στις φιλοσοφίες της επικοινωνίας, οι οποίες αναπτύσσονται, εν γένει, στη σφαίρα του μετά και του καθολικού προγράμματος, αν και είναι προφανές ότι δεν μπορούν να αποφύγουν να αγγίξουν ξώφαλτσα το συμβάν, τόσο στην κατώτερη όψη του, της γενικότητας ή της αναπαράστασης, που αντιπροσωπεύουν, για παράδειγμα, τα ΜΜΕ, όσο και στην ανώτερη μορφή του, της οποίας ο Χάιντεγκερ, για παράδειγμα, υπεραμύνεται αναφερόμενος στο Ereignis.<br /><br /> Η δεύτερη άρθρωση τείνει να είναι αυτή του Είναι και του Ενός. Δεν εκφέρεται πλέον με τους όρους του μετά αλλά με εκείνους του επέκεινα, λαμβάνει "εκστατικο-κάθετη" μορφή και έχει τελικά ως αντικείμενό της το Πραγματικό ως Ένα παρά ως Είναι — υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτό το Ένα είναι συγχρόνως Άλλο. Συγκροτεί ένα ιστορικό-συστηματικό δομικό a priori κατάλληλο για εκείνες τις φιλοσοφίες του συμβάντος που αναπτύσσονται συνολικά εντός της διάστασης του επέκεινα.<br /><br />Έτσι το συμβάν ανταποκρίνεται σε μια άλλη άρθρωση, αυτή που αναδύεται σε σχέση με την υπερβατικότητα του Είναι. Μπορεί να συγκροτήσει ρήξη εντός του Είναι, της Ιστορίας, του Χρόνου, μόνο εφόσον υπερβαίνει τόσο το οριζόντιο βάθος όσο και το οριζόντιο διάστημα, μόνο εφόσον συνιστά εμφάνιση που έχει συγχρόνως τον χαρακτήρα ρήξης, ρήξης καθ' υπέρβαση της οριζόντιας υπερβατικότητας. Τούτο αντιπροσωπεύει το Ένα-ως Άλλο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, οπότε θα έχει τότε περισσότερο ιουδαϊκό χαρακτήρα, το Άλλο-ως-Ένα. Εννοείται ότι δεν υφίσταται κανένα εμπειρικό Συμβάν — διότι κάθε «συμβάν» αυτού του είδους θα καταποντιζόταν στην αδιαφορία της γενικότητας και της μερικότητας. <br /><br />Από την άλλη, το συμβάν μπορεί όμως να παρέχει υπό προϋποθέσεις την βάση για ένα ανώτερο εμπειρισμό. Εν πάση περιπτώσει, το συμβάν δεν είναι απλά το αποτέλεσμα μιας υπέρθεσης μιας κάποιας οντολογίας επί της Ιστορίας, αλλά μάλλον εισάγει μια νέα τάξη. Δεν συγχωνεύεται καν με το Είναι, είτε πρόκειται για το Είναι ως παρουσία ή ως απλό πολλαπλό χωρίς παρουσία, είτε, πάλι, για το Είναι ως κανονικότητα. Εμφανίζεται όποτε υπάρχει μια καταστολή, μια τομή ή μια κατάρρευση του Είναι. Το συμβάν με αυτό τον τρόπο σηματοδοτεί μια γενικότερη βάση, που, ανάλογα με την περίσταση, δύναται να αποτελέσει ένα σύστημα παρουσίας, ένα σύστημα συνεπειών ή ενικοτήτων, παρά γενικοτήτων, ένα σύστημα πολλαπλοτήτων ή σύστημα του πολλαπλού, παρά σύστημα ενότητας. Σηματοδοτεί ένα οντολογικό θεμέλιο με το οποίο βρίσκεται σε σχέση σύνεργιας, ακόμα και όταν θα αποσπάται από αυτό. Αυτό το οντολογικό θεμέλιο, η συνέπεια του μετά, πιθανόν να εξαφανιστεί ή να εξασθενίσει, ίσως, περιστασιακά, απαγορευτεί, κατασταλεί ή υπαχθεί σε ποικίλες λειτουργίες. Γενικά, είναι οι υβριδικές μορφές αυτού του θεμελίου που εξαλείφονται, το υβρίδιο του Ενός και του Πολλαπλού για παράδειγμα· και σε αυτή την περίπτωση το συμβάν θα παραμένει αποκλειστικά εξαρτημένο από ένα Είναι ριζικά πολλαπλό και ασυνεπές.<br /><br />Ή, σε μια άλλη περίπτωση, το υβρίδιο του Είναι και της μερικής οντότητας μπορεί μεν να εξαλειφθεί, αλλά τότε το συμβάν θα είναι εξαρτημένο από ένα καθολικό Είναι-Ένα ελεύθερο από κάθε μερικότητα. Άρα, θα έλεγα ότι ο Ντελέζ μας έδωσε ένα στάνταρ, μια μέση, αντιπροσωπευτική φιλοσοφική περιγραφή του συμβάντος, λόγω του ότι συνένωσε όλους τους υπερβατολογικούς όρους του σε μια τέλεια ισορροπία. Το συμβάν είναι εκείνο που συγκροτεί σε σύνολο μια βάση καθαρής, ιδεατής και άπειρης συνέχειας, μια a priori αλλά μη-εμπειρική κανονικότητα, την καμπύλη δηλ. που την υποτείνει, και συγχρόνως μια ρήξη, μια ανάδυση που είναι τουλάχιστον μονομερής και μη αναστρέψιμη. Ο Νίτσε και ο Ντελέζ αδειάζουν τον Πλατωνισμό από τα ενδιάμεσα υβρίδιά του και ταυτίζουν τα άκρα του. Πτυχώνουν το επέκεινα, δίχως να το σβήνουν, πάνω στο μετά. Με αυτό τον τρόπο συναρμολογούν μια υπέρ-θεση, μια λογική του υπέρ, της υπέρβασης ή της υπερ-θέασης. Το συμβάν είναι, κατά κάποιο τρόπο, γεωστατικό· επιβλέπει και φέρει σε πέρας την ιστορία και τον κόσμο ως αιώνιο Ένα συνεκτατό με το Πολλαπλό.<br /><br /> To συμβάν είναι υπερ-τομή, γραμμή φυγής, όριο άπειρης προσέγγισης, σχετικά-απόλυτη τομή παρά διακοπή. Ο Ντεριντά αντίθετα διατηρεί την δυαδικότητα, την ετερογένεια των δύο υπερβατικοτήτων, όπως επίσης και την εδραίωση της δεύτερης μέσα στην πρώτη. Διατηρεί την υπερβολή της πρώτης υπερβατικότητας πάνω στην δεύτερη, αλλά την ίδια στιγμή την στρέφει προς τον εαυτό της και τονίζει μέσα στο συμβάν εκείνη την πλευρά του που συγκροτεί μια "ανάσχεση" ή "διακοπή" του λόγου ή της παρουσίας. Γενικά, οι δυο υπερβατικότητες συνδέονται μέσω ενός συνανήκειν της μιας και της άλλης — αυτό αποτελεί σταθερά — και διαχωρίζονται μόνο μέσω της αφαίρεσης. Με άλλα λόγια, βλέπουμε ότι στη βάση ή στην περιφέρειά της, η μια θα σέρνει πίσω της την άλλη, εμπεριέχοντάς την μερικώς, σύμφωνα με μια σχέση κυριαρχίας που διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση. Η Επικοινωνία και το συμβάν διαιρούν ανάμεσά τους το μοναδικό πεπρωμένο της φιλοσοφίας. Ακόμα και αν αυτές οι δυο υπερβατικότητες ανταγωνίζονται μεταξύ τους μέσω ξεχωριστών φιλοσοφιών, συνδυάζονται πάντα σύμφωνα με ποικίλες σχέσεις και αναλογίες. Αυτοί οι συνδυασμοί περιέχουν το Ένα, το Άλλο, το Είναι και την επί μέρους οντότητα ως υπερβατολογικά συστατικά του συμβάντος.<br /><br /> Οι συνδυασμοί τους καταλήγουν σε πολυποίκιλες υπερβατολογικές εξισώσεις του συμβάντος, εξισώσεις που ερευνούν και αναπτύσσουν τον εφικτό χώρο της φιλοσοφίας μέσα στη γενικότερη σφαίρα της πλέον περιεκτικής της έννοιας. Mπορεί επομένως κάποιος να διευρύνει το συμβάν μέσω οποιασδήποτε πτυχής ή διάστασης του και θα είναι πάντοτε εφικτή η εντόπισή του σε μια από τις τέσσερις γωνίες της φιλοσοφικής Απόφασης, η εγγραφή του εντός του χώρου αυτού. Είναι αυτής της τάξης το ανάπτυγμα και το ανάστημα του συμβάντος, η μη-ακρίβεια του, η εσωτερική πολυπλοκότητα του. Μπορούμε, κατά κάποιο τρόπο, να γενικεύσουμε την Αποδόμηση: το συμβάν δεν είναι ο Άλλος του Λόγου αλλά ο Άλλος εντός/της φιλοσοφίας, όπως ορίζεται σύμφωνα με την πλατύτερη έννοια της πολύπλοκης δομής του, αντί να ορίζεται μόνο με όρους ''παρουσίας". Το συμβάν συμβαίνει στα σύνορα της φιλοσοφίας, μόνο στα σύνορα της, αλλά με το να παρεμβάλλουμε εντός του την συνολική σταθερά της φιλοσοφίας, τροποποιούμε την έννοια του: ο υπολογισμός του συμβάντος από την φιλοσοφία, ο φιλοσοφικά υπολογίσιμος χαρακτήρας του συμβάντος, είναι η λιγότερη γνωστή πλευρά του, όμως μόνο αυτή η πλευρά του είναι εκείνο που επιτρέπει στον χαρακτήρα του ως ανυπολόγιστου ή ως Ενός-Άλλου να υπάρχει.<br /><br />Συνεπώς, η διευρυμένη έννοια του συμβάντος είναι συνεκτατή με αυτήν της φιλοσοφίας και, ως εκ τούτου, με τον κόσμο και θέτει σε κίνηση το σύνολο των μεγάλων υπερβατολογικών. Κάθε φιλοσοφία κόβει ή χαράσσει το συμβάν της από αυτό το κρύσταλλο, ανατιμώντας ή παρακωλύοντας τη λειτουργία του Ενός ή του Πολλαπλού, του Ενός ή του Είναι, του Είναι ή της μερικής οντότητας. Αυτό το έργο της εκ νέου σηματοδότησης ή αφαίρεσης, της υπογράμμισης ή της τομής, υπόκειται σε ορισμένες σταθερές: στο αμετάβλητο της εμφάνισης των υπερβατολογικών δομών του, ανεξαρτήτως της εμπειρικής γνώσης βάσει της οποίας υλοποιούνται· στο αμετάβλητο της θέσης του συμβάντος, όπως προκύπτει από την οντολογία ή την οντοθεολογία, σε μια προφανώς παράγωγη, αλλά στην πραγματικότητα ύστατη και για αυτό πρωταρχική θέση· τέλος στην σταθερά ενός συμβάντος επί του οποίου επιδρά η αναστολή των κατώτερων ή επιφανειακών μορφών αναπαράστασης, ιδιαιτέρως εκείνων των υβριδικών μορφών εντός των οποίων βρίσκονται αναμεμιγμένα τα υπερβατολογικά. <br /><br />Το συμβάν είναι ένας διαρκώς απλουστευμένος συνδυασμός αυτών των υπερβατολογικών, απογυμνωμένο από κάθε ενδιάμεση μορφή. Αλλά όλες αυτές οι επιμέρους λειτουργίες προϋποθέτουν την ολότητα των φιλοσοφικών λειτουργιών, με το συμβάν να εμφανίζεται στα όρια της ολότητας αυτής μέσω μιας σειράς χειρονομιών που έχουν ως σκοπό να επιτρέψουν την εμφάνιση της διάστασης του επέκεινα. Η Φιλοσοφία υποθέτει το συμβάν ως πραγματικό καθεαυτό, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί το αποτέλεσμα μιας φιλοσοφικής απόφασης, εγγεγραμμένο μέσα στο σύστημα των δυνατοτήτων που προσφέρονται από τη φιλοσοφία, σε σχέση με την οποία αυτό αντιπροσωπεύει την έσχατη μορφή και ύψιστη πραγμάτωσή της. Εάν το συμβάν συγκεντρώνει εντός της προφανώς άφατης απλότητάς του ολόκληρη τη δομή αυτού που αποκαλώ φιλοσοφική Απόφαση μαζί με την διπλή άρθρωση της, τότε αντίστροφα η Απόφαση αυτή συνιστά η ίδια το πρωτο-Συμβάν, δηλώνει την αυτοθεσία του συμβάντος και, ως εκ τούτου, συνιστά το Συμβάν το οποίο εμπεριέχει το προσίδιο Λόγο του: “την φιλοσοφία ή τον κόσμο-Συμβάν”. <br /><br />Είναι συνεπώς απαραίτητο να υποστηρίζουμε ότι, αφενός μεν, οι φιλοσοφίες του συμβάντος, στο μέτρο που είναι πολλαπλές και αντιτιθέμενες — ιδιαίτεροι συνδυασμοί του μετά και του επέκεινα — δεν αποτελούν οι ίδιες 'συμβάντα' — δεν υφίσταται δηλ. τίποτε πρότερο της αντίστοιχης εμπεριέχουσας φιλοσοφίας· αφετέρου δε, η φιλοσοφία, η οποία δεν είναι μερική, συνιστά το μόνο συμβάν ή ουσία, εκφράζει δηλ. τη "συμβαντικότητα" του συμβάντος, εφόσον δεν υπάρχει τίποτα πιο έκτακτο, πιο εξαιρετικό και μοναδικό από την ίδια τη φιλοσοφία. Επακόλουθο: οι φιλοσοφίες του συμβάντος παραμένουν προσδεδεμένες, άμεσα σε μερικές περιπτώσεις έμμεσα σε άλλες, με το καθόλου νέο εγχείρημα — εγγενή σε κάθε φιλοσοφία, αλλά ιδιαίτερα τονισμένο και νοηματοδοτημένο εκ νέου μετά από το έργο του Νίτσε και Χάιντεγκερ — της αυτοσυσπείρωσης της φιλοσοφίας, με σκοπό την προσέγγιση του ύψιστου σημείου της αναδυόμενης συγκυρίας της, έτσι ώστε να επιτευχθεί η καθολική συσπείρωση και αυθυπέρβασή της ως επέκεινα με σημείο αναφοράς τόσο την ίδια όσο και το Πραγματικό ως Ένα ή Ένα-Άλλο. Αν το συμβάν φωτίζει και θρέφει την Ιστορία, τον Κόσμο, την Ύπαρξη, αυτό συμβαίνει ακριβώς γιατί αυτό είναι αυτή η αστραπή, η πρωταρχική λάμψη της οποίας ο Πλατωνικός ήλιος είναι το αποτέλεσμα ή το υπόλειμμα στο ανθρώπινο μάτι — απλό παράγωγο του ήλιου ή ενός φωτεινού σημείου.<br /><br /><span style="font-weight:bold;">Πως διακυβεύεται η ταυτότητα μέσα στο συμβάν. Μετάβαση στη Μη-φιλοσοφία.</span><br /><br />Το πρόβλημα μιας σκέψης του συμβάντος έχει λοιπόν οριστεί με αυστηρούς όρους. Έχουμε δηλ. εκφράσει με καθολικούς όρους εκείνο που το συμβάν έχει υπερβεί, το Λόγο, με τη μορφή της ίδιας της φιλοσοφίας, συμπυκνωμένης τώρα στην δομή του Ενός-Άλλου, και έχουμε έτσι καθολικοποιήσει το συμβάν με τη μορφή της φιλοσοφίας καθ' εαυτής . Τώρα, όμως, το πρόβλημα λαμβάνει συνολικά μια άλλη μορφή: ποια συμβαντική δομή θα ήταν ικανή να υπερβεί αυτή τη φορά την φιλοσοφία,το ίδιο το Ένα-Άλλο, με άλλα λόγια, τον κόσμο με την ευρεία του έννοια, χωρίς όμως να εξακολουθεί να βρίσκεται σε οποιαδήποτε αμοιβαία σχέση με αυτόν; Αυτό είναι το πρόβλημα της μη-φιλοσοφίας. Ταυτότητα και συμβάν: αυτοί οι όροι μοιάζουν να παραπέμπουν σε μια αλληλεπίδραση μεταφυσικών οντοτήτων. Αλλά το ζήτημα που τίθεται τώρα είναι η δυνατότητα μιας σκέψης του συμβάντος η οποία θα είναι ταυτόχρονα περισσότερο αυστηρή και λιγότερο κυκλοτερής σε σύγκριση με αυτήν της φιλοσοφίας, η δυνατότητα μιας θεωρίας που θα απελευθερώνει το συμβάν από το πεδίο των φιλοσοφιών της ιστορίας, που δεν θα το συλλαμβάνει πλέον ως το απόγειο του κύματος του Χρόνου ή απλώς ως την υπερβολή της φιλοσοφίας ή του κόσμου έναντι των ιδίων, χωρίς όμως αυτό να αποκλείει το στοχασμό του με όρους που θα διατηρούν μια κάποια σχέση με αυτή την κοινά αποδεκτή και αναντίρρητη αντίληψη.<br /><br />Εκ πρώτης όψεως τίποτα δεν φαίνεται να είναι πιο ασυμβίβαστο από την ταυτότητα στη σχέση της με το συμβάν. Ωστόσο, η ταυτότητα εμπλέκεται στο συμβάν και, θα έλεγα μάλιστα, με πλήθος ετερογενών τρόπων. Ακολουθώντας τις παραπάνω προτάσεις, θα ορίζαμε τη 'φιλοσοφία΄, αφήνοντας στην άκρη τις μικρές διαφορές των φιλοσοφιών του συμβάντος, σύμφωνα με το στοιχείο της μετατρεψιμότητας της ταυτότητας και του συμβάντος, μιας μετατρεψιμότητας που είναι εξασφαλισμένη μόνο εφόσον η φιλοσοφία δεν ανάγεται φετιχιστικά στα αντικείμενα ή στις οντότητες της, αλλά εκλαμβάνεται στην ολότητα των λειτουργιών της. Και θα ορίσουμε ό,τι εγώ αποκαλώ 'μη-φιλοσοφία' σύμφωνα με το στοιχείο της μη-μετατρεψιμότητας ή της διττότητας που υφίσταται αναφορικά με την ταυτότητα και το συμβάν και την οποία επιπλέον θα χαρακτηρίσουμε ως 'μονομερή'. Εάν η φιλοσοφία, ανεξάρτητα από την στάση της, ορίζει το συμβάν σύμφωνα με το στοιχείο της ταυτότητας, λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψιν ορισμένους άλλους προσδιορισμούς, τότε συλλαμβάνει αντιστρόφως την ίδια την ταυτότητα ως συμβάν, χωρίς βεβαίως αυτό να αναιρεί τον εξαιρετικό ή ακραίο χαρακτήρα του τελευταίου. Η μη-φιλοσοφία, από την άλλη πλευρά, αρνείται αυτή την μετατρεψιμότητα, δεν μετατρέπει την ταυτότητα σε συμβάν αλλά προσδιορίζει το συμβάν μονομερώς μέσω της ταυτότητας ως πραγματικής προϋπόθεσης της σκέψης. Συνεπώς, αυτή η θέση δεν είναι άσχετη με την φιλοσοφία — έχει μια φιλοσοφική στεφάνη ή ηχώ, χαρακτηρίζεται από μια οικεία ομοιότητα γένους— αλλά συγχρόνως δεν είναι ΄φιλοσοφική΄με την αυστηρή έννοια του όρου, με την έννοια δηλ. που έδωσα αρχικά στη λέξη αυτή. <br />Για αυτό η ταυτότητα έχει διπλή υπόσταση: ως ενεργά εμπλεκόμενη στην φιλοσοφία, αναμεμειγμένη με την ετερότητα ή την διαφορά, και επιφορτισμένη με ανώτερες λειτουργίες σύνθεσης ή συνοχής· αλλά συγχρόνως, σε έντονη αντίθεση με τον πρώτο προσδιορισμό, και ως πραγματική προϋπόθεση της σκέψης, ως Πραγματικό το οποίο θα χαρακτηρίσουμε ως είναι άνευ ουσίας, άνευ δοτικότητας, άνευ συνοχής ή μορφής — διότι η ταυτότητα καθεαυτή δεν είναι τίποτα απ’ όλ’ αυτά, ακόμα και όταν, όπως ανωτέρω, θεωρείται εσφαλμένα ως εκείνο που χορηγεί συνοχή και μορφή. Ας εξετάσουμε γρήγορα πρώτα τη θέση της στην φιλοσοφία. Σύμφωνα με την φιλοσοφία, το συμβάν είναι ήδη ουσιαστικά συνδεδεμένο με την ταυτότητα, και μάλιστα όχι απλώς συνδεδεμένο με αυτήν ως εκείνο που επιδιώκει να καταστρέψει ή να την ξεπεράσει, αλλά ουσιαστικά συνδεδεμένο κυρίως ως προς την υπερβατολογική μορφή του ως Ένα-Άλλο, παρά ως προς την όποια οντικό-οντολογική μορφή που αυτό μπορεί να λάβει.<br /><br />Εντούτοις, αυτό το χαρακτηριστικό γίνεται γενικά κατανοητό με περικομμένο τρόπο — ή, ομοίως, η ερμηνεία του συμβάντος γίνεται βάσει εκείνου που το συμβάν υπερβαίνει. Πρόκειται για εμφάνιση που ανάγεται σε μια αναπαραστασιακή ή μεταφυσική αρχή. Το συμβάν γίνεται τότε αντιληπτό ως εκείνο που θα στερείται ταυτότητας ή ακόμα ως αυτό που διαλύει κάθε ταυτότητα. Η ταυτότητα στο συμβάν γίνεται αρχικά κατανοητή βάσει κατώτερων μορφών, ως οντική ή/και οντολογική, όχι όμως επέκεινα αυτών, διότι το Ένα-Άλλο είναι τόσο ταυτότητα όσο και ετερότητα. Δεν προκαλεί έκπληξη ότι το συμβάν τέμνει, καταστέλλει ή ακόμα υπερβαίνει αυτές τις αναπαραστασιακές μορφές της ταυτότητας, και ότι το πρόβλημα της ταυτότητας του συμβάντος είτε καθίσταται ακατανόητο και παράδοξο είτε συλλαμβάνεται κατά τρόπο κυνικό και δογματικό ως η οιονεί υλική ταυτότητά του ως "πράγματος". Επειδή η ταυτότητα θεωρείται ως ήδη ανήκουσα στα αντικείμενα καθεαυτά, και εφόσον το συμβάν δεν παραπέμπει προφανώς στον ίδιο τον εαυτό του, συμπαρασύρεται εξ αρχής προς την κατεύθυνση της πολλαπλότητας και της ενικότητας που ενυπάρχουν στο πλαίσιο μιας απλώς φαινομενικής ενότητας. Προκύπτει, συνεπώς, η ιδέα ότι το συμβάν προϋποθέτει μια απροσδιόριστη πολλαπλότητα μεμονωμένων και ακαταλόγιστων αιτιών και ότι καθιστά αναγκαία την προσφυγή σε μια ερμηνευτική διαδικασία με σκοπό τον καθορισμό των πολλαπλών πιθανών σημασιών του.<br /><br />Σε αντίθεση μ' αυτά τα μεταφυσικά προσχήματα είναι, εν πάση περιπτώσει, αναγκαία η εκ νέου θεμελίωση της ταυτότητας στα πλαίσια του ίδιου του συμβάντος. Όμως το πραγματικό πρόβλημα εξακολουθεί να βρίσκεται αλλού: ενώ το συμβάν δεν στερείται ταυτότητας, δηλώνει συγχρόνως την επιθυμία της ταυτότητας για τον εαυτό της. Η πτυχή του ως Άλλο και η πτυχή του ως Ένα γειτνιάζουν χωρίς απόσταση. Ενώ το συμβάν αποτελεί απόφαση αναφορικά με την ταυτότητα, μια ταυτοποίηση, συγχρόνως εξαιτείται και παρωθεί σε μια απο-κρινόμενη απόφαση: κάποιος οφείλει να τo θελήσει ή να το αποδεχτεί, να το προκαλέσει ή να το υποστεί, να επιθυμήσει, να επικυρώσει ή να βεβαιώσει καθ' υπερβάλλοντα τρόπο την ύπαρξή του. Στο κάτω-κάτω, το συμβάν κατανοεί τον εαυτό του ακριβώς όπως η φιλοσοφία σκέφτεται τον εαυτό της και, για τον λόγο αυτό, αποτελεί φαινομενικά μόνο μη-απόφαση. Η ανάστροφη όψη του συνιστά απόφαση, μια αναποφάσινμη απόφαση.<br /><br />Εφόσον εννοηθεί με αυτό τον τρόπο, εφόσον ιδωθεί από όλες τις πλευρές του, το συμβάν δεν συγγενεύει μόνο με την πολλαπλότητα αλλά εξίσου και με την ταυτότητα. Και όχι μόνο συγγενεύει με το καθ' εαυτό αλλά εξίσου και με την επιθυμία. Συνίσταται ακόμα στην ταύτιση της ταυτότητας και της επιθυμίας. Το συμβάν απασχολεί την φιλοσοφία ως το Πραγματικό που εμφανίζεται τελικά στα όρια των ιδεατών της αφαιρέσεων. Είναι το απόγειο του έργου της και της βούλησής της. Η Φιλοσοφία είναι η επιθυμία του Πραγματικού και ως εκ τούτου η επιθυμία του συμβάντος. Το συμβάν είναι η αναμονή του εαυτού του, το συμβάν συνοδεύουν η ευχή και η παράκληση ή η επιθυμία, και η επιθυμία αυτή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της όλης σύστασής του. <br /><br />Αποτελεί επομένως μια επιθυμητή ταυτότητα και όχι τόσο μια καθαυτή και παρούσα ταυτότητα. Το συμβάν είναι τόπος ανατροπής, μοχλός επανάστασης, σημείο μεταξίωσης, εναρκτήρια ρήξη, μεταστροφή σκέψης, έκκληση η οποία προκαλεί απορία ή που επερωτά ... Είναι αντικείμενο επιθυμίας και μερικές φορές μεσσιανικής προσμονής ... Και αυτός είναι επίσης ο λόγος που η φιλοσοφία είναι συμβάν, είναι, σε τελική ανάλυση, στοχασμός του Όλου-συμβάντος και όχι απλή θεωρία του συμβάντος. Επιπλέον, το συμβάν φαίνεται να είναι το κατεξοχήν μη-θεωρήσιμο, ένα απόλυτο όριο για την θεωρητική σύλληψη, εφόσον απαιτεί άλλους τρόπους προσέγγισης: μια μη-αντικειμενική σκέψη, μια στοχαστική μεταστροφή, μια βούληση του συμβάντος ή ένα αίσθημα της υποδοχής του, κ.λπ.<br /><br />Όλα τα ανωτέρω, έχουν μεν φιλοσοφικό χαρακτήρα, προοιωνίζουν ωστόσο ως εντελώς άλλη μια μη-φιλοσοφική διάσταση. Τι θα ήταν ένα μη-φιλοσοφικό συμβάν; Ένα μη δομημένο ή καθορισμένο στην ουσία του από την φιλοσοφία και ικανό να έχει ως αντικείμενό του την φιλοσοφία -Συμβάν; Προφανώς θα ήταν το ίδιο η θεωρία αυτής της φιλοσοφίας-Συμβάντος. Όμως γίνεται στην συνέχεια προφανές ότι αυτή η θεωρία-συμβάν περιλαμβάνει απλώς μια φιλοσοφική διάσταση, μια διάσταση η οποία δεν θεμελιώνεται ή καθορίζεται αφ' εαυτής, αλλά αντιθέτως καθορίζεται από το Πραγματικό, το Ένα, ή την Ταυτότητα, στο μέτρο που αυτά είναι δεδομένα και όχι απλώς επιθυμητά. Με άλλα λόγια, το συμβάν εξακολουθεί να είναι πρωταρχικό αλλά δεν θα συνιστά πλέον το ίδιο το Πραγματικό στο οποίο αποβλέπει η φιλοσοφία. Με στόχο την ανατροπή του ιδεαλισμού, του εν γένει φιλοσοφικού ιδεαλισμού και όχι της εκδοχής του με τη στενή έννοια που εντοπίζεται στην περίφημη «ιδεαλιστική [αξιωματική] υπόθεση ή παραδοχή», είναι αναγκαία μια πραγματική προϋπόθεση για την σκέψη και η προϋπόθεση αυτή πρέπει να συνιστά ένα πραγματικό το οποίο θα δίδεται καθολικά, άνευ όρων και χωρίς καμία πράξη δωρεάς, ένα δεδομένο που δεν θα είναι το αποτέλεσμα καμίας δεδομενικότητας.<br /><br /> Στη φιλοσοφία το Πραγματικό αυτό είναι το Ένα· όμως η φιλοσοφία το ταυτίζει με το Είναι, με την ιδεατότητα και την υπερβατικότητα, αποτελώντας έτσι το υβρίδιο του Ενός-Άλλου. Συνεπώς, ο μη-φιλοσοφικός μετασχηματισμός συνίσταται στην τροποποίηση των αξιωμάτων της σκέψης σε ολικό επίπεδο σύμφωνα με μια νέα εμπειρία του Πραγματικού ως χωρίς-Είναι και χωρίς-Άλλο, ένα Πραγματικό το οποίο θα χαρακτηρίζαμε ως μη-συνεπές, απογυμνωμένο από κάθε οντολογική συνοχή ή συνέπεια, και απλώς ως εν-Ενί. Θα διακρίνουμε συνεπώς όλες τις ιδεατές δομές της φιλοσοφίας ή ακόμα και τις υβριδικές, εν μέρει ιδεατές, εν μέρει πραγματικές δομές της από το Πραγματικό που ορίζεται σύμφωνα με το κριτήριο της μη-συνέπειας ενός Ενός που δεν αντιπροσωπεύει πλέον το ύψιστο της φιλοσοφίας. Η φιλοσοφία δεν παύει να υπερθεματίζει στην έρευνα των ιδεωδών όρων της δυνατότητας του συμβάντος, ώσπου να προσεγγίσει τελικά την πραγματική του προϋπόθεση, το Ένα-Άλλο. Όμως το επέκεινα αποβλέπει σε ένα πραγματικό υπερβατικής υφής, και μάλιστα με μέθοδο που δεν παύει να είναι εκ-στατική. <br /><br />Η μη-φιλοσοφία δεν ανατρέπει τον φορέα της φιλοσοφίας, την υπερβατικότητα, αλλά αντικαθιστά με το Πραγματικό — την πραγματική προϋπόθεση, άλλως ειπείν, την ριζοσπαστική εμμένεια — την υπερβατική κατασκευή του συμβάντος ως εν μέρει ιδεατού και εν μέρει πραγματικού. Η πραγματική προϋπόθεση είναι στην ουσία της ταυτότητα, ταυτότητα που δεν καταφάσκεται ως κατηγόρημα της οντότητας, του Είναι, του Άλλου ή ακόμα και του ίδιου εαυτού της: αλλά συνιστά μη-συνεπή Ταυτότητα εμμένειας. Το ριζοσπαστικό Ένα δεν χαρακτηρίζεται από αυτοσυνέπεια.<br /><br />Αυτό το μη-συνεπές δεδομένο, που μπορεί να καθορίζει αφ' εαυτό ένα σκέπτεσθαι για την φιλοσοφία, αλλά όχι την ίδια την φιλοσοφία, δεν παρέχεται ως αποτέλεσμα μιας μορφής επιστημονικής γνώσης που θα διαδέχεται την φιλοσοφική οντολογία. Το Πραγματικό δεν μπορεί εδώ να δίδεται σύμφωνα με ένα επιστημονικό τρόπο απόκτησης γνώσης ή με τρόπο ταυτόσημα επιστημονικό και οντολογικό, δυνάμει μιας σχισματικής λειτουργίας εντός της φιλοσοφίας, μιας λειτουργίας που θα απέρριπτε το Ένα και την ίδια την φιλοσοφική οντολογία· δεν μπορεί να παρέχεται μέσω μιας μαθηματικής δοτικότητας εξωτερικής ως προς τη φιλοσοφία και συνάμα επαρκώς εσωτερικής, ώστε να είναι σε θέση να οικειοποιείται την οντολογική της λειτουργία, οδηγώντας έτσι σε τελεσίδικη επίλυση του ζητήματος «εντός» τού πλαισίου της εν γένει έννοιάς της.<br /><br /> Η άρνηση αυτή αμέσως ενεργοποιεί την αντίληψη που έχει κανείς για το συμβάν. Αυτό συνήθως εκλαμβάνεται ως άνευ λόγου, ως κάτι το αδικαιολόγητο, που δεν μπορεί να καταλογιστεί σε κάποια αιτία. Ο τρόπος του συμβάντος που περιγράφουμε, το σκέπτεσθαι της φιλοσοφίας-Συμβάν, υφίσταται σίγουρα αδικαιολόγητα, χωρίς αρχή ή τέλος, αλλά γενικότερα υπάρχει άνευ Λόγου, χωρίς όμως αυτή η απουσία ενός εξωτερικού λόγου να συνεπάγεται το αυταίτιο, την causa sui υπόσταση του συμβάντος. Απεναντίας, το συμβάν αυτό, το οποίο συγκροτείται από το σκέπτεσθαι που ανήκει στην φιλοσοφία ή προορίζεται για αυτήν, καθορίζεται βεβαίως από μια αιτία αλλά μόνο σε έσχατη ανάλυση, πράγμα που αποτελεί γνώρισμα δυνάμει του οποίου το συμβάν δύναται να διατηρεί τη σχετική του αυτονομία. Αποκλείεται να πρόκειται για κάποια αιτία με μια από τις τέσσερις μεταφυσικές της έννοιες (τυπική, υλική, τελική, ποιητική/επαρκής). Το Πραγματικό δεν συνίσταται σε τίποτα το οντικό, οντολογικό ή ακόμα και ετερολογικό, αλλά αποτελεί χαρακτηριστική — αλλά έσχατη — περίπτωση εμφάνισης του Κόσμου της φιλοσοφίας, μια δύναμη-εμφάνισης-σε-έσχατη-ανάλυση.<br /><br />Συνακόλουθα, το πραγματικό περιεχόμενο της υποτιθέμενης ταύτισης του επιστημονικο-μαθηματικού και του οντολογικού πρέπει να αναζητηθεί στο Εν-εν-Ενί, το οποίο συγκροτεί το πραγματικό ή την έσχατη επί μέρους προϋπόθεση της ταύτισης αυτής. <br />Η έννοια της διάκρισης, κρίσιμης για μας, ανάμεσα στο πραγματικό-σύμφωνα-με-την-φιλοσοφία (το φιλοσοφικά συνεπές πραγματικό του Ενός-Άλλου) και ενός μη-συνεπούς Πραγματικού, διευρύνεται σε εκείνη μεταξύ της φιλοσοφίας και της θεωρίας ως ταυτότητας-σε-έσχατη-ανάλυση της επιστήμης και της φιλοσοφίας.<br /><br />1. Μια θεωρία που θα αφορά το συμβάν οφείλει να εφαρμόζεται και στην ίδια την «φιλοσοφία» ως μη μετάβλητο συμβάν κάθε φιλοσοφίας του συμβάντος· αντικείμενό της θα είναι μάλλον η μετατρεψιμότητα της «φιλοσοφίας» και του συμβάντος — του κόσμου ή της φιλοσοφίας-Συμβάντος — παρά αυτό ή εκείνο το τοπικό γεγονός που λαμβάνει χώρα εντός του υποτιθέμενου ορίζοντα της φιλοσοφίας. Ο κόσμος-Συμβάν είναι ουσιαστικά το σύνολο των φιλοσοφιών του συμβάντος (των υπερβατολογικών του εξισώσεων)· δεν υφίσταται καθαρό συμβάν ή συμβάν καθ' εαυτό παρά μόνο δυνάμει των φιλοσοφικών [του] εμφανίσεων.<br /><br />2. Μια θεωρία του κόσμου-Συμβάντος (όρος που συντέμνεται σε «Συμβάν») δεν μπορεί να συνιστά απλώς μια ορισμένη φιλοσοφία ή επιστήμη, αλλά οφείλει να είναι ένας συγκεκριμένος συνδυασμός των δύο, και μάλιστα ένας καθορισμένος-σε-έσχατη-ανάλυση συνδυασμός. Οφείλει να περιλαμβάνει μια επιστημονική διάσταση, έτσι ώστε να μην αναδιπλασιάζει το αντικείμενο της με στείρο τρόπο, και συγχρόνως μια φιλοσοφική διάσταση, έτσι ώστε να μην παραμένει ξένη προς την φιλοσοφία, αλλά να εξακολουθεί να είναι σε θέση να διατηρεί τη συνάφειά της με αυτή, χωρίς όμως να την αποκηρύσσει ή να την διαμελίζει. Θα αποκαλέσουμε ενοποιημένη θεωρία του «Συμβάντος» αυτή τη θεωρία η οποία αναπτύσσεται ως ταυτότητα της επιστήμης και της φιλοσοφίας.<br /><br />3. Η ταυτότητα της επιστήμης και της φιλοσοφίας δεν είναι το επιστημολογικό ή, γενικότερα, φιλοσοφικό τους συν-ανήκειν. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε αντιφατική και καταδικασμένη σε αποτυχία σύλληψη. Υπό το πρίσμα των προηγούμενων προϋποθέσεων, η ταυτότητα αυτή έχει εντελώς ιδιαίτερο χαρακτήρα. Από την μια μεριά, δεν συνίσταται σε κάποιο συγκεκριμένο επιστημονικό αντικείμενο, σε μια γνώση, αλλά ούτε και σε ένα φιλοσοφικό αντικείμενο, για παράδειγμα στο Ένα-Άλλο. Θα λέγαμε ότι είναι ταυτότητα-σε-έσχατη-μόνο-ανάλυση της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Το πρόβλημα που ανακύπτει τότε αφορά τη φύση αυτής της προϋπόθεσης και της σχέσης της με την σκέψη. Επιπλέον, εξομοιώνει την επιστήμη με την φιλοσοφία μόνο με σκοπό τον προσδιορισμό της θεωρίας του Συμβάντος, μέσω του ελάχιστου μη μεταβλητού τους στοιχείου, μέσω δηλ. των «τοποθετήσεών» τους, και όχι δυνάμει συγκεκριμένων γνώσεων, θεωριών ή δογμάτων. Κάθε θεωρία έχει θεωρητικό χαρακτήρα, στο μέτρο που είναι σε θέση να παράγει μια μη-ανακλαστική γνώση αναφορικά με το Συμβάν-αντικείμενο, και συγχρόνως φιλοσοφικό, βασικά υπερβατολογικό, χαρακτήρα, εφόσον συγκροτείται από κοινού και χάριν του αντικειμένου στο οποίο αναφέρεται, δυνάμει μιας σχέσης που συνιστά συνεπώς υπερβατολογική και όχι πλέον αντικειμενική γνώση. Η «Μη-Φιλοσοφία» είναι εξ αρχής «υπερβατολογική επιστήμη» όχι πλέον υπό έννοια Χουσερλιανή ή φιλοσοφική, αλλά μάλλον υπό την έννοια της ταυτότητας-σε-έσχατη-ανάλυση της επιστήμης και της φιλοσοφίας.<br /><br />4. Το έσχατο πρόβλημα δεν είναι πλέον αυτό της «αιτίας του συμβάντος». Από τη μια μεριά, ως αιτία εννοείται εδώ η αιτία της θεωρίας του Συμβάντος, επί ποινής εκτροπής της στον κυνισμό ή στον υλισμό. Από την άλλη μεριά, ως αιτία εκλαμβάνεται εκείνο από το οποίο απορρέει η θεωρία του κόσμου-Συμβάντος, όχι όμως ως θεωρία ενός οποιουδήποτε συμβάντος με τον τρόπο που αυτό καθίσταται αντικείμενο σύλληψης και γνώσης μιας οποιασδήποτε φιλοσοφίας, η οποία όμως θα παρέλειπε να διερευνήσει τις αναγκαίες διαδικασίες για τον σταδιακό προσδιορισμό του. Θα συνοψίσουμε όλες αυτές τις αποσαφηνίσεις λέγοντας πως η προς αναζήτηση αιτία καθορίζει-σε-έσχατη-ανάλυση την ενοποιημένη θεωρία του κόσμου-Συμβάντος.<br /><br />Τέλος, διακρίνουμε τρεις τρόπους εμφάνισης του συμβάντος: 1.ως ενδο-φιλοσοφικό συμβάν ή συμβάν-αντικείμενο των φιλοσοφιών· 2. ως κόσμο-Συμβάν στη φιλοσοφική του μορφή ή ως «φιλοσοφία», εφόσον αυτή συγκροτεί το πρωτοτυπικό ή πρωταρχικό συμβάν· 3. ως αυστηρή θεωρία (αυτή του κόσμου-Συμβάντος) που θα έχει τη μορφή της μη-Φιλοσοφικής Έλευσης, ως θεωρία που θα είναι μεν πρωταρχική αλλά θα εξαρτάται σε-έσχατη-ανάλυση από συγκεκριμένη αιτία.<br /><span style="font-weight:bold;"><br />Από την φιλοσοφία-Συμβάν στη μη-Φιλοσοφική Έλευση</span><br /><br />Ας προσπαθήσουμε να κατασκευάσουμε το θεωρητικό μηχανισμό που συνενώνει όλους αυτούς τους όρους. Τον παρουσιάζω εδώ σε γενικές μόνο γραμμές και όχι διεξοδικά. Έχοντας αυτό κατά νου, είναι δυνατόν να εντοπίσουμε μια παραδειγματική, υπαρκτή μορφή γνώσης με σκοπό τον μετασχηματισμό της, ώστε να δοθεί σε αυτή μια ουσιαστική, δηλ. υπερβατολογικά πρόσφορη, φιλοσοφική έννοια; Μπορούμε να προσδιορίσουμε σύμφωνα προς τους γενικούς μη-φιλοσοφικούς όρους του Ενός ή του Πραγματικού, μια δομή σκέψης που να ενσωματώνει την δεδομενικότητα της φιλοσοφίας-Συμβάντος ως αντικειμένου καθολικού στην μορφή και ταυτόγχρονα ενδεχομενικού και μεταβλητού στο περιεχόμενο; Με άλλα λόγια,το μη-φιλοσοφικό Συμβάν που αναζητούμε υπό τον τίτλο της Έλευσης οφείλει, σε συμμόρφωση προς τη δομή αυτή, να διακρίνεται από το αντικείμενό του, ενώ θα παραμένει συνδεδεμένο με αυτό τόσο μέσω μιας γνωσιακής σχέσης, όσο και υπερβατολογικά μέσω μιας συγκεκριμένης φιλοσοφίας. <br /><br />Αφήνοντας κατά μέρος το μη-φιλοσοφικό μετασχηματισμό της, η γνωσιακή αυτή μήτρα θα έχει πιθανώς συναρτησιακή μορφή, αν και όχι ακριβώς με την μαθηματική έννοια του όρου, δεδομένου ότι οφείλει αυτή τώρα να επιφορτισθεί επιπλέον και με μια εγγενώς υπερβατολογική λειτουργία. Προτείνουμε συνεπώς την υποκατάσταση τής «συναρτησιακής» μορφής — τροποποίηση η οποία θα εξειδικευθεί σταδιακά στη συνέχεια — με φιλοσοφικά συντάγματα όπως είναι για παράδειγμα η διαλεκτική, η διαφορά, ποικίλα συστήματα αποδείξεων κ.λπ.<br /><br />Ο ρόλος της σταθεράς έχει προφανώς αντιστοιχηθεί στην περίπτωση του Ενός-εν-Ενί, το οποίο μάλιστα δεν είναι απλώς μια σταθερά, αλλά συνιστά την κατεξοχήν σταθερά, την αντιπροσωπευτική ενσάρκωση της ταυτότητας, η οποία καθολικοποιεί τον νέο μηχανισμό και τον καθιστά εμμενή. Το Ένα ως σταθερά είναι εξ ορισμού ο απαιτούμενος όρος για την παραγωγή μιας μη-ανακλαστικής συνθήκης, η οποία θα είναι ετερογενής ως προς το αντικείμενό της, στο μέτρο που το Ένα θα έχει εκ των προτέρων τεθεί, κατά τρόπο ριζικό και θεμελιώδη, εκτός του πεδίου της φιλοσοφίας και της ιδιάζουσας σε αυτήν νομοτέλειας. Ωστόσο, στο μέτρο που το Πραγματικό δύναται συγχρόνως «να παράσχει» ή «να φέρει στο φως» την φιλοσοφία στη (σχετική της) αυτονομία, είναι σε θέση επιπλέον να επιτελέσει τη λειτουργία μιας υπερβατολογικής (μη-αριθμητικής) σταθεράς.<br /><br />Ο ρόλος του επιχειρήματος ή της μεταβλητής ανατίθεται στον κόσμο-Συμβάν ως αμετάβλητης δομής, η οποία όμως θα εκφράζεται μέσω και θα περιβάλλεται τη μορφή συγκεκριμένων παραλλαγών. Το αξιοσημείωτο είναι ότι οποιοδήποτε φιλοσοφικό περιεχόμενο, εφόσον θα λάβει τη μη μεταβλητή μορφή του στοιχείου εκείνου που χαρακτηρίζουμε με τον όρο φιλοσοφική Απόφαση, μπορεί να επιτελέσει τη λειτουργία της μεταβλητής. Σε αυτή την περίπτωση, συνιστά το θεματικό περιεχόμενο που είναι γνωστό με το όνομα του «συμβάντος», αλλά πρόκειται τώρα για το κατεξοχήν Συμβάν, το Συμβάν που συγκροτείται από την φιλοσοφία και εμφανίζεται μέσω ιδιαιτέρων ενσαρκώσεων. Έτσι, δοθείσης-εν-Ενί ή εκδηλούμενης δια μέσω του Ενός, η Έλευση θα συνιστά υπερβατολογική συνάρτηση της φιλοσοφίας-Συμβάντος, με άλλα λόγια, θεωρούμενη στο συγκεκριμένο πλαίσιο και σύμφωνα με αυτές τις νέες, εμφανώς μη-Καντιανές συνθήκες εμφάνισης, θα συνιστά μια σε-έσχατη-ανάλυση πραγματική και συγχρόνως υπερβατολογική συνάρτηση.<br /><br />Τι εννοούμε με τον όρο «υπερβατολογική συνάρτηση», αν ο όρος αυτός δεν νοείται πλέον με την Καντιανή του έννοια; Το Πραγματικό ή το Ένα θα δίδεται χωρίς να είναι αναγκαία μια διαδικασία δεδομενικότητας, θα εμφανίζεται χωρίς να συνοδεύεται από κάποια διαδικασία εμφάνισης. Δεν θα χωρίζεται στα δύο, διαιρούμενο και αναπαριστώμενο από το ίδιο, δεν θα εκλαμβάνεται εκ των προτέρων ως προϋπόθεση, ως αιτία ή ως αδρανές αποτέλεσμα του ίδιου του εαυτού του. Αυτό αποτελεί επαρκή συνθήκη της καθολικότητάς του και, κατά τρόπο ισοδύναμο, επαρκή συνθήκη για την εμφάνιση της ίδιας της φιλοσοφίας και μάλιστα σύμφωνα με την ιδιαίτερη τροπικότητα του συμβάντος που θα χαρακτηρίζεται από τη «μη δεδομενικότητα». <br /><br />Υπάρχει βεβαίως μια μορφή δεδομενικότητας της φιλοσοφίας, που έχει όμως τον χαρακτήρα της αυτο-δεδομενικότητας και η οποία δεν έχει κανένα αποτέλεσμα επί της δεδομενικότητας που αντιπροσωπεύει το ίδιο το Πραγματικό. Το Πραγματικό, από την άλλη πλευρά, παρέχει την αυτο-δεδομενικότητα της φιλοσοφίας σύμφωνα με την δική του τροπικότητα δεδομενικότητας. Ωστόσο, στο μέτρο που το Πραγματικό δεν γεννά τίποτε και κυρίως δεν γεννά καμία φιλοσοφία, αλλά προικίζει την φιλοσοφία με την δική του δεδομενικότητα (-άνευ-δεδομενικότητας) ή, ακόμα καλύτερα, στο μέτρο που η φιλοσοφία εμφανίζεται εν πάση περιπτώσει σύμφωνα με την ιδιαίτερη τροπικότητα του Πραγματικού, το οποίο προκαλεί την εμφάνισή της σύμφωνα με την τροπικότητα της εν λόγω δεδομενικότητας (-άνευ-δεδομενικότητας), το Πραγματικό θα επιτελεί, συνεπώς, άμεσα μια υπερβατολογική λειτουργία αναφορικά με την ίδια την φιλοσοφία. <br />Το ίδιο το Πραγματικό συνιστά εξ αρχής όρο εκ των ων ουκ άνευ, προϋπόθεση αρνητική και αναγκαία αλλά μη επαρκή. Αλλά όταν το μεταβλητό «υλοποιεί» τρόπον τινά το Πραγματικό ή το Ένα, τότε αυτό υπεισέρχεται — χωρίς όμως να αλλοτριώνεται απολλύοντας τον χαρακτήρα του ως Πραγματικό — σε μια υπερβατολογική συνάρτηση μέσω της οποίας σχετίζεται με την φιλοσοφία ή, ακριβέστερα, μέσω της οποίας προκαλεί την εμφάνιση της φιλοσοφίας ως δοθείσης-εν-Ενί. Τότε θα πούμε ότι γεννά τη φιλοσοφία ή ότι την επικαθορίζει σε-έσχατη-μόνο-ανάλυση.<br /><br />Το μη-φιλοσοφικό συμβάν μεταβάλλει τότε την φαινομενική αλλά όχι την υλική του υπόσταση εν σχέσει με το φιλοσοφικό συμβάν. Μετατοπίζεται από το πεδίο της εν γένει υπερβατικότητας και ειδικότερα από την ετερότητά του, ώστε να εγκατασταθεί στο πεδίο της εμμένειας. Δεν εμφανίζεται επί του οριζόντιου άξονα, μέσω ενός φαινομενολογικού βάθους ή απόστασης, αλλά ούτε και καθέτως μέσω ενός απείρου διαχωρισμού. Το Ένα δεν προκαλεί την εμφάνισή του ως αντικειμένου ή ως υποκειμενική τροπικότητα, με τη μια πλευρά «φοδραρισμένη» με αορατότητα, αποτελώντας ως εκ τούτου παρουσία αμφίπλευρη ή παρουσία που παραμένει πάντοτε διμερής. Δεν αποτελεί απόρροια ενός διαστήματος αντικειμενοποίησης ή ενός διαστήματος ή απόστασης ετερότητας· αντιθέτως, συνιστά ριζική εμμένεια που προκαλεί την κατ' άλλο τρόπο εμφάνιση του Κόσμου.<br /><br />Η Έλευση δεν συνιστά πληθωρική παρουσία καθ' υπέρβαση των ορίωντου δεδομένου Κόσμου, διότι η πληθωρική αυτή παρουσία αποτελεί τώρα αναπόσπαστο τμήμα του Κόσμου. Παύει όμως και να αυτοαναιρείται, να αυτο-απαλείφεται κατά τον τρόπο της συνεχούς συστολής και διαστολής των ορίων ενός Κόσμου. Το Συμβάν στη συνέχεια εγείρεται ή εκδηλώνεται υπό την μορφή της Έλευσης. Πως μπορούμε να περιγράψουμε φαινομενικά την Έλευση αυτή; Η Έλευση, όπως τώρα γνωρίζουμε, δεν βρίσκεται πάνω στον ορίζοντα ενός κόσμου και δεν συνιστά την άλλη πλευρά του ορίζοντα αυτού (Χάιντεγκερ). Ούτε όμως μπορούμε να πούμε ότι συνιστά ένα άπειρο ανεστραμμένης καθετότητας, μια ανεστραμμένη υπερβατικότητα που θα διαπερνά ή θα τρυπά τον ορίζοντα (Λεβινάς). <br /><br />Η Έλευση δεν έρχεται ούτε από μακριά ούτε από ψηλά. Αναδύεται ως ριζική μοναξιά που είναι αδύνατο να χειραγωγηθεί, να κυριαρχηθεί, να αναχθεί σε άλλη μορφή, όπως ακριβώς η μοναξιά των μεγάλων έργων τέχνης... Δεν αναγγέλλει πλέον τίποτα, δεν είναι ούτε απουσία ούτε παρουσία ούτε ακόμη μια «άλλη παρουσία», αλλά είναι μια μοναδική μοναξιά η οποία δίδεται-σε-έσχατη-ανάλυση-εν-Ενί. Αναδύεται ως ταυτότητα ενός μοναδικού προσώπου χωρίς καμία όμως «αντιπαράθεση». Ο Κόσμος «κοιτάζει κατά πρόσωπο», στέκει «αντίκρυ», με τον ίδιο τρόπο που λέμε ότι κάποιο πράγμα είναι «ζωντανό». Αυτό είναι η μονο-προσωπότητα του. Όσο «περισσότερο» ριζική είναι η εμμένεια που συγκροτεί το Πραγματικό, τόσο περισσότερο εκστατικά ή εκτός εαυτού θα εμφανίζεται ο Κόσμος — προσφέροντας το μοναδικό του πρόσωπο: αυτή είναι η μονομέρειά του. Η μονο-μέρεια/προσωπότητα δεν ταυτίζεται με την ετερότητα που ανήκει στην ευρεία έννοια του Συμβάντος. Η μοναξιά της μοναδικής «όψης» μετασχηματίζει την ίδια την ετερότητα, καθόσον το Πραγματικό γίνεται ολοένα και περισσότερο «άλλο», πιο αλλόκοτο και από το Άλλο, όντας κατ' άλλο τρόπο «διαφορετικό» λόγω της ριζικής εμμένειάς του. Ο Κόσμος που δίδεται εν-Ενί ή συμφώνως προς το Ένα είναι ως εκ τούτου ξένος προς τον εαυτό του με τρόπο ριζικότερο από ότι στην περίπτωση που θα διέφερε απλώς από τον εαυτό του. Σε αυτό ακριβώς έγκειται η μοναξιά του ως «μοναδικού».<br /><br />Υπό αυτή την έννοια, η Έλευση αποδεσμεύεται από κάθε άμεσο οντο-θεολογικό προσδιορισμό, στο μέτρο που οι προσδιορισμοί αυτοί δεν υπερβαίνουν ποτέ τα συστημικά όρια του μεταβλητού. Η Έλευση δεν είναι σε μεγαλύτερο βαθμό απόλυτη σε σύγκριση με τη φιλοσοφία-Συμβάν, η οποία είναι ήδη η ίδια απόλυτη, αλλά είναι ριζική. Δεν είναι περισσότερο «πρωταρχική» με κάποια απροσδιόριστη έννοια, αλλά είναι αρχι-καταγωγική ή ριζικά πρώτη, πράγμα που σημαίνει ότι είναι μονο-καταγωγική ή καθορισμένη-σε-έσχατη-ανάλυση από το Πραγματικό-Ένα. Απελευθερώνεται στην ουσία της από κάθε πρωταρχικό, οντικό ή οντολογικό, ιστορικογραφικό και ιστορικό περιεχόμενο, το οποίο παραμένει εντός του συστήματος του μεταβλητού. Είναι το καθαυτό συμβάν της ενδελεχούς υπερβατολογικής σκέψης, της θεωρίας ως ταυτότητας-σε-έσχατη-ανάλυση του επιστημονικού και του φιλοσοφικού. Συνεπώς, δεν πρόκειται για το «συμβάν της σκέψης» αλλά για την Έλευση της σκέψης στην ταυτότητα της, για την Έλευση δηλαδή της «δύναμης της σκέψης», ακόμα και αν υπάρχει σκέψη και γνώση πριν από αυτή, η οποία όμως είναι μερικής μορφής, είτε φιλοσοφικού είτε επιστημονικού χαρακτήρα.<br /><br />Επομένως, όπως ακριβώς περάσαμε από το συμβάν εντός της φιλοσοφίας στην φιλοσοφία ως πρότυπο του συμβάντος, περνάμε τώρα από το πρότυπο αυτό σε ένα αρχέτυπο το οποίο είναι σε-έσχατη-ανάλυση «ενό-τυπο». Υπ' αυτήν όμως την έννοια, η Έλευση ως θεωρία ή σκέψη για την φιλοσοφία δεν είναι πλέον μια προέκταση της τελευταίας, ένα μετα- ή υπερ-συμβάν. Αλλά η ίδια η Φιλοσοφία είναι ήδη το συμβάν του μετά- και, επιπροσθέτως, το υπερ-συμβάν του επέκεινα. Όμως η Έλευση δεν είναι πλέον συμπλήρωμα υπερβατικότητας, συμπλήρωμα ύψους ή απόστασης. Είναι, αντίθετα, η σε-έσχατη-ανάλυση-δεδομενικότητα-εν-Ενί του Συμβάντος, υφίσταται χάριν αυτού· και είναι Έλευση.<br /><br />Η Έλευση διατηρεί ή τουλάχιστον ανακαλεί ορισμένα ουσιώδη χαρακτηριστικά της αγοραίας ή και της φιλοσοφικής αντίληψης του συμβάντος, τα όποια όμως μετασχηματίζει:<br /><br />1. Η μοναδικότητα του; Δεν είναι τόσο μοναδικότητα όσο ταυτότητα, είναι ενικότητα μάλλον, παρά μοναξιά. Το Ένα δεν είναι πλέον γνώρισμά του, η ύψιστη ουσία του, αλλά εκείνο που το καθορίζει, η εμμενής μάλλον αιτία της Έλευσης, παρά η υπερβατική αιτία του συμβάντος. Η ταυτότητα δεν εκδηλώνεται στην αστραπιαία λάμψη του συμβάντος, αλλά είναι εκείνο που φανερώνει ή γεννά την Έλευση στον Κόσμο, επιτυγχάνοντας όμως αυτό με αντίτιμο τη μοναξιά, τη μοναξιά της Ταυτότητας.<br /><br />2. Η νομοτέλειά του; Δεν είναι τόσο μια υπερβατικότητα έξω από τον Κόσμο ή στα όρια του Κόσμου, της ιστορίας, για παράδειγμα, όσο μια εμμενής νομοτέλεια της σκέψης για τον Κόσμο ή την ιστορία. Η Έλευση είναι ο τρόπος με τον οποίο η φιλοσοφία-Συμβάν παρουσιάζεται, όταν καθορίζεται-σε-έσχατη-ανάλυση από την μοναξιά του Ενός. Αν το συμβάν θα συνιστά φυγή πέρα από τα όρια του Κόσμου ή, στην καλύτερη περίπτωση, απλώς γραμμή φυγής, η ίδια Έλευση αποτελεί τρόπο εισέλευσης του Κόσμου και της φιλοσοφικής του μορφής του στο Ένα ή στο Πραγματικό. Εκεί όπου βρίσκεται το Πραγματικό, οφείλει ο Κόσμος να έλθει με την μορφή της φιλοσοφίας και σύμφωνα με την τροπικότητα της Έλευσης.<br /><br />3. Το να αποτελεί αποτέλεσμα μιας εμμενούς αιτίας ή, ακριβέστερα, μιας αιτίας που ενεργεί εντός και μέσω της εμμένειας, ισοδυναμεί κατά κάποιο τρόπο με ύπαρξη που θα στερείται άμεσης αιτίας ή που θα στερείται καταλογίσιμης τουλάχιστον αιτίας σύμφωνα με τις προδιαγραφές της αναπαράστασης ή του κόσμου. Η Έλευση είναι ριζικά ξένη προς τον Κόσμο λόγω της αιτίας της, η οποία καθορίζει σε-έσχατη-μόνο-ανάλυση, και σχετικά ξένη προς τον Κόσμο δυνάμει του υλικού που αντλεί από αυτόν. Βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης από τον Κόσμο, αλλά μόνο με την έννοια της άντλησης των υλικών και των περιστάσεών της από αυτόν, παρά με την έννοια της ανάγκης θεμελίωσης σε αυτόν, ενώ συγχρόνως προέρχεται από κάπου αλλού και όχι από τον ίδιο τον Κόσμο. Το Πραγματικό της-έσχατης-ανάλυσης είναι ουτοπικό και η Έλευση είναι ου-τοπική και ου-χρονική μέσω αυτού. Σε αυτό έγκειται η ριζική αναστρεψιμότητά της, η οποία όμως είναι ταυτόσημη με τον καθορισμό-της-σε-έσχατη-ανάλυση. <br /><br />Συνοψίζοντας, ακολουθούν ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με το υφολογικά γνωρίσματα της θεωρίας που αποκαλώ μη-φιλοσοφία. Ό,τι έχω ήδη παρουσιάσει έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας αφαιρετικής, δευτέρου βαθμού θεωρητικής κατασκευής. Αλλά: προβάλλω αξίωση αναφορικά με το αφηρημένο — είτε ως Ένα είτε ως Πραγματικό — και όχι αναφορικά με την αφαίρεση. Το Ένα είναι αφηρημένο-χωρίς-να-συνοδεύεται-από-μια-αφαιρετική-λειτουργία, η αφαίρεση έπεται και επιβάλλεται ως μορφή της σκέψης από το ίδιο το Πραγματικό.<br /><br />4. Προβάλλω αξίωση αναφορικά με τη θεωρία, την οποία όμως εννοώ ως ριζική ταυτότητα της επιστήμης και της φιλοσοφίας, ως ριζική δηλ. ταυτότητα των εξής δύο διαστάσεων: αφενός της γνώσης και αφετέρου μιας υπερβατολογικής μεθόδου ή φιλοσοφικής πραγματολογίας. Για τον λόγο αυτό πρόκειται για μια υπερβατολογική θεωρία ή επιστήμη που προσφέρει μη-εμπειρική, ταυτόσημη ή «ενοποιημένη» γνώση και πραγματολογία της φιλοσοφίας-αντικειμένου ως μορφής του Κόσμου.<br /><br />5. Τέλος, πρόκειται για θεωρία στην οποία το θεωρητικό δεν διατηρεί κανένα προβάδισμα. Είναι, απεναντίας, αντι-ιδεαλιστική και αντι-θεωρητικιστική, διότι υπόκειται στο προβάδισμα του Πραγματικού το οποίο, στο πλαίσιο αυτό, δεν ανήκε ποτέ στην τάξη της γνώσης ή ακόμα της σκέψης, της συνείδησης, κ.λπ. Ο καθορισμός της σε-έσχατη-ανάλυση από το Πραγματικό δεν παραπέμπει στη φιλοσοφική θέση η οποία είναι γνωστή ως «ρεαλισμός».<br /><br />Αυτός ο τύπος του Πραγματικού αποκλείει τον ρεαλισμό. Δυνάμει της φύσης του ως ριζικής ταυτότητας, έχει μάλλον επιτελεστικό χαρακτήρα ή, για την ακρίβεια, τον χαρακτήρα Επιτελεσμένου-άνευ-Επιτέλεσης. Η Μη-φιλοσοφία αποτελεί θεωρία, αλλά θεωρία που συνιστά σε-έσχατη-ανάλυση-πρακτική ή η οποία καθορίζεται από μια πρακτική αυτής της φύσης.<br /><span style="font-weight:bold;">Η μετάφραση στην Ελληνική έγινε απο την Αγγλική μετάφραση του Ray Brassier.</span><br /><br /><span style="font-weight:bold;">Σ.</span>Godelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-2081804122800733421.post-12129429537862716222010-07-10T08:16:00.000-07:002010-07-10T08:18:08.977-07:00ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ ΣΤΑ ΑΚΡΑ ΤΟΝ (ΆΛΛΟ) ΛΕΒΙΝΑΣ<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEihDeDtZFYTC9_uDl56wOybr-DDUsyYhJcPj5knUPSm5pBDD1u75hEL-c439AvD3L_PTG9fHkfGHvEVALQDkTqbb0ULGSNrnc388M1hLLwuxc958zYGbG48q8FGtz3MAGhjnjooONvurvRn/s1600/Caravaggio.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 264px; height: 320px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEihDeDtZFYTC9_uDl56wOybr-DDUsyYhJcPj5knUPSm5pBDD1u75hEL-c439AvD3L_PTG9fHkfGHvEVALQDkTqbb0ULGSNrnc388M1hLLwuxc958zYGbG48q8FGtz3MAGhjnjooONvurvRn/s320/Caravaggio.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5492297025683664930" /></a><br /><br /><br /><br />1. Θέλουμε να συγκροτήσουμε έναν Άλλο που θα δώσει τέλος στον Άλλο του Λεβινάς και θα απογυμνωθεί ως η καθεαυτό Ξενότητα με τον ήδη-κόσμο. Ο Άλλος δεν πρέπει να είναι η επέκταση ενός ακόμα άγνωστου ορίζοντα που παραμένει στον ήδη-κόσμο του Ίδιου, δεν μπορεί να υπάρξει Άλλος αν ουσιαστικά είναι μια μεταμόρφωση του οποιουδήποτε επέκεινα. Όταν θα μιλάμε για τον Άλλο οφείλουμε να κάνουμε καθαρό αν αναφερόμαστε στο μη-θεωρήσιμο και μη-προσδόκιμο υποκείμενο που σε τελική ανάλυση επέρχεται ως η Απόλυτη συγκυρία. Η απεύθυνση στον Άλλο ως Άλλο Εγώ , είναι διατήρηση της μεταφυσικής της αρχής , του α πριορισμού με αντεστραμμένο πρόσωπο. Η ερμηνευτική του Συμβάντος δεν μπορεί να βασίζεται στα μοντέλα της επικοινωνίας και της διαλογικής αντίληψης των φαινομένων. Ο Άλλος δεν μπορεί να είναι Άλλος και να μην επέρχεται ως διαδικασία εξόντωσης του ήδη-υπαρκτού Εγώ που τον αναμένει. Η φιλοσοφική ειρήνη της ομαλής συνάντησης και σύνθεσης είναι μία ιδεαλιστική και εξωπραγματική αναπαράσταση.<br /><br />2. Ο Άλλος δεν είναι συνεπώς το μέρος μίας σχέσης, δηλαδή ορισμένη εκτατικότητα και ποσότητα δεδομένων οντοτήτων. Ο λόγος που δεν δύναται η σκέψη να τον κατονομάσει είναι η αντικειμενική ανικανότητα του θεωρητικισμού να παραστήσει συνολικά το Συμβάν που βρίσκεται σε εξέλιξη. Ο Άλλος δεν στέκεται μέσα στην ορατότητα της χωρικότητας, δεν προσλαμβάνεται μέσω της σωματικότητας γιατί δεν είναι αντικείμενο, αλλά μόνο ως μη-θεωρήσιμο πράττειν του Πραγματικού. Ο Άλλος της φιλοσοφίας είναι ένας μασκαράς του πραγματικού Άλλου που είναι τέτοιος ακριβώς γιατί επέρχεται ενάντια και εκτός του ήδη-κόσμου. Στο τοπολογικό ερώτημα που θα βρούμε αυτό το μη-φιλοσοφήσιμο Άλλο η απάντηση είναι στα συμβάντα που απειλούν την τάξη του ήδη-κόσμου.<br /><br />3. Άρα ο Άλλος της φιλοσοφίας έγινε μία ακόμα υπόσταση ενός αντιδραστικού στρουκτουραλισμού, που αυτη τη φορά προπαγανδίζει ως θεμέλιο του Λόγου, της σκέψης και κάθε ριζοσπαστισμού την εκκίνηση απο αυτό το προκαθορισμένα τοποθετημένο Άλλο που μας επιβάλλουν. Ο Άλλος δεν είναι θεμέλιο αρχών και ηθικών, δεν είναι η ύψιστη απόδειξη της ύπαρξης του α πριόρι -Εγώ , είναι ασύνδετος, ασυσχέτιστος και απόλυτα απροσδιόριστος μέχρι να επικρατήσει ως ο μόνος πραγματικός καθορισμός.<br />Ο Άλλος δεν επικοινωνεί με την Φαινομενολογία της σκέψης αλλά την πολεμάει ώστε να επιτρέψει στην σκέψη να τον αποδώσει στην αμεσότητα του ως πράξη. Ο Άλλος δεν είναι το άπειρο, ο Θάνατος, ούτε το απέναντι πρόσωπο της ανθρωπότητας, είναι η διαδικασία της τομής την στιγμή που σχίζεται η επιφάνεια, την στιγμή που διαρηγνύεται μία ύλη , την στιγμή που καρφώνεται στο έδαφος ένας πάσαλος. Αυτό που φέρνει ο Άλλος είναι το νέο Ένα που αρνείται να προστεθεί στο προυπάρχον σύνολο και επιθυμεί την πλήρη απάλειψη του.<br /><br />4. Ο Άλλος δεν έχει συνεπώς κανένα πρόσωπο, αυτό που μας ομιλεί ευθέως με την όψη της ανθρωπότητας είναι απλά οι πολλαπλότητες του Εγώ, ο Άλλος δεν ανήκει σε κανένα Εγώ , δεν έχει Εγώ, είναι η δοτικότητα της ουτοπίας και όχι η εαυτότητα κανενός βιολογικού οργανισμού ή εμπράγματου όντος. Ο υλισμός του Άλλου βρίσκεται μέσα στους μετασχηματισμούς, δεν συναντάται στις εξελικτικές διαδικασίες.<br />Ο Άλλος δεν είναι χρόνος, δεν είναι η φιγούρα που αργά την βλέπουμε να πλησιάζει προς το μέρος μας απο τη γραμμή του ορίζοντα. Αν αναρωτηθούμε τότε γιατί να συνεχίζουμε να αποκαλούμε Άλλο το συμβάν, θα καταλάβουμε την ανάγκη να απελευθερώσουμε την εμφάνιση του Πραγματικού από τα δεσμά του δυισμού που λέει "ότι δεν είναι Εγώ είναι ένα Άλλο". Αυτή η σκέψη κατηγοριοποιεί το Συμβάν σαν κάτι εξαρτημένο απο την ύπαρξη του Εγώ, επι της ουσίας το Εγώ φτιάχνει μία καταστροφική ταυτότητα όταν λέει "οτι δεν είμαι Εγώ είναι ένα Άλλο". Το συμβάν δεν μπορεί να αρκεστεί σε αυτό. Το Άλλο του συμβάντος δεν είναι ως προς την ξενότητα του με ένα Εγώ( το Εγώ-Κόσμος) που υπάρχει αλλά ως προς την καταφατικότητα του που επιβάλεται ακριβώς γιατί παράγεται εκτός κάθε ήδη-Εγώ.<br /><br />5. Ο Άλλος που δρά ώστε να πάψει να είναι Άλλος είναι το ζητούμενο, που η αυτο-συγκρότηση του έχει ονοματοδοτήσει συνολικά την ύπαρξη του ως μοναδικού νικητή. Ο Άλλος είναι η διαρκής επιστροφή του Απόλυτου ,το Ένα που δεν έχει μετρηθεί ποτέ πανω από όλα, μια απώθηση της επιθυμίας για μία και αδιαίρετη Πολιτεία που θα εγκατασταθεί το Όν. Για αυτό το Άλλο είναι πραγματικά τέτοιο εφόσον λειτουργεί με σκοπό να επικυριαρχήσει ως ένα συγκεκριμένο υποκείμενο και όχι ως αιώνια παρευρισκόμενο στην κατάσταση της μη-ταυτότητας με τον εαυτό του.<br />Μπροστά στο φόβο να μην μετατραπεί σε ένα νέο Εγώ δεν μπορεί ο Άλλος να αποδέχεται ότι είναι αδύνατο να συγκροτηθεί ως το υποκείμενο της εξαφάνισης του Εγώ, να στραφεί στην κατάσταση του ως το τελευταίο Εγώ.<br />Μόνο αν θεωρούμε και στοχαζόμαστε ένα τέτοιο Συμβάν μπορούμε να σχηματοποιήσουμε την έννοια ενός Άλλου που αξίζει να αναφέρεται ως τέτοιος. Η όποια άλλη νομιμοποίηση στο σκέπτεσθαι της ρευστής πολλαπλότητας των όντων και των πραγμάτων που ανάγεται στο επίπεδο μίας ριζικής υποκειμενοποίησης, αποτελεί τύφλωση και καθυστέρηση προσανατολισμού σε αυτό που πραγματικά οδηγεί την φιλοσοφία σε ένα διαρκές τέλος...το μη-φιλοσοφικό Πραγματικό που -ακόμα δεν έχει κυριαρχήσει.<br />Και ας μην ξεχνάμε πως το επέκεινα του Πλάτωνα κάποια στιγμή έπαψε όταν ο ίδιος απέδωσε την Πολιτεία του μέσα στην θεωρία και ο Άλλος ,απο ιδέα και γενική επίκληση μορφικά εξαρτημένη , έγινε μία Χώρα μέσα στη Χώρα , ένας κόσμος μέσα και ενάντια στον τότε ήδη-σχεδιασμένο κόσμο. Αυτή ήταν και η αδυναμία του Λεβινάς , αποπειράθηκε να μας εκφέρει τον Άλλο χωρίς-Πολιτεία, δηλαδή άοπλο και ριγμένο εντός του κόσμου να μεταβληθεί σε ένα εξιδανικευμένο συνομιλητή της κυριαρχίας του Ίδιου.<br /><br />Από αυτή την άποψη πρέπει -επείγει- να ισχυροποιήσουμε την έννοια του κόσμου δίπλα στον Άλλο. Να μιλάμε για Άλλο -κόσμο, να τον σκεφτόμαστε, να τον περιγράφουμε, να στοχαζόμαστε την ζωή του (όπως ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του).Godelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2081804122800733421.post-23402733149476718772010-07-07T18:13:00.000-07:002010-07-07T18:15:28.360-07:00ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΑΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ (Για τον Σενέκα)<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgKo1Ff2Dq90UBCJko_qw8hz6D1TJ1Us8daOMgoS3uDfTUAxZ6GaqRm8FdQo8o3cxd2wz5xduae6PKIoxrvlhpPlIPSnFKWP80t84BjoX9_F9cLHeqXWLbDaPSsLMawJPBVsDzgoHdmtljG/s1600/La_mort_de_seneque.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 320px; height: 259px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgKo1Ff2Dq90UBCJko_qw8hz6D1TJ1Us8daOMgoS3uDfTUAxZ6GaqRm8FdQo8o3cxd2wz5xduae6PKIoxrvlhpPlIPSnFKWP80t84BjoX9_F9cLHeqXWLbDaPSsLMawJPBVsDzgoHdmtljG/s320/La_mort_de_seneque.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5491337693916420306" /></a> <br />Luca Giordano, Ο Θάνατος του Σενέκα, πίνακας του 1684<br /><br /><br />Δεν είναι τυχαίο. Κατά την διάρκεια της κυριαρχίας του τελευταίου αυτοκράτορα της Ιουλιο-Κλαυδιανής δυναστείας της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας, εμφανίζεται το έργο ενός πνεύματος που απο πολλές απόψεις η ζωή του υπήρξε καθοριστική για την φιλοσοφία και την πολιτική σκέψη γενικότερα. Το έργο του Σενέκα. Μία τραγική φιγούρα , μία τραγική σκέψη, μία τραγική σύμπτωση. Ο άνθρωπος που καθοδήγησε πνευματικά την χρυσή περίοδο του Νέρωνα, είναι αυτός που θα βρεθεί κατηγορούμενος για συνωμοσία εναντίον του και θα διαταχθεί να αυτοκτονήσει. Ο ίδιος ο Νέρωνας θα οδηγηθεί επίσης με διαταγή απο την Σύγκλητο στην αυτοκτονία όταν πια θα έχει χάσει την εξουσία απο τα χέρια του.<br /><br />Δύο πρόσωπα θεσμοί και υποκείμενα των θεσμών την ίδια στιγμή. Η σκέψη του Σενέκα είναι μία πιστή έκφραση αυτής της πανίσχυρης πολιτικής μηχανής της Ρώμης, τίποτα,ακόμα και ένας απόλυτος αυτοκράτορας δεν μπορεί να είναι σίγουρος για την μοίρα που του επιφυλάσει η πάλη των ηγετικών θεσμών της αυτοκρατορίας.<br />Το απόλυτο Υποκείμενο της απόφασης που εν δυνάμει γίνεται το απόλυτο υποκείμενο της υποταγής και της συναίνεσης μέχρι θανάτου. Ο Σενέκας αποφασίζει συνειδητά να υπάρξει και να εργαστεί εντός αυτής της δαιμονιακής πολιτικής τελετουργίας, να δώσει εφόδια διακυβέρνησης και πολιτικής και φιλοσοφικής καλλιέργειας στα ιερά τέρατα της εξουσίας και έτσι να κατοχυρώσει , ίσως για πρώτη φορά το ρόλο του οργανικού διανοούμενου της εξουσίας, σχεδιαστής και συνεργός των πράξεων της και των ιδεολογικών της καθάρσεων,<br /><br />Όμως, ακριβώς γιατί ο Σενέκας δεν ζει μέσα στην περίοδο της Ρωμαικής Δημοκρατίας αλλά στο απόγειο του απολυταρχισμού της αυτοκρατορίας, αναπτύσσει την δική του Στωική πνευματική προσέγγιση βασισμένος σε ένα πολιτικο-ηθικό ρεαλισμό που η ωμότητα του ανοίγει σίγουρα τον δρόμο σε αυτό που τόσο πολύ θα μας εντυπωσιάσει μετά στο έργο του Μακιαβέλι.<br />Οι Στωικές έννοιες στον Σενέκα, γύρω απο την πνευματική γαλήνη, την Οργή , την συντομία της ζωής, τα τραγικά-δραματικά έργα που συνέγραψε, η πραγματεία του περί των φυσικών πραγμάτων και φυσικά η ίδια του η διαδρομή, επιδεικνύουν ένα έργο αδιάφορο για κάθε θεολογία, και όποτε θεολογεί το κάνει για να ανυψώσει την αξία των ανθρώπινων πραγμάτων και ενεργειών. Ο Σενέκας φιλοσοφεί με ένα τρόπο που μόνο την πρακτική και ηθική διάσταση του ηγεμόνα ή των ηγεμονικών ομάδων επιθυμεί να ενισχύσει. Η σκέψη του γυρίζει γύρω απο την αποδοχή του μοιραίου Κακού που εκ των πραγμάτων αναπαράγει η ανθρώπινη δράση, η σκέψη του βασανίζει τυραννικά την συνείδηση γιατί ξεσκεπάζει την θέληση του υποκειμένου να εξουσιάσει απόλυτα επειδή αυτό θεωρεί ως ευτυχία.<br />Δεν είναι υπερβολικό να πούμε , και αυτό φαίνεται και στα θεατρικά έργα του( κυρίως στον Οιδίποδα του Σενέκα) πως απορρίπτει κάθε δυνατότητα κάθαρσης για την πράξη του ανθρώπου, κάθε συγχώρεση έχει πεθάνει, το κίνητρο της επιβολής και η αυτοσυνείδηση του Εαυτού ταυτίζονται και τους αποδίδεται μία φυσικότητα , μοιραία, Στωικά ντετερμινιστική.<br /><br />Ο σύμβουλος του Αυτοκράτορα που ζεί σαν ένα Alter ego του αυτοκράτορα. Ο Νέρωνας οδηγεί στην αυτοκτονία τον Σενέκα επειδή δεν τολμά να αυτοκτονήσει ο ίδιος, ο ίδιος ως αδύναμος να υπάρξει ως μια αποκλειστικά πνευματική δικαιολόγηση της βίας και όχι μόνο ως εκτελεστής στην χυδαία Κρατική και πολιτική πάλη. Ο Σενέκας είναι ο αυτοκράτορας του αυτοκράτορα και για αυτό πεθαίνει. Μια θεατρική πράξη συντελείται εδώ. Όλοι ξέρουν ποιός σκέφτεται, ποιός παράγει τις ηθικές αξίες της εξουσίας, ποιός οργανώενει την Απόλυτη θέληση για δύναμη, όμως όλοι πρέπει να προσποιηθούν ότι ο αυτοκράτορας είναι αυτός που διατάζει την ζωή και το θάνατο των υποτελών, αυτός είναι η ιδιοφυία, ο άνθρωπος που είναι Θεός. Ο Σενέκας λέει στον Οιδίποδα του:<br />" Πόρτα της προδοσίας είναι η πίστη" .<br />Πίστη και προδοσία,ιδού το δαιμονιακό αντικείμενο της πολιτικής, η σκέψη του ανοίγει τον ορίζοντα μίας ψυχαναλυτικής ιστορίας της πολιτικής. Ο Σενέκας δεν φιλοσοφεί αλλά ομιλεί το Πραγματικό της Πολιτικής, ακριβώς γιατί όλο του το έργο απευθύνεται στην αυτο-συγκρότηση που χαρακτηρίζει το Υποκείμενο-Εξουσία και το Υποκείμενο της Εξουσίας.<br /><br />Η ανάδειξη της εσωτερικότητας, οι μονόλογοι που ανατριχιάζουν σε όλα τα έργα του, παρουσιάζουν την Εαυτότητα, την ατομικότητα που πέρα απο το πως την καθρέφτισε η Αρχαιο-Ελληνική τραγωδία, εδώ θρηνεί την εν γνώση της ελευθερία να παρεμβαίνει στην πορεία των πραγμάτων. Ο φαταλισμός στο Σενέκα δεν είναι ο γνώριμος κλασσικός Στωικός φαταλισμός με τα περιθώρια στην ελεύθερη βούληση του ανθρώπου, αλλά είναι το ένδυμα που κρύβεο το σώμα της πιο ακραίας αυτοκρατίας, ένας φαταλισμός που μοιάζει να λέει " ιδού ο άνθρωπος ο απόλυτος υπαίτιος του Κακού του, το Κακό το ίδιο".<br /><br />Στην πραγματεία του περί της Οργής μας λέει πως η έκρηξη των συναισθημάτων οφείλεται σε μία υπερτιμήμενη και ανεδαφική ερμηνεία των δυνατοτήτων μας να καταφέρουμε κάτι. Αυτό οδηγεί στην αιματοχυσία, η άρνηση της υποκειμενικότητας να αποδεχτεί την φυσική αναγκαιότητα και νομοτέλεια, να αποδεχτεί και να πράξει μέσα σε αυτές. Ορθολογισμός και επιθυμία , να οι βάσεις της πολιτικής, μόνο που ο Σενέκας διακρίνει πως το αντικείμενο της πολιτικής δεν μπορεί να μην χαρακτηρίζεται απο αυτή την δαιμονιακή σύγκρουση,γιατί αυτό είναι ο τόπος συγκρότησης της Εαυτότητας, ενός Εγώ προς δύναμη και αυτο-συγκρότηση.<br /><br />Για το λόγο αυτό η φιλοσοφία στο Σενέκα καθίσταται μία ηθική απολογία της πολιτικής φρίκης, ιδανικό χώρο για την παράσταση αυτής της ηθικής δικαιολόγησης του πολιτικού Κακού μετατρέπει το Θέατρο, το οποίο το χρησιμοποιεί όχι για να θεατρολογήσει αλλά για να προσπαθήσει να δώσει σωματικότητα σε αυτή την δαιμονιακή σύσταση της πολιτικής μέσω των υποκειμένων που πρωταγωνιστούν στα έργα του.<br /><br />Θα ήταν άτοπο να λέγαμε,συνεπώς, πως η σκέψη του Σενέκα προσπαθεί να εκφράσει για πρώτη φορά την ηγεμονία του πολιτικού επι του φιλοσοφικού χρησιμοποιώντας και την φιλοσοφία ( βλέπε Στωική παράδοση) στην υπηρεσία αυτή; Θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι έχουμε μπροστά μας ένα Μακιαβέλι πριν το Μακιαβέλι με την έννοια της αυτονομίας του πολιτικού και της ηθικής του απο κάθε παράδοση φιλοσοφική και θεολογική μέχρι τότε;<br />Ίσως ναι ίσως όχι. Το βασικό είναι πως μιλάμε για μία προδρομική στιγμή στην ιστορία της αποδέσμευσης του Πολιτικού από το Φιλοσοφικό. Η Ρωμαική παράδοση της πολιτικής , έτσι όπως θα περάσει και θα ενσωματωθεί και στην Παπική-Ιησουίτική βουλησιαρχική πολιτική κουλτούρα σίγουρα ξεκινά απο αυτή την Σενέκεια αποενοχοποίηση.<br /><br />Παρουσιάζοντας την κόλαση της σύγκρουσης, των συμφερόντων και των παθών της εξουσίας, είπε αυτό που δεν τολμούσε κανείς να πεί..Τα υποκείμενα της εξουσίας πιστεύουν ότι είναι Θεοί, η βία και ο τρόμος της πολιτικής απο εκεί πηγάζει. Από την συνείδηση αυτής της ανατριχιαστικής αυταπάτης που όμως είναι ο όρος για την απόδειξη της απόλυτης ελευθερίας.<br /><br />Είναι λογικό γιατί όλο το Ελισαβετιανό Θέατρο, με τον Σαιξπηρ πρώτο, αναγνώρισε στην Σενέκεια δραματουργία το Λόγο και την μορφή της δικής του παραγωγής. Η παραφορά της εξουσίας και οι αιματοχυσίες της, η ακραία επιθυμία για ελευθερία και ο θάνατος που επιφέρει την θεία συνείδηση της ματαιότητας, τα φαντάσματα, τα τέρατα και η σκοτεινιά που κάνουν διάλογο με τον ήρωα. Παντού τρεμοπαίζουν οι μορφές μίας αδιανόητης ενοχής και ενός αδιανόητου πάθους, για το πως αλλιώς αν όχι μέσα απο την απόλυτη σύγκρουση με τον κάθε Άλλο θα καταλάβω τον εαυτό μου, την δύναμη μου, το Εγώ μου; Πως αλλιώς αν δεν παλέψω για εξουσία είναι δυνατόν να έχω ελευθερία άρα να είμαι πραγματικά ένα Εγώ;<br /><br />Ο Σενέκας παύει πια να μιλάει για την Θεία μανία, οι μαινόμενοι δικοί του τραγικοί ήρωες διακατέχονται από αυτή την εγκληματόφιλη πράξη της εξόντωσης, πράξη που θεωρείται γέννημα του ύψους των καθηκόντων που έχουν θέσει τα υποκείμενα στον εαύτο τους. Στη δύση της πιο σκληρής αυτοκρατορικής δυναστείας της Ρώμης η πολιτικής δεν συνυπάρχει με την φιλοσοφία, η τελευταία είναι απλά ένα ομοίωμα μίας πνευματικής και ηθικής ουδετερότητας που ενδιέφερε τις ανώτερες τάξεις να παρουσιάζουν ως μία μορφή αυτοσυνείδησης τους , την ώρα που κάτω απο την τήβενο το μαχαίρι της Πολιτικής έσταζε το αίμα της πραγματικότητας.<br /><br /><span style="font-weight:bold;">Βοηθητική βιβλιογραφία<br /><br />1. Σενέκας, Οιδίπους,εκδ. Καστανιώτη<br /><br />2. Σενέκας, Περί της πνευματικής γαλήνης, εκδ.Πατάκη<br /><br />3. Σενέκας, Περί της συντομίας της ζωής, εκδ.Πατάκη<br /><br />4. Στέφανος Δάνδολος, Νέρων , Εγώ ένας Θεός, ιστορικό μυθιστόρημα, εκδ.Καστανιώτη</span><br /><br />Σ.Godelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-2081804122800733421.post-22679391656900252662010-07-04T02:07:00.000-07:002010-07-04T02:23:40.058-07:00ΤΟ ΣΤΩΙΚΟ ΤΕΡΑΣ: μελέτη στο έργο του Χέρμαν Μπροχ, "ΒΙΡΓΙΛΙΟΥ ΘΑΝΑΤΟΣ"<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEioobd5WQApm4w871fBWbpYVz4ppIBnly-lrbMhlm9AWuFHCa8nG3Ut4dUmSRU9wC-WLh97HKdLDX26Fbzz5Qwh81ZIf_Ld56lpE4HcKH80ZLgI7RwcXz9BH5Zsyh6xNyjG8RDSqFkUKbcC/s1600/124289.jpg"><img style="float:left; margin:0 10px 10px 0;cursor:pointer; cursor:hand;width: 160px; height: 240px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEioobd5WQApm4w871fBWbpYVz4ppIBnly-lrbMhlm9AWuFHCa8nG3Ut4dUmSRU9wC-WLh97HKdLDX26Fbzz5Qwh81ZIf_Ld56lpE4HcKH80ZLgI7RwcXz9BH5Zsyh6xNyjG8RDSqFkUKbcC/s320/124289.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5489979273899943106" /></a><br /><br /><br /><span style="font-weight:bold;"><br />Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ</span><br /><br /><br />1.Στη χώρα της γλώσσας εκείνης που το εκφερόμενο είναι καθορισμός του Πραγματικού, υπάρχουν επιτεύγματα ανεπανάληπτης απόδοσης της θεωρίας και της ποίησης ως ενότητας μη-φιλοσοφικής και αντι-φαινομενολογικής έκφρασης. Η αξία της συστηματικής μελέτης αυτών των έργων είναι μεγάλη, όχι γιατί έτσι ενισχύεται η Φιλολογική και ερμηνευτική παράδοση της Λογοτεχνικής θεωρίας, ούτε γιατί πρέπει α πριόρι να αναδείξουμε γενικά την γλωσσολογική δυναμική του Κλασσικού Μυθιστορήματος. Είναι μεγάλη η αξία για να ερευνήσουμε τις ιστορικές, πολιτικές, πολιτισμικές και θεωρητικές συνθέσεις και αντιθέσεις που κατασκευάζουν το οικοδόμημα ενός Λόγου που επικοινωνεί μόνο με τον ορίζοντα του Απόλυτου Ξένου, τον ορίζοντα του Πραγματικού.<br /><br />Στο σημείο αυτό, χωρίς να υποτιμάμε την βοήθεια εργασιών που αναμετριώνται με μία ειδική πλευρά κάθε φορά ενός Κλασσικού έργου, επιμένουμε στην αναζήτηση της κεντρικής σημασίας, ως προς τη θεωρία, του έργου, των γενικών εννοιών που αποδομούνται και οικοδομούνται στην εξέλιξη του.<br /><br />2. Στη βάση αυτή, είναι δυνατό να καταφέρουμε να εξηγήσουμε την διαχωριστική γραμμή που χωρίζει την γλώσσα της επικοινωνίας, της κυρίαρχης ταξικής εκπαίδευσης, την γλώσσα των Ιδεολογικών μηχανισμών, από την γλώσσα που αναπαράγει την αλήθεια, θεωρητικά-επιστημονικά και πολιτικά. Ξέρουμε όμως πως το έδαφος αυτής της Γλώσσας δεν υπάρχει κάπου. Βρίσκεται κατακερματισμένο και διαμελισμένο μέσα στον τόπο της ψευτο-γλώσσας, ως ντεκόρ και άλλοθι μιας οικουμενικότητας που χρησιμοποιεί την φορμαλιστική συνύπαρξη ως μέσο για να αποδυναμώσει την ενοποίηση της γλώσσας του Πραγματικού σε μία ανεξάρτητη επικράτεια θεωρίας. Ίσως, κουραστικά κιόλας, να επαναφέρουμε το ζήτημα της ιδεολογικής πάλης που διεξάγεται εντός της Γλώσσας, ζήτημα καθοριστικό και πολυσύνθετο όσο ποτέ άλλοτε. Όμως οφείλουμε να εργαζόμαστε με θεωρητική χειρουργικότητα, ώστε να ενοποιούμε σε ένα σώμα αληθειών τα σκόρπια μέλη του Ενός, που υπάρχουν διασκορπισμένα εντός της θεωρίας του ήδη-Κόσμου.<br /><br />Ακριβώς για αυτό τα μεγάλα-Κλασσικά έργα είναι ένας ιδανικός τόπος για μια τέτοια εργασία. Η κοινή βάση τους, να σχηματίζουν δηλαδή μία απόδοση καθολικών νοημάτων, μας βοηθά στην αναγνώριση του τρόπου λειτουργίας φιλοσοφικών-ιδεολογικών-ηθικών-αισθητικών-επιστημονικών διαδικασιών σε ένα τόπο εξω-φιλοσοφικό, εξω-ηθικό, εξω-πολιτικό και εξω-επιστημονικό, όπως είναι η μυθιστορηματική γραφή.<br /><br />Αυτή είναι και η προκλητική γοητεία της μυθιστορίας, η σχέση διαφορετικών υποκειμένων Λόγου σε μία πάλη μέχρι τέλους. Και εκεί θέτουμε το ερώτημα "Ποιο Υποκείμενο νίκησε;" ή "Ποιος αποφασίζει για τον νικητή;", ο συγγραφέας, ο αναγνώστης ή το ίδιο το έργο;<br /><br />Η γραφή των Κλασσικών έργων μεγαλουργεί γιατί δημιουργεί τους πιο αδιανόητους λαβυρίνθους για την φιλοξενία αυτών των Υποκειμένων, έχει τη βασιλική άνεση να γεννάει όσους Μινώταυρους θέλει και να παράγει άπειρα νήματα. Παρόλα αυτά η γραφή δεν είναι ο τελικός κριτής για το ποιός βγαίνει κυρίαρχος του νοήματος στο τέλος ενός μυθιστορήματος. Υποστηρίζουμε το Αλτουσεριανό σε "τελική ανάλυση", τον επικαθορισμό ως προϊόν της σύγκρουσης και όχι ως α πριόρι ντετερμινισμό. Για αυτό άλλωστε χρειαζόμαστε τη θεωρία.<br /><br />3. Δεν θα εγκλωβίσουμε την μελέτη μας στον ιστορικισμό που καθόρισε τον Χέρμαν Μπροχ. Δεν θα αναλύσουμε δηλαδή την επίδραση της προ-πολεμικής και πολεμικής κατάστασης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όπου και έλαβε χώρα η συγγραφή του "ΒΙΡΓΙΛΙΟΥ ΘΑΝΑΤΟΣ". Το αυταπόδεικτο της ανάγκης του δημιουργού να συνθέσει ένα αλληγορικό αντίο στον κόσμο που ισοπέδωνε ο μεγάλος πόλεμος, το κρατάμε σχετικά με την κατανόηση των ιδεολογικών βάσεων του ύφους αλλά και του γενικότερου προσανατολισμού που ο Μπροχ θέλησε να δώσει στο έργο του. Όμως αυτή η εξύμνηση του Θανάτου, ο αποχαιρετισμός κάθε προορισμού (δεν υπάρχει εδώ καμία Ιθάκη) ξεπερνά τον συγγραφέα.<br /><br />Τα υποκείμενα που γεννά η γραφή του έργου δεν είναι βιωματικές ενσαρκώσεις του συγγραφέα, έχουν αυτονομηθεί μέσα από την μεταξύ τους πάλη για τον καθορισμό του λόγου, έχουν πια την δική τους ιστορία. <br /><span style="font-weight:bold;"><br />Β. Η Αντι-Οδύσσεια: Από τον Ομηρικό ανθρωπισμό στον Βιργίλιο υπερ-ανθρωπισμό</span> <br /><br />O Bιργίλιος, ο δημιουργός της Αινειάδας, ο δεύτερος Όμηρος, γίνεται στο έργο του Μπροχ πρωταγωνιστής μιας Αντι-Οδύσσειας, ένας ήρωας που μάχεται να προλάβει να θεωρήσει την κοσμική ύπαρξη, να μιλήσει όπως μιλάει η Φύση ολόκληρη. Ο Βιργίλιος πεθαίνει, δεν πηγαίνει προς μία Ιθάκη, οδηγείται όχι πίσω στη γενέθλια γη, αλλά στην προτετελεσμένη ανυπαρξία του Όντος. Κατά μία έννοια, ο Βιργίλιος του Μπροχ ενσαρκώνει μια αντίστοιχη κυκλικότητα με αυτή του Ομήρου, μόνο που εδώ το βασίλειο των ανθρώπων έχει μπει σε δεύτερη μοίρα. Ο Όμηρος στην Οδύσσειά του επιβάλει ένα ανθρωπισμό που σφράγισε τον Δυτικό πολιτισμό· παντού κυριαρχεί ο κόσμος των παθών και των σκοπών των ανθρώπων, παντού ο Οδυσσέας υπερβαίνει εμπόδια και ταυτόχρονα προβάλει αξίες και πρότυπα διαχρονικά. Ο Όμηρος στα έργα του αναδεικνύει την ανθρώπινη πάλη σε ανώτερη μορφή της Φύσης.<br /><br />Ο Βιργίλιος, όχι του Μπροχ, ο πραγματικός Βιργίλιος είναι ο ποιητής που συνεχίζει στα βήματα αυτού του ανθρωπισμού, κάνει όμως κάποια βήματα που στρέφουν το δικό του μεγάλο έργο, την Αινειάδα, μακριά από τον Ομηρικό ανθρωπισμό. Ο Αινείας του Βιργιλίου δεν είναι ο νικητής Οδυσσέας που πασχίζει για την επιστροφή στην πατρίδα. Αντίθετα είναι ο ξεριζωμένος, ο ηττημένος, ο σχεδόν νεκρός· ο αγώνας μέσα στην Αινειάδα μπορεί να δείχνει την ανθρώπινη υποκειμενικότητα στο κέντρο, αλλά αυτή τη φορά έχουμε μια ανθρώπινη υποκειμενικότητα που διαλύει την κυκλικότητα και τον νόμο της Ομηρικής επιστροφής.<br /><br />Ο Αινείας είναι ο ιδρυτής, ο καινοτόμος, θεμελιωτής της Ρώμης. Ο Βιργίλιος εισάγει με το έπος του την δύναμη, την επιβολή, την βία της επικράτησης για το νέο, την μανιώδη προσπάθεια να δοθεί ένας άλλος ντετερμινισμός στη ροή των πραγμάτων. Η Αινειάδα είναι ένας υπερ-ανθρωπισμός, γεμάτος από την ιδεολογική επιρροή μιας Ρώμης που γεμάτη αυτοπεποίθηση ζητάει ένα έπος που να διαιωνίζει την καταγωγική της πράξη, το καταγωγικό της συμβάν.<br /><br />Αυτός ο Βιργίλιος, γίνεται από τον Μπροχ ένα υποκείμενο που αναγνωρίζει την ματαιότητα της εξύμνησης αυτής της ιδρυτικής βίας του πρώτου Ρωμαίου, μέσω του πένθιμου στοχασμού του πάνω στην ολοκληρωτική ζωή του Ενός, του κόσμου πέρα από τον ήδη-κόσμο. Η μεγάλη Στωική σκιά της Ρωμαϊκής κουλτούρας είναι πάνω του, για να δείξει σε κάθε στροφή της γλώσσας του τις αδιατάραχτες νομοτέλειες της κοσμικής διαλεκτικής. Ο Θάνατος τού υπενθυμίζει την θέση του στο σύμπαν αυτό, του μαθαίνει όμως και την δημιουργικότητα του Θανάτου μέσα από το στοχασμό του Μηδενός, του Τίποτα, του αδιάσπαστου Ενός.<br /><br />Σε αυτή την πορεία προς το Θάνατο, η θεωρία του Βιργιλίου του Μπροχ είναι ένας θρήνος για την ανικανότητα του ανθρώπου. Ο Μπροχ παίρνει τον συγγραφέα του πρώτου υπερ-ανθρωπισμού και τον καθιστά ψάλτη του απανθρωπισμού. Ο Βιργίλιος στην έλευσή του προς το τέλος απεικονίζει την φρίκη για την ματαιότητα της πράξης μέσα σε ένα κόσμο που επικαθορίζεται από το Ακατάληπτο, από το Καταστροφικό Πραγματικό, από το μη-Αφομοιώσιμο Άλλο για τον άνθρωπο. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Μπροχ βάζει τον Βιργίλιο να σκοτώσει τον Αινεία του, διαλέγοντας να πεθάνει με τέτοιο τρόπο.<br /><br />Ο Ομηρικός κόσμος είναι μια επαναφορά στην τάξη, ο Βιργίλιος κόσμος είναι μια τερατωδία που συνιστά όμως μια μεγαλοφυή έκφραση της ανθρώπινης τραγικότητας. Ο κόσμος φτιάχνεται από το μηδέν, δεν προϋπήρχε, ιδρύεται ο κόσμος που νοηματοδοτεί τα πάντα· την ίδια ώρα αυτός ο κόσμος της πολιτείας του καινούριου είναι ένα όργανο στα χέρια της ζωοποιού φθοράς και τελείωσης κάθε όντος. Ο Μπροχικός Βιργίλιος είναι ένα Στωικό τέρας, ξαπλωμένο στο νεκρικό κρεβάτι της φιλοσοφίας και της ποίησης με τα αίματα από τις σάρκες της βίας του Πραγματικού που εξύμνησε όσο κανένας άλλος. Έχει όμως συνειδητοποιήσει πως η γλώσσα της φιλοσοφίας και της ποίησης δεν μπορεί να καταπραΰνει τον πόνο από την τερατώδη φύση του έργου που ομιλεί το Πραγματικό, αλλά τελικά δεν παράγει τίποτα Πραγματικό αυτό το ίδιο. Είναι ενδεικτική η φράση που λέει ο Βιργίλιος στο πρώτο μέρος του βιβλίου: <br /><br />"Όνειρο, ω Όνειρο, όσο γράφουμε ποιήματα, δεν ξεκινάμε, δεν πάμε πουθενά, δεν φεύγουμε απο΄ κει που' μαστε" (1).<br /><br />Ο Μπροχικός Βιργίλιος ξέρει πως δεν είναι η ποίηση το ξεκίνημα κανενός ταξιδιού, δεν οδηγεί πουθενά σε κανένα προορισμό, δεν απομακρύνεται ποτέ από τον ήδη-κόσμο. Ο μόνος άνθρωπος που υπάρχει σαν θεωρητικός αυτής της τερατώδους οριακότητας της ανθρώπινης πράξης, απευθύνεται στο Όνειρο, στο ουτοπικό στοιχείο που αποτελεί τον τελικό κριτή της ύπαρξης του ποιητή· όσο γράφουμε ποιήματα θα μιλάμε πάντα μαζί, αλλά μόνο μαζί, μοιάζει να λέει ο Βιργίλιος στο Όνειρο του.<br /><br />Μπαίνουμε σε μια Αντι-Οδύσσεια, ο ήρωας μονολογεί προς το Θάνατο μόνο με σκοπό να καταλάβει τον τρόπο ύπαρξης του Είναι· δεν έχει τις επιθυμίες του Οδυσσέα, τη γυναίκα, το πατρικό παλάτι, την ιδιοκτησία του πλούτου και της εξουσίας, δεν παλεύει για τίποτα τέτοιο ο Βιργίλιος, ταξιδεύει και αποδέχεται την λιτότητα του πεθαίνειν, πριν πεθάνει οριστικά· αποδέχεται την απόλυτη κοινοκτημοσύνη της ζωής μέσα στο Τιτάνειο ποτάμι της ύλης. Δεν υπάρχουν δίπλα του σύντροφοι, συναγωνιστές. Ιδιοκτησία του είναι μόνο αυτή η δυνατότητά του να πεθαίνει με την συνείδηση ότι υπήρξε ένα τέρας στην υπηρεσία του Πραγματικού. <br /><br /><span style="font-weight:bold;"><br />Γ. Το Στωικό τέρας της ενατένισης του Ενός </span> <br /><br />Ιδού ο θεωρητικός, ο υιός του Πραγματικού, ατενίζει το Ένα, ατενίζει, προσπαθεί να ανοίξει τις πύλες της αντίληψης του στην έλευση του Πραγματικού. Ο Βιργίλιος θεωρεί το Ένα σαν να θεωρεί τον Πατέρα — φρικτό δέος ενώπιον του πρωταρχικού Απόλυτου, ενώπιον της ανόλεθρης ύλης και της ενιαίας αρμονίας της καταστροφής που επιφέρει γεννήσεις διαρκώς, αλλά και φθόνος για την καταδικασμένη πράξη της θέλησης του θεωρητικού να αποδώσει το Πραγματικό πάντα με μη-Πραγματικές οντότητες. Ο ετοιμοθάνατος αναγκαστικά ατενίζει, θυμάται δεν σκέφτεται, είναι πνιγμένος μέσα στους καταρράκτες των εικόνων και των αναμνήσεων, των άμεσων εμπειριών και των φαινομένων, ατενίζει και κατανοεί ότι πιο βαθιά από τα φαινόμενα βρίσκεται ο λόγος που κάνει την θεωρία να μιλάει για Θεούς και Αρχές. Όμως σχετικά με το Ένα φαίνεται ότι ο Βιργίλιος δεν αρκείται να το ενατενίσει Θεοποιητικά. Η Στωική απάθεια, οδηγός για την ταύτιση με την αδιαφοροποίητη υπόσταση του καθαρού Πραγματικού, ξεδιπλώνεται σε όλο το έργο παντού. Ο Βιργίλιος μοιάζει να προσπαθεί να αγγίξει μέσω του Θανάτού του την έννοια της Θείας αρχής που καθορίζει τα πάντα και δεν καθορίζεται από τίποτα. Ο Μπροχ βάζει τον Βιργίλιο να εκφέρει τα πάντα για το Πάν την ώρα που τον παρουσιάζει ατάραχο μέσα στην θορυβώδη ζωή του πολλαπλού-Κόσμου: <br /><br />"..Αχ, όλοι περιβάλλονται από ένα κυκεώνα φωνών, όλοι στη ζωή τους πορεύονται γύρω από αυτόν τον κυκεώνα, πορεύοντ΄ αστάματητα, πορεύοντ΄ ακατάπαυστα κι ωστόσο μένουν πάντα τους κολλημένοι στο ίδιο σημείο απ΄όπου ξεκίνησαν μες στο δεινόπυκνο, μες στο αδιαπέραστο δάσος των φωνών, μπερδεύονται μέσα στο αβγάτεμα της νύχτας, μπλέχονται τα πόδια τους στις ρίζες του δάσους, στις ρίζες εκείνες που υπάρχουν εκτός παντός χρόνου και εκτός παντός χώρου, αχ, όλοι απειλούνται από τις ακαταδάμαστες φωνές κ΄ απ΄ τα χέρια τους που είναι απλωμένα να τους πιάσουν, απ΄ τα κλαριά των φωνών, απ΄τις φωνές των κλαδιών που, έχοντας μπλεχτεί ανάμεσα τους αξεχώριστα πια, θέλουν να τυλίξουν τους πάντες, απ΄τις φωνές των κλαδιών που μεγαλώνουν χωριστά το καθένα, που προβάλλουν κατά έξω μοναχά και μετά ξανατυλίγονται όλα μαζί και γίνοντ΄ ένα...δαιμονικές φωνές μες στην αυτονομία τους, φωνές δαιμονικές μέσα στην απομόνωση τους, φωνές στιγμών, φωνές ετών, φωνές αιώνων που διασταυρώνονται στο πλέγμα των κόσμων, στο πλέγμα των χρόνων, φωνές ακατανόητες και αδιαπέραστες μέσα στην — που μουγκαλίζει και βρυχιέται — βουβαμάρα, στην βουβαμάρα την κάθυγρη από τις στοναχές των πόνων και από την δριμεία και από την απότομη και από την χαρούμενη αγριοσύνη ενός ολάκερου κόσμου, αχ, κανείς δεν ξεφεύγει απ΄το πρωτογενές, απ΄το στοιχειώδες μουγκρητό, κανείς δεν είναι σε θέση να το γλυτώσει, ακριβώς επειδή ο καθένας χωριστά, είτε το γνωρίζει, είτε όχι, δεν είναι απ΄μόνος του τίποτα άλλο παρά μια από τις φωνές, ανήκει σ΄αυτές και στην αδιάλυτη, την ακατάτμητη , την αδιαπέραστη απειλή τους — μα πως να τρέφεις πια ελπίδες!" (2) <br /><br /><span style="font-weight:bold;"><br />Δ. Η νομοτέλεια και το συμβάν</span> <br /><br />"Εκεί τότε, μπροστά στο μάτι του που είχε αρχίσει να ξαναβλέπει, υπέστη το Τίποτα και πάλι μια μεταβολή τείνουσα στο άπειρο, προκειμένου να γίνει ον και γεγονός." (3)<br /><br />Ο Βιργίλιος είναι ένας κήρυκας μίας νομοτέλειας που οδηγεί στην εκ του μηδενός συμβαντοποίηση, στην ακολουθία μεταβλητών εντός του Αμετάβλητου Πραγματικού, αμετάβλητου ως προς την Πραγματικοποίηση του, που δεν φιλοσοφικοποιείται και δεν μπορεί απόλυτα να εννοιοποιηθεί στις Ιδέες. "Ον" και "Συμβάν", η οντολογική ταυτότητα είναι δοσμένη από τον Μπροχικό Βιργίλιο μέσα από την έκθεση των άπειρων εκ νέου δημιουργιών που σχηματίζουν το ανέγγιχτο από την θεωρία Ένα. Με αυτή την έννοια οδεύει προς το τέλος του ο Βιργίλιος; Μας κάνει συμμέτοχους του Κοσμικού Θανάτου που είναι η πρώτη αιτία της δημιουργίας; Ποιος είναι ο προκαθορισμός που επικρατεί, αυτός της Στωικής μηδαμινότητας μπροστά στο ανόλεθρο μίας Θεοποιημένης φύσης ή ο προκαθορισμός της συμβαντικότητας του Τίποτα που γίνεται Σύμπαν;<br /><br />Ο ποιητής θρηνεί την αδυναμία του να απαντήσει σίγουρα ποιο είναι το Αρχι-Υποκείμενο της ύπαρξης, θρηνεί γιατί στην πορεία αυτού του ταξιδιού βλέπει όλο και πιο καθαρά το τερατώδες του πρόσωπο, το πρόσωπο της ποίησης που απέδωσε την αλήθεια της εξουσίας, που υπήρξε εξουσία, αλλά στο τέλος της ζωής του συνειδητοποιεί την υποτακτικότητα του μπροστά στην αλήθεια του Ενός, του Πραγματικού.<br /><br />Ο Βιργίλιος πεθαίνει, αλλά ο Λόγος του έχει γεννήσει μια μη-φιλοσοφική νομοτέλεια, την νομοτέλεια του στοχασμού, που αδιάφορος και αμετάβλητος από τις ανθρωπιστικές προϋποθέσεις του, υποδεικνύει το συμβάν ως οντολογική ύπαρξη και αρνείται σε κάθε άλλη οντολογία την ύπαρξη της, εφόσον δεν δημιουργείται από το καθαρό Πραγματικό. Λόγος ασύλληπτα άρρητος, επέκεινα της γλώσσας, γιατί δεν υφίσταται οντολογία που να αποδοθεί από την γλώσσα πραγματικά.<br /><br />Ο Βιργίλιος τελικά πεθαίνει αποδεχόμενος την τερατώδη οριακότητα· το φάντασμα του Αινεία άλλωστε του υπενθυμίζει πως αυτός ίδρυσε τη Ρώμη, ενώ εκείνος τραγούδησε εκ των υστέρων το κατόρθωμα του, το συμβάν του. Το Στωικό τέρας είναι όμως η ύπαρξη και των δύο. Ο ιδρυτής και ο κήρυκας, η πράξη και η Θεοποίηση της, το σπαθί και ο Λόγος· τέρας γιατί το σώμα του είναι δύσμορφο και δικέφαλο, σώμα της εξουσίας και της ιστορίας, σώμα της αλήθειας και της δύναμης· Στωικό γιατί ατάραχα και με μεγαλείο αναγνωρίζει ότι είναι ένας κλώνος του Απόλυτου Πραγματικού, παρανάλωμα στην πυρά της ύλης.<br /><span style="font-weight:bold;"><br />ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ<br /><br />1.Hermann Broch ,ΒΙΡΓΙΛΙΟΥ ΘΑΝΑΤΟΣ, εκδ.Gutenberg.<br />2.Hermann Broch ,ΒΙΡΓΙΛΙΟΥ ΘΑΝΑΤΟΣ, εκδ.Gutenberg.<br />3.Hermann Broch ,ΒΙΡΓΙΛΙΟΥ ΘΑΝΑΤΟΣ, εκδ.Gutenberg. </span>Godelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-2081804122800733421.post-73727678702899592022010-06-19T04:34:00.000-07:002010-06-20T11:54:01.706-07:00Η Μοναξιά του Υποκειμένου<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgWk6rRCMrglzpPoBfRL4TpskV9euO-vne5_6lTsjjORbBNC4qvOJMeLdI_GWr6RokvOIuJH43aqPJVxTVU_ylTxBovazaRUJqLWHFErQSt4Nt6RORo1BrQPxyDmz3DVjgrI8MGzooSpjLN/s1600/1317080_f520.jpg"><img style="float:left; margin:0 10px 10px 0;cursor:pointer; cursor:hand;width: 180px; height: 320px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgWk6rRCMrglzpPoBfRL4TpskV9euO-vne5_6lTsjjORbBNC4qvOJMeLdI_GWr6RokvOIuJH43aqPJVxTVU_ylTxBovazaRUJqLWHFErQSt4Nt6RORo1BrQPxyDmz3DVjgrI8MGzooSpjLN/s320/1317080_f520.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5484446969036538178" /></a> ''Ο σκύλος'', πίνακας του Γκόγια<br /><br /><br /><br /><span style="font-weight:bold;">ΜΕΡΟΣ Α :Η μοναξιά ως ιδρυτική βία</span><br /><br />1. Το Υποκείμενο συγκροτείται την στιγμή που αποσυσχετίζεται απο την υπαρκτικότητα του ήδη-κόσμου. Αυτή η αποσυσχέτιση είναι βία που δημιουργεί τις πρώτες μορφές του αυτομετασχηματισμού του σε κάτι πέρα απο τον υπαρκτό κόσμο. Η απόσπαση του απο τον ήδη-κόσμο δεν συνιστά μια μηχανική αποσύνδεση ενός μέρους που απλά οδηγείται σε μια άλλη κατάσταση, αλλά συνιστά μια αυτοκαταστρεφόμενη μερικότητα του ήδη-κόσμου που αποσυσχετίζεται και αποστασιοποιείται απο αυτον ώστε να ολοκληρώσει νέες λειτουργίες και καινοτόμα γνωρίσματα. <br />Το Υποκείμενο συγκροτείται όταν επιτελεί μια πράξη απο-κοσμοποίησης που είναι και μια αποσυνολικοποίηση, με την έννοια ότι το νέο Υποκείμενο παύει να αποτελεί στοιχείο ενός καθορισμένου συνόλου. Στην κατάσταση αυτή μιλάμε για μια απώλεια ταυτότητας και μία δέσμευση του υποκειμένου σε μια προσωρινή απροσδιοριστία ,που το χαρακτηρίζει έως ότου αποκτήσει τα πλήρη γνωρίσματα της ρηξικέλευθης οντότητας του.<br /><br />Για το λόγο αυτό, το Υποκείμενο σαν πρώτη ταυτότητα γνωρίζει την καθοριστική Μοναξιά που είναι απαραίτητη για την δημιουργία των δικών του συνόλων και κόσμων, απαραίτητη για την κάθαρση απο τα στοιχεία του ήδη-κόσμου.<br /><br />2. Μοναξιά σημαίνει εσώκλειστη ανάπτυξη, τοπικότητα του Εγώ, κατάσταση αποκλεισμού απο τον Πληθυντικό και κάθε ετερότητα, σύμπραξη του Υποκειμένου μόνο με τον Εαυτό του. Περιγράφουμε μία διαδικασία αυτο-απομόνωσης που επιβεβαιώνει την απόλυτη διαφορά του Υποκειμένου με τον κόσμο. Η πρώτη ταυτότητα του υποκειμένου είναι η άρνηση ταυτότητας με τον ήδη-κόσμο και η κατάφαση ταυτότητας μόνο προς το Εγώ του.<br />Το Υποκείμενο , με αυτή την έννοια, είναι ένα Μοναδικό Ένα και η μοναξιά του είναι απόδειξη της θέλησης για το Ένα και της αποστροφής του για το Πολλαπλό. <br />Με αυτή την κατάφαση του προς την Μοναδικότητα, το υποκείμενο τείνει προς μια ολοκληρωτική βία ενάντια στο κάθε φορά κυρίαρχο σύστημα αξιών, σκέψης, λογικής και λειτουργίας του ήδη-κόσμου.Όμως η πιο βάρβαρη μορφή βίας που προσφέρει το υποκείμενο κατα την διάρκεια της τρομακτικής ιστορίας του είναι η επιμονή της συγκρότησης του πέρα και ενάντια σε κάθε συνανήκειν, πέρα και ενάντια σε κάθε κοινότητα συσχετισμένων αντικειμένων του ήδη-κόσμου. <br /><br />Δίχως την αντιδημοκρατική βούληση για ύπαρξη έξω απο τον ήδη-κόσμο, το υποκείμενο δεν θα ήταν σε θέση να εγκαθιδρύσει το ''Μοναδικό του'', τον φορέα του νέου, του Άλλου που δεν αποδέχεται κανένα Άλλο.<br />Μιλάμε για την διαδικασία εξάλειψης του Άλλου, επιδίωξης να απολυτοποιηθεί το Πραγματικό, να εξαφανιστεί το Φαινόμενο δια παντός. Αναμφίβολα, σ΄αυτό το πνεύμα συνηγορεί όλη η βουλησιαρχική παράδοση που καθορίζει την φιλοσοφική-θεολογική και πάνω από όλα πολιτική Ιστορία της έννοιας του Υποκειμένου. Η θέληση για δύναμη, για γνώση , για εξουσία, για ζωή και θάνατο, η Θεία θέληση και η Ανθρώπινη θέληση, αποτελούν αποδείξεις της τιτανομαχίας των Εγώ να ενσαρκώσουν την απόλυτη ελευθερία του Πραγματικού. Να τα άνθη που ποτίζει αυτή η αποτρόπαια και παντοδύναμη Μοναξιά του Υποκειμένου.<br /><br /><br /><br /><strong>ΜΕΡΟΣ Β: το Υποκείμενο που βαδίζει στα ίχνη του Maurice Blanchot</strong><br /><br />1."Εγώ ο μηδαμινός υπήρξα ηγεμών"(1). Το Υποκείμενο ορίζεται σε κατάσταση ανυπαρξίας αλλά εκεί μόνο αναγνωρίζει την απροσδόκητη αυτοκυριαρχία του, ότι εκ του μηδενός μπορεί να δημιουργήσει το ελάχιστο, το πρώτο δείγμα ζωής μέσα στο θάνατο. Ένα Εγώ που ηγεμονεύει γιατί είναι μηδαμινό, γιατί υπάρχει απογυμνωμένο απο το πλήθος των εμφανίσεων του ήδη-κόσμου. Αυτή η απόλυτη στέρηση που εσωκλείει την δυνατότητα για κατοχή, για θέληση για ζωή, για ιδιοποίηση των Πάντων. Όταν το Υποκείμενο ανακοινώνει την παραδοξότητα της ηγεμονίας του προφέρει το στερητικό λόγο της θέλησης για το πέρασμα απο το Μηδέν στο Ένα, στο καθαρό και απόλυτο Πραγματικό.<br /><br /><br />2."Πίστη ότι θα ήμασταν τα λαμπερά σημεία της γραφής της πυράς, γραμμένη μεσα σε όλους, αναγνώσιμη μόνο μέσα μου, σ΄αυτόν που αποκρίνεται-αυτό όμως ήταν άλλοτε και ήταν ο καθένας μας με τον ψίθυρο του στην κοινή βεβαιότητα" (2).<br />Πίστη στη γραφή της πυράς, σημαίνει πίστη στη γραφή της καταστροφής, της ανανέωσης δια της εξάλειψης. Το υποκείμενο δεν αναγνωρίζεται στην γραφή της καθημερινής ειρηνικής επικοινωνίας των νοημάτων και των λειτουργιών των αντικειμένων, δεν αναγνωρίζει την γλώσσα της φαινομενικότητας του κόσμου άρα και το λόγο και την γραφή του. Εντός μόνο της Μοναξιάς του καλλιεργεί την συνείδηση του καταστροφικού στοιχείου, την υλική δύναμη που ενοποιεί, που δημιουργεί το χώρο διαμονής του νέου κόσμου. Το Υποκείμενο είναι ο Θεός και ο μόνος πιστός Τού ταυτόγχρονα, δηλαδή θεοποιεί τις πράξεις του ώστε να αποδώσει την μέγιστη πίστη σε αυτές μόνο το ίδιο, παράγει ένα διχασμό μεσα στην παράνοια του για το Απόλυτο(" να είμαι ο Μοναδικός που φτιάχνει ένα κόσμο και ο Μοναδικός που πιστεύει απόλυτα ότι αυτός είναι ο έσχατος κόσμος"). <br />Το Υποκείμενο γυρίζει πάλι στην μοναξιά , για αυτό η κοινή βεβαιότητα είναι ένα λάφυρο που το παίρνει ώστε να επιβεβαιώσει την ανωτερότητα του απο τον εξωτερικό κόσμο.<br /><br />3." Γράφε όχι μόνο για να καταστρέφεις, όχι μόνο για να διατηρείς, όχι για να μεταδίδεις, γράφε κάτω απο την έλξη του ανέφικτου Πραγματικού, αυτού του μεριδίου καταστροφής που βουλιάζει, σώα και αρτιμελής, κάθε πραγματικότητα.."(3).<br />Το υποκείμενο είναι η πράξη που αναζητά να υλοποιήσει το ανέφικτο Πραγματικό. Ο Μπλανσό έχει δίκιο. Κάτω από την έλξη της ανεφικτότητας, και μόνο το Υποκείμενο διατηρεί την υπόσταση του ως ένα Εγώ που αγωνίζεται αδιάκοπα προς κάτι. Όμως δεν εννοούμε ένα ''προς κάτι'' ως επέκεινα, ως υπερβατικότητα, αλλά ως εμμένεια, ως αυτό που το ίδιο το Υποκείμενο δεν επιθυμεί να εκφράσει ή απλά να αντιπροσωπεύσει αλλά να αποδώσει, να αποτελέσει το ίδιο το επέκεινα του. Το Υποκείμενο υπάρχει όσο θέλει να γίνει το Πραγματικό καθεαυτό.<br />Ο μαζοχιστικός πυρήνας αυτής της θέλησης είναι μηχανή ζωογόνησης της πράξης του Υποκειμένου. Η γνώση ότι δεν αποτελεί το Πραγματικό αλλά επίπονα αναζητά τον κορεσμό του μέχρι να γίνει το Πραγματικό καθεαυτό, η πίστη ότι η αυτο-τιμωρία του για την γνώση αυτή θα το οδηγήσει στην ταύτιση με το Πραγματικό , γίενται παντοδύναμη.<br /><br />4. "Με εμένα το είδος πέθαινε κάθε φορά εντελώς" (4).<br />Το Υποκείμενο πεθαίνει συνέχεια, πάντα άλλωστε μιλάμε για το υποκείμενο που δεν υπάρχει ακόμα, είμαστε ενσωματωμένοι στην υποκειμενοποίηση του Θανάτου, της ολοκληρωτικής απουσίας, σκεπτόμαστε διαρκώς το νέο και την γέννηση του ακριβώς γιατί βιώνουμε μια ανικανότητα για ζωή. Σε αυτή την νεκρολογία της σκέψης, αντιπαραθέτουμε ένα άλλο λόγο. Το υποκείμενο πεθαίνει σημαίνει απεργάζεται ένα νέο σκοπό, η άπειρη παραγωγή σκοπών οδηγεί στο θάνατο ,όμως πάντα έχει μεσολαβήσει η ζωή, η ζωή του μετασχηματισμού που οδηγεί κάθε φορά σε ένα διαφορετικό θάνατο, αποκλεισμένο και τεχνικό αναγκαίο εξάρτημα στην παραγωγική μηχανή της ύπαρξης, τίποτα παραπάνω και τίποτα παρακάτω. Το υποκείμενο επισφραγίζει αυτή την διάρκεια της ζωής και την διαφορά των άπειρων θανάτων, χωρίς το υποκείμενο αυτό που θα υπήρχει θα ήταν η αυτοκρατορία της ανυπαρξίας. <br /><br />5. "Δεν ζούμε πλεόν μέσα στον κόσμο αλλά μέσα στην απόκρυψη"(5).<br />Το υποκείμενο κρύβεται εντός του, καλύπτεται απο τον ήδη-κόσμο, υφίσταται εκεί που δεν υφίσταται το Φαινομενικό-Εδώ. Προφανώς δεν αναφερόμαστε σε ένα αποκρυφιστικό επέκεινα. Το Εγώ είναι η εμμένεια της απόλυτης υπερβατικότητας, αποκρύβεται απο τον κόσμο για να γίνει ένας άλλος κόσμος. Ιδρυτική πράξη του εποπτικού, του θεωρητικού, του καθαρού Υποκειμένου είναι η απόκρυψη απο τον ήδη-κόσμο. Με αυτό τον τρόπο το υποκείμενο δεν δέχεται την συνύπαρξη με τον κόσμο, αποκρύβεται μέχρι να αντικαταστήσει πλήρως τον υπαρκτό κόσμο. Το υποκείμενο είναι το αποκεκρυμένο ώστε να παρουσιαστεί ως το αποκεκαλυμένο. <br />Πέρα απο κάθε γλωσσική υποταγή το υποκείμενο καταστρέφει την επικοινωνία, δεν χρησιμοποιεί την γλώσσα του κόσμου γιατί μέσω αυτής γίνεται προσβάσιμο στο πλήθος των ταυτοτήτων του Πολλαπλού. Το Υποκείμενο δεν αποδέχεται την γλώσσα γιατί μέσω αυτής αναπαράγεται η πολυ-υποκειμενοποίηση του Φαινομένου που είναι απο-υποκειμενοποίηση επι της ουσίας.<br />Το υποκείμενο που γνωρίζει την δύναμη του δεν συνομιλεί με κανένα, επιλέγει το θάνατο του Άλλου και το κάνει αρχικά με το να αρνείται την ύπαρξη της ανταλλαγής κάθε νοήματος πέρα από το Εγώ του. Για το υποκείμενο το νόημα δεν υπάρχει πουθενά αλλού πέρα απο την άσκηση της θέλησης του. Κάθε επέκεινα και υπερβατολογία είναι αδύνατο να εντοπισθούν στην πρακτική του. Για αυτό η αρχή της αποδόμησης του Απόλυτου και του Υποκειμένου βρίσκεται μέσα στη γλώσσα, για αυτό η γλώσσα για το Υποκείμενο είναι ένα εχθρικό πεδίο, ο τόπος της αντιστροφής του Πραγματικού, ο μηχανισμός του ψευδούς και όχι του αληθούς συμβάντος.<br /><br /><strong>Σημειώσεις:</strong><br /><br />1.Μωρίς Μπλανσό, Η τρέλα της ημέρας, εκδ.Άγρα<br /><br />2. Μωρίς Μπλανσό, Ο τελευταίος Άνθρωπος, εκδ.Άγρα<br /><br />3. Μωρίς Μπλανσό, Η γραφή της Καταστροφής<br /><br />4. Μωρίς Μπλανσό, Θωμάς ο Σκοτεινός, εκδ.Σμίλη<br /><br />5. Μωρίς Μπλανσό, Εκείνος που δεν με Συντρόφευε, εκδ.ΣμίληGodelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2081804122800733421.post-65318121554705197092010-05-31T17:21:00.000-07:002010-05-31T17:42:55.919-07:00Ο Αληθινός Παλαμάς, Nίκος Ζαχαριάδης<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh8WgTwFOEcjMdZEF39Nzx-28s1w2X0o8ggnySoh93O4mIgE2XR7WqrqvpA97zdkTGFrilLxH4G-MuPCNcuBMAFZ8RQK8DXHE317vYt_m6hs393Ayj2bDkwVdSu9w_Wz5hPYnHOu78nystt/s1600/214x300_p7301.jpg"><img style="float:right; margin:0 0 10px 10px;cursor:pointer; cursor:hand;width: 214px; height: 300px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh8WgTwFOEcjMdZEF39Nzx-28s1w2X0o8ggnySoh93O4mIgE2XR7WqrqvpA97zdkTGFrilLxH4G-MuPCNcuBMAFZ8RQK8DXHE317vYt_m6hs393Ayj2bDkwVdSu9w_Wz5hPYnHOu78nystt/s320/214x300_p7301.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5477599240101582034" /></a><br /><a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjsH-UsgnWGLOq_0QXIEqk8nA3fHLLx1uK4oSfVEfE7PXHnQ1RvWOE2gcoCmNoRxFa-vRvZ8b-3dbYgnwNbk9TXx8q1-0pcEoT3DsY7tFM9hJZRE47NEEbRWedkJ0x-MOrVA3wvYIIJebgp/s1600/nz2.jpg"><img style="float:left; margin:0 10px 10px 0;cursor:pointer; cursor:hand;width: 157px; height: 234px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjsH-UsgnWGLOq_0QXIEqk8nA3fHLLx1uK4oSfVEfE7PXHnQ1RvWOE2gcoCmNoRxFa-vRvZ8b-3dbYgnwNbk9TXx8q1-0pcEoT3DsY7tFM9hJZRE47NEEbRWedkJ0x-MOrVA3wvYIIJebgp/s320/nz2.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5477599140902885250" /></a><br />Γράφτηκε με σκληρό μολύβι σε κομμάτια χαρτιού και λευκό πανί στις φυλακές της Κέρκυρας. Κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας κυκλοφορούσε παράνομα σε δακτυλογραφημένα και πολυγραφημένα αντίτυπα. Εξ ου και τα πολλά λάθη.<br /> Ο πρόλογος γράφτηκε το Νοέμβρη του 1937. Μια κάπως επιμελημένη παρουσίαση του δοκιμίου μπορεί να θεωρηθεί αυτή που άρχισε να δημοσιεύεται σε συνέχειες στο παράνομο περιοδικό «Πρωτοπόροι». Δημοσιεύτηκαν όμως μόνο δύο συνέχειες, στα τεύχη 3 και 4 του περιοδικού (Οκτώβρη και Νοέμβρη 1943), γιατί το περιοδικό αναγκάστηκε να διακόψει την έκδοσή του. Σε μορφή βιβλίου, για πρώτη φορά κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1944, στην ελεύθερη Ελλάδα, από τις εκδόσεις «Κόκκινη Σημαία», πανθεσσαλικό όργανο του Γραφείου περιοχής Θεσσαλίας του ΚΚΕ. Από κει και ο πρόλογος («Λίγα Λόγια») του Γιάννη Ζέβγου. Μια 2η έκδοση έγινε στο Κάιρο το Σεπτέμβρη του 1944, μια Τρίτη στο Βόλο τον Οκτώβρη 1944 και μια 4η, στην Αθήνα, διορθωμένη, το Μάη του 1945, όταν έγινε γνωστή η απελευθέρωση του Νίκου Ζαχαριάδη από το Νταχάου. Το κείμενο εδώ βασίζεται στη Συλλογή Έργων του Νίκου Ζαχαριάδη, που κυκλοφόρησε τον Απρίλη του 1953 από το εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ «Νέα Ελλάδα», και είναι διορθωμένο από τον ίδιο.<br /><br />--- <br /><br /><br /><span style="font-weight:bold;">Λίγα λόγια</span><br /><br /><br />Ο Παλαμάς ήταν ένας κολοσσός. Σαν ποιητής και σαν διανοητής. Και ακριβώς γιατί ήταν διανοητής βαθυστόχαστος ήταν και ποιητής μεγάλος. Είναι ομόφωνη η γνώμη πως ο Παλαμάς ήταν κολοσσός. Μα ο αληθινός Παλαμάς είναι άγνωστος. Όταν πέθανε πέρσι λόγιοι και επιστήμονες γράψαν άρθρα και μελέτες για το νεκρό ποιητή και το έργο του και γιόμισαν τόμους ολάκερους. Και όποιος ξεφύλισε αυτά τα γραφτά, αντί να γνωρίσει το έργο του μεγάλου ποιητή, γνώρισε την καταπληχτική κενότητα της αστικής διανόησης. Αρκέστηκαν σε τριμένες κοινοτοπίες, έπιασαν στοιχεία αντιδραστικά και στάθηκαν ανίκανοι ν' αγγίξουν το ζωντανό, το πλαστουργό, το αθάνατο πνεύμα της παλαμικής δημιουργίας.<br />Ο Νίκος Ζαχαριάδης μας παρουσιάζει τον αληθινό Παλαμά με τη μελέτη του πάνου στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου», το «πιο ολοκληρωμένο και φιλοσοφημένο έργο» του Παλαμά. Ο Ζαχαριάδης εμφανίζει τον Παλαμά στη θέση που παίρνει ο ποιητής ολόρθος, επιβλητικός, τρανοδύναμος, γκρεμιστής και δημιουργός μαζί, αντίκρυ στο καθολικό νεοελληνικό πρόβλημα, που με την καθολικότητα του είναι και πανανθρώπινο πρόβλημα.<br /><br />Σα μυθική σφίγγα αυτό το πρόβλημα σημαίνει πρόοδο ή καθυστέρηση, πολιτισμό και δημιουργία ή στασιμότητα και βυζαντινολογία, ζωή και κίνηση ή σαπίλα και νέκρα, καινούρια Ελλάδα με αναγεννημένο λεύτερο, πλούσιο λαό, ή ψωροκόσταινα με φτωχό, πεινασμένο, εξαθλιωμένο λαό. Αυτό το πρόβλημα το εκφράζει συμπυκνωμένο, μεστό, η σκληρή πάλη που διεξάγεται στη νεοελληνική κοινωνία γύρω από την «ανεχτίμητη όσο και καταθλιπτική κληρονομιά», θα πάρουμε απ' την αθάνατη δημιουργία του αρχαιοελληνικού κόσμου τα όμορφα, τα ζωντανά, τα φωτεινά στοιχεία, σα φως και σπέρμα ζωής και θα ξανανιώνουμε την κοινωνική μας ζωή και θα τραβάμε προς την πρόοδο σε όλο το ανώτερο πολιτισμό; Ή θα κλειστούμε στα κιβούρια τα βυζαντινά, θα μας σκεπάσουν οι ταφόπετρες και θα πνιγούμε και θα εκφυλιστούμε σαν έθνος και σα λαός με τη συντηρητικότητα; <br />Η πλουτοκρατική ολιγαρχία, οι λογιώτατοι, απ' τον καιρό της Τουρκίας ακόμα, κρατούν το έθνος καρφωμένο στο δεύτερο δρόμο. Με το λάβαρο του μεγαλοϊδεατισμού στραγγαλίζουν τις ζωντανές δυνάμεις του λαού, τον προσανατολίζουν σε ξεπερασμένα, νεκρά βυζαντινά ιδανικά για να τον βυζαίνουν, σα βρυκολάκοι, φτωχό, αμόρφωτο, άρρωστο, πεινασμένο. Έμποροι του αίματος και του ιδρώτα του λαού, κάπηλοι παλιών και καινούριων αξιών και ιδανικών, φωτοσβέστες, φασίστες οι ίδιοι, κατάντησαν να σημμαχήσουν με τους πιο μαύρους φωτοσβέστες και ν' αδερφωθούν με τα πιο αιμοσταγή θηρία που γνώρισε η ιστορία, με τους επιδρομείς φασίστες.<br />Τη θέση του Παλαμά, του ποιητή και διανοητή, αντίκρυ σ' αυτή τη φοβερή και θανάσιμη πάλη ανάμεσα στις ζωντανές, τις προοδευτικές δυνάμεις του έθνους και τις μαύρες δυνάμεις της πλουτοκρατικής αντίδρασης μας παρουσιάζει με τη μελέτη του ο Ν. Ζαχαριάδης. Και εδώ ο Παλαμάς ορθώνεται μεγαλόπνοος, φοβερός, αμείλιχτος, πύρινος, ενάντια στη μαύρη αντίδραση, που με την ατιμία και την ψευτιά, με τη φωτιά και το σίδερο ζητάει να πνίξει τη ζωή.<br /><br /><br />«Αναβε φωτιές, καλόγερε,<br />κάψε, κάψε, στα χαμένα καις"<br />απ' τη στάχτη της φωτιάς σου<br />της Ιδέας ο χρυσαϊτός<br />τις φτερούγες του τεντώνει πιο πλατιές<br />προς τα ύψη, προς το φως»<br /> <br /><br />Ο μεγαλόστομος ποιητής διακηρύχνει στους φασίστες, ότι στα χαμένα καιν, ότι από τις στάχτες τεντώνει πιο πλατιές προς τα ύψη τις φτερούγες του ο φοίνικας ο χρυσαϊτός, που προαγγέλνει την αναγέννηση της Ελλάδας.<br />Ο ποιητής διαλαλεί ότι «...η προκοπή δεν είναι για τους δούλους - η προκοπή για τους ελεύθερους, για μας». Οραματίζεται το τορινό ξεσήκωμα του λαού και ξαποστέλνει φλογερό ύμνο στους φτωχογέννητους, που ζυμώνουν με το αίμα τους την καινούρια Ελλάδα.<br />κι ηύρα σαν πρωτάρη ένα λαό,<br />και κυλούσε απ' τις κλεισούρες κι από τους ζυγούς<br />με τα φουσκωτά ποτάμια.<br />..........<br />στα ταμπούρια τάχει τα σκολειά,<br />κι έχει γνώμη, κι έχει δύναμη, και θέλει"<br />............<br />Και τους τρέμουνε των κάμπων οι κιοτήδες,<br />και με ονόματα τους κράξουν πονηρά<br />κλέφτες και απελάτες και προδότες,<br />τους μισούν οι βασιλιάδες, κι όλ' οι τύραννοι,<br />κι είναι, μέσα στους σκυφτούς, τα παλληκάρια,<br />κι είναι, μεσ' στους κοιμισμένους, οι στρατιώτες.<br />..........<br />Ό,τι πολεμάτε για ν' αδράξετε<br />μ' ενός άδειου λόγου ορμή,<br />το ζητάνε αυτοί με τάρματα στα χέρια,<br />και δε σκύβουνε γυρτούς βωμούς να ορθώσουν,<br />κι είναι σαν πατέρες των παιδιών<br />που θα πλάσουνε βασίλεια, του ήλιου ταίρια.<br /><br />Αυτόν τον αθάνατο Παλαμά μας παρουσιάζει ο Ν. Ζαχαριάδης. Τον Παλαμά, που από σαράντα χρόνια πριν, τραγουδάει, με το προφητικό του βιολί, τον τορινό μας απελεύθερο-τικόν αγώνα, κεραυνοβολεί τους βασιλιάδες και τους τυράννους, που με πονηρά ονόματα βρίζουν τους αγωνιστές και εξυμνεί το λαό και τα παλληκάρια, που με τ' άρματα στο χέρι πλάθουν μια Ελλάδα που θάχει ταίρι της τον ήλιο. Ο Ζαχαριάδης μας εμφανίζει έναν Παλαμά, που σ' αυτό το μεγαλό-τολμο πέταμα είναι απολυτρωμένος από τα ιδεαλιστικά δεσμά και αντικρύζει και απεικονίζει τον κόσμο στην πραγματική, στην υλική του υπόσταση, στη ροή, την κίνηση και την αλλαγή του, σα διαλεχτικός υλιστής φιλόσοφος.<br />Ο Ζαχαριάδης έγραψε τη μελέτη του στα 1937 στις φυλακές της Κέρκυρας. Σε κείνο τον υγρό τάφο τον έριξε η φασιστική διχτατορία του Γλύξμπουργκ. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη μελέτη γιατί του πήραν τα βιβλία όπως σημειώνει ο ίδιος, οι δήμιοι του φωτοσβέστη φασισμού, για να του πάρουν αργότερα και το μολύβι και το τελευταίο κομμάτι χαρτί. Και μέσα σ' αυτές τις συνθήκες η ρωμαλέα διανόηση του Ζαχαριάδη, γονιμοποιημένη με την τέλεια γνώση της μεθοδολογίας των Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν-Στάλιν, έδωσε έργο μνημειακό.<br /><br />Η βαθειά, αναλυτική δύναμη και η σπάνια συνθετική ικανότητα της σκέψης του, ταιριασμένες σε μεθοδική αρχιτεκτονική ταξινόμηση, η πυκνότητα και διαύγεια σε νοήματα, η ζωντάνια, η δύναμη, η παραστατικότητα και η ακριβολογία σε έκφραση, κάνουν τή μελέτη του Ν. Ζαχαριάδη κλασικό δημιούργημα για τη νεοελληνική διανόηση.<br />Ο Ζαχαριάδης είδε, μορφοποίησε και ζωντάνεψε τον αληθινό Παλαμά γιατί ήταν ο ίδιος αγωνιστής και αρχηγός του ελληνικού λαού. Κλείνει τη μελέτη του με την κραυγή ότι «έχουμε πίστη και πεποίθηση, πως ο εργαζόμενος λαός της Ελλάδας περικλείνει όλες τις δυνατότητες και έχει όλη τη δύναμη για ένα πιο γρήγορο και ολοκληρωμένο κοινωνικό άλμα. Στη χώρα μας έχουν ωριμάσει οι αντικειμενικές συνθήκες γι' αποφασιστικές μεταβολές που, συντρίβοντας κάθε αντίδραση, θα δημιουργήσουν μια λαϊκή Ελλάδα, πλούσια, δυνατή, πολιτισμένη και ευτυχισμένη...» Ο ίδιος ο φυλακισμένος Ζαχαριάδης ήταν και εξακολουθεί νάναι το ζωντανό, το δραματικόσύμβολο της ανίκητης δύναμης του ελληνικού λαού, πούναι σκλαβωμένος μα αντιπαλεύει και καταχτάει τη νίκη και τη ζωή. Και είναι ευτύχημα και για τον Παλαμά και για τον αγώνα του λαού ότι ο Ζαχαριάδης εμφάνισε το μεγάλο, τον αληθινό ποιητή.<br /><br />Ο Παλαμάς πέθανε και ο Ζαχαριάδης μένει ακόμα δεσμώτης του φασισμού παραδομένος σ' αυτόνε απ' το Γλύξμπουργκ. Μα ο ελληνικός λαός μετατρέπει σε ζωντανή πραγματικότητα το αθάνατο, το φλογερό κήρυγμα του Παλαμά, την πίστη και τις προοπτικές του Ζαχαριάδη. Οι εργάτες, οι αγρότες, όλο το εργαζόμενο έθνος, με τ' άρματα στο χέρι, δίνουν την ιστορική λύση στο μεγάλο νεοελληνικό πρόβλημα, τη λύση που ονειροπόλησε και τραγούδησε με πάθος ο Παλαμάς, τη λύση που χάραξε ο Ζαχαριάδης. Χτες ακόμα το Εθνικό Συμβούλιο καθιέρωσε τη λαοκρατική αναγέννηση της Ελλάδας και έβανε τα πρώτα της βάθρα: την αυτοδιοίκηση, τη λαϊκή δικαιοσύνη, τη γλώσσα του λαού, την ισοπολιτεία των φύλων, τις λαϊκές ελευθερίες, το λαϊκό στρατό κλπ. Τα θεμελίωσε στο αίμα καιστο μεγάλο απελευθερωτικόν αγώνα του λαού, που αποτελεί τον πρωταρχικό σκοπό, το υπέρτατο καθήκον της στιγμής. Σ' αυτόν τον εθνικοαπελευθερωτικό και λαοαπελευθερωτικόν αγώνα η μελέτη του Ν. Ζαχαριάδη δίνει ένα καινούριο πολύτιμο όπλο. Προσθέτει έναν καινούργιο γίγαντα πολεμιστή στις γραμμές μας, τον ποιητή Παλαμά.<br /><br />31 του Μάη 1944<br />Γ. ΖΕΒΓΟΣ<br /><br />---<br /><br /><br /><span style="font-weight:bold;">ΠΡΟΛΟΓΟΣ</span><br /><br /><br />Η σημερινή επίσημη Ελλάδα αποφάσισε να στήσει την προτομή του Παλαμά στον Εθνικό Κήπο. Έτσι φτηνά και εύκολα πάνε να ξοφλήσουν με τον ποιητή, που η δημιουργία του στο πιο βαθύ και πιο πραγματικό νόημα της τόσο τους είναι ξένη και τόσο τη φοβούνται.<br />Όποιος έχει λίγο-πολύ γερό μάτι δε δυσκολεύεται διόλου να ξεδιαλύνει τους πραγματικούς σκοπούς της «χειρονομίας της προτομής». Η αντίδραση βιάζεται μια ώρα αρχύτερα να ξεφορτωθεί τον Παλαμά, να τον χώσει ζωντανό στον τάφο, να γλυτώσει απ' το βραχνά του.<br /><br />Είναι άραγε αληθινά όλ' αυτά; Γιατί η πολυπρόσωπη ελληνική αντίδραση, επίσημη και ανεπίσημη, ν' αντιπαθάει τον Παλαμά και να τον φοβάται, που, μολαταύτα, τόσο τον «ετίμησε» και τον «δοξάζει»;<br />Το πρώτο που θάχε κανένας να πει είναι ότι τέτοια επιβλητικότητα και τέτοιος όγκος, μια τόσο μεγάλη ποιητική δόξα, δύσκολο είναι να μην τιμηθεί και να μη δοξασθεί κατά έναν όποιον τρόπο. Ώστε οι τιμές και οι δόξες, που γίνονται στον Παλαμά, είναι αναγκαστικές και υποχρεωτικές, γιατί δε μπορούσε να γίνει και αλλοιώτικα. Ούτε και ουσιαστικά πρόσθεσαν τίποτα στο μεγαλείο του ποιητή. Το δεύτερο είναι πως όλες αυτές οι «τιμές» και «δόξες» και η βιαστική «χειρονομία της προτομής», κρύβουνε μια μεγάλη δόση υστεροβουλίας. Με το γιορταστικό κάθε φορά ντόρο γίνεται προσπάθεια να χαντακωθεί η ουσία, το βαθύ και πραγματικό νόημα της παλαμικής δημιουργίας. Δε θέλουνε ν' αποκαλύψουνε στα πιο πλατειά λαϊκά στρώματα το αληθινό περιεχόμενο του παλαμικού έργου, γιατί ένα τέτοιο πράμα δε συμφέρει στην πολυκέφαλη και ποικιλόμορφη αντίδραση.<br /><br />Η μοναδική άξια για τον Παλαμά τιμή θα ήταν, κοντά στ' άλλα, και η κρατική έκδοση των απάντων του σε πολλές δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα και η πιο πλατειά εκλαΐκευση, με όλα τα μέσα, του έργου του. Αυτό το προτείνουμε εμείς, που όμως έχουμε τις πιο μεγάλες ουσιαστικές και βάσιμες αντιρρήσεις για ορισμένες πλευρές του έργου του. Αυτό δείχνει ότι, παρ' όλες τις επιφυλάξεις μας, νοιώθουμε πραγματικά το παλαμικό έργο και δεν το φοβόμαστε διόλου. Τις αρνητικές πλευρές του τις ξεπερνάμε κριτικά-δημιουργικά. Ενώ η πολυπρόσωπη αντίδραση μια τέτοια πρόταση ούτε και να την ακούσει θέλει, γιατί μοναδική της έγνοια είναι ν' αποκλείσει τον Παλαμά απ' τα πλατειά στρώματα του εργαζόμενου έθνους και να ξοφλήσει μαζύ του με μερικές ρηχές φιέστες και παράτες φτηνές. Οι αλήθειες, που ξεπηδάν λαμπρές και κοφτερές από το καλύτερο μέρος του έργου του ποιητή, δεν πρέπει να φτάσουν στ' αυτιά του λαού. Αυτή η κατευθυντήρια γραμμή καθορίζει τις σχέσεις της κάθε λογής αντίδρασης απέναντι στον Παλαμά.<br /><br />Πούθε βγαίνει μια τόσο κατηγορηματική διαβεβαίωση και τόσο βαρειά κατηγορία; Από το αναμφισβήτητο γεγονός, ότι μέχρι σήμερα η επίσημη και ανεπίσημη αντίδραση από το έργο του Παλαμά αγνόησε κάθετι που αναφέρεται στις φιλοσοφικές του πεποιθήσεις, στην αρνητική και κριτική του θέση απέναντι στην αρχαιοελληνική εξέλιξη και κατάντια, στους οραματισμούς του για το παραπέρα ξετύλιγμα, όχι μονάχα του λαού μας μα και ολόκληρης της ανθρωπότητας.<br />Αυτά τα επίκαιρα και ζωντανά προβλήματα, που το ειδικό τους βάρος είναι αυτό που κυριαρχεί και επιβάλλεται στην όλη παλαμική δημιουργία, και που ο ποιητής τα αντιμετωπίζει με λύσεις, που ξεφεύγουν τα πλαίσια της αντίδρασης, που έρχονται σε ανοιχτή σύγκρουση με τις επίσημες αντιδραστικές ερμηνείες και που ανταποκρίνονται απόλυτα στα πραγματικά συμφέροντα του εργαζόμενου έθνους και του τόπου μας, τα προβλήματα αυτά η κάθε λογής αντίδραση τ' αποσιωπάει, τα εξοστρακίζει από την επίσημη «ακαδημαϊκή» ανάλυση και «διαφώτιση» της παλαμικής εργασίας. Αυτό δε σημαίνει ότι ο Παλαμάς δεν κατηγορήθηκε για πρωτοπόρος, νεωτεριστής, «μαλλιαρός» κλπ. Τον ποιητή τόνε «κατηγόρησαν» με όλ' αυτά και άλλα ακόμα. Μα και στις «κατηγορίες» αυτές ξεκαθαρίζουμε μια καλομελετημένη σκοπιμότητα, που αποβλέπει σε άλλους αντικειμενικούς σκοπούς.<br /><br />Όλη η φωτιά, όλα τα χτυπήματα, ενάντια στον πρωτοπόρο και νεωτεριστή Παλαμά συγκεντρώνονται στο ζήτημα της γλώσσας. Πάνε ν' αποδείξουν ότι αν ο Παλαμάς πρωτοπορεί και νεωτερίζει, αυτά αναφέρονται μονάχα στα ζητήματα της γλώσσας" και πάνε έτσι ν' αποσιωπήσουν και να μας κρύψουν τον πραγματικό πρωτοπόρο Παλαμά, τον κοινωνικό πρωτεργάτη και λαϊκό διαφωτιστή, που η αντιμετώπιση του "ανοιχτά και παλληκαρίσια είναι πολύ πιο δύσκολη, ακατόρθωτη κι επικίνδυνη. Εδώ φτάσαμε σ' ένα ζήτημα που έχει πλατύτερη και γενικώτερη σημασία, γι' αυτό και χρειάζεται πιο συστηματική ανάλυση και φώτισμα.<br />Ποιο είναι το μέχρι σήμερα γενικά δεχτό κριτήριο για την κατάταξη της νεοελληνικής διανόησης - πρώτ' απ' όλα, φυσικά, αυτό αναφέρεται στην κάθε λογής φιλολογία - στο στρατόπεδο της αντίδρασης, της καθυστέρησης, της πισοδρόμησης, είτε στην προοδευτική πτέρυγα; Το κριτήριο της γλώσσας. Αν χρησιμοποιείς την καθαρεύουσα δεν είσαι προοδευτικός. Και τ' αντίθετο αν μεταχειρίζεσαι τη δημοτική (*). Ο ίδιος ο Παλαμάς καθιέρωσε πιο συγκεκριμένα το χωρισμό αυτό, χατατά-σοντας τους τεχνίτες του λόγου σε δυο κύριες σχολές: στη<br /><br />(*) Η φράση αυτή στους «Πρωτοπόρους» (τεύχ. 3, Οχτώβρης 1948), δημοσιεύτηκε έτσι: «Ποιο είναι το μέχρι σήμερα γενικά δεχτό κριτήριο για την κατάταξη της ελληνικής διανόησης -αυτής κυρίως που φιλοσοφεί-είτε στο στρατόπεδο της αντίδρασης, είτε στο στρατόπεδο της προόδου; Το κριτήριο της Γλώσσας. Όποιος χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα δεν είναι προοδευτικός κι αντίθετα όποιος χρησιμοποιεί τη δημοτική.» (Σημ. εκδ.).<br />«Σχολή των Αθηνών» με τους καθαρευουσιάνους και στη «Σχολή της Εφτανήσου» με τους δημοτικιστές. Είναι όμως σωστό είτε αρκετό το γλωσσικό κριτήριο για τον αντιδραστικό ή τον προοδευτικό χαρακτηρισμό και την τοποθέτηση της νεοελληνικής διανόησης;<br />Δεν χωράει καμιά αμφιβολία πως το γλωσσικό κριτήριο είναι από τα πιο σπουδαία. Το ίδιο όμως δεν χωράει καμία αμφιβολία πως αυτό δεν είναι το βασικό, το πρωταρχικό, το αποφασιστικό. Η εκατοντάχρονη - για να μιλήσουμε μονάχα για τα χρόνια της ύπαρξης του νεοελληνικού κράτους - ακούραστη προσπάθεια της αντίδρασης να πνίξει τη δημοτική και ν' αφαιρέσει από το λαό ένα από τα πιο γερά όπλα του - δίχως καμιά υπερβολή θα μπορούσαμε ακόμα να πούμε το πιο γερό όπλο του - τη ζωντανή γλώσσα του, δείχνει κατακάθαρα κι αναμφισβήτητα τις σκοτεινές της επιδιώξεις, που απόβλε-παν στο να ξεκόψει όλους τους δρόμους της νεοελληνικής λαϊκής προόδου και ανάπτυξης για να κρατηθεί ο λαός αλυσσο-δεμένος στο νεκρό και στείρο παρελθόν και σκλάβος στη διάθεση των εκμεταλλευτών του.(**)<br /><br />Και μονάχα η συμπεριφορά προς τη δημοτική γλώσσα και τη δημοτική ποίηση παραφτάνει για να καταδικάσει τελειωτικά τον κοτζαμπασισμό, λογιωτατισμό και όλη την πλουτοκρα-τική αντίδραση, σαν τους βασικούς δημιουργούς της κατάπτωσης όπου σήμερα βρισκόμαστε. Η καθαρεύουσα αποτέλεσε κι αποτελεί ένα από τα πιο γερά φρένα, που απαγορεύουν (*) την πρόοδο στον τόπο μας.<br />Από τα πιο πάνω βγαίνει μονάχο του το συμπέρασμα, πως<br />(**) Στο κείμενο των «Πρωτοπόρων» ακολουθεί η παρακάτω φράση: «Η νεοελληνική αντίδραση έχει και θα έχει, όσο θα υπάρχει, να επιδείχνει για αθάνατες περγαμηνές της και σαν αξίωση για να περάσει στην αιωνιότητα, τ' αρβανίτικα τον Μενιδίου και τα σαρακατσανέικα της Θεσσαλίας, που και σήμερα ακόμη μιλιούνται από τα ελληνόπουλα». (Σημ. εκδ.).<br />(*) Αντί απαγορεύουν στους «Πρωτ.» τυπώνεται: εμποδίζουν (Σημ. εκδ.).<br />όποιος πολέμησε την καθαρεύουσα και πάλεψε για τη δημοτική, αυτοδίκαια και αυτόματα καταχωρείται στη φάλαγγα των προοδευτικών.<br />Η αλήθεια είναι, ότι για ένα αρκετά μακρό χρονικό διάστημα, ο αγώνας για κάθε πρόοδο στον τόπο μας συνταυτιζότανε από πολλούς, σχεδόν απόλυτα, με τον αγώνα για τη δημοτική και ότι για ορισμένα χρόνια κάθε προοδευτική κίνηση τοποθετιότανε, γιατί τόβρισκε πιο βολικό, μέσα στις συνθήκες της πλουτοκρατικής φαυλοκρατίας, κάτω από τη σημαία της πάλης για τη δημοτική. Αυτό ούτε παλιά ήτανε σωστό, ούτε, πολύ περισσότερο, σήμερα.<br /><br />Είναι αδύνατο, στηριγμένοι μονάχα στο γλωσσικό παράγοντα, να δώσουμε σωστή ανάλυση κι εξήγηση στο κοινωνικό νεοελληνικό ξετύλιγμα. Ένα τέτοιο πράμα θα μας έφερνε σε μια παραμόρφωση και διαστρέβλωση της πραγματικότητας, της αληθινής μας ιστορίας.<br />Δε θέλω να μικρύνω τη σημασία, που έχει για τον ελληνικό λαό το γλωσσικό ζήτημα.<br /> Και πάλι, εκείνο που έχει εδώ κυριαρχική σημασία δεν είναι η γλώσσα αυτή καθεαυτή, μα τα συμφέροντα που εξυπηρετεί: αν είναι όργανο διαφώτισης και προόδου ή πισθοδρόμησης για ένα λαό και έναν τόπο. Και φυσικά, μόνο μια γλώσσα πούναι ζυμωμένη με το λαό, που έχει βγει από τα σπλάχνα του και του είναι εύκολη, κατανοητή, μητρική, μονάχα μια τέτοια γλώσσα μπορεί να τον εξυπηρετήσει και να τον βοηθήσει στην ανάπτυξη του. Ώστε το γλωσσικό μας ζήτημα δεν είναι στενά τεχνικό, μα κοινωνικό, ή καλύτερα, ένα κομμάτι του όλου νεοελληνικού κοινωνικού προβλήματος. Και το γεγονός ότι ως τα τώρα δεν μπορέσαμε να λύσουμε το ζήτημα αυτό δεν είναι τυχαίο και δευτερεύον, μα φανερώνει όλη την οργανική αρρώστια και ελαττωματικότητα της λειτουργίας της νεοελληνικής κοινωνικής μηχανής με τη σημερινή της σύνθεση και συγκρότηση. <br />Το γλωσσικό ζήτημα δεν το δημιούργησε ούτε το εφεύρηκε κανένας. Ξεπροβάλλει ζωντανό και απαιτητικό μεσ' απ' όλη την εκατόχρονη εξέλιξη μας και ζητάει τη λύση του σαν ένα κοινωνικό πρόβλημα που είναι αδιατάραχτα (**) δεμένο μ' αυτή την ύπαρξη, την κοινωνική κατάσταση και την πιο πέρα κοινωνική πορεία του λαού και της χώρας μας.<br />Βλέπουμε λοιπόν ότι, όπως έχουν τα πράγματα, το γλωσσικό ζήτημα δεν αποτελεί παρά μια μονάχα πλευρά από το όλο κοινωνικό μας πρόβλημα. Έτσι γίνεται ολοφάνερο πως αλλού πρέπει να ψάξουμε να βρούμε το βασικό κριτήριο για την τέτοια είτε αλλιώτικη ιδεολογική κατάταξη της νεοελληνικής διανόησης, μια και το γλωσσικό δεν είναι παρά δευτερεύον και παράγωγο. Εδώ δεν κρίνουν ούτε μονάχες, ούτε πριν απ' όλα, οι γλωσσικές πεποιθήσεις του κάθε Έλληνα διανοούμενου - μια και γι' αυτούς γίνεται εδώ ειδικά λόγος - μα η θέση που παίρνει καθένας απέναντι στο όλο κοινωνικό νεοελληνικό πρόβλημα.<br /><br />Κατά συνέπεια, εκείνο που τοποθετεί τη διανόηση μας δεξιά είτε αριστερά, είναι η θέση που παίρνει απέναντι στα θεμελιώδη προβλήματα του τόπου από την πλευρά της αποκλειστικής εξυπηρέτησης του εργαζόμενου λαού, είτε ενάντια στα συμφέροντα του.<br />Ποια γραμμή κράτησαν οι διανοούμενοι μας εδώ κι εκατό χρόνια, ποιο δρόμο ακολούθησαν για την ιδεολογική κατάρτιση και διαφώτιση των μαζών, για την απαλλαγή τους από τ' αγκάλιασμα ουτοπικών θεωριών, των σοβινιστικών και καταστροφικών κηρυγμάτων της αστοτσιφλικάδικης ιδεολογίας, όπως η «Μεγάλη Ιδέα» π.χ., ή για τον προσανατολισμό τους προς τα πραγματικά λαϊκά, τα δημοκρατικά-λαοκρατικά ιδανικά, τα μόνα που περικλείνουν όλες τις σοβαρές και σταθερές δυνατότητες για το οριστικό μπάσιμό μας στο δρόμο της ευημερίας, της μεγαλουργίας και του πολιτισμού, για τη δημιουργία των προϋποθέσεων, που θα εξασφαλίσουν την τελειωτική κοινωνική απολύτρωση και αποκατάσταση του εργαζόμενου νεοελληνικού έθνους;<br /><br />(*) Στους «Πρωτ.» τυπώνεται: σφιχτά δεμένο (Σημ. εκδ.).<br />Παλαμάς ΚωστήςΑπό τα 1821 κι εδώ, τόσες μπόρες, καταδρομές και δοκιμασίες περάσαμε, κι απάνω στην πείρα αυτή μπορούμε να εξελέγξουμε την αξία και τη σταθερότητα όλων των κηρυγμάτων, που μας ξεφούρνισε η αντίδραση, όλη την αστοτσιφλικάδικη ιδεολογία στο σύνολο της, που στα εκατό χρόνια της ύπαρξης του ανεξάρτητου νεοελληνικού κράτους κυριάρχησε μονοπωλιακά σχεδόν πάνω στο έθνος.<br />Μπορεί οι παλιότεροι νάχουν το «δικαιολογητικό» ότι δεν μπόρεσαν πραχτικά, ολοκληρωτικά να δοκιμάσουν την αξία της αστοτσιφλικάδικης ιδεολογίας. Τέτοιες όμως δικαιολογίες για τη νεοελληνική διανόηση των τελευταίων πενήντα-εξήντα χρόνων δεν έχουν καμιά πέραση γιατί τσακίζονται πάνω στην συντριπτική αποκάλυψη πρώτ' απ' όλα του 1897-98.<br /><br />Η νεοελληνική διανόηση που θέλει νάναι και που, από μιαν ορισμένη άποψη, καλά είτε κακά, ήταν και είναι ο ιδεολογικός καθοδηγητής πλατειών λαϊκών στρωμάτων, δεν μπορεί να μείνει έξω από τα γεγονότα, που σαν έθνος ζήσαμε τα τελευταία χρόνια^, δεν μπορεί να τ' αγνοεί, να κάνει τον κουφό, να τα προσπερνάει είτε να τα στενεύει και να τα περιορίζει μονάχα στο γλωσσικό ζήτημα. Έπρεπε και πρέπει να ξεκαθαρίσει ή θέση της τόσο απέναντι σ' αυτά τα γεγονότα, όσο κι απέναντι στην αστοτσιφλικάδικη ιδεολογία στο σύνολο της, που τα θεμελίωνε και τα πλαισίωνε θεωρητικά. Έπρεπε και πρέπει να βγάλει τα στέρεα συμπεράσματα της, να συνοψίσει τα διδάγματα των γεγονότων αυτών, να δείξει την καινούρια θέση και την καινούρια προοπτική στο παραπέρα νεοελληνικό ξετύλιγμα. Έπρεπε και πρέπει, ύστερ' απ' όσα ζήσαμε και πάθαμε, σταράτα και λαμπικαρισμένα να πει με ποιόν είναι, με την πλουτοκρατία ή με το εργαζόμενο έθνος;<br />Μήπως νομίζουμε ότι ένας άνθρωπος, που θέλει να λέγεται πνευματικός ηγέτης ενός λαού κι ενός τόπου, μπορεί να περνά αδιάφορος μπροστά από τη ζωή, τα έργα και τα παθήματα του λαού και του τόπου αυτού; Δηλαδή, για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, επιτρέπεται σ' ένα νεοέλληνα διανοούμενο, που έχει αξίωση πνευματικού καθοδηγητή, ν' αγνοήσει έτσι ή αλλοιώς στο έργο του, τέτοια λ.χ. γεγονότα, όπως ο 1897-98, το 1922, είτε ολόκληρη τη μεταπολεμική μας σταδιοδρομία και εξέλιξη;<br />Η υποχρέωση αυτή της νεοελληνικής διανόησης είναι ιερή και απαραβίαστη(*) - άσχετα αν οι πρωτοπόρες κοινωνικές μας τάξεις θεωρητικά τάχουν κιόλας ξεκαθαρίσει βασικά, τελειωτικά, τα ζητήματα αυτά και παλεύουν από πολλά χρόνια για να τα λύσουν και πραχτικά - αν θέλει να μη μείνει στην ουρά, σερνάμενο της κοινωνικής μας εξέλιξης, αν θέλει να μην αποξενωθεί από το λαό και να μη στιγματιστεί σαν όργανο των εχθρών του.<br />Να, ποιο είναι το μοναδικό κριτήριο για την τέτοια ή αλλοιώτικη ιδεολογική κατάταξη των διανοουμένων μας! Να, ποιο είναι το αποκλειστικό κόσκινο, απ' όπου πρέπει να περάσει η νεοελληνική διανόηση!<br /><br />Είναι πολλοί αυτοί που θ' αντέξουν σε μια τέτοια δοκιμασία και στην περίπτωση ακόμα που έχουν ευνοϊκό για τον εαυτό τους το γλωσσικό παράγοντα;<br />Είναι πολλοί και πολλοί οι νεοέλληνες καλαμαράδες, παλιοί και καινούριοι, που κρίνοντας τον εαυτό τους χρησιμοποιούν μεζούρες από γίγαντες. Είναι όμως γνωστό πως η ιδέα που έχει καθένας για τον εαυτό του δεν έχει και πολλή αξία αν δε στηρίζεται και στη γνώμη των άλλων, στη γενικώτερη κάθε φορά κρίση που σχηματίζεται απ' τον υπολογισμό των συγκεκριμένων και θετικών για τον καθένα δεδομένων.<br />Σκοπό μας εδώ βάλαμε να κρίνουμε τον Παλαμά σαν μια κοινωνική δύναμη με βάση όχι το στενό γλωσσικό, μα το μόνο σωστό πλατύ κοινωνικό κριτήριο. Επειδή όμως το θέμα επε-χτάθηκε αναγκαστικά στο σύνολο της νεοελληνικής διανόησης, για νάναι τα συμπεράσματα μας πιο σταθερά και θετικά, θα το βασίσουμε πάνω στη σύντομη κριτική σκιαγράφηση του<br />(*) Στο κείμενο των «Πρωτ.» δεν υπάρχει το: «και απαραβίαστη» (Σημ. εκδ.).<br />έργου και άλλων τριών νεοελλήνων διανοουμένων απ' τους πιο χαρακτηριστικούς - του Λασκαράτου, του Ροΐδη και του Παπαδιαμάντη - που ο καθένας τους, από τη μια πλευρά είτε οπό την άλλη, υψώθηκαν σε πνευματικές κορυφές του τόπου μας. Έτσι η συγκριτική αυτή αντιπαράθεση θα επιτρέψει το καταστάλαγμα σε πιο βασικά εξαγόμενα.<br />Λασκαράτος, Ροΐδης, Παπαδιαμάντης και Παλαμάς είναι τέσσερες αδροί εκπρόσωποι της νεοελληνικής διανόησης, με ατομική ο καθένας τους πρωτοτυπία, πρωτοβουλία και δημιουργικότητα. Αν τους κατατάξουμε με βάση το γλωωσικό κριτήριο, θα δούμε πως οι δυό, Ροΐδης και Παπαδιαμάντης, ανήκουν στη Σχολή των Αθηνών και οι άλλοι δυο στη Σχολή της Εφτανήσου. Ακόμη μια ορισμένη φήμη το Ροΐδη και το Λασκαράτο τους φέρνει και σαν «τολμηρούς μεταρρυθμιστές». Έτσι, το υλικό που έχουμε είναι το πιο πλούσιο και το πιο κατάλληλο.<br /><br />Το πρόβλημα μας είναι τούτο δω: Με βάση τα συγκεκριμένα έργα του καθένα, ποιος απ' τους τέσσερις χαρακτηριστικούς αυτούς εκπρόσωπους της νεοελληνικής διανόησης αξίζει πραγματικά τον τίτλο του κοινωνικού πρωτοπόρου; Δηλαδή ποιος πραγματικά ένοιωσε, έζησε και έκφρασε στο έργο του τα μεγάλα προβλήματα του λαού και του τόπου και πάσχισε είτε συνετέλεσε κι ο ίδιος για την ευνοϊκή υπέρ του λαού λύση «ους; Ποιος στάθηκε στο πλευρό του ενάντια στους κάθε λογής εχθρούς του; (*)<br />Ας αρχίσουμε από το Λασκαράτο.<br />Δημοτικιστής, φυσικά, έγινε γνωστός κατά κύριο λόγο γιατί Καυτηρίασε και ξεσκέπασε πολλά από τα όργια της παπαδοκρατίας. Γι' αυτό και τούτη δω τον αφόρισε για να τον εκδικηθεί. Αυτά τα λίγα είναι γνωστά στον πολύ κόσμο (και πρώτ' «π' όλα φυσικά στην πατρίδα του, την Κεφαλωνιά) για το Λα-<br />(*) Η τελευταία φράση προστέθηκε από το κείμενο των «Πρωτοπ.» (Σημ.)<br />σκαράτο, μαζύ μ' ένα σωρό ανέκδοτα του, που φανερώνουν ένα πνεύμα έξυπνο και τσουχτερό. Μια όμως πιο βαθειά μελέτη του έργου του θα μας δώσει κάποια ολότελα διαφορετική εικόνα.<br />Στην πραγματικότητα ο Λασκαράτος δεν είναι παρά ένας ουτοπιστής ιδεαλιστής, που πιστεύει πως όλα τα κακά της κοινωνίας μπορεί να τα διορθώσει το καλό νοικοκυριό, η ατομική του κάθε ανθρώπου βελτίωση δια μέσου της μόρφωσης και το διόρθωμα των στραβοπατημάτων των παπάδων, που χαλάν την αληθινή του Χριστού θρησκεία! Πιστεύει ακόμα ο Λασκαράτος, ότι από τον όχλο (λαό) δεν μπορεί να ρθεί τίποτα το καλό και ότι είναι φυσικό πράμα οι λίγοι, οι εκλεχτοί, να διευθύνουν και να καλοπερνούν, ενώ ο όχλος να δουλεύει.<br /><br />Ο Λασκαράτος αγνοεί τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα του τόπου του στην εποχή της αγγλοκρατίας και του «λίμπρο ντ' όρο» (το «χρυσό βιβλίο» της φεουδαρχικής εφτανησιώτικης αριστοκρατίας). Σκυλοβρίζει τους χωριάτες γιατί ξεσηκώνονται ενάντια στην τσιφλικάδικη καταλήστεψη και την τοκογλυφική απογύμνωση. Είναι υπέρ της διατήρησης των τσιφλικάδικων προνομίων και υπέρ της συνέχισης της αγγλικής «προστασίας» (κατοχής), τη στιγμή που όλος ο λαός θέλει την ένωση με την Ελλάδα. Την τέτοια θέση του απέναντι στην Αγγλία τη δικαιολογεί με τη θεωρία του «φιλοεθνισμού»!.. Δεν πρέπει νάμαστε στενά εθνικόφρονες και να ζητάμε την ένωση, μα έχοντας το πλατύ «φιλοεθνικό» πνεύμα θα πρέπει να προτιμάμε την εγγλέζικη «προστασία»... Στους τοπικούς πολιτικούς αγώνες, τον καιρό της αγγλοκρατίας, ο Λασκαράτος πολέμησε λυσσασμένα κι απόλυτα τους «δημαγωγούς», όπως έλεγε τους ριζοσπάστες, το αντιαριστοκρατικό, λαϊκό και ενωτικό τότε κόμμα, χωρίς να διστάζει να συνεργάζεται για το σκοπόν αυτό με τους «καταχθόνιους», όπως έλεγε ο λαός το αριστοκρατικό-πλουτοκρατικό και αγγλόδουλο κόμμα.<br /><br />Ένας μικροαστός ουτοπιστής και ιδεαλιστής και στην πραγματικότητα αντιδραστικός, που τελειωτικά συμβίβασε και τις διαφορές του με την ορθόδοξη Εκκλησία, τέτοιος είναι Ο αληθινός Λασκαράτος. Κάτω από ένα άλλο κριτήριο θα πέρναγε για προοδευτικός, για τολμηρός μεταρρυθμιστής, που καταδιώχτηκε και υπόφερε. Περνώντας τον κάτω από το κοινωνικό κριτήριο, αποκαλύπτουμε την αντιδραστική κοινωνική του φύση και δουλειά. Το συμπέρασμα μας πρέπει νάναι ότι, παρά ορισμένες απατηλές ενδείξεις που συμπεριλαμβάνουν και το γλωσσικό γνώρισμα, σε καμμιά περίπτωση το Λασκαράτο δεν επιτρέπεται να τον παραδεχτούμε για κοινωνικό πρωτοπόρο και αναμορφωτή.<br />Μια σχεδόν ανάλογη εικόνα μας παρουσιάζει και ο Ροίδης, της «Σχολής Αθηνών» αυτός, που με την «Πάπισσα Ιωάννα» «η> κυρίως, απόχτησε τη φήμη του κοινωνικού μεταρρυθμιστή.<br /><br />Πνεύμα οξύ και σατυρικό κι αυτός, όπως και ο Λασκαράτος, ούτε σαν λίγο-πολύ συνεπής προοδευτικός αστός διανοούμενος μπορεί να θεωρηθεί. Η «προοδευτική» δράση του περιορίζεται και στρέφεται κυρίως κατά του κλήρου, περισσότερο, φυσικά, του καθολικού και λιγότερο του ορθόδοξου, που διαστρεβλώνει, κατά το Ροίδη, την πραγματική χριστιανική θρησκεία. Σ' αυτή πιστεύει αυτός. Τον «όχλο» δεν τον θεωρεί ικανό για τίποτα το καλό, που μονάχα τ' ανώτερα πνεύμα-τα μπορούν να το πραγματοποιήσουν. Μισεί θανάσιμα τους σοσιαλιστές και τους αριστερούς δημοκράτες. Δεν θέλει ν' ακούσει για τη «δημαγωγία» της λαϊκής εκπροσώπησης. Είναι, θα λέγαμε σήμερα, οπαδός της δικτατορίας, φυσικά, της αντίδρασης. Το έργο του είναι όλο άρνηση μικροαστική, χωρίς να παρουσιάζει λίγο πολύ ολοκληρωμένη κοινωνική θέση. Οι θρησκευτικές ιστορικές μελέτες του τούτη την «πρωτοτυπία» παρουσιάζουν: ότι διαστρεβλώνουν κατάφωρα την πραγματικότητα, την ιστορικήν αλήθεια.<br />Ο Ροΐδης, που τόσο περιφρονούσε τον «όχλο», ήξερε ν' απευθύνεται στον ίδιο το βασιλιά ζητώντας ρουσφέτια. Ενώ ο Λασκαράτος είχε κάτι αγροκτήματα, που τα νοίκιαζε στους αγρότες, ο Ροΐδης έπαιζε γερά στο χρηματιστήριο, όπου και έχασε στα τελευταία ολόκληρη την όχι μικρή περιουσία του.<br /><br />Είναι ολοφάνερο ότι ούτε ο κοινωνικά στείρος Ροΐδης μπορεί να θεωρηθεί σαν διανοούμενος πρωτοπόρος, φίλος και συναγωνιστής του λαού.<br />Ο Παπαδιαμάντης, της «Σχολής των γραμμάτων» κι αυτός, είναι μια κορυφή στα νεοελληνικά γράμματα. Η φιλολογική του αξία είναι αναμφισβήτητη, αν και η καθαρεύουσα τον ζημιώνει εξαιρετικά. Η αξία του βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτός, περισσότερο ίσως από κάθε άλλον νεοέλληνα τεχνίτη του πεζού λόγου, περιέγραψε με μιαν εξαιρετική δύναμη και ζωντάνια την ελληνική ζωή, τα ήθη και έθιμα, πρώτ' απ' όλα της ιδιαίτερης πατρίδας του. Το έργο του είναι δεμένο με τη ζωή του λαού, με τις καθημερινές μικροέγνοιες και μικροφροντίδες του. Μα αυτό είναι όλο. Παραπέρα ο Παπαδιαμάντης δεν προχωρεί. Η γλώσσα του τον κρατάει μακρυά από τη λαϊκή μάζα, που θα μπορούσε να τόνε νοιώσει και να τον εχτιμήσει. Η σκέψη του δεν ξεκολά από τη γύρω του καθυστέρηση, δεν κονιέται, δεν προχωρεί και είναι βαθειά επηρεασμένη απ' το θρησκευτικό μυστικισμό.<br /><br />Ο ρεαλιστής Παπαδιαμάντης συμβιβάζεται με τη νεοελληνική πισοδρόμηση, γίνεται ο τραγουδιστής της. Πίσω απ' την καθημερινή λαϊκή ζωή και φτώχεια δεν αντιλαμβάνεται τα κοινωνικά προβλήματα, που την ανησυχούν και τηνε δέρνουν. Ο Παπαδιαμάντης δεν έχει κοινωνική προοπτική, ούτε και τον ενδιαφέρει αυτό. Έτσι, γερός αυτός τεχνίτης του πεζού λόγου, δε γίνεται τίποτε άλλο απ' αυτό. Αυτού σταματά. Με τη δύναμη της πέννας του δεν εμπνέει ορμή, δεν εμψυχώνει, δεν καθοδηγεί. Φυσικά, αν ήταν τέτοιος θα φρόντιζε πρώτ' απ' όλα να διορθώσει τη γλώσσα του. Έτσι μένει κι αυτός, πολύ περισσότερο από τους δύο πρώτους, στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής της εποχής του και των προβλημάτων που την απασχολούν. Περιέγραψε οπωσδήποτε τη ζωή του λαού, μα δεν μπήκε στην ψυχή του.<br /><br />Μένει ο Παλαμάς. Ακούραστος και πρωτοπόρος αγωνιστής για τη δημοτική, για τη γλώσσα του λαού. Μα αυτό, όπως είπαμε δεν φτάνει. Και πραγματικά, αυτό δε λέει τίποτα ή καλύτερα σχεδόν τίποτα, για το κύριο παλαμικό έργο. Σαν τεχνίτης είναι ο πιο μεγάλος από τους σύγχρονους, αν όχι απ' όλους τους νεοέλληνες ποιητές. Μα και αυτό δε φτάνει.<br />Μπορεί ο Παλαμάς να μην έκφρασε πάντα σωστά τα πραγματικά του τόπου και του λαού συμφέροντα. Είναι ακόμα αλήθεια, ότι πολλές φορές έκανε το αντίθετο και γίνηκε φορέας των σωβινιστικών ιδεών και θεωριών. Όμως, παρ' όλα αυτά, στο πιο σημαντικό και βαθύ σε περιεχόμενο μέρος του έργου του, στάθηκε ένας πρωτοπόρος λαϊκός εμψυχωτής, που έσπασε αντιδραστικά δεσμά και προλήψεις και φτερούγισε προς πιο πλατειούς λαϊκούς και πανανθρώπινους ορίζοντες. Ο Παλαμάς με το νυστέρι της μεγάλης τέχνης του και της καθάριας σκέψης του, χάραξε καινούριους δρόμους στο νεοελληνικό κοινωνικό ξετύλιγμα, δρόμους προόδου, πολιτισμού και λαϊκής αποκατάστασης και ευημερίας. Οι λεπτομέρειες εδώ δε χρειάζονται, γιατί η παρακάτω μελέτη αυτό κυρίως πάει ν' αποδείξει, αναπτύσσοντας το θέμα της σ' άμεση επαφή και σχέση με την τορινή νεοελληνική πραγματικότητα.<br /><br />Βλέπουμε, λοιπόν, ότι απ' τους τέσσερις χαρακτηριστικούς αντιπρόσωπους της νεοελληνικής διανόησης, μονάχα ο Παλαμάς άνθεξε στο λαϊκό-κοινωνικό κριτήριο. Οι τρεις άλλοι και απ' αυτούς οι δυο με δημιουργημένη κοινωνική φήμη, πέσανε. Αυτό δείχνει την τεράστια επίδραση και την αποκλειστική σχεδόν κυριαρχία της αστοτσιφλικάδικης ιδεολογίας της «Μεγάλης Ιδέας» πάνω στη διανόηση αυτή, που την κρατάει τόσο πολύ δεμένη με την αντίδραση. Η διαπίστωση αυτή μας επιβάλλει μεγάλη προσοχή και επαγρύπνηση στη μελέτη όλης της νεοελληνικής φιλολογίας σ' όλους τους κλάδους της, μα και για να καθαρίσουμε, όσο μπορούμε και περνά απ' το χέρι μας, την πνευματική τροφή του λαού από τα βλαβερά και σκάρτα, από τις ξένες και εχθρικές επιδράσεις.<br /><br />Γιατί δε μιλάμε για τη σημερινή, τη μεταπολεμική, νεοελληνική διανόηση;<br />Γιατί, αν ξεχωρίσουμε απ' αυτή την οπωσδήποτε ξεκαθαρισμένη, με αριστερές τάσεις, που κι αυτή σε πολλά ακόμα ξένο-φέρνει και δεν έχει βρει για καλά το λαϊκό παλμό, καθώς και μερικές μονάδες (όπως λ.χ. ο Δημοσθένης Βουτυράς), η ρέστη φέρνει βαθειά κι άσβυστη την κλασσική αστοτσιφλικάδικη σφραγίδα: άρνηση και άγνοια της νεοελληνικής λαϊκής ζωντάνιας, δύναμης και δυστυχίας, έλλειψη προοπτικής, πνοής, ορμής, ακαδημαϊκή μπορντελοποίηση, αποπνιχτική στενότητα και στενοκεφαλιά και καταθλιπτική και απαίσια ξένη μίμηση. Είναι «η φιλολογία» της κατάπτωσης, της στειρότητας, της σαπίλας. Τίποτ' άλλο δε μπορεί να πει κανένας για δαύτην. Υπάρχουν ακόμη και οι «νέοι». Μα αυτοί δε μας έδειξαν ακόμα καθαρά το κοινωνικό τους πρόσωπο χωρίς και να δικαιολογείται αυτή τους η καθυστέρηση.<br /><br />Φυσικά, προσπάθειες εξυγίανσης γίνονται πολλές και στην πρωτεύουσα και στην επαρχία. Χρειάζονται συνένωση, μα και ξεκαθάρισμα. Και δω λοιπόν η ενότητα των αντιθέσεων, που κινεί προς τα μπρος. Συνένωση όλων, που θα συμφωνήσουν στη βασική κατευθυντήρια γραμμή: στενό δέσιμο με το εργαζόμενο έθνος, τον τόπο, τη δυστυχία, τη δουλειά, την καταλήστεψη, τους πόθους, τις επιδιώξεις και τους αγώνες του" επιστημονικό φώτισμα της ιστορίας του, ιδιαίτερα εκείνης που άμεσα ή έμμεσα τον ενδιαφέρει" μελέτη όλων των βασικών του τόπου ζητημάτων καθορισμός των πραγματικά λαϊκών δρόμων της παραπέρα νεοελληνικής πορείας" ξεκαθάρισμα από κάθε γκρίνια, στειρότητα, στενοκεφαλιά, αντίδραση. Τέχνη έξω από την κοινωνία, τις τάξεις της και τους αγώνες της, δεν υπάρχει. Αυτό σημαίνει πως ο κάθε μάστορας στο πεδίο της διανόησης πρέπει να καθορίσει τη θέση του: με το λαό ή με τους εκμεταλλευτές του. Ο Παλαμάς, απ' τις πιο ψηλές διανοητικές νεοελληνικές κορυφές, βασικά τη θέση του την έχει ξεκαθαρίσει: υπέρ του λαού, όπως μας το δείχνει, με υπέροχη μαστοριά, πειστικότητα και δύναμη, στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου».<br /><br />Θάναι υπέρτατη τιμή για τον καθένα, που θα θελήσει εδώ να τον ακολουθήσει και να τόνε μιμηθεί. Και η πιο μεγάλη δόξα και η πιο άξια «προτομή» για τον ποιητή. Η δουλειά για να ξεκαθαριστούν και ν' αποκρυσταλλωθούν λαοκρατικά οι ιδεολογικές και δημιουργικές κατευθύνσεις της νεοελληνικής διανόησης είναι εξαιρετικά δύσκολη και θα βαστάξει πολύ, συμβαδίζοντας και ακολουθώντας, από μια ορισμένη πλευρά, την ανάπτυξη της λαϊκής συνείδησης και την πραχτική λύση, προς όφελος του εργαζόμενου λαού, των θεμελιακών κοινωνικών προβλημάτων μας.<br /><br />Όλ' αυτά δε σημαίνουν ότι δεν πρέπει ν' αρχίσουμε. Το αντίθετο μάλιστα, πρέπει να βιαστούμε όσο μπορούμε, παρά τις δυσκολίες που σήμερα ιδιαίτερα μας τριγυρίζουν. Παράλληλα, η σημερινή κατάσταση στη χώρα μας δημιούργησε για ένα σωρό κόσμο που καταδικάστηκε σε «υποχρεωτική διαθεσιμότητα» και σε αναγκαστικές «διακοπές», πρόσθετες δυνατότητες (που βέβαια περιορίζονται «υπό όλως τεχνικών» εμποδίων της ίδιας αυτής κατάστασης) να καταπιαστούν με μια πιο βαθειά και συστηματική μελέτη και έρευνα των προβλημάτων, που αναφέραμε πιο πάνω.<br />Λοιπόν, όσο μπορούμε κι όσο περνά απ' το χέρι μας, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε και να εξαντλήσουμε, μέχρι και την τελευταία, τις δυνατότητες αυτές. Κανένα κακό δίχως καλό. Είναι κι αυτό μια διαλεχτική αλήθεια.<br />10 του Νοέμβρη 1937<br /><br />*<br />Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΣΤΟ «ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ»<br /><span style="font-weight:bold;"><br />ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ Τ' ΑΡΙΣΤΕΡΑ</span><br /><br />* <br />Παλαμάς ΚωστήςΟ ποιητής Κωστής Παλαμάς κατάχτησε ξεχωριστή θέση στη σύγχρονη νεοελληνική διανόηση. Δούλεψε και δημιούργησε στο φώτισμα μιας καινούργιας εποχής και στο διάστημα σοβαρών γεγονότων και αποφασιστικής στροφής στο νεοελληνικό κοινωνικό ξετύλιγμα..<br /><br />Ο Παλαμάς στάθηκε πάνω στο πέρασμα από το παλιό σε κάτι καινούργιο. Η εποχή του είναι εποχή από χαραχτηριστικές αλλαγές, γερά τραντάγματα και βαθιά οργώματα στο νεοελληνικό κοινωνικό κάμπο. Προικισμένος μ' εξαιρετικά δυνατό ποιητικό ταλέντο, δεν μπορούσε να μείνει ούτε και έμεινε όξω από τα ζητήματα αυτά. Τ' αντίθετο. Τα είδε, τάνιωσε, τάζησε και στο έργο του τα έκφρασε έτσι είτε αλλιώς, πάντα όμως με μιαν ανώτερη ποιητική πνοή δυνατή. Ο ίδιος ο ποιητής στον πρόλογο του «Δωδεκάλογου του Γύφτου» λέει: «Είμαι ποιητής του καιρού μου και του γένους μου κι ό,τι μέσα μου κρατώ δεν μπορεί να χωριστεί από τήν έξω πλάση». (Έκδ. 1931, σελ. 15).<br />Τέτια είναι η θέση του Παλαμά στή σύγχρονη ζωή μας και τέτιο το έργο του, που κανένας εχθρός ή φίλος δε μπορεί να το προσπεράσει και να τ' αγνοήσει. Πάνω στην παλαμική δημιουργία έσκυψε και σκύβει, μορφώθηκε και μορφώνεται, μεγάλο κομμάτι απ' τη νεολαία μας κι απ' τη γενιά μας. Αυτό το είδε η πολύχρωμη αντίδραση και γι' αυτό πάσχισε και πασχίζει λυσσασμένα έτσι να ερμηνέψει τον Παλαμά, ώστε να τον κάνει όργανο της διαστρέβλωσης και του ευνουχισμού, σύμφωνα με τα συμφέροντα της της πνευματικής διάπλασης της νεολαίας μας. Αυτό υποχρεώνει ακόμη πιο πολύ την επιστημονική κριτική να καταπιαστεί με το παλαμικό έργο, τη σωστή ερμηνεία του, με τη σωστή τοποθέτηση του ποιητή στο κοινωνικό μας ξετύλιγμα. Η ποικιλόμορφη αντίδραση, όταν δεν τον αγνόησε ολότελα, βασικό σκοπό της έταξε να παρουσιάσει τον Παλαμά στρατιώτη και αγωνιστή του μεγαλοϊδεάτικου σωβινισμού και στυλοβάτη της αστοτσιφλικάδικης κυριαρχίας και λαϊκής ληστείας. Μα ο πραγματικός Παλαμάς, παρ' όλες τις ελλείψεις, τους δισταγμούς, την αναποφασιστικότητα και συχνά την ασυνέπεια του, δεν είναι τέτιος. Και πρέπει να τόνε φυλάξουμε, να τόνε κρατήσουμε και να τόν δείξουμε τέτοιον όπως είναι στην πραγματικότητα. Αυτό αποτελεί μιαν ιερή υποχρέωση της λαϊκής επιστημονικής κριτικής στη χώρα μας. Γιατί αυτό συμφέρει στο Λαό και στον τόπο και βοηθά στην πρόοδο.<br />***<br />Ο «Δωδεκάλογος του Γύφτου» είναι το πιό ολοκληρωμένο και το πιό φιλοσοφημένο έργο του ποιητή. Αυτού μας ξεσκεπάζει όλη του την ψυχή. Κι αυτού μας επιτρέπει να τόνε νιώσουμε και να τόνε κρίνουμε καλύτερα από κάθε έργο του.<br /><br />Ο Παλαμάς εμφανίστηκε και δούλεψε σε μια εποχή της κοινωνικοπολιτικής μας εξέλιξης που τη διακρίνει τούτο το χαρακτηριστικό: η ταραχώδικη και καταστρεφτική για το λαό και για τον τόπο πολιτική και οικονομική χρεωκοπία των ηγετικών - πλουτοκρατικών τάξεων. Η πολεμική καταστροφή του 1897 και το οικονομικό κραχ, πούχε για επακόλουθο την επιβολή στον τόπο, στα 1898, του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (Δ.Ο.Ε.), αποτελούν τις πιό χειροπιαστές κι ολοφάνερες εκδηλώσεις και πιστοποιήσεις της χρεωκοπίας αυτής.<br />Εδώ πρέπει, αναγκαστικά, ν' ανοίξουμε μια μεγάλη ιστορική παρένθεση. Οι πλουτοκράτες - οι τσιφλικάδες, οι κοτζαμπάση-δες, οι φαναριώτες, οι έμποροι και άλλοι - που πήραν την εξουσία στα χέρια τους με τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι από αυτούς, όχι φυσικά οι έμποροι, έτσι είτε αλλιώς αντέδρασαν στο εθνικό ξεσήκωμα και, στην καλύτερη γι' αυτούς περίπτωση, κράτησαν ταλαντευόμενη και παθητική στάση, όλη τους την πολιτική δραστηριότητα και προσοχή τη συγκέντρωσαν, βασικά, στο πως, κάτω από το καινούργιο καθεστώς, να διατηρήσουν, να συνεχίσουν και να ολοκληρώσουν την οικονομική αποστράγγιση και υποδούλωση του λαού, για λογαριασμό τούτη τη φορά όχι του οθωμανού ληστή και δυνάστη, μα για λογαριασμό δικό τους και των ξένων δυνάμεων, που σαν όργανα τους δρούσαν. Η λαϊκή δημοκρατική κληρονομιά της εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης του 1821 προδόθηκε και κουρελιάστηκε. Στον τόπο άλλαξαν οι δυνάστες. Αυτό ουσιαστικά έγινε. Και γι' αυτό από τα πρώτα κιόλας χρόνια ύπαρξης του ανεξάρτητου νεοελληνικού κράτους βλέπουμε να ξεσπούν, με τη μιά είτε με την άλλη μορφή αλλεπάλληλα λαϊκά ξεσηκώματα και ανταρσίες, πότε στο Μωριά, πότε στη Ρούμελη, πότε στην Αθήνα.<br /><br />Όλα αυτά δείχνουν πως άλλα περίμενε κι άλλα ποθούσε ο λαός κι άλλα, τ' αντίθετα, τούδιναν οι κυρίαρχες τάξεις. Οι «προστάτιδες» Δυνάμεις επέβαλαν στην Ελλάδα μια δυναστεία, μιαν απόλυτη μοναρχία, που για προορισμό της είχε όχι τη νεοελληνική αναδημιουργία, όχι τη δημιουργία μιας λαϊκής νεοελληνικής δημοκρατίας, με ανεξάρτητη εθνική οικονομική πολιτική που θα στήριζε τη δύναμη, τον πολιτισμό και την ευημερία του λαού στη γοργή, επιστημονική, ολόπλευρη και αδιάκοπη ανάπτυξη των παραγωγικών του δυνάμεων. Σκοπός και προορισμός της πλουτοκρατικής κυριαρχίας, μ' επικεφαλής την ξένη απόλυτη μοναρχία και τα ξενικά και ξενόδουλα όργανα της ήταν η ολοκληρωτική καθυπόταξη όλων των ζωτικών και βασικών αναγκών του λαού και του τόπου στην εξυπηρέτηση των καινούργιων πλουτοκρατών, ξένων και ντόπιων αφεντάδων της Ελλάδας.<br />Η αλήθεια η επιστημονική μας δείχνει, ότι ύστερα απ' την ηρωική και ανυπέρβλητη επαναστατική εποποιία του 1821 -1828, οπόταν έφτασε στο ανώτατο της σημείο, η γραμμή πορείας του νεοελληνικού έθνους τραβά προς τα κάτω, προς την κατάπτωση. Κι αυτό για το μόνο λόγο, ότι η καινούργια κατάσταση πραγμάτων, προδίνοντας το έργο του 1821, δεν στήριξε την αναδημιουργία πάνω στην εξασφάλιση της αδιάκοπης, ανεμπόδιστης και ολόπλευρης οικονομικής, κοινωνικής, εκπολιτιστικής και πολιτικής ανάπτυξης των πιο πλατιών λαϊκών μαζών, δηλαδή πάνω στη μοναδική στέρεη και δυνατή βάση, μα πάνω στην εξυπηρέτηση των πλουτοκρατικών, ξένων και ντόπιων συμφερόντων σε βάρος πάντοτε του λαού. Έτσι, η αποτυχία, η κακομοιριά, η κατάπτωση ήταν από τα πριν εξασφαλισμένη. <br />Δ ε ν φ κ ι ά ν α μ ε <br />Ε λ λ ά δ α <br />μ α <br />ψ ω ρ ο κ ώ σ τ α ι ν α ! <br />Έτσι ανάμεσα από ατέλειωτη σειρά μικρών και μεγάλων και αδιάκοπων εσωτερικών και εξωτερικών ανωμαλιών και εξευτελισμών, φτάσαμε στα 1897-1898. Η πορεία αυτή για κύρια γνωρίσματα της έχει: α) την ολοένα αυξανόμενη οικονομική αφαίμαξη του λαού και κατά κύριο λόγο της αγροτιάς, που ουσιαστικά δεν πήρε τη γη χωρίς βάρη - στοιχείο πρωταρχικό για το τέτιο πλάταιμα της εσωτερικής αγοράς, ώστε να δόσει το στέρεο θεμέλιο γοργής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων β) το ολοένα και πιο μεγάλο ξεπούλημα της χώρας στους ξένους κεφαλαιούχους και τοκογλύφους, που μας ξεζούμιζαν κυριολεχτικά ως το κόκαλο γ) την εγκατάλειψη της εκμετάλλευσης του ντόπιου φυσικού πλούτου, της ανάπτυξης της ντόπιας βιομηχανίας δ) την υπερτροφική ανάπτυξη του παρασιτικού εμπορευματικού κεφαλαίου που στηριζότανε κυρίως στην εισαγωγή απ' το εξωτερικό και στην εξαγωγή γεωργικών προϊόντων και πρώτων υλών μας στις βιομηχανικές χώρες.<br /> Όλ' αυτά είχαν για συνέπεια να δυναμώνει ολοένα η οικονομική και πολιτική μας εξάρτηση από το εξωτερικό, να πνίγεται η εσωτερική οικονομική ανάπτυξη, να κρατιέται η Ελλάδα στο επίπεδο αγροτικού εξαρτήματος των βιομηχανικών κρατών, δηλ. κυρίως των «προστάτιδων» Δυνάμεων και να μεταβάλλεται σε χώρα κατάλληλη για ληστρικούς δανεισμούς. Ένα κλασικό παράδειγμα που στηρίζει τα πιο πάνω, παρμένο απ' το σωρό πολλών άλλων, είναι και τούτο: η Ελλάδα, χώρα ναυτική, που όλο της το στόλο τον έφκιανε μονάχη της - και ξέρουμε ότι ο στόλος αυτός ήταν πάντα πολύ σημαντικός, και στον καιρό της σουλτανοκρατίας - είδε στις πρώτες δεκαετηρίδες της ανεξαρτησίας της το ολοκληρωτικό σχεδόν σβήσιμο του ζωτικότατου αυτού παραγωγικού κλάδου, γιατί η αυξανόμενη εξάρτηση μας από το ξένο κεφάλαιο δεν επέτρεψε την τεχνική αναπροσαρμογή της ναυτικής μας βιομηχανίας, σύμφωνα με τις καινούργιες απαιτήσεις της προόδου (ατμός κλπ).<br /><br />Μα μπαίνει το ερώτημα: πώς ο λαός ανέχθηκε αυτή την κατάσταση και πώς οι κυρίαρχες τάξεις τα κατάφεραν να τον συγκρατούν και να τον χαλιναγωγούν; Αναφέρθηκε πιο πάνω πως ο λαός, απ' τα πρώτα κιόλας χρόνια της ύπαρξης του νεοελληνικού ανεξάρτητου κράτους, ξεσηκώθηκε πολλές φορές και με τα όπλα στα χέρια ακόμα, υπερασπίζοντας και διεκδικώντας το δίκιο του. Κάτι πέτυχε: έδιωξε τον Όθωνα και τους Βαυαρούς, γκρέμισε την απόλυτη μοναρχία, κατάχτησε ορισμένες συνταγματικές ελευθερίες κλπ. Μα ουσιαστικά τα πράγματα δεν άλλαξαν, γιατί η εξουσία, με μικρότερες είτε σοβαρότερες κάθε φορά, εσωπλουτοκρατικές ανακατατάξεις, παρέμεινε πάντα στα χέρια των εκμεταλλευτών του λαού.<br />Γιατί τα αδιάκοπα λαϊκά ξεσπάσματα δεν έφεραν σε πιό βαθιές κοινωνικές μεταβολές; Η εξήγηση βρίσκεται στο γεγονός, ότι από την Ελλάδα και το λαό της λείψανε, σ' όλο αυτό το διάστημα, τα φωτισμένα εκείνα μυαλά, οι οργανωτές εκείνοι, που στηριζόμενοι αποκλειστικά και μόνο στα θετικά και σταθερά νεοελληνικά δεδομένα, που περιλαμβάνονταν μέσα στα το-τινά κρατικά σύνορα και αποβλέποντας στο ολόπλευρο ξεσήκωμα του λαού για να φτάσει έτσι και στη γενική ανόρθωση, θα ξετίναζαν την αστοτσιφλικάδικη σωβινιστική ιδεολογία" θα θεμελίωναν, αποκλείοντας το αστοτσιφλικάδικο δρόμο ανάπτυξης, πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά τη λαϊκή δημοκρατία, μοναδική βάση για τη δημιουργία μιας πραγματικά δυνατής και ανεξάρτητης Ελλάδας και απαραίτητο σταθμό για το τελειωτικό κοινωνικό ξεσκλάβωμα. Όταν λέμε «στηριζόμενοι αποκλειστικά και μόνο στα θετικά και σταθερά νεοελληνικά δεδομένα που περιλαμβάνονταν μέσα στα τοτινά κρατικά σύνορα» εννοούμε τούτο δώ: η εσωτερική νεοελληνική ανάπτυξη έπρεπε να θεμελιωθεί απάνω στις τότε «εσωτερικές» δυνατότητες. Αυτό δε σημαίνει ότι η νεοελληνική λαϊκή δημοκρατία δεν έπρεπε, μια και θάταν το πρώτο ανεξάρτητο Βαλκανικό κράτος, να πάρει την πρωτοβουλία μια αδελφικής συμμαχίας και ενός αδελφικού πολέμου όλων των βαλκανικών λαών για την αποτίναξη του ζυγού του σουλτάνου και των μπέηδων και τη δημιουργία μιας πραγματικά λεύτερης και ανεξάρτητης Δημοκρατικής Ομοσπονδίας των Βαλκανικών λαών.<br /> Αυτό ήταν το απόλυτα πραγματοποιήσιμο «όνειρο» του Ρήγα Φεραίου και μια από τις πρώτες και γνήσιες επιδιώξεις του 1821. Οι αστοτσιφλικάδικες μοναρχίες των Βαλκανίων ακολούθησαν άλλο δρόμο. Ο πρώτος δρόμος, ο δημοκρατικός, ήταν ο πιο σύντομος, ο φτηνός, ο μοναδικά λαϊκός. Ο δεύτερος που ακολουθήθηκε στην πραγματικότητα ήταν ο δρόμος των πολεμικών και διπλωματικών δολοπλοκιών των μεγάλων Δυνάμεων και της αλληλοσύγκρουσης των συμφερόντων των βαλκανικών πλουτοκρατιών και δυναστών. Αυτός όχι μόνο παράτεινε για πολλά δεκάχρονα το βίο και το ζυγό της αυτοκρατορίας των σουλτάνων στα Βαλκάνια, μα κόστισε στους λαούς που τα κατοικούν ατέλειωτες κι άγριες θυσίες, τους έριξε στο πιο σκληρό αλληλοφάγωμα και έκανε τη χερσόνησο του Αίμου όχι πλούσια και λεύτερη περιοχή για τους λαούς της, όπως μπορούσε κι έπρεπε νάναι, μα πεδίο των πιο αιματηρών τοπικών κ' ευρωπαϊκών ανταγωνισμών, που τα σπασμένα τους πάντα οι εργαζόμενοι που την κατοικούν τα πλήρωναν.<br /><br />Έλλειψε απ' τη χώρα μας το πρόγραμμα και η οργάνωση της λαϊκής δημοκρατίας, έτσι όπως την ονειρεύτηκαν τα φωτισμένα μυαλά του 1821.<br />Είναι λανθασμένο και παράλογο αυτό που θα θελήσουν ίσως να ισχυρισθούν μερικοί, ότι οι τοπικές συνθήκες δεν επέτρεπαν άλλη κατεύθυνση από την αστοτσιφλικάδικη στο νεοελληνικό κοινωνικό ξετύλιγμα. Το βέβαιο και το σωστό είναι ότι υπήρχαν και τότε όλοι οι αντικειμενικοί όροι και οι συνθήκες για μια λαοκρατική - δημοκρατική πορεία και δεν έλλειψε παρά μονάχα αυτό που υπογραμμίστηκε: η ύπαρξη ξεκαθαρισμένου προγράμματος και γερής λαϊκής δημοκρατικής οργάνωσης, δηλαδή έλειψε ο υποκειμενικός, όπως λέμε, παράγοντας. Κανένας δε μπορεί να υποστηρίξει ότι η αστοτσιφλικάδικη πισωδρόμηση, το ξεπούλημα στους ξένους «προστάτες» και όλα τα άλλα χάλια μας, ήταν κάτι το αναπότρεπτο και η μόνη δυνατή πορεία που μας άνοιξε η εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση και άτι ύστερα από το μεγαλούργημα του 1821 δεν υπήρχε για μας άλλος δρόμος, δεν υπήρχε ο λαοκρατικός - δημοκρατικός δρόμος εξέλιξης.<br /><br />Πάνω στη «μοίρα» μας, στη νεοελληνική μοίρα, βαραίνει μια ανεχτίμητη όσο και καταθλιπτική κληρονομιά. Το μυστικό της πλουτοκρατικής επιτυχίας και υπόταξης του λαού βρίσκεται και στο γεγονός ότι κατάφερε μ' όλα αυτά τα μέσα να επιβάλει στο λαό την ιδεολογία της ουτοπικής «Μεγάλης Ιδέας» και κάτω απ' τη σκέπη της να διαπράξει τα πιο τερατώδικα αντιλαϊκά εγκλήματα. Η πλουτοκρατική αστοτσιφλικάδικη Ελλάδα και οι διανοούμενοι της κατάφεραν να παρασύρουν και να αιχμαλωτίσουν το λαό σ' ένα λανθασμένο και καταστροφικό ιδεολογικό προσανατολισμό και έτσι να τον αποσπάσουν από τα ζωτικά θεμελιώδικα εσωτερικά προβλήματα του. Γι' αυτό και βλέπουμε τούτη δα την εικόνα: να ξεσηκώνεται πολλές φορές ο λαός και με τα όπλα ακόμα - όταν το μαχαίρι της πλουτοκρατικής ληστείας έφτανε στο κόκαλο - ενάντια στην απάνθρωπη απογύμνωση του, να μη μπορούν όμως τα λαϊκά αυτά ξεσπάσματα να κατασταλάξουν σε λίγο - πολύ ξεκαθαρισμένα δημοκρατικά - λαοκρατικά συμπεράσματα γιατί η ιδεολογία, που καταθλιπτικά κυριαρχούσε πάνω στο λαό και τη χώρα, ήταν η ιδεολογία της ουτοπίας της «Μεγάλης Ιδέας».<br /><br />Έτσι οι εκμεταλλευτές του λαού, σε τελευταία ανάλυση, κατάφεραν πάντα να χαλιναγωγούν τα λαϊκά ξεσηκώματα και να τα εκμεταλλεύονται κιόλας, πότε η μια πότε η άλλη πλουτοκρατική κλίκα - για λογαριασμό τους. Ποιο το περιεχόμενο της «Μεγάλης Ιδέας»; Η «Μεγάλη Ιδέα» διακήρυττε ότι το νεοελληνικό έθνος και κράτος είναι ο κληρονόμος και συνεχιστής της αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου, ότι θεϊκόν προορισμό έχει να ξαναφτιάξει το αρχαίο μεγαλείο και τη βυζαντινή αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Πόλη και ότι ο ελληνικός λαός μόνον έτσι θα ευτυχήσει και θα ευημερήσει. Γι' αυτό και πρέπει παρ' όλους τους κόπους και τις θυσίες όλα να τα υποφέρει κι όλα να τα υποτάξει στην πραγματοποίηση του σκοπού αυτού. <br />Αυτός είναι ο αστοτσιφλικάδικος νεοελληνικός μεγαλοϊδεάτικος σωβινισμός και ιμπεριαλισμός.<br />Με την ιδεολογία αυτή καθυπόταξε η πλουτοκρατία το λαό. Τον λήστεψε και τον έγδυσε στ' όνομα της μελλοντικής απόλαυσης κι αμοιβής, τον αποσπούσε από την πραγματικότητα της εσωτερικής αθλιότητας του, τον μεθούσε με το όνειρο της κοσμοϊστορικής αποστολής του! Στο όνομα της αυριανής παντοδυναμίας του κατάφερνε να του κρύβει το καθημερινό ολοένα και πιο σφιχτό ξεπούλημα του στον ξένο, τους αδιάκοπους εθνικούς εξευτελισμούς, την ακατάπαυστη κατάπτωση και πισωδρόμησή του, που θα τον έφερναν στα τελευταία σκαλοπάτια του ευρωπαϊκού πολιτισμού! Η επιστημονικά και ιστορικά αθεμέλιωτη και ανεδαφική θεωρία και ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας» που ήθελε να εμφανίσει σα μια ενιαία ιστορική και κοινωνική συνέχεια τους χωριστούς και βασικά διαφορετικούς μεταξύ τους κοινωνικούς σχηματισμούς της αρχαιοελληνικής δουλοκρατίας, του βυζαντινού φεουδαρχισμού και του σύγχρονου νεοελληνικού έθνους, δέσποσε ηγεμονικά πάνω στο έθνος αυτό και το έφερε στην καταστροφή, στη γελοιοποίηση και στην κατάπτωση του 1897-1898. Εδώ κλείνουμε την ιστορική παρέθενση.<br />* *<br />Παλαμάς ΚωστήςΣ' αυτή την εποχή έγραψε ο Παλαμάς το «Δωδεκάλογο του Γύφτου». Δηλαδή σε μια εποχή που ο λαός βαριά αισθάνθηκε την ταπείνωση, τον εξευτελισμό και τις καινούργιες αλυσίδες και που τα πιο ξυπνημένα μυαλά του τόπου έψαχναν να τη νιώσουν και να την εξηγήσουν πιο βαθιά. Η φαυλοκρατία πήγε να μπαλώσει τα πράγματα με εντυπωσιακά μέτρα, όπως λχ. η απομάκρυνση του διαδόχου και των πριγκίπων από το στρατό και κάτι τέτια, ενώ η πατριδοκαπηλεία πήγαινε να σκεπάσει με τον υστερισμό της το αίσχος του 1897-1898 και του ΔΟΕ. Στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» καθρεπτίζεται όλη η αγανάχτηση και το ξεσήκωμα του ποιητή ενάντια στην εθνικιστική αρχαιοκαπηλεία και τη βυζαντινή αποτελμάτωση, ενάντια στους πατριδέμπορους αφανιστές, που στο όνομα της «λατρείας» και της συνέχισης των αρχαίων και βυζαντινών ξεπουλούσαν και κατάστρεφαν το έθνος. Μα ο ποιητής δε σταματά εδώ. <br />Γκρεμίζοντας τα είδωλα και μαστιγώνοντας αλύπητα τους τυμβωρύχους σαλπίζει ένα καινούργιο, όχι εθνικιστικό μα λαϊκό, ξεσήκωμα για κάτι το καινούργιο και το άφταστο, που ξεπερνά ακόμα και τα τοπικά σύνορα και ανυψώνεται σε κάτι το πιο γενικό, σε κάτι το καθολικό, το διεθνιστικό. Και δεν είναι μονάχα αυτό. Ο ποιητής, όσο φυσικά του το επέτρεπαν οι κοινωνικές συνθήκες και το νεοελληνικά-ξετύλιγμα στα τέλη του περασμένου αιώνα, έψαξε να βρεί τις καινούργιες κοινωνικές δυνάμεις, ένα άλλο πρωτοποριακό ανθρώπινο υλικό, για να χτίσει μ' αυτό το καινούριο οικοδόμημα, που οραματίστηκε στο πονεμένο και ξυπνημένο απ' τον εξευτελισμό μυαλό του. Η λυρική σκέψη στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» δε στέκεται ήσυχη" περπατάει παραδέρνοντας και παίρνει τρόπους διαφορετικούς και πάει από της πικρής άρνησης τα πειράγματα και τα μοιρολόγια, στα θριαμβευτικά σαλπίσματα της πίστης κι από την αμφιβολία και το μηδενισμό, στο διαλάλημα της ενέργειας, της προκοπής, της αντρίκιας αγάπης, της πεποίθησης προς το ωραίο, κάτι που μέλλεται" «ο ήρωας μου χαλαστής και πλάστης, με την αράδα» (Πρόλογος, σελ.21).<br />Ο Παλαμάς δε λιβανίζει, μα χτυπά αμείλιχτα τους κάθε λογής εκμεταλλευτές πατριδέμπορους και όλο το οικοδόμημα τους και δείχνει στο έθνος έναν καινούργιο δρόμο.<br />Αυτού βρίσκεται η ανεχτίμητη αξία του «Δωδεκάλογου του Γύφτου», που στην πιο συγκεκριμένη ανάλυση του περνάμε τώρα.<br /><br />Τι είναι ο «Δωδεκάλογος του Γύφτου»; Η ιστορία σε δώδεκα και ένα στερνό δεκατρείς λόγους ενός «Γύφτου», του ποιητή, που ξεκινά να γκρεμίσει όσα παλιά είναι άχρηστα, τα σκιάχτρα, τα μουχλιασμένα, που τόσες καταστροφές μαζέψανε και να χτίσει, πάνω στη βάση της ζωντανής πραγματικότητας, της γής, του ήλιου, της ζωής και με τη συμμετοχή των ζωντανών λαϊκών δυνάμεων κάτι το καινούργιο, το αληθινό, το ικανό να ξεσηκώσει ψηλά, σε νέες μεγαλύτερες καταχτήσεις, σ' έναν πιό ανώτερο πολιτισμό. «Κανένα πόθο ξεχωριστό δεν είχα να πάρω κύριο σκοπό του τραγουδιού μου το ζωγραφικό ξανάδοσμα μιας γύφτικης ζωής και πλάσης... Πρόφαση κι αφορμή τον ηύρα το Γύφτο για να ξεχύσω μ' εκείνον, μέσα σ' ένα τύπο ταιριαστό με την ψυχή μου, τις λαχτάρες μου τις διανοητικές" για να ξαναπώ κ' εγώ τη συγκίνηση του ανθρώπου (...) μπροστά σε κάποια προβλήματα της ζωής, την υποταγή του ή την εναντίωση" τη συγκίνηση του πολίτη και του μελετητή μπροστά σε κάποια επεισόδια της Ιστορίας του έθνους του» (Πρόλογος, σελ. 19-20). Πριν προχωρήσουμε πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η ανάλυση αυτή θα στηριχτεί κυρίως πάνω στα ίδια τα λόγια του ποιητή. Κ' έτσι οι παρενθέσεις θάναι αναγκαστικά πολλές. Αυτό χρειάζεται τόσο για να δούμε το πραγματικό νόημα του βιβλίου μέσα στα ίδια τα λόγια του ποιητή, όσο και για να μπορέσει να κατατοπιστεί, όσο μπορεί πιο καλά και ο αναγνώστης που δε θα του είναι δυνατό να μελετήσει στο πρωτότυπο ολόκληρο το «Δωδεκάλογο του Γύφτου». Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του Γύφτου, που το ανταμώνουν αδιάκοπα σ' όλο το πέρασμα του, είναι η απόλυτη προσήλωση του στη ζωντανή πραγματικότητα, στις υλικές γήινες δυνάμεις, η άρνηση κάθε ψεύτικου, κάθε άρνηση της ζωής στο όνομα της προσήλωσης στα ξεφτισμένα και ξεθωριασμένα ιδανικά, σε φαντάσματα.<br /><br />Με τρανταχτερά σφυροκοπήματα γκρεμίζει ο Γύφτος την υποταγή και το δέσιμο στο νεκρό παρελθόν, που δεν αφήνει να ζήσουμε τη σημερινή ζωή, την τωρινή πραγματικότητα και να δημιουργήσουμε κάτι καινούργιο, πιο ισάξιο και ανώτερο απ' το παρελθόν αυτό. Ο σαρκασμός του είναι άφθαστος απέναντι στους μουμιολάτρες, που δηλητηριάζουν και πνίγουν τη ζωή. Μια πίστη έχει ο Γύφτος: μονάχα απ' τον αρραβώνα της φύσης με την επιστήμη μπορεί να βγεί η αλήθεια. Το βασικό αυτό χαρακτηριστικό του έργου του το ξεχωρίζουμε και το τονίζουμε πρώτ' απ' όλα. Και επειδή αυτό έχει εξαιρετική σημασία, θα επιμείνουμε πάνω του ιδιαίτερα.<br />Ακόμα στον πρόλογο του ο ποιητής δηλώνει: «χίλιες χρυσές λιανοκάμωτες αλυσίδες με δένουνε με την πραγματικότητα».<br />Στο Λόγο τέταρτο, (ο Θάνατος των θεών), η ίδια θέση προβάλλει δυνατή και καθαρή:<br />«Ξένος έμεινα κι' ασκλάβωτος<br />από σέβας, δέηση, τάμα.<br />είμ' εγώ των άθεων ο προφήτης<br />κι η ζωή μου είναι το θάμα». (65)<br />Με τη φωτιά και το νερό καθαρίζει ο Γύφτος τις παλιές πληγές, τις παλιές αξίες, που κάποτε μπορεί να ζήσουν χάρη στην πρόληψη και την αμάθεια, μα που σήμερα πια δεν έχουνε καμιά πέραση, καμιά δικαίωση:<br />«Κι' έκραζες βραχνά, - το κράξιμο σου<br />δεν μπορώ να τ' απολησμονήσω<br />κ' έκραζες: «Φωτιά! Να κάψω την Παράδεισο!»<br />κ' έκραζες: «Νερό! Την Κόλαση να σβύσω!» (66)<br />Το πέρασμα του θεού τον αφήνει ατάραχο:<br />«Μεγαλόπρεπα περάσματα<br />των θεών που δεν πιστεύω<br />από σας πιο μεγαλόπρεπος,<br />γαληνά σας αγναντεύω». (66)<br /><br />Και βλέποντας ότι οι θεοί οι αθάνατοι του κρύβουν τη ζωή, τους καίει για ν' αποχτήσει «φως και ζέσταμα»:<br />«Μεγαλόπρεπα τρεχάματα<br />των θεών των αθανάτων,<br />όπου κι όπως κι άν υπάρχετε,<br />ω, εσείς, ίσκιοι φαντασμάτων,<br />ώ, της πλάνης γιγαντέματα,<br />θεοί εσείς, αλλοίμονό σας!<br />Απ' την ώρα που άλλος ο άνθρωπος<br />ξεκαβαλλικέψη εμπρός σας<br />και σταθή και δη πώς στέκεστε<br />σαν το δρυ και σαν τη φτέρη<br />και σταθή και δη πώς κρέμεστε απο το δικό του χέρι<br />και γρικώντας πως του κρύβετε<br />την αέρινη την όψη<br />κάποιων ουρανών ολόβαθων<br />πάρη και σας κόψη,<br />και τον ήλιο πως του κρύβετε<br />βλέποντας, και για ν' ανάψη<br />μια φωτιά για φως, για ζέσταμα<br />, πάρη και σας κάψη!» (67-68)<br />Μα ούτε και τους φοβάται, ούτε και τους λογαριάζει!<br />«Ούτε μιας στιγμής δε γνώρισα<br />για σε πόθο, φόβο, οργή"<br />ποιος χτυπάει το δε στοχάζεται<br />και ποιος τρέμει το δε ζη;» (68)<br /><br />Δεν αρνιέται μονάχα τους θεούς ο Γύφτος. Με την ίδια ορμή πιάνει και ξετινάζει όλους εκείνους που διαστρεβλώνοντας και ευνουχίζοντας την αρχαιοελληνική κληρονομιά, αρνούνται, φοβούνται και κρύβουν το φως και τη ζωή και την κληρονομιά αυτήν την κάνουν ένα βαρύ φορτίο ακατανόητο για το λαό και συντριφτικό για τη χώρα μας.<br />Έτσι χαρακτηρίζει ο ποιητής τους διαφθορείς αυτούς της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς<br /><br /> (Λόγος πέμπτος: «Ο θάνατος των αρχαίων»):<br />«Κοντοστέκουν και τρικλίζουν<br />' ασυνήθιστο σαν νάχουν<br />κάτω από τον ήλιο τέτοιο δρόμο-<br />και τα μέτωπα στα χέρια τους,<br />σάμπως από θάμπος κι από τρόμο.<br />Κ' έτσι παν και τους τρομάζουν<br />το φως του ήλιου, πέρα η θάλασσα,<br />τ' ακροούρανα, κι ο αέρας<br />κι ο ουρανός απάνω τους, και γύρω τους<br />η μεγάλη πλάση και η ζωή<br />και το παίξιμο της μέρας». (75)<br /><br />Εδώ γίνεται απαραίτητη μια εξήγηση. Ο ποιητής δεν αρνιέται απόλυτα το μεγαλείο και την αξία της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς. Αυτό το ξεκαθαρίζει παστρικά και συχνά. Ο ποιητής μαστιγώνει αυτό που περασμένο πια για μας και σάπιο και ψεύτικο υπάρχει στην κληρονομιά αυτή και εκείνους που την παραμορφώνουν, γιατί στ' ονομά της θέλουν να θάψουν τη σημερινή αποστολή και το μέλλον ενός ολόκληρου λαού.<br />Μα δέχεται μ' ανοιχτή αγκαλιά όσα αληθινά μας προσφέρει η κληρονομιά αυτή:<br /><br />«Είν' εδώ κλειστοί μεσ'; στα κιβούρια<br />μεσ' στα τυλιγάδια είναι κρυμμένοι,<br />- για νεκρούς η πλάση ας μην τους κλαίη!<br />Ω οι πηγές οι αθόλωτες της Σκέψης,<br />οι ασυγνέφιαστοι της Τέχνης ουρανοί<br />οι Αθάνατοι κ' οι Ωραίοι» (78)<br /><br />Μα ο ποιητής δεν σταματά αυτού. Καταλαβαίνει ότι η αρχαιοελληνική κληρονομιά δεν ανήκει μονάχα στο νεοελληνικό έθνος - ενώ αυτό ουσιαστικά υποστηρίζουν οι ρωμιοί αρχαιοκάπηλοι, συντρίβοντας έτσι κάτω απ' την ουτοπική προσήλωση στην ψευτοαποστολή της συνέχισης του έργου των αρχαίων και των βυζαντινών, το σημερινό πραγματικό προορισμό του εργαζόμενου νεοελληνικού έθνους, πράγμα που μονάχα στους εκμεταλλευτές του λαού συμφέρει, και ευνουχίζοντας, στρεβλώνοντας την πραγματική παγκόσμια σημασία της κληρονομιάς αυτής- μα σ' ολόκληρη την ανθρωπότητα.<br /><br />«Τη στερνή πατρίδα τους την παρατάν<br />από φύσημα διωγμένοι ορμητικότατο,<br />Γύφτοι γίνονται κ' οι Εβραίοι<br />όμως πάντα, κι ερμοσπίτες, νικητές"<br />και του κόσμου γίνονται πολίτες<br />οι Αθάνατοι κ' οι Ωραίοι!» (79)<br /><br />Ξεσηκώνεται ο ποιητής γιομάτος δίκαιη αγανάχτηση και ξεσκεπάζει όλους εκείνους, που θέλησαν να μπαλσαμώσουν και να μουμιοποιήσουν αυτό που ζωντανό και άξιο υπάρχει στο αρχαιοελληνικό πνεύμα, αυτούς που το πνεύμα αυτό το φυλακίζουν μέσα στα μπουντρούμια του μεσαιωνικού σκοταδισμού τους. Πόσο πιο σωστά και πιο ζωντανά νιώθει αυτός την αξία και τη λαμπρότητα του πνεύματος και πόσο κουρελιάζει τους ψευτοσοφούς σαβανωτές του!<br /><br />«Και σπρωγμένοι ως εδώ πέρα<br />οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι<br />από ανέμους και φουρτούνες<br />και σεισμούς και χαλασμούς,<br />και καραβοτσακισμένοι<br />και σκληρά κατατρεγμένοι<br />κι από ξένους και δικούς!<br />Και κρυψώνες ηύρανε και σκήτες,<br />μοναστήρια και κελλιά<br />κι ηύρανε παλάτια και σχολειά,<br />και δεν ηύρανε τον ήλιο<br />και τη λευτεριά,<br />και δέθηκαν κι αρρώστησαν<br />και χτίκιασαν τ" απολλώνια τα κορμιά<br />και γίνηκαν βρυκολάκοι και στοιχειά.<br />Βρήκαν κάτεργα και κάστρα<br />και μια πλάση ξένη, μια στενή<br />πλάση ξελογιάστρα.<br />Ορνια γίνανε μπαλσαμωμένα<br />λείψανα λυπητερά<br />και μαρμαρωμένα βασιλόπουλα,<br />η ζωή κ' η νιότη κ' η χαρά.<br />Γίνανε ή σαν άρρωστα λουλούδια<br />. τροπικά στα θερμοκήπια,<br />ή φυτρώσανε μαζί<br />με τα χόρτα που αγκαλιάζουνε τα ερείπια.<br />Ζήσανε κουλουριασμένοι<br />μέσ' στου δάσκαλου τα χέρια,<br />κι από κάτω απ' την κοντόφωτη ματιά<br />ζήσανε ζωή μέσ' στα δεφτέρια<br />ζήσανε ζωή μεσ' στη σκλαβιά<br />ζήσανε ζωή τυραννισμένη<br />και τους ηύρε μια λατρεία καταραμένη,<br />σαν τα βάσανα και σαν τα καταφρόνια<br />χίλια χρόνια, χίλια χρόνια!» (79-80).<br /><br />Μα και το αρχαίο πνεύμα ξεσηκώνεται ενάντια στην τέτια μεταχείριση, που το κράτησε μουχλιασμένο και θαμμένο ο Βυζαντινός μεσαιωνισμός και διακηρύχνει:<br />«Θα διαβούμε και στεριές και πέλαγα,<br />... ... ... ... ... ... .....<br />Όπου πάμε, θάβρουμε πατρίδες<br />... ... ... ....<br />Και πλανήτες με δικό μας φώς,<br />το δικό μας φως θα ρίξουμε<br />όπου θάμπωμα και βράδυασμα στη φύση"<br />κι ο ασκητής θα φιλιωθή με τη ζωή<br />και το γάλα της χαράς ξανά θα πιής νηστευτή,<br />κ' ένα κρασί θα σε μεθύση». (81-82)<br />Παλαμάς Κωστής<br />Να πώς, με τα λόγια του ποιητή, το αρχαίο πνεύμα ονειρεύεται το ξεσκλάβωμα από τ' αποπνιχτικό και μεσαιωνικό αντιδραστικό παπαδίστικο αγκάλιασμα, πώς βλέπει τους «κακόσορτους σοφούς» και τους «στέρφους δασκάλους» και πώς οραματίζεται το μέλλον:<br /><br />«Μόλις βγούμε απ' αυτό δα το κοιμητήρι<br />προς το φως και στα τετράπλατα του αέρα,<br />σαν τα πρώτα θάβρουμε τα νειάτα,<br />κι έξω απ' τα στενά κιβοϋρια,<br />Καίσαρες κι Αλέξανδροι, θ' ανοίξουμε<br />με του Λόγου το σπαθί, τη στράτα,<br />Όλυμπων κορφές και Παρνασσών!<br />Κι απ' τη σκέψη κι απ' τα μέτρα μας<br />γίνοντ' άνθρωποι και Παρθενώνες"<br />πέρα ως πέρα στην ψυχή μια νεκρανάσταση!<br />Το μεγάλο Πάνα ολόχαροι<br />ξαναπροσκυνάν οι αιώνες<br />Κι οι κακόσορτοι σοφοί κι οι στερνοί<br />δάσκαλοι, που χρόνια και καιρούς<br />έτσι μας κρατούσανε σαβανωμένους<br />και μαζί μας πάνε σέρνοντας μας<br />άγια στερνολείψανα του χαμένου Γένους,<br />έτσι βλέποντας μας χρυσοφτέρουγους<br />από μέσα από τα χέρια τους να φεύγουμε<br />σε αποθέωση που δεν θα ξαναγίνη,<br />θα πιστέψουν πως σαρκώθηκαν χρυσόνειρα<br />κι από της θεότης μας τ* αντίφεγγα<br />σαν ημίθεοι θα φαντάξουν ως κ' εκείνοι!» (82-83)<br /><br />Μα ο ποιητής δεν το θέλει αυτό γιατί καταλαβαίνει ότι οι τέτιοι ψευτο-ημίθεοι εκμεταλλευόμενοι τους «Αθάνατους και τους Ωραίους» σαν σύμβολα της σημερινής απόλυτης αξίας και άμεσης ζωντανής επικαιρότητας, αποτελούν θανάσιμο κίνδυνο για το έθνος. Γι' αυτό κι απαντάει, παρ' όλο που, καθώς είδαμε, δεν αρνιέται την τεράστια μα πάντοτε σχετικήν αξία (γιατί τίποτα δεν έχει γι' αυτόν την αξία της ζωής, της σημερινής πραγματικότητας του ήλιου) της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς!<br /><br />«Κι αποκρίθηκε η ψυχή μου<br />και τους λέει<br />σάμπως να είταν ορθοστύλωτοι μπροστά μου<br />οι Αθάνατοι κ' οι Ωραίοι:<br />«Θα περάσετε από πάνω απ' τη θάλασσα του κόσμου,<br />σαν πνοή<br />μαλακώτατου μαΐστρου<br />που το πλάθει ως και το κύμα<br />κάνοντας το μιας παρθένας λυγερής κορμί.<br />" Μα στη θάλασσα του κόσμου,<br />κ' ύστερ' από σας, και πάντα<br />σαν εχτές<br />και σαν και τώρα, θα ξεσπάνε,<br />θα φιλιούνται και θα μάχονται<br />κι άλλοι χίλιοι άνεμοι, χίλιες<br />μπόρες και χιονιές.<br />Μα στη θάλασσα του κόσμου<br />ξανά ο Μάης, που σας γέννησε<br />δεν θάρθη.<br />Αύρες είστε διαβατάρικες-<br />την αιώνια πολυτάραχη,<br />σαν και πρώτα, θα τη δέρνη<br />κάθε ανεμική.<br />Τι κι αν είστε σεις αθάνατοι;<br />Τη ζωή την ολοζώντανη<br />μια φορά<br />τήνε ζήσατε σαν πλάσματα<br />με τ' ακέρια σας κορμιά<br />στης μακαρισμένης της πατρίδας σας<br />τον αέρα και τον ήλιο"<br />άλλος αέρας τώρα κι άλλος ήλιος<br />για σας πια" και ποτέ πια<br />δεν θα ξαναζείστε τη ζωή σας<br />ξωτικά!» (83-84).<br />Έτσι ο ποιητής παστρικά και ντόμπρα ξοφλεί με τα παλιά, που οι αρχαιοκάπηλοι θέλουν να τα κρατούν χαλινάρι και αγκωνάρια ασήκωτα σε βλάβη της σημερινής μας ζωής κι αποστολής:<br /><br />«Μα η Ελλάδα, μια και αγύριστη<br />πάει, και να την κλαίς!<br />Κι όποιος δούλος σας θα γίνη<br />και σας πάρη καταπόδι,<br />ή ένας μόνος, ή όλο γένος,<br />θα σβυστή με σας! (84-85)<br />Η νεκρή προσήλωση στα παλιά οδηγεί στο χαμό ολόκληρου του έθνους, όπως τόφερε στο γκρεμό και στα 1897-1898.<br /><br />Ο ποιητής καταδικάζει αλύπητα όλη τη νεοελληνική ύστερ' από το 1821 εξέλιξη, που θέλησε το λαό δούλο των περασμένων, για να εξυπηρετηθούν έτσι όλα τ' αντιλαϊκά πλουτοκρατικά συμφέροντα και εμπόδισε τη λαϊκή πρόοδο και ανόρθωση.<br />Κι όπως είδαμε κι αλλού, ο ποιητής δεν σταματά στην άρνηση. Δεν τον ικανοποιεί μονάχα το γκρέμισμα. Στον τόπο αυτουνού που χαλά, μας δίνει μια καινούργια θέση, όπου ξεκαθαρίζει την ανάγκη της ζωντανής δημιουργίας, επεξεργασίας, αναπροσαρμογής και κατανόησης της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς" έτσι που να μη μας σταθεί εμπόδιο στο δρόμο μας, μα ενισχυτής και βοηθός. Απ' την κληρονομιά αυτή πρέπει να πάρουμε αυτό που και σήμερα μέσα στις σύγχρονες συνθήκες διατηρεί κάποιαν αξία, νόημα, σημασία, μικρή είτε μεγάλη. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν μπορεί νάναι το κύριο και βασικό, μα μονάχα το δευτερεύον και βοηθητικό στο τωρινό μας ξετύλιγμα:<br /><br />«Και μονάχα όποιος μαζύ σας<br />δεν θα χάση τον εαυτό του<br />και θα κόψη μόνο απ' τα άνθια σας<br />για να στεφάνωση τα μαλλιά του<br />-μόνο εκείνος εδώ κάτου<br />στολισμένος θα τραβήξη σα γαμπρός,<br />θα τραβήξη στολισμένος με τη χάρη σας,<br />θα τραβήξη εμπρός!» (85)<br /><br />Απ' την πλούσια και κολοσιαία αρχαιοελληνική κληρονομιά (όπως κι απ' όλη την κληρονομιά του παλιού πολιτισμού, πού-ναι ο πρόδρομος κι ο φυσικός πατέρας όλης της κατοπινής πανανθρώπινης εξέλιξης και δημιουργίας), πρέπει να πάρουμε εκείνο, που στέκει επιστημονικά και βοηθάει στο παραπέρα ξεσήκωμα μας. Όλα τάλλα θέλουνε φυλάγοντας τα, βέβαια, σαν αρχαιολογικό θησαυρό και σαν κομμάτι άσβυστο της ιστορίας της ανθρωπότητας ξεκαθάρισμα και αποστράτευση από τη σημερινή ενεργό λαϊκή-κοινωνική δράση. Πόσο όμορφα το ξεκαθαρίζει αυτό ο ποιητής:<br /><br />«Οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι θα βοηθήσετε<br />των Εθνών τη στράτα,<br />μα οι Αθάνατοι κ' οι Ωραίοι δεν θα δώστε<br />πόδια στα έθνη και φτερά και νειάτα'<br />πόδια και φτερά είναι των εθνών,<br />τα^'τερά, τα πόδια και τα νειάτα"<br />οι Αθάνατοι κ' οι Ωραίοι θα βοηθήσετε<br />των Εθνών τη στράτα,<br />σαν τ' αστέρι πώχει σβυστεί<br />μα ορφανό το φως του ακόμα περπατάει<br />μέσ' στ' απέραντα κι αχνοφωτάει<br />τον ακούραστο νυχτοταξιδευτή...<br />Δεν φοβάμαι εγω από Τούρκο,<br />και τ' αρπάγια δεν με πιάνουν<br />της σκλαβιάς<br />ούτ' η Ελλάδα σας θαμπώνει με,<br />το λιβάνι δε με μέθυσε<br />καμιάς δόξας περασμένης<br />και λατρείας καμιάς.<br />Κάνα πάπυρο κι αν εύρω,<br />τόνε καίω για να πετύχω<br />ζέστα ή φως<br />... ... ... ... ... ....<br />Είτε μουσική είτε λάμψη<br />είστ" ενός χαμένου διάβα,<br />μια πνοή"<br />ω φαντάσματα πεντάμορφα<br />είμ' ο ακέραιος, είμ' η αλήθεια,<br />είμ' εγώ τα δυο τ' αχώριστα"<br />σάρκα και ψυχή!» (86-87).<br /><br />Πόσο θετικός και γερός προβάλλει εδώ ο ποιητής, που μ' όλες του τις δυνάμεις διακηρύχνει την προσήλωση του στη σημερινή αποστολή του λαού, στα σημερινά ανθρώπινα ιδανικά, στη ζωντανή πραγματικότητα που καίει τον πάπυρο για ν' αποχτήσει ζέστα και φως και που διαλαλεί στα πέρατα την πίστη του στα δυο τ' αχώριστα, τη σάρκα και την ψυχή, π ο ύ-ναι η αλήθεια! Και πόσο μικροί φαίνονται όλοι εκείνοι, εχθροί και «φίλοι», που μ' όλα τα μέσα βάλθηκαν να τόνε παραμορφώσουν για να μας τον παρουσιάσουνε δούλο σε ψεύτικα ιδανικά, που τόσο αυτός πολεμά και τσακίζει. Όμως ο ποιητής, πολύ περισσότερο απ' την αρχαιοελληνική κληρονομιά δε μπορεί ν' αγνοήσει το βυζαντινό μεσαιωνισμό, που για πιο αντιδραστική εκδήλωση του είχε τη φαναριώτικη παπαδοκρατία. <br />Το Βυζάντιο μας δίνει την εικόνα της πιο ολοκληρωτικής, θα μπορούσε να πει κανείς, κατάπτωσης πούχε να μας επιδείξει η ιστορία. <br />Και όμως, αυτούς που ούτε τον εαυτό τους δε μπόρεσαν να σώσουν, θέλουν να μας τους παρουσιάσουν σαν τους πρωτεργάτες της Αναγέννησης και σαν παράδειγμα, που εμείς σήμερα πρέπει ν' ακολουθήσουμε και να συνεχίσουμε. Αν πιστέψουμε σ' αυτό, τότε πρέπει μονάχα τη μοίρα μας να κλαίμε.<br /> Ο βυζαντινός φαναριωτισμός κατάστρεψε όσα μπόρεσε από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, γιατί βρισκόταν σε βασική αντίθεση μ' αυτόν και ήρθε και σ' ανοιχτή σύγκρουση μαζί του. Με τους μισθοφόρους του έπνιγε κ' εξόντωνε τα εκατομμύρια των αγροτών της αυτοκρατορίας και έφτασε, χάρις στην εσωτερική αναπότρεπτη σαπίλα και αποσύνθεση του, στην πιο εξευτελιστική κατάπτωση. Ώστε αυτουνού το παράδειγμα πρέπει ν' ακολουθήσουμε; Και όμως τίποτε το καλύτερο δεν έχει να μας υποδείξει ο πλουτοκρατικός νεοελληνικός σωβινισμός και οι θεωρητικές κορυφές του!<br /><br />Την κατάντια του Βυζάντιου στις παραμονές της άλωσης, μας τη ζωγραφίζει ανυπέρβλητα ο ποιητής (Λόγος πρώτος: Ο Ερχομός):<br />«Και ήταν οι καιροί που η Πόλη<br />πόρνη σε μετάνοιες ξενυχτούσε,<br />και τα χέρια της δεμένα τα κρατούσε,<br />και καρτέραγ' ένα μακελάρη.<br />... ... ... ...<br /><br />Και καρτέραγε τον Τούρκο να την πάρη» (35-36)<br />Την κατάρρευση του Βυζαντίου την προκάλεσαν οι ίδιοι οι άρχοντες του. Και ο ποιητής γι" αυτό δε θέλει ν' αφήσει αξεκαθάριστο το ζήτημα της σημασίας για μας τους νεοέλληνες της βυζαντινής κληρονομιάς, χριστιανικής και μη, που στα χέρια των πατριδοκάπηλων είναι το δεύτερο γερό ατού για την εξαπάτηση και υποδούλωση σήμερα του λαού. Αρνιέται και σ' αυτή το δικαίωμα της ζωής γιατί στέκει έξω από τη σημερινή καινούργια ζωή, το δικαίωμα να καθορίζονται απ' αυτήν και να εξαρτώνται απ' αυτήν οι σημερινοί μας δρόμοι (Λόγος έκτος: Γύρω σε μια φωτιά):<br /><br />Έλληνες χριστανομάχοι<br />και πολύθεοι, στερνολείψανα<br />διαλεχτά και μετρημένα,<br />και του Ναζωραίου εσείς πιστοί,<br />πλήθια από το ράσο οδηγημένα,<br />κράχτε, φωτοκαύτε κι αφορίστε,<br />όλοι ειδωλολάτρες είστε!<br />Και κανείς σας και κανείς,<br />και σοφίας κι αν είναι θάμα και τιμής,<br />απ" τον ήλιο της ζωής δεν τηνε παίρνει<br />την αχτίδα που το φως του φέρνει. (94)<br /><br />Και αποχτούνε επικαιρότητα τα λόγια του ποιητή στον καλόγερο (την παπαδοκρατία), που φαντάστηκε πως με τη φωτιά θα μπορούσε να εξοντώσει την αλήθεια, που σκόρπαγε και διάλυε τα ζοφερά σκοτάδια του:<br />Αναβε φωτιές, καλόγερε,<br />κάψε, κάψε, στα χαμένα καις"<br />απ' τη στάχτη της φωτιάς σου<br />της Ιδέας ο χρυσοαητός<br />τις φτερούγες του τεντώνει πιο πλατειές<br />προς τα ύψη, προς το φως. (95)<br />Δεν τον ικανοποιεί όμως τον ποιητή ούτε ο εθνικός (πολυθεϊστής) φιλόσοφος:<br />Κ' εσύ πλάθε και ξανάπλαθε, φιλόσοφε,<br />την πολύθεη τη λατρεία,<br />πάρε απ' τους αρχαίους τα ονόματα,<br />πάρε απ' τους Χαλδαίους τα μυστήρια<br />όλα σου τα πλάσματα, του κάκου!<br />Και το χτίσμα σου δεν είναι παρά μνήμα,<br />κι ας είναι άσπρο και μεγάλο και σεμνό.<br />Κι ότι απάνω του αργοσιέται<br />σάμπως να είναι ζωντανό,<br />ο ίσκιος είναι δέντρου ή βρυκολάκου. (95-96)<br /><br />Η σκέψη του Γύφτου-ποιητή και πάλι ξεπροβάλλει λαμπικαρισμένη και καθάρια. Τοποθετεί δίπλα το φιλόσοφο και τον καλόγερο εκπρόσωπο του βυζαντινού μεσαίωνα. Δεν τους παρουσιάζει σαν φίλους, μα σαν οχτρούς, όπως και είναι στην πραγματικότητα. Όμως ούτε ο ένας κάνει, ούτε ο άλλος. Αν τους τοποθετεί κοντά - κοντά, υπογραμμίζοντας τις αντιθέσεις τους, είναι για να τους κρίνει καλύτερα. Και η κρίση του καταδικάζει κι αποτελειώνει και τους δυο. Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος, ούτε και οι δυο μαζί, δε μπορούν να σταθούν σα ζωντανά σύμβολα και κοινωνικά κίνητρα στο νεοελληνικό ξετύλιγμα, όπως μας τους επέβαλε και θέλει να τους διατηρήσει η πλουτοκρατική αντίδραση, που, φυσικά, δεν καταλαβαίνει το τερατώδικο της προσπάθειας της να εμφανίσει σαν ένα ενιαίο και αρμονικό σύνολο το αρχαιοελληνικό θαύμα και το βυζαντινό μεσαιωνισμό, που αποτέλεσε, την απόλυτη άρνηση και ακατανοησία του πρώτου. Φυσικά, από μια τέτοια «παρά φύση» ένωση δεν μπορούσε παρά να ξεπροβάλει το νεοελληνικό αστοτσιφλικάδικο ιδεολογικό και πνευματικό τερατούργημα:<br /><br />Κάποιο αχνάρι κι αν ξανοίξης, ω καλόγερε,<br />που θυμίζει σου το διάβα κάποιου Ολύμπιου,<br />, κάποιον ήχο, σαν από Σειρήνα,<br />κι αν ακούσης, φοβερίζεις με την κόλαση*<br />και στ' αρχαία χαλάσματα κι αν ίσως<br />κρίνα ανθίσουν, ξερριζώνεις τα κ' εκείνα (96)<br />Μα και συ χριστιανομάχε αντάρτη,<br />τι αγωνίζεσαι με πείσμα να γυρίσης<br />την αγύριστη πασίχάρη λατρεία,<br />και καταφρονάς τα πάντα γύρω σου .<br />καί'με αρχαίους ρυθμούς υμνολογάς<br />τους θεούς σου και με απόκρυφα βιβλία;<br />Αγωνίζεσαι του κάκου. Άλλοι καιροί<br />κι άλλη γνώμη σ' άλλη γλώσσα μ' άλλα ονόματα, (97)<br /><br />Και οι δυο στέκουν έξω απο την πραγματικότητα μας, γι' αυτό και η κάθε δραστηριότητα που απευθύνεται στο ξαναζωντά-νεμα του παλιού και περασμένου δεν εκπροσωπεί παρά μονάχα την αντίδραση και την πισωδρόμηση. Για τον ποιητή όμως, με την άρνηση αυτών και των δυο, δε δημιουργείται αδιέξοδο. Βλέπει και δείχνει το σωστό δρόμο, βασισμένο στη ζωή:<br /><br />Θάρθει μέρα, και θα δώστε τα χέρια σας,<br />Εθνικοί και Γαλιλαίοι, ανοιχτομάτες,<br />ποτισμένοι το βοτάνι της ζωής<br />τα φαντάσματα θα δείτε σαν φαντάσματα<br />και θ' απλώσετε τα χέρια, απ' όσα ζουν<br />να κρατήσετε και σεις! (97)<br /><br />Βλέπουμε πόσο καθαρά δημιουργεί ο ποιητής την καινούργια θέση των αλληλοσυγκρουόμενων παλιών. Αρνείται και τα δυο και στη θέση τους τοποθετεί κάτι καινούργιο, ζωντανό. Οι «ανοιχτομάτες» λαϊκές μάζες συμφιλιώνονται, διώχνουν τα φαντάσματα και ποτίζονται από το βοτάνι της ζωής. <br />Έτσι θα μεγαλουργήσουν. Κι έτσι θα γκρεμοτσακίσουν και το αντιδραστικό αντιλαϊκό κατασκεύασμα που λέγει ότι η «μοίρα των Ελλήνων (ποιών Ελλήνων;) τόχει πάντα ν' αλληλοτρώγονται, ν' αλληλοσπαράζουνται και να χάνουνται». Η αλήθεια είναι ότι τον αλληλοσπαραγμό αυτόν πάντα, και πριν και τώρα, σ' όλους τους κοινωνικούς σχηματισμούς, που τους δίνουν τόνομα «Ελληνικοί», απ' την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, τόνε δημιούργησε και τον έθρεψε η αχορτασιά των λογής-λογής αφεντάδων-εκμεταλλευτών και ότι μονάχα πάνω σε μια λαϊκή αντιπλουτο-κρατική βάση μπορούν οι Εθνικοί και οι Γαλιλαίοι, δηλαδή ο λαός, να δώσουν τα χέρια και να δημιουργήσουν αδελφωμένα.<br />Ο ποιητής ξέρει πού υπάρχουν οι «ανοιχτομάτες» δημιουργοί των καινούργιων. Ξέρει πού να τους βρει:<br /><br />Κ' ηύρα στα θρακιώτικα βουνά<br />κι ηύρα στις κορφές της Ήπειρος<br />κι έθρεψα την πείνα μου τη λάμια<br />κι ηύρα σαν πρωτάρη ένα λαό,<br />και κυλούσε απ' τις κλεισούρες κι από τους ζυγούς<br />με τα φουσκωτά ποτάμια.<br />Δεν τα ξαίρει τα βιβλία, και είν' ακράταγος,<br />και τ' αγάλματα δεν έχει των πολύθων,<br />στα ταμπούρια τάχει τα σκολειά,<br />κι έχει γνώμη, κι έχει δύναμη και θέλει"<br />τα λεβέντικα τραγούδια του τα ζη<br />κι ο ίδιος είναι σαν αγάλματα θεϊκά (98-99)<br /><br />Σ' αυτό το λαό, που δημιούργησε το 1821 και που τα παιδιά του «θα πλάσουνε βασίλεια, του ήλιου ταίρια», πρώτ' απ' όλα σ' αυτόν έχει εμπιστοσύνη ο ποιητής και τον αντιπαραθέτει στους μεγαλόσχημους κοτζαμπάσηδες και φαναριώτες εκμεταλλευτές του<br />Και τους τρέμουνε των κάμπων οι κιοτήδες,<br />και με ονόματα τους κράζουν πονηρά<br />κλέφτες κι απελάτες και προδότες,<br />τους μισούν οι βασιλιάδες, κι όλοι οι τύραννοι,<br />κ' είναι, μέσα στους σκυφτούς, τα παληκάρια,<br />κ' είναι, μέσ' στους κοιμισμένους, οι στρατιώτες.<br />... ... ... ...<br />Ό,τι πολεμάτε για ν' αδράξετε<br />μ' ενός άδειου λόγου ορμή,<br />το ζητάνε αυτοί με τ' άρματα στα χέρια,<br />και δε σκύβουνε γυρτούς βωμούς να ορθώσουν,<br />κ' είναι σαν πατέρες των παιδιών<br />. που θα πλάσουνε βασίλεια, του ήλιου ταίρια. (99)<br />Μέσα στο λαό αυτό ο ποιητής ξεχωρίζει τις φατρίες των αφεντάδων που θα τους σαρώσει ο βουνίσιος, ο ζωντανός λαϊκός σίφουνας:<br />Πολεμάτε, θα περάσετε γοργά,<br />ζωντανόνεκροι, πόλύθεοι, χριστιανοί,<br />των ειδώλίίν ω προσκυνητάδες,<br />από σπάρτα ευωδιαστές κι απ' αγριοθύμαρα<br />θα φυσήξουν οι βουνίσιες οι πνοές<br />και θα σβύσουν οι ευκολόσβυστες λαμπάδες (99-100)<br />------------------------------<br />Ως εδώ η ανάλυση του «Δωδεκάλογου του Γύφτου» αποβλέπει στο ν' αποδείξει με ατράνταχη πειστικότητα γι' αυτό και κάνουμε κατάχρηση από παραθέσεις του κειμένου ότι ο ποιητής και με τα δυο του πόδια στέκεται στέρεα στο χώμα της σημερινής ζωντανής πραγματικότητας, ότι αρνιέται και χτυπά αλύπητα τα φαντάσματα του παρελθόντος κι ότι πιστεύει βαθιά κ' αδιάσειστα πως το εργαζόμενο έθνος, μονάχα όταν στηριχθεί στις ίδιες του δυνάμεις και στα πραγματικά συγκεκριμένα και ζωντανά δεδομένα της τωρινής του εξέλιξης, θα μπορέσει να τραβήξει μπροστά και να πλάσει «βασίλεια, του ήλιου ταίρια». Όλα όσα του αντιστέκουνται στο πέρασμα του αυτό, ο ποιητής τα γκρεμίζει και χτυπά αμείλιχτα την κάθε αντίδραση και πισωδρόμηση. <br />Για να γενικέψουμε το συμπέρασμα μας αυτό και για να το επεκτείνουμε στο σύνολο των φιλοσοφικών και κοινωνικοϊστορικών πεποιθήσεων και κατευθύνσεων του ποιητή, όπως τουλάχιστον αναπτύσσονται στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου», θα επιμείνουμε λίγο ακόμα στο σημείο αυτό. Με κάνενα τρόπο δε θέλει ο ποιητής να ξεκολλήσει απ' το χώμα της ζωντανής πραγματικότητας. Βρίσκει πολλούς τρόπους να το διακηρύξει αυτό (Λόγος όγδοος: Προφητικός):<br /><br />Και θαρθή μια μέρα, μαύρη μέρα<br />κ' η ψυχή σου, ω πολιτεία,<br />θα κατασταλάξη πέρα, πέρα<br />στην καμαρωμένη γη,<br />στου ήλιου τη χαρά, στ' Απρίλη τον αέρα (138)<br /><br />Το δημιουργικό-μαγικό βιολί του, το παίρνει κι αυτό απ' τη γη, γιατί φυτρώνει απ' αυτή και απ' αυτή παίρνει τη δύναμη του (Λόγος ένατος: Το Βιολί):<br />κάτι αγναντεύω κατά γης, μισοθαμένο μέσ' στο χώμα, και που ξμύτιζε απ' το χώμα, σκύβω και βρίσκω ένα βιολί, (145)<br />Όλα όσα χτίζει και δημιουργεί, όλα τα στηρίζει στο ίδιο ακατάλυτο θεμέλιο (Λόγος ενδέκατος: Το παραμύθι του αδάκρυτου):<br /><br />Στης καλής μου τα σπλάχνα σαλεύει<br />μιας χιλιόζωης ο σπόρος ζωής.<br />Είμαι η σάλπιγγα εγώ μιας ανάστασης,<br />κ' είμαι η σκάλα που αρχίζει από τη γης. (181)<br />Απ' την ίδια πηγή αντλεί ο ποιητής όλη τη δύναμη του (Λόγος δωδέκατος: Κόσμος):<br />Μέσ' στης Γης τα σπλάχνα οι ρίζες μας<br />τον αδρό χυμό τον παίρνουν<br />ίσια ολόισ' απ' τα μαστάρια<br />της Μητέρας Γης, και φέρνουν<br />ίσια προς εμάς τα λόγια της-<br />κι όσα θα σου πούμε εμείς<br />είναι μοίρα κ' ιστορία<br />και παράδοση της γης. (185)<br /><br />Και μονάχα στη γη και στη φύση μπορεί να σταθεί μια (σύμφωνα πάντα με τον ποιητή-Γύφτο) πραγματική κι αληθινή κι επιστημονική δημιουργία. Όποιος της γκρεμίζει τον ψεύτικο «Όλυμπο» των-.αρχαίων θεών και φωνάζει «Γιούχα Όλυμποι απ' αχνούς!» και στη θέση του υψώνει το δεύτερο Όλυμπο (τη Φύση) και τρίτον Όλυμπο (την Επιστήμη) και από το ταίριασμα, τον αρραβώνα αυτόν «της καρδιάς σου και του νου σου» (της Επιστήμης), «με τα πάντα της ζωής» (της Φύσης) θα βρεις, άνθρωπε, την αλήθεια. Με μιαν υπέροχη διαύγεια και ακατανίκητη δύναμη στερεώνει εδώ ο ποιητής το μοναδικό δυνατό βάθρο για μια πανανθρώπινη πρόοδο και μεγαλουργία για τη ζωή, πούναι το μόνο «όνειρο»:<br /><br />Κι έμαθε της γης το μάθημα,<br />κι έσβυσε ο παλιός καϋμός.<br />Όλυμπου δεύτερου πλάστης<br />έγινε και λειτουργός.<br />Μια είν' η Φύση, με όσα ονόματα!<br />Πάει του πρώτου Όλυμπου η νειότη-<br />με το δεύτερο πιο απάνου,<br />πιο αξεχώριστη η θεότη.<br />... ... ... <br />Πέρα, απάνου από τα όνειρα<br />το βιολί σου μας τραβά-<br />με τη μάνα Γη μας δένουν<br />βαθιά οι ρίζες μας, βαθιά.<br />Και παράτησε τα ονείρατα,<br />γύρε, βάλε αυτί στη Φύση,<br />παραμάντεμα το ρόδο,<br />Σίβυλλα το κυπαρίσσι!<br />Σκληρά χτύπα την τη χίμαιρα,<br />τ' όνειρο είν' η ζωή"<br />στο βιολί σου ας αρμονίσει<br />την αλήθεια η μουσική.<br />Πού είν* η αλήθεια; μην πλανάν εσέ<br />βαθιονόητα λόγια τάχα"<br />την πηγή της δεν την βρίσκεις<br />μέσα σου, Ανθρωπε, μονάχα.<br />Θα τη βρης παντού στο ταίριασμα<br />ω αρραβώνας λυτρωτής<br />της καρδιάς σου και του νου σου<br />με τα πάντα της ζωής.<br />Ύψωσες τον τρίτο εσύ Όλυμπο,<br />βάλε εκεί την επιστήμη,<br />μόνη υπάρχει, αγέλαστη είναι!<br />Ποιο χαμόγελο, ποιο ασήμι,<br />ποιο χρυσάφι σαν την όψη της;<br />Γιούχα Όλυμπε απ' αχνούς (186-188)<br />---<br />Συνοψίζοντας εδώ τη μέχρι τώρα ανάλυση, μπορούμε δίχως κανένα δισταγμό να καταλήξουμε στο πρώτο μας βασικό συμπέρασμα σχετικά με την παλαμική δημιουργία. Όπως μας εμφανίζεται απ' το πιο ολοκληρωμένο, και το πιο θεμελιακό έργο του, το «Δωδεκάλογο του Γύφτου», φιλοσοφία του Παλαμά, νυστέρι που ανατομεί και εξετάζει την ιστορία και την κοινωνία, είναι η υλιστική αντίληψη, ο υλισμός. Βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στα δεδομένα που του δίνει η αντικειμενική πραγματικότητα, αποκρούει κάθε στοιχείο υπερφυσικό, που στέκεται έξω από την πραγματικότητα, κάθε ιδεαλισμό. Βάζει τη φύση πάνω απ' όλα, σαν αρχή για όλα και δέχεται τη διαλεχτική ενότητα της ύλης και του πνεύματος.<br /><br />«Είμ' εγώ τα δυο τ' αχώριστα,<br />σάρκα και ψυχή»! (87)<br />«Μια είν' η φύση μ' όσα ονόματα»! (186)<br />Την αλήθεια άνθρωπε:<br />«Θα τη βρης παντού στο ταίριασμα<br />της καρδιάς σου και του νου σου<br />με τα πάντα της ζωής». (188)<br /><br />Η υλιστική κοσμοθεωρία του Παλαμά, έτσι όπως ξεπηδάει καθαρή και ξάστερη απ' το «Δωδεκάλογο του Γύφτου», δεν επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση. Έτσι μονάχα μπορούμε να εξηγήσουμε και τη δύναμη του έργου του αυτού. Βέβαια το έργο του Παλαμά, που αναλύσαμε εδώ, δεν είναι δοκίμιο φιλοσοφικό μα ποίημα. Ούτε ο Παλαμάς είναι φιλόσοφος τόσο, όσο είναι ποιητής. Γι* αυτό και δε μπορούμε να ζητάμε εδώ απ' αυτόν ολοκληρωμένη και με πλέρια συνέπεια υλιστική κοσμοαντίληψη. Ακόμα θα μπορούσε κανένας να ξεχωρίσει και να τονίσει έναν αυθορμητισμό και μια ακατασταλασιά στο φιλοσοφικό νόημα του «Δωδεκάλογου του Γύφτου». <br />Αυτό όμως δε μας εμποδίζει διόλου να δούμε ποιο είναι βασικά το φιλοσοφικό του σύστημα, να καθορίσουμε τη φιλοσοφική του συνείδηση με τα στοιχεία που ο ίδιος μας δίνει. Και η τέτια αποκατάσταση είναι η κυριολεξία του Παλαμά, τουλάχιστον όπως μας εμφανίζεται απ' το «Δωδεκάλογο του Γύφτου», έχει τεράστια κοινωνική σημασία, γιατί εξοπλίζει το λαό στους αγώνες του και κάνει τον Παλαμά, το μεγαλύτερο σύγχρονο ποιητή μας, όχι στυλοβάτη της αντίδρασης, μα σύμμαχο του εργαζόμενου έθνους, που με το έργο του δείχνει το δρόμο της απολύτρωσης από την ιδεολογική δουλεία στην αρχαιοκαπηλεία, τα βυζαντινά σκοτάδια και το μεγαλοϊδεάτικο σωβινισμό που αποτελεί βασικό συστατικό στο όλο έργο της πλουτοκρατικής οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής υποδούλωσης του και του εθνικού εξευτελισμού του. Με το έργο του αυτό ο Παλαμάς αποχτάει υψηλούς τίτλους λαϊκότητας, που τίποτα δε μπορεί να σβήσει είτε να λερώσει.<br />---<br />Δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό της παλαμικής δημιουργίας, όπως ξεφανερώνεται στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου», που αναλύουμε εδώ, είναι ότι ο ποιητής δε δένεται πουθενά, όλα τα βλέπει στην κίνηση τους, στο γέννημα τους, στο ωρίμασμά τους και το χαμό τους, πάντα στο παλιό βλέπει το σπόρο του καινούργιου, τίποτε δεν είναι ικανό να τόνε κρατήσει προσηλωμένο μοιρολατρικά στο παρελθόν, στο θάνατο και στο χαμό βλέπει την αρχή μιας καινούργιας ζωής. Στο ξετύλιγμα της φύσης και της κοινωνίας δε δέχεται φραγμούς, γιατί ξέρει πως κάθε εμπόδιο, όσο στερεό και καλοφτιαγμένο κι αν είναι, στο τέλος θα παραμεριστεί και θα γκρεμιστεί, για να παραχωρήσει τη θέση του στις καινούργιες δυνάμεις, που ξεπροβάλλουν και καταχτούν με την ορμή τους το δικαίωμα και τη θέση τους στη ζωή.<br /><br /> Η μεθοδολογία του Παλαμά στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» είναι διαλεχτική. Υλιστική βάση και διαλεχτική μέθοδο, αυτή είναι η ακατανίκητη δύναμη του ποιητή, που του επιτρέπει τόσο σταθερά και θαραλέα να ξεκαθαρίζει επιστημονικά το παρελθόν, να νιώθει βαθιά το παρόν και να καθορίζει τους μελλοντικούς δρόμους της λαϊκής εξέλιξης. Αυτό κάνει τον Παλαμά του «Δωδεκάλογου του Γύφτου» ένα από τα πιο φωτισμένα μυαλά του τόπου μας και όχι μονάχα «ποιητή του πάθους», ρομαντικό κ.λπ., όπως τόνε θέλει η κριτική της αντίδρασης, που με όλα τα μέσα πάει να σκεπάσει και να κρύψει την κοινωνική και φιλοσοφική πλευρά του έργου του, που είναι και η πιο σημαντική και η πιο πολύτιμη για το λαό. Στην ανάλυση του δεύτερου αυτού βασικού χαρακτηριστικού θα προχωρήσουμε τώρα, εξακολουθώντας να κάνουμε «κατάχρηση» παραθέσεων και καταφεύγοντας και σε επαναλήψεις ακόμα, όταν χρειάζεται.<br />Ο ποιητής τραβά λεύτερα στο δρόμο του και τον προορισμό του. (Λόγος Πρώτος: Ο ερχομός):<br /><br />Ούτε σπίτια, ούτε καλύβια<br />δε σου πόδισαν ποτέ,<br />δε σου κάρφωσαν το δρόμο<br />τον παντοτινό, τον ανεμπόδιστο, (39)<br />Τίποτα, πουθενά δεν τον κρατά καρφωμένο και ταξιδεύει σ' ένα ατέλειωτο πέλαγο, τη Φύση:<br />Και δεν είναι ο Γύφτος του σπιτιού ραγιάς,<br />και το σπίτι έχει φτερούγια σαν εμάς,<br />και το σπίτι ακολουθάει,<br />και είν' αυτό πιστό,<br />στον αφέντη, όχι εκείνος προς αυτό...<br />Κ' εγώ λέω σ' εσάς ανάμεσα,<br />στους ξεχωριστούς ξεχωριστός:<br />ούτε σπίτια, ούτε καλύβια, ούτε τσαντήρια"<br />στο μεγάλο αφεντοπάλατο της πλάσης<br />μια μονάκριβη σκεπή μου° ο ουρανός! (40)<br /><br />Καθαρά ξεχωρίζει ο ποιητής έναν από τους βασικούς νόμους της εξέλιξης στη φύση και την κοινωνία, το νόμο της ενότητας των αντιθέσεων, που από τη σύγκρουση τους αποκαταστιέται κάθε φορά και πάλι η ενότητα τους σε μια ανώτερη βαθμίδα και με διαφορετικό τώρα περιεχόμενο:<br /><br />Κ' έτσι στα πανάλαφρα,<br />στα πανύψηλα έτσι εγώ ήμουν,<br />μέσα στους ξεχωριστούς<br />ο ξεχωριστός εγώ ήμουν,<br />όλα μέσα μου τα νειάτα<br />κι όλα τα γεράματα<br />και τους σπόρους και τις μήτρες<br />κλειώντας αξεχώριστα! (41)<br />Τον ίδιο νόμο τόνε ξεχωρίζει ο ποιητής με άλλα λόγια και σε διαφορετικά μέρη:<br />«Μέσ' στο νέο κορμί μου ολάσβυστη<br />η παντοτινή ψυχή μου ανάβει» (44)<br />... ...<br />Είμ' εγώ τα δυο τ' αχώριστα,<br />σάρκα και ψυχή! (87)<br />Και σ' άλλο μέρος λέει ο ποιητής στον άνθρωπο, όπως το ξανάδαμε πιο πάνω, ότι την Αλήθεια:<br />Θα τη βρης παντού στο ταίριασμα<br />ω αρραβώνας λυτρωτής!<br />της καρδιάς σου και του νου σου<br />με τα πάντα της ζωής. (188)<br />Είναι λοιπόν ολοφάνερο ότι ο ποιητής παραδέχεται την ενότητα αυτή των αντιθέσεων (σάρκας και ψυχής, πνεύματος και ύλης), ότι η παντοτινή ψυχή του (η ύλη) αναδημιουργιέται πάντα κατά ένα καινούργιο τρόπο, και ότι η ενότητα αυτή δίνει κάθε φορά την αλήθεια, που καταχτά ο άνθρωπος με τους ποικιλόμορφους αγώνες του.<br />Η αδιάκοπη αυτή κίνηση πάλη φύσης και κοινωνίας γεννάει πάντα (Λόγος τρίτος: Αγάπη):<br /><br />τ'αψεγάδιαστα παιδιά,<br />που όμοια τους θα σπείρουν κι άλλα,<br />κι ότι γύρω τους αχνό,<br />άρρωστο, άσκημο, θα ρέψη<br />στον αφανισμό (61-62)<br />Και στην κίνηση αυτή ο Γύφτος-ποιητής δε δέχεται κανένα φραγμό (Λόγος τέταρτος: Ο θάνατος των θεών):<br />Τέλους κανενός, καμμιάς αρχής<br />τη δική μου γνώμη φράχτης δεν ορίζει... (68)<br /><br />Ο κόσμος είναι όλο κίνηση, πάλη, ζωή, που δε σταματά ποτέ και δεν αναγνωρίζει καμιά απόλυτη και αμετάβλητη αξία. Αυτό που πάλιωσε κ' έχασε την επαφή του με την ολοένα μεταβαλλόμενη πραγματικότητα, αυτό είναι καταδικασμένο στο χαμό και μαζί του ο καθένας που συνδέει την τύχη του μ' αυτό (Λόγος πέμπτος: Ο θάνατος των Αρχαίων):<br />«Θα περάσετε από πάνου<br />απ' τη θάλασσα του κόσμου<br />σαν πνοή μαλακώτατου μαΐστρου,<br />που το πλάθει ως ναι το κύμα<br />κάνοντας το μιας παρθένας<br />λυγερή κορμί.<br />Μα στη θάλασσα του κόσμου,<br />κ' ύστερ' από σας, και πάντα,<br />σαν εχτές<br />και σαν τώρα, θα ξεσπάνε,<br />θα φιλιούνται, και θα μάχονται<br />κι άλλοι χίλιοι ανέμοι, χίλιες<br />. μπόρες και χιονιές.<br />Μα στη θάλασσα του κόσμου<br />ξανά ο Μάης που σας γέννησε<br />δε θαρθή.<br />Αύρες είστε διαβατάρικες"<br />την αιώνια πολυτάραχη,<br />σαν και πρώτα, θα τη δέρνη<br />κάθε ανεμική.<br />Τι κι αν είστε εσείς αθάνατοι;<br />Τη ζωή την ολοζώντανη<br />μια φορά<br />την εζήσατε σαν πλάσματα<br />με τ' ακέρια σας κορμιά<br />στης μακαρισμένης της πατρίδας σας<br />τον αέρα και τον ήλιο"<br />άλλος αέρας τώρα κι άλλος ήλιος<br />για σας πια" και ποτέ πια<br />δε θα ξαναζείστε τη ζωή σας, ξωτικά!<br />Και καρδιές και πολιτείες<br />από σας ξανανθισμένες<br />και σκυφτές<br />μπρος σε σας κ' ελληνολάτρισσες,<br />και ίσκιοι μιας Ελλάδας και είδωλα<br />μα η Ελλάδα μια, κι αγύριστη-<br />πάει, και να την κλαις!<br />Κι όποιος δούλος σας θα γίνη<br />και σας πάρη καταπόδι,<br />ή ένας μόνος, ή όλο γένος,<br />θα σβυστή με σας.<br />Και μονάχα όποιος μαζύ σας<br />δε θα χάση τον εαυτό του<br />και θα κόψη μόνο απ' τα άνθια σας<br />για να στεφάνωση τα μαλλιά του,<br />μόνο εκείνος εδώ κάτου<br />στολισμένος θα τραβήξη σα γαμπρός,<br />θα τραβήξη, στολισμένος με τη χάρη σας<br />θα τραβήξη εμπρός!<br />Μάθε" η προκοπή δεν είναι για τους δούλους,<br />κι όσο θένε οι δούλοι αφέντη ας έχουν τα<br />ον αφέντη κάθε πλούτου κι ομορφιάς<br />μάθε" η προκοπή για τους ελεύτερους,<br />για μας!<br />Σαν κ' εμάς τους γύφτους θα διαβήτε,<br />σπέρνοντας το σπόρο των ελεύτερων,<br />και την καταφρόνια της σκλαβιάς,<br />όποιας, μ' όποιον όνομα σκλαβιάς"<br />κι έτσι κι από σας θα νάρθη ο κόσμος<br />πιο κοντά σε μας. (83-85)<br /><br />Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς, ότι θα μπορέσει μέσα σε άλλους έτσι καλοδουλεμένους στίχους να βρει εκφρασμένη με τέτια καθαρότητα και δύναμη μια από τις πιο θεμελιακές αλήθειες που κυβερνάν και κινάν τον κόσμο. «Τα πάντα ρει», αυτή τη βασική αλήθεια του Ηράκλειτου την ξεδιπλώνει πλέρια ο ποιητής. Και το πιο ανώτερο δημιούργημα της ανθρωπότητας είναι συνδεμένο και εξαρτημένο από την εποχή και τις συνθήκες που το γέννησαν, ωσότου έρθει η στιγμή να συγκρουσθεί με τη μεταβαλλόμενη γύρω του πραγματικότητα και να χάσει την επικαιρότητα του, δηλαδή τη δύναμη του.<br /><br /> Τότε πια, χωρίς να χάσει τη θέση του και την αξία του, πρέπει να παραχωρήσει τη σειρά του στο καινούργιο που γεννιέται μέσα στο παλιό και αναπτύσσεται μέσα στις καινούργιες συνθήκες. Μπορεί νάσαι: «ο Αθάνατος κι ο Ωραίος», μα «στη θάλασσα του κόσμου», που η σύγκρουση των αντιθέσεων την κινά μπροστά, γεννώντας πάντα το καινούργιο, ζωντανό και βιώσιμο στον κόσμο όπου «πάντα σαν εχτές και σαν τώρα, <br />ξ ε σ π ά ν ε, φ ι λ ι ο ύ ν τ α ι κ α ι μ ά χ ω ν τ α ι χίλιοι άνεμοι, χίλιες μπόρες και χιονιές», αυτού «ο Μάης που σας γέννησε δε θα ξαναρθή». Τώρα έχουμε καινούργιο αέρα και καινούργιο ήλιο. «Ξωτικό, τη ζωή σου την ολοζώντανη την έζησες σαν πλάσμα μονάχα μια φορά και ποτέ πια δε θα την ξάναζήσεις». Η αρχαία Ελλάδα «μια κι αγύριστη και να την κλαις». Και μονάχα εκείνος που δε θα γίνει δούλος σου, μα θα χωνέψει δημιουργικά τις αλήθειες σου, μονάχα αυτός θα τραβήξει μπροστά. Κάθε άλλος, είτε άτομο είναι είτε ολόκληρο έθνος, αν κάνουν τ' αντίθετο και δεθούν μαζί σου, θα χαθούν. Γιατί η προκοπή δεν είναι για τους ανίκανους να δημιουργήσουν κάτι το καινούργιο και το ανώτερο, δεν είναι για κείνους που καταφεύγουν πάντα κάτω από τη σκέπη των περασμένων και φωτίζονται από το φως τους. Κι εσύ, Αθάνατε κι Ωραίε, χτυπώντας τη σκλαβιά όπου τήνε βρεις, σπέρνε πάντα το σπόρο της Λευτεριάς για να φέρνεις έτσι τον κόσμο πιο κοντά σε μας. Μονάχα μια τέτια αποστολή μπορεί και σήμερα νάχει αξία, νόημα και ευγένεια.<br /><br />Στους πιο πάνω στίχους ο Παλαμάς ξεκαθαρίζει ένα από τα πρωταρχικά νεοελληνικά ζητήματα και δίνει καθάρια προσταγή στο εργαζόμενο έθνος, το μόνο που μπορεί να την ακούσει, να τη δεχτεί και να την πραγματοποιήσει. Από το παλιό πάρε αυτό που σε ωφελεί και σου χρειάζεται και δεν είναι αυτό ούτε μικρό ούτε ασήμαντο. Μα η ζωή σου και το μέλλον σου εξαρτιούνται από το καινούργιο, που θα δημιουργήσεις εσύ. Αν γίνεις δούλος του νεκρού παρελθόντος, θα σβηστείς κι εσύ. Πατώντας στέρια το χώμα που σε γέννησε και υπολογίζοντας πρώτ' απ' όλα στη δουλιά σου και στα βάσιμα, ζωντανά και θετικά στοιχεία που διαθέτεις, τράβα θαρραλέα μπροστά, τσακίζοντας αποφασιστικά κι αδίσταχτα όλους όσοι θέλουν να σε αλυσοδέσουν με τα παλιά, γιατί το συμφέρον τους είναι να σε κρατούν στις προλήψεις και στα σκοτάδια για να σε έχουν υποχείριο και δούλο τους. <br />Γενικό χαρακτηριστικό της κοινωνικής αντίδρασης και πισωδρόμησης σ' όλους τους περασμένους και τους σημερινούς κοινωνικούς σχηματισμούς και με οποιαδήποτε μορφή κι αν παρουσιαστήκανε, είναι η ανικανότητα τους να δόσουνε κάτι το καινούργιο και το ανώτερο, να ξεσηκώσουν το λαό και την κοινωνία σε μια πιο ψηλή βαθμίδα υλικού και πνευματικού πολιτισμού. Πάντα για λάβαρο της η αντίδραση σηκώνει παλιά και ξεθωριασμένα ιδανικά, την υποταγή και την επιστροφή στο παρελθόν, γιατί μονάχα έτσι μπορεί να συνεχίσει την εγκληματική δράση της. <br />Γι* αυτό, το διαλεχτικό κοινωνικό ξε-τύλιγμα, που βασίζεται πάνω στο νόμο ότι το παλιό γεννάει το καινούργιο, μα μονάχα ο χαμός του παλιού ελευθερώνει το δρόμο για το ξεπέταγμα και το άνδρωμα του καινούργιου, απαιτεί πάντα τη συντριβή της αντίδρασης αυτής για να ελευθερωθεί ο δρόμος της πορείας προς τα μπρος. Χωρίς καμιά υπερβολή μπορούμε να πούμε, ότι σ' αυτό το πρόβλημα κλείνεται η πιο μεγάλη αξία της παλαμικής δημιουργίας, όπως φανερώνεται στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου».<br />**<br />Θα μπορούσαμε να αρκεστούμε στα πιο πάνω, που εξαντλούν και στερεώνουν πέρα για πέρα τη θέση, ότι το διαλεχτικό όπλο κρατάει στα χέρια του ο Γύφτος όταν προχωρεί στις ιστορικές του αναλύσεις και διαπιστώσεις. Μα ο ποιητής στο έργο του μας αποκαλύπτει και άλλες πλευρές της διαλεχτικής του μεθόδου, που πρέπει να προσέξουμε για να μπορέσουμε έτσι να ολοκληρώσουμε και να καθορίσουμε όσο χωράει περισσότερο την εικόνα μας.<br />Μέσα στο χαμό και την καταστροφή ο Παλαμάς πάντα βλέπει το σπόρο για ένα καινούργιο αναπότρεπτο ξεκίνημα. Ο καλόγερος θέλησε το καινούργιο αυτό να το ξολοθρέψει με τη φωτιά (βλ. λ.χ. όλη τη σκοτεινιά του Μεσαίωνα) για να διατηρήσει τα παλιά. Όμως το γέννημα, το μέστωμα, το θρίαμβο του καινούργιου, που χαλά το παλιό, καμιά δύναμη δε μπορεί να σταματήσει, γι* αυτό και ο ποιητής φωνάζει του καλόγερου:<br /><br />κάψε, κάψε, στα χαμένα καις"<br />απ' τη στάχτη της φωτιάς σου<br />της Ιδέας ο χρυσαετός<br />τις φτερούγες του τεντώνει τις πλατειές<br />προς τα ύψη, προς το φως. (95)<br />Στον καθένα που επιχειρεί παρόμοιο έργο, η ίδια φωνή απαντά:<br />Αγωνίζεσαι του κάκου. "Αλλοι καιροί<br />κι άλλη γνώμη σ' άλλη γλώσσα μ' άλλα ονόματα, (97)<br /><br />Χωρίς κανένα δισταγμό ο ποιητής διακηρύχνει την πίστη του και την αλληλεγγύη του με τους χαλαστές-δημιουργούς:<br />Κι έτσι απάρνητής με το περίγελο,<br />κι έτσι χαλαστής με τη βλαστήμια,<br />κι έτσι ενός θειαφότοπου μια λάβα,<br />το δροσό μιας πίστης νοιώθω μέσα μου,<br />κι ονειρεύτηκα να ζήσω στο πλευρό της. (100)<br /><br />Η δημιουργικότητα του ποιητή, ζωντανή και πλούσια, κινιέται μέσα σε μιαν άμεση επαφή με το παρελθόν και το μέλλον, δεν ξεχωρίζεται σε κάτι το στατικό και το μεταφυσικό, μα βρίσκεται πάντα σε δράση, μέσα της κλείνει και την άρνηση του παρελθόντος που τήνε γέννησε και το γέννημα του μέλλοντος που θα τήνε καταστρέψει κι αυτήν, που η ίδια τώρα είναι πραγματικότητα, τη ζωή. Πουθενά δεν καρφώνεται, πάντα προχωρεί μπροστά, γιατί αυτό θα πει ζωή και δημιουργία, πέφτει χαμηλά και ταπεινώνεται, μα πάντα ξανασηκώνεται και τραβά προς τους μεγάλους δρόμους (Λόγος Έβδομος: Το πανηγύρι της Κακάβας):<br /><br />Μέσα μου ο θυμός είναι σαν όρνιο,<br />και σα θάλασσα είναι ο λογισμός"<br />δεν κρατιέται μέσα μου ένας κόσμος<br />, απ' των περασμένων τα όνειρα<br />κι από του μελλούμενου τα οράματα<br />μεστός κόσμος μυστικός. (114)<br />..<br />δουλέψτε τον ξανά τον κόσμο στη φωτιά,<br />και τα καλά του ξανανθίστε και τα κρίματα,<br />χτυπώντας τον, με το σφυρί και με το αμόνι,<br />...<br />Ποιος είσαι που μας σπρώχνεις προς το κάρφωμα<br />που ανάξιους θα μας έκανε να πίνουμε,<br />καθώς τώρα τον πίνουμε, τον ήλιο;<br />Η κούπα μας κρατιέται πάντα ολόγιομη<br />κι αν έχουμε πατρίδα, φτάνει αυτή ως εκεί<br />που φτάνει και του ήλιου το βασίλειο (115-116)<br />...<br />Μας ταπείνωσαν όλες οι ταπείνωσες"<br />με την απόφαση την ήσυχη του ανέλπιδου<br />ρουφήσαμε όλους τους καημούς κι όλους τους τρόμους,<br />στη χώρα που όλες οι ζωές σα φυτρωμένες,<br />φτερό την κάμαμε τη ρίζα μας, και φύγαμε<br />μακριά στα ολάνοιχτα προς τους μεγάλους δρόμους (117-118)<br />Και δεν παραδέχεται ο ποιητής κανένα άλλο νόμο έξω από το νόμο της αιώνιας κίνησης και προόδου:<br />Ο Νόμος, όταν απ' τη γνώμη του σοφού<br />δε δίνεται σαν κάτι τι θεόσταλτο,<br />στράγγουλιστής και πνίχτης είν' ο νόμος"<br />πνοή του νόμου που τα πάντα κυβερνά,<br />μέσα μας είν' εμάς ο νόμος αητομάτης"<br />Νόμος εμάς, νυχτοήμερα και πάντα, ο δρόμος. (116)<br /><br />Παραπέρα ο ποιητής γίνεται πιο συγκεκριμένος και μιλά για το νεοελληνικό δρόμο: τόνε τρώει ο εθνικός καημός, με το εθνικό κατάντημα, τους τόσους εξευτελισμούς και την τόση κατάπτωση. Μα το στέριο πλάσιμο της ζωντανής πραγματικότητας και η ζωντανή διαλεχτική ανάλυση των γεγονότων του επιτρέπουν να κρατά το σφυγμό του εθνικού νεοελληνικού ξετυλίγματος, και να τόνε προσδιορίζει σωστά. Δεν τόνε τρομάζει το πέσιμο, όσο μεγάλο κι αν είναι, γιατί το πέσιμο αυτό κλείνει μέσα το αντιθεσιακό πέρασμα σε μια καινούργια άνοδο και ξεκίνημα. Η ποσοτική ολοκλήρωση της κατάπτωσης διαλεχτικά φέρνει σε μια ποιοτική μεταβολή, πούναι και το ξεκίνημα για την καινούργια ανόρθωση. Του ποιητή δεν του μένει γι' αυτό καμιά αμφιβολία γιατί βλέπει καθαρά το ιστορικό ξετύλιγμα και έτσι βρίσκει όλη τη χρειαζούμενη διαύγεια για να μας μεταδόσει με θαυμάσιους στίχους όλο τον παλμό της ατράνταχτης πεποίθησης του στο μέλλον του εργαζόμενου έθνους (Λόγος Έβδομος: Το Πανηγύρι της Κακαβάς):<br /><br />Κι αν πέσαμε σε πέσιμο πρωτάκουστο<br />και σε γκρεμό κατρακυλήσαμε<br />που πιο βαθύ καμμιά φυλή δεν είδε ως τώρα,<br />είναι γιατί με των καιρών το πλήρωμα<br />όμοια βαθύ έν' ανέβασμα μας μέλλεται<br />προς ύψη ουρανοφόρα (119)<br />(Λόγος Όγδοος: Προφητικός):<br />Και θ' ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,<br />θα γδυθής της αμαρτίας το ντύμα,<br />και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή<br />θα σαλέψης σαν τη χλόη, σαν το πουλί,<br />σαν τον κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα<br />και μη έχοντας πιο κάτω άλλο σκαλί,<br />να κατρακυλήσης πιο βαθιά,<br />στου Κακού τη σκάλα,<br />για τ' ανέβασμα ξανά που σε καλεί<br />θα αισθανθής να σου φυτρώνουν, ω χαρά!<br />τα φτερά, τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα! (140)<br /><br />Η οξύτητα και η δύναμη της διαλεχτικής σκέψης του ποιητή που δεν είναι αυθαίρετο δικό του δημιούργημα, μα αντανακλά μονάχα το πραγματικό ξετύλιγμα στη φύση και στην κοινωνία είναι στ' αλήθεια εξαιρετική. Για να μην αφήσει κα-μιάν αμφιβολία για τη σχέση του παλιού με το καινούργιο, που τώρα ζει και που η αντίδραση θέλει να το εξοντώσει για χάρη του παλιού, ξεδιαλύνει ακόμα πιο πολύ τη σκέψη του. Η αποστολή του παλιού τέλειωσε. Θα καεί στην ίδια τη δική του φωτιά, όπου μέχρι τότε έκαιγε τους εχθρούς του και στη θέση του θα ξεπηδήσει το καινούργιο, που αν και θρεμμένο με το γάλα του παλιού, όμως του είναι ξένο κι εχθρικό, γιατί ενώ η αποστολή του παλιού στένεψε στο να διατηρεί το παλιό και τα φαντάσματα, στο διάβα του καινούργιου ξεπηδά παντού η ζωή και καινούργια δημιουργία. Αυτό ο προφήτης γύφτος το διαλαλεί δυνατά και καθαρά (Λόγος Όγδοος: Προφητικός):<br /><br />Μέσ' στις παινεμένες χώρες, Χώρα<br />παινεμένη, θάρθη κι η ώρα,<br />και θα πέσης, κι από σέν' απάνω η Φήμη<br />το στερνό το σάλπισμα της θα σαλπίση,<br />σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση.<br />Πάει το ψήλος σου, το χτίσμα σου συντρίμμι,<br />θάρθη κι η ώρα" εσένα ήταν ο δρόμος<br />σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση,<br />σαν το δρόμο του ήλιου" γέρνεις" όμως<br />το πρωί για σε δε θα γυρίση. (136)<br />... ... ...<br />... ... ...<br />Στη χυτή σου τη φωτιά, ω! τι μοίρα!<br />καιρούς κι αιώνες έκαιες τον οχτρό σου.<br />Στη χυτή σου τη φωτιά, ω! τι μοίρα-<br />μόνη σου θα πέσης να καής,<br />τρισαπελισμένη της ζωής.<br />... ...<br />... ...<br />Και το πέσιμο σου θα βροντήξη<br />κ' ένα μοιρολόι σου θα ουρλιάση,<br />και το μοιρολόι σου θα το πνίξη<br />από πάνω σου αλλαλάζοντας μια πλάση.<br />Μια καινούργια πλάση, μια γεννήτρα<br />θα φούντωση απ' τα χαλάσματα σου<br />κάθε δύναμης και χάρης σου απαρνήτρα,<br />διαλαλήτρα μοναχά της ασκημιάς σου.<br />Πλάση αταίριαστη με σε και ξένη<br />κι ας την έχεις με το γάλα σου ποτίσει<br />την πατάει τη στέρφα γη σου και διαβαίνει,<br />κι όπου πάτησε αναβρύζει και μια βρύση (137-137)<br /><br />Η σύγκρουση των αντιθέσεων, ο αγώνας και η πάλη στη φύση και στην κοινωνία, να ποια είναι η δύναμη που κινά προς τα μπρος. Μέσα στην πάλη δημιουργιέται «το ωραίο και το μεγάλο» και πατέρας του είναι ο νικητής της πάλης αυτής. Και ο ποιητής αυτό «το ωραίο και το μεγάλο», δεν το βγάζει από τη φαντασία του, μα το δημιουργεί συνθέτοντας το απ' όλα τα προτερήματα της φυλής του. Κομμάτι αξεχώριστο του έθνους του, ο ποιητής με τους αγώνες του, τους καταστρεφτικούς μα και τους δημιουργικούς ταυτόχρονα, εκφράζει στο τραγούδι του την ψυχή του λαού του.<br /><br /> Ο ποιητής πλαταίνει την αποτελεσματικότητα του διαλεχτικού όπλου πρώτα - πρώτα γιατί υπογραμμίζει μια καινούργια πλευρά του όπλου αυτού, ότι το πά-λαιμα, ο αγώνας στη φύση και στην κοινωνία, δίνει τη ζωή και την κίνηση, την πρόοδο στη φύση και στην κοινωνία. Δεύτερο, γιατί δε στηρίζει τη σύνθεση του μονόπλευρα κ' ελαττωματικά, μα τη στερεώνει πάνω στο ολόπλευρο ξεδιάλεγμα του αντικειμένου που μελετά και εξετάζει, λογαριάζοντας και τις θετικές και τις αρνητικές πλευρές του, και τις φανερές και τις κρυφές, κι εκείνες που σήμερα προβάλλουν χτυπητά στην πρώτη γραμμή και τις άλλες που σήμερα φαίνονται δευτερεύουσες και που αύριο θα προωθηθούν στη γραμμή της υπεροχής και της δράσης. Και τρίτο, τη δημιουργία του την κρατά πάντα ζωντανή γιατί δεν τη βγάζει αυθαίρετα από τη φαντασία του, μα την ανακαλύπτει στη ζωή, τους αγώνες, τα τραγούδια της φυλής του (Λόγος Ένατος: Το Βιολί):<br /><br />Γιατί κι ο κόσμος ο βαθύς<br />γεννιέται πάντα απόνο πάλαιμα<br />σα δοξορισμού με μια. χορδή<br />κι ότ' είν' ωραίο κι ότι μεγάλο<br />στέκει εδώ πέρα,<br />μέσα στη λύσσα ενός πολέμου<br />δουλεύεται, κι έχει πατέρα το νικητή.<br />Ήρθαν οι γύφτοι οι μουσικοί,<br />φώλιασαν όλοι στην ψυχή μου"<br />και καθώς κόβεις από δω<br />και καθώς κόβεις από κει<br />τη χλόη, το φύλλο, τον ανθό<br />και ταιριαστά κι απ' όλα πλέκεις<br />μέγα σφιχτόδετο στεφάνι,<br />δόξα της τέχνης του ανθοπλέχτη,<br />έτσι από τους γύρω μου τους ήχους<br />κι απ' τα τραγούδια της φυλής<br />έπλεξ' απάνου στο βιολί μου<br />τη μοουική μου,<br />και σαν εμένα άλλος κανείς.<br />(Κι ο βιολιτζής εγώ σκυμμένος<br />έπαιζα κ' έπαιζα, το χέρι<br />με το δοξάρι αρματωμένο<br />περνούσε κι έκαιε και πετούσε<br />κι έδερνε σύντριβε κι ανάσταινε<br />κι έπλαθε κι έφεγγε, και βλάσταινε<br />μέσ' στην τετράδιπλη χορδή<br />τ' άυλο ακέρια εκεί η ψυχή μου.<br />κι ήταν ακέρια εκεί η φυλή"<br />και κελαϊδούσε το βιολί"). (146-148)<br /><br />Η προσήλωση όμως και το δέσιμο του ποιητή στο γένος του ποτέ δεν είναι κοντόφθαλμη και σωβινιστικά διεστραμμένη. Οι ορίζοντες του ποιητή ξεπερνάν και σπάνε τα στενά εθνικιστικά δεσμά. Δεν τους χωράει ούτε η αγκαλιά της φυλής του, όσο μεγάλη και νάναι. Αποβλέπει σε κάτι πιο μεγάλο. Απ' τη ζωή ανυψώνεται και περνάει σε κάτι ανώτερο, σ' όλη την πλάση, χωρίς να λογαριάζει τις θυσίες που αυτό χρειάζεται" Και για να πετύχει αρχίζει μεταμορφώνοντας πρώτ' απ* όλα τον εαυτό του και δημιουργώντας τους ανώτερους ανθρώπους, τους αδάκρυτους, που μια μέρα, ύστερ' από κοινωνικούς σεισμούς και ραγίσματα, θα κρατήσουν την πλάση-κοινωνία (Λόγος Ενδέκατος: Το παραμύθι του αδάκρυτου):<br /><br />Των αδάκρυτων πάμε, καλή μου,<br />κάτου εκεί τη φυλή να γεννήσουμε<br />που θ' αλλάξη την πλάση.<br />Για να φτάσω στην άφταση γέννα<br />την καρδιά μου την έκαμα πέτρα,<br />την ψυχή κοιμητήρι,<br />το νου σαΐτα, τη θέληση λάμια<br />, κι όλα τάφαγα εγώ πρωταρχίζοντας<br />από μάννα και κόρη (180)<br />... ...<br />... ... ...<br />Είμ' εγώ πατριάρχης του Γένους<br />που άσμιχτο, ανέγγιχτο, πάντολμο, ξένο<br />πάει, περνάει και δε μένει,<br />κι απαράλλαχτο πάντα φαντάζει,<br />και του κόσμου μεγάλο κάποιο άλλαμα,<br />σα νυχτέρι υφαντής, αργοϋφαίνει<br />... ...<br />... ... ...<br />Μέσ' στους γύρους των κύκλων τα πάντα<br />φεύγουν, έρχοντ' αλλάζουν, είν' ίδια"<br />και μια μέρα θα φτάση<br />ραγισμού και σεισμού για τα πάντα,<br />και, ω παιδιά μου, εσείς μόνο θα μένετε<br />ορθοί στύλοι κρατώντας την πλάση! (182)<br />Μα ο ποιητής προχωρεί πιο πολύ: κι απ' την πλάση-κοινωνία, περνά σ' όλη τη φύση και βλέπει και σ'; αυτή τους νόμους του αδιάκοπου διαλεχτικού ξετυλίγματος, της ατέλειωτης δια-λεχτικής αναμόρφωσης κι ανάπλασης (Λόγος δωδέκατος: Κόσμος):<br /><br />Στους αιώνες των αιώνων φλόγα η Γη κι ολογυρνά.<br />Κάτου απ' τους δυσκολοξήγητους<br />κι ολοσιδερένιους Νόμους<br />η Γη τρέχει με τις ώρες,<br />μέσ' στους κύκλους, μέσ' στους δρόμους,<br />και χορεύει τον αστέρινο<br />το χορό στοχαστική,<br />και γνωρίζει αυτή πως ήρθα<br />και που πάει το ξέρει αυτή.<br />Κι έγινε, και τράνεψε, και ζη,<br />και μπορεί και να πεθάνη,<br />μα ποτέ δε θα πετύχη<br />μιας ανάπαψης λιμάνι.<br />Γιατί πάντα από μια Δύναμη<br />θ' ανασταίνεται η ζωή.<br />Στρατολάτισσα και πάντα<br />στον αιώνιο δρόμο η Γη!<br />Ζούσε η Γη πολύ πριν ζήσουμε,<br />πριν τα πλάτια της μεστώση<br />τούτη η ζήση εδώ που ζούμε,<br />τούτη η φύση, τούτη η γνώση.<br />Πολέμησαν άγριο πόλεμο,<br />στον πρωτόγονο καιρό,<br />στο άπλαστο απαλό κορμί της<br />η φωτιά και το νερό.<br />Και χωρήσαν κι ειρηνέψανε<br />τα πολέμια τα στοιχεία,<br />κι έλαμψε η χαρά του Κόσμου<br />κι ο σκοπός: εσύ, Αρμονία.<br />Και στην άχανη της θάλασσας<br />μήτρα πρωτοσπαραταράς,<br />σπόρε της ζωής" πατέρα,<br />που μας έσπειρες κι εμάς!<br />Κι όταν πρωτοχάραξε δασά<br />του δρυμού κι η πρασινάδα,<br />πήρε ο κόσμος μια πασίχαρη,<br />μια αφάνταστη ωμορφάδα.<br />Κι όταν ο άνθρωπος ανάτειλε,<br />και σαν ένοιωσε κι ο νους,<br />μες στη γη ένας άλλος ήλιος<br />θάμπωσε τους ουρανούς.<br />Κι όπως ύστερ' απ' το πάλαιμα<br />τα στοιχεία κι από τα μίση,<br />σα ν' αλλάξανε, και γίναν<br />στεριές, πέλαα, λόγος, χτίση,<br />έτσι κ' ύστερα στ' ανθρώπινα,<br />και στ'ανθρώπου την ψυχή<br />θάρθη να ριζώση ειρήνη<br />και γαλήνη θ' απλωθεί<br />Και θα ζήση ο λόγος, τ' άλογα,<br />κι άνθρωποι κι αγρίμια, η πλάση,<br />σαν τ' αγνά και σαν τα ωραία<br />δέντρα στα μεγάλα δάση.<br />Μ' εμάς πρώτος τη μελλόμενη<br />μοίρα υπέρτατη στερνή,<br />Γύφτε, ζήσε την απάνου<br />στο προφητικό βιολί! (188-190)<br /><br />Κάναμε και πάλι κατάχρηση από παραθέσεις και σχετικό παράπονο θα είναι δικαιολογημένο. Όμως, όπως τονίστηκε και πιο πάνω, αυτό το κάνει αναγκαίο και αναπότρεπτο ο σκοπός που επιδιώκουμε. Ο Παλαμάς κακοποιήθηκε από πολλές πλευρές. Και η αποκατάσταση του η πραγματική πρέπει να στηριχτεί αποκλειστικά και μόνο στα δικά του έργα, στα δικά του λόγια. Αυτό κάνει υποχρεωτικές τις μακριές παραθέσεις. Και είναι ολοφάνερο, πως ύστερ' από την τελευταία πιο πάνω παράθεση όπου ο ποιητής, μ' έναν άφθαστο ποιητικό οίστρο, μας δίνει τόσο ατράνταχτο επιστημονικό θεμελίωμα της δημιουργίας και του ξετυλίγματος της Γης, της Φύσης και της Κοινωνίας, θα δυσκολευτεί πολύ κι ο πιο κακόπιστος κριτικός ν' αρνηθεί τα δύο ασάλευτα βράχια της παλαμικής κοσμοθεωρίας, όπως ξεδιπλώνεται στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου», τον υλισμό σα φιλοσοφία και τη διαλεχτική σαν τη μέθοδο της γνωσεολο-γίας του. (Στερνός λόγος: Σε μια γυναίκα): «Και μέσα στην αιώνια των όλων αλλαγή μαζί και η κάμπια εγώ είμαι κι εγώ είμαι και η ψυχή» (194).<br /><br />Αυτή η σφραγίδα κυριαρχεί σ' ολόκληρο το έργο του που κρίνεται εδώ.<br />Έτσι φτάσαμε στο δεύτερο βασικό συμπέρασμα: Ο Παλαμάς αρνιέται τη στατική, τη μεταφυσική. Την κοινωνία και τη φύση τη βλέπει δυναμικά, διαλεχτικά, σαν ένα αδιάκοπο και αντιφατικό, όχι πάντα ομαλό μα κάποτε κι αλματώδικο και τις περισσότερες φορές όχι ισόγραμμο, ξετύλιγμα από το κατώτερο στ' ανώτερο. Βλέπει ότι για να δημιουργηθεί το καινούργιο, το ανώτερο, το καλύτερο, πρέπει να γκρεμιστεί το παλιό. Και δε διστάζει διόλου. Αρνιέται να υποτάξει το παρόν, το σημερινό ζωντανό Έθνος στο παρελθόν, στα πεθαμένα παλιά.<br /><br />Αυτή η μεθοδολογία, που τόσο ξάστερα ξεπροβάλλει στο έργο του, όπως τ' αναλύσαμε μέχρι τώρα, δείχνει αδιάψευστα ότι ο Παλαμάς είναι διαλεχτικός. Η Φύση, η Ζωή, η Κοινωνία, όλα τραβάν μπροστά με αλληλοσύγκρουση, ζιγκ-ζαγκ και σκαμπανεβάσματα, μα με τελικό αποτέλεσμα πάντοτε την κατάχτηση μιας ανώτερης βαθμίδας από τον πολιτισμό μας. Αυτή είναι η διαλεχτική του Παλαμά, που δεν είναι επινόηση δική του, μα που υπάρχει στη φύση και την κοινωνία, ανεξάρτητα από τη θέληση του ποιητή και που αυτός δεν έκανε τίποτ' άλλο παρά να τήνε παρατηρήσει και να τη μελετήσει μέσα στα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα και να εξοπλίσει, έστω και με τη μορφή των στίχων, τον εργαζόμενο λαό με το θαυμάσιο αυτό όπλο για τους μεγάλους και σκληρούς αγώνες του.<br /><br />Περνάμε στο τελευταίο μέρος της ανάλυσης μας. Τρίτο βασικό χαρακτηριστικό της παλαμικής δημιουργίας στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» είναι το γεγονός, ότι ο Παλαμάς, παρ' όλες τις διαστρεβλωτικές διαβεβαιώσεις της αντιδραστικής κριτικής, δεν μένει προσηλωμένος και δεμένος στο σωβινισμό της πλουτοκρατικής πατρίδας, ξεφεύγει από τ' αγκαλιάσματα της, ξεπερνά τα στενά σύνορα της κι οραματίζεται, προφητεύει κι επιδιώκει κάτι το πιο πλατύ, το ανώτερο, το πανανθρώπινο. Και το πιο σπουδαίο ακόμα είναι, ότι ο ποιητής αισθάνεται και ξεχωρίζει τις κοινωνικές εκείνες δυνάμεις που προορίζονται ιστορικά να πραγματοποιήσουν τούτο το έργο. Αυτό για την Ελλάδα του 1900, όπου έλειπε το συνειδητό και ξεκαθαρισμένο, τόσο το λαοκράτικό-δημοκρατικό, όσο και το προλεταριακό κίνημα, αυτό για την εποχή, που μόλις αυθόρμητα και αξεκαθάρι-στα ακόμα άρχισε να εμφανίζεται στο προκήνιο των κοινωνικών αγώνων, η εργατική τάξη, με τις λίγες ακόμα τότε σκόρπιες και αδύνατες οργανώσεις της, είναι πάρα πολύ και μας παρουσιάζει τον Παλαμά με μια καινούργια μορφή, σαν κοινωνικό πρωτοπόρο και λαϊκό αγωνιστή.<br />Βέβαια η αμφιβολία, ένα παράπονο γιατί δεν καταλαβαίνει κανείς και δεν τον ακολουθάει μ' ενθουσιασμό η μάζα και ένας νιτσεϊσμός, ένας αυθόρμητος αναρχισμός, ξεχύνεται μέσ' στη ψυχή του και φανερώνουν τις ταλαντεύσεις και το ακαταστάλαχτό του.<br />Αυτό φανερώνεται όχι μια φορά (Λόγος δεύτερος: Δουλευτής):<br /><br />(Και όταν ήρθαν και με σκόλασαν<br />με τους οικοδόμους οικοδόμο,<br />και όταν μου είπαν «Γύφτο τραβά, δρόμο!»<br />Κι όταν τράβηξ' ασυντρόφιαστος<br />το δικό μου δρόμο πάλι,<br />γνώρισα μια θλίψη μέσα μου<br />θλίψη, ασώπαστη, μεγάλη!) (57-58)<br />Σάμπως ν* απογοητεύεται ο ποιητής και όταν άλλο περιμένει από τη δουλιά του κι άλλο του δίνει:<br />Είμαι ο δουλευτής Χαλκιάς<br />που άλλα θέλησε και που άλλα<br />κατορθώνει. (48)<br />...;..<br />Είτε όταν νιώθει τον εαυτό του μόνον:<br />... ... ...<br />Και μια μέρα μόνος βρέθηκα,<br />έξω από το βούισμα του κόσμου"<br />σε μιας λίμνης άκρη, εγώ. ασυντρόφευτος,<br />μόνος, εγώ κι ο εαυτό μου" (53)<br />Ο ποιητής εκφράζει το παράπονο του όταν βλέπει πως η «λειτουργία» δεν καταλαβαίνει το κήρυγμα του (Λόγος έβδομος: Το πανηγύρι της Κακαβάς):<br />Και κάτι τι σαν να αιστανθήκαν,<br />και τίποτα δεν κατάλαβαν, (120)<br />Και όχι μονάχα δεν καταλαβαίνουν το κήρυγμα του, μα και τον αποδοκιμάζουν, πρώτ' απ' όλα φυσικά εκείνοι πούχουν βασικό συμφέρον να πνίξουν ένα καινούργιο λάλημα (Λόγος ένατος: Το Βιολί):<br />... ...<br />Μα σαν άκουσαν από μένα<br />στ' όργανο το προφητικό<br />τα νέα παιξίματ' ανθισμένα,<br />ανταριαστήκανε κι ανάψαν<br />από έναν άσβυστο θυμό! (147)<br />... ... ...<br />Κι ο ένας του άλλου τέτοια κράζαν:<br />... ...<br />«Ποιος πονηρός με χέρι ακάθαρτο,<br />ξυπνώντας το βιολί, μιλεί,<br />κι όσα κυττάμε δεν τα βλέπει,<br />κι όσα κρατάμε δεν κρατεί,<br />κι όπου χαρές και πανηγύρια<br />μπροστά μας βρίσκεται ο βραχνάς,<br />κι είναι του γένους μας προδότης<br />κι είναι της χάρης μας φονιάς; (148)<br />... ... ...<br />Ακόμα κι η απομόνωση όπου νιώθει πολλές φορές τον εαυτό του, τόνε σπρώχνει στην αναρχική άρνηση και τότε διακηρύχνει (Λόγος τέταρτος: Ο θάνατος των θεών):<br />Τέλους κανενός, καμμιάς αρχής<br />τη δική μου γνώμη φράχτης<br />δεν ορίζει" είμαι του Τίποτε<br />πανελεύτερος ο κράχτης (68)<br />Κι αλλού:<br />Είμ' εγώ ο προφήτης, είμ' εγώ,<br />κι ήρθα για να διαλαλήσω<br />βασιλιά Θεό το Τίποτε"<br />στον αιώνα μας εμπρός και πίσω. (71)<br /><br />Οι τέτιες όμως εκδηλώσεις του ποιητή είναι τυχαίες και ξεκάρφωτες, ξεφεύγουν απ' το πραγματικό και βαθύτερο νόημα του έργου του. Συνέρχεται γρήγορα μόλις παρασυρθεί και ξαναβρίσκει αμέσως την πίστη και την αισιοδοξία του. Πιστεύει αλύγιστα ότι (Λόγος έκτος: Γύρω σε μια φωτιά):<br />από σπάρτα ευωδιαστές κι από αγριοθύμαρα<br />θα φυσήξουν οι βουνίσιες οι πνοές,<br />και θα σβήσουν οι ευκολόσβυστες λαμπάδες (100)<br />Ο ίδιος τονίζει:<br />κι ονειρεύτηκα να ζήσω στο πλευρό τους"<br />μα ως κι αυτοί μου κράξαν: «Γύφτε, τράβα»! (100)<br />Τώρα όμως αυτό δεν τον αποθαρρύνει, ούτε τόνε σταματά στο δρόμο που χάραξε και προχωρεί, κάποιο χάλασμα είτε μια αποτυχία:<br />Ας μ' έδιωξαν. Τους δοξάζω. Εγώ είμαι<br />γλώσσα της ωραίας αλήθειας,<br />δε με σέρνει εκδίκηση λαοπλάνο-<br />και για τούτο σήμερα μπροστά σας<br />έτσι με γροικάτε να χτυπώ<br />μιαν αργή και σα νεκρώσιμη καμπάνα! (100)<br />Κι αλλού (Λόγος δεύτερος: Δουλευτής):<br />Κι όταν είδε να ξεφεύγουν ένας-ένας<br />όλοι όσοι σταθήκανε και πρόσμεναν,<br />απ' αδέλφια κι από αλλόφυλους χορός<br />πίσω, πλάι μου και μπροστά μου<br />κάτι καλοπρόσδεχτο απ' τη μαστοριά μου,<br />κι όταν πάλι κι όταν είδα εγώ πως ήμουν<br />τάκαρπο δεντρί,<br />μήτε τόβαλα κατάκαρδα,<br />μήτε το παινεύτηκα"<br />νέα στο νου μου φύτρωσε βουλή"<br />το σφυρί πετώ, και στο καμίνι<br />σβύνω τη φωτιά"<br />κι άδραξα το γύφτικο ζουρνά<br />και παντού μ' άκουσαν, και μ' αγνάντεψαν<br />τόποι και λαοί<br />λαλητή. (49-50).<br /><br />Οι ταλαντεύσεις κι οι αμφιβολίες του ποιητή, που σημείωσε πιο πάνω, αποτελούν γνώρισμα της τελευταίας γραμμής και αξίας του έργου του. Και δεν τον εμποδίζουν διόλου να μας παρουσιάζει, με την ίδια δύναμη και καθαρότητα, με τα δυο άλλα και το τρίτο βασικό χαρακτηριστικό του «Δωδεκάλογου του Γύφτου»: το παναθρώπινο, το διεθνιστικό φτερούγισμα και την πίστη του στο λαό, στο εργαζόμενο έθνος, που αυτό φέρνει στις πλάτες του την πραγματοποίηση του καινούργιου και του μεγάλου έργου. Γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα. Ο Παλαμάς πιστεύει στο εργαζόμενο έθνος και στην αποστολή του και ακόμα πιστεύει ότι για να δημιουργηθεί ένας ανώτερος πολιτισμός θά-πρεπε να σπάσουμε τα εθνικιστικά δεσμά κι ολόπλευρη η ανθρωπότητα να ενωθεί σε μια ενιαία κι ευγενικιά προσπάθεια για το ανώτερο και το ωραίο (Λόγος πρώτος: Ο Ερχομός):<br />Και σαν να ήταν όλο σε λαούς<br />λογισμών, καϋμών και πόθων<br />αυτοκράτορας ο νους μου<br />για κορώνα του φορώντας<br />την κορώνα όλης της πλάσης. (39)<br /><br />Έτσι φαντάζεται τον εαυτό του και δεν μπορεί να τόνε ξεχωρίσει απ' ολόκληρη την πλάση. Στον άνθρωπο της δουλιάς, στον παραγωγό, της σκέψης και του χεριού, που ενώνει τις προσπάθειες των ομοίων του και που ξέρει πρώτα απ' όλα να πειθαρχεί τον εαυτό του, βλέπει ο ποιητής το στυλοβάτη «του μεγάλου έργου του συντροφικού» (Λόγος δεύτερος: Δουλευτής):<br />Δείξε εσύ πως πρώτα είσαι ο άρχοντας<br />κι ο εξουσιαστής<br />του θυμού σου, της βουλής σου, της ψυχής σου"<br />γίνε δουλευτής.<br />Σβύσε κάθε σου ξεχώρισμα,<br />ριχ' το δαχτυλίδι σου αρραβώνα<br />μέσα στο κανάλι του λαού"<br />ένας γίνε απ' τους στύλους τους αμέτρητους<br />του μεγάλου έργου του συντροφικού. (44)<br /><br />Ο ίδιος ο ποιητής, που νιώθει τον εαυτό του κομμάτι του λαού (δεν είναι τυχαίο τ' όνομα του Γύφτου που παίρνει, γιατί γύφτος δε σημαίνει μονάχα τσιγγάνος, μα μέσα στην εργατιά γύφτοι λέγονται οι σιδεράδες και οι μηχανουργοί, δηλαδή οι πιο βιομήχανοι εργάτες), δίνει τον αρραβώνα του και παίρνει ενεργό μέρος «στο μεγάλο έργο το συντροφικό» περνώντας απ' τη μια δουλιά στην άλλη:<br />Κι έγινα χαλκιάς (45)<br />.........<br />και είναι πλάστης στο σφυρί (46)<br />............<br />Και ύστερα με είδαν οικοδόμο (55)<br />Η δουλιά αυτή του εργάτη-δημιουργού, ενθουσιάζει τον ποιητή. Είναι αυτοί που θα χτίσουν το μεγάλο παλάτι του:<br />Ποιος λαός χτιστών ακούραστος,<br />και ποια πλάση δουλευτάδων,<br />των βουνών, ω ζήλοφτόνιασμα<br />και ω καμάρι των πεδιάδων,<br />στο δικό μου αφεντοπρόσταγμα<br />θα χυθή για να σε υψώση<br />μ' έναν κοσμοπλάστη έρωτα<br />και μιαν υπερτέλεια γνώση; (57)<br />Η πίστη του ποιητή στο έργο του δουλευτή και το σπάσιμο της σκλαβιάς είναι ακλόνητη και γκρεμίζοντας μπροστά του για μιαν ακόμα φορά τα παλιά, τ' αχρείαστα, τα σάπια του τα στρώνει για να περάσει τοποθετώντας αυτόν τον δουλευτή, άρχοντα του κόσμου (Λόγος τρίτος: Αγάπη):<br /><br />Ω φωλιές! Ω αηδόνια! Πάνε<br />τάμοιαστα και τα πεζά<br />πέτρα ακύλιστη σκεπάζει<br />πεθαμένη τη Σκλαβιά<br />... ...<br />Κι ο άνθρωπος ο βαρυομοίρης<br />ο ιδροκόπος δουλευτής<br />ο άπλερος που παραδέρνει<br />δούλος ή βασανιστής,<br />και ή βασανιστής ή δούλος<br />αμολόητα και σκληρά<br />μύριους τύραννους γροικάει<br />μεσ' τα σωθικά,<br />κι ο άνθρωπος ο βαρυομοίρης<br />θα υψωθή θριαμβευτής<br />σε μια γη πλατειά προφήτης<br />μιας πλατύτερης ψυχής.<br />Δε γνωρίζω από θρησκείες,<br />μήτε σκύβω σε θεούς,<br />γνωριμία μου εσύ και πίστη!<br />Πήρα αράδα τους ναούς,<br />γύμνωσα το εικονοστάσι<br />βέβηλα και το βωμό, λείψαν' άγια, τίμια ξύλα<br />κάθε πρόσφορο ιερό,<br />δισκοπότητα, λαμπάδες όλα τ'; άγια της καρδιάς, όλα στάρριξα σαν άνθια, για να τα πατάς! (62-63)<br />(Λόγος δέκατος; Αναστάσιμος):<br />Κι ο άνθρωπος ο βαρυομοίρης<br />να! υψωμένος νικητής<br />σε μια γη πλατειά, προφήτης<br />μιας πλατύτερης ψυχής.<br />...; ...;.<br />Κι όσα φέρνει η Δύση, ο Νότος,<br />η Ανατολή, ο Βοριάς,<br />μπρος στα πόδια σου τα ρίχνω<br />για να τα πατάς. (163)<br /><br />Πόσο επιθυμεί ο ποιητής την ανάσταση, το ξεσήκωμα από τα πεθαμένα παλιά, και πόσο λαχταρά η ψυχή του ένα λυτρωμό πανανθρώπινο, δίχως τοπικά σύνορα και φραγμούς (Λόγος τέταρτος: Ο θάνατος των θεών):<br />Ω ναοί, προφήτες, είδωλα,<br />είδωλα, προφήτες, ναοί! (69).<br />[Είχα φτάσει ως εδώ, οπότε μας ξαναπήραν τα βιβλία, μαζί και το «Δωδεκάλογο του Γύφτου» και έτσι αναγκαστικά η δουλιά μου σταματάει μέχρι «νεωτέρας διαταγής». (12 Μάρτη 1937)].<br />*******<br />Τελειώσαμε με την κριτική ανάλυση του «Δωδεκάλογου του Γύφτου». Είναι καιρός να διατυπωθούν τα τελικά μας συμπεράσματα. Ποιο το κοινωνικό πρόσταγμα (γιατί αυτό είναι το βασικό που μας ενδιαφέρει) που ο Παλαμάς από τις σελίδες του «Δωδεκάλογου» απευθύνει προς τον ελληνικό λαό γενικά, προς την ελληνική νεολαία και την ελληνική διανόηση ύστερα;<br /><br />1 Ύστερα από την καταστροφή του 1897-98 τη στρατιωτική και οικονομική, που έδειξε όλη τη χρεοκοπία της αστοτσιφλικάδικης πολιτικής, ο Παλαμάς, που ένιωσε πολύ βαθιά το χτύπημα εκείνο, έκανε με τον τρόπο του μια επανεξέταση των μέχρι τότε παραδεγμένων αξιών και θέλησε να σαλπίσει ένα καινούργιο κήρυγμα. Θέλησε να δείξει ένα καινούργιο δρόμο στο εργαζόμενο έθνος, δρόμο που αρνιέται και καταδικάζει όλη την παλιά μούχλα και σαπίλα και κατάπτωση και που καλεί σ' ένα νέο αναφτέριασμα, ένα καινούργιο ξεκίνημα θεμελιωμένο αποκλειστικά στις καινούργιες και ζωντανές εθνικές λαϊκές δυνάμεις. Σ' αυτόν τον σκοπό αφιέρωσε ο ποιητής το «Δωδεκάλογο του Γύφτου». Και το «κοινωνικό πρόσταγμα», που δίνεται από τις γραμμές του, μπορεί να συνοψιστεί σε τούτα δω:<br />Το νεοελληνικό έθνος για να προοδεύσει και να διεκδικήσει την πρωτεύουσα θέση.μέσα στην εκπολιτιστική άμιλλα των λαών, πρέπει αποκλειστικά και μόνο να στηριχτεί και να υπολογίσει στις σημερινές ζωντανές και δημιουργικές λαϊκές δυνάμεις του, να βασιστεί με όλο του το βάρος στη σημερινή πραγματικότητα. Η εθνικο-κοινωνική του πολιτική δεν πρέπει να τρέφεται από ουτοπιστικές θεωρίες («Μεγάλη Ιδέα» κ.λπ.) και χιμαιρικά όνειρα, που καταστροφές μονάχα μπορούν να μαζέψουν και να εκτροχιάσουν το λαό και τη χώρα από τον πραγματικό προορισμό τους.<br />2. Η προγονοπληξία, η προσήλωση και το δέσιμο στο αρχαιοελληνικό και βυζαντινό παρελθόν, η ανεπιστημονική συσχέτιση του νεοελληνικού έθνους προς τους δύο παλιούς αυτούς κοινωνικούς σχηματισμούς, όλα αυτά μονάχα να παρεμποδίσουν μπορούν τη σημερινή μας πρόοδο και ανάπτυξη. Αυτό φυσικά σε καμιά περίπτωση δεν αποκλείει, μα τ' αντίθετο επιβάλλει, τη δημιουργική επεξεργασία και «χώνεψη» της πλούσιας κληρονομιάς του παρελθόντος αυτού. Με το νεκρό παρελθόν δεν μπορεί να ζήσει κανένας. Το σταμάτημα, το δέσιμο, είναι θάνατος για τα άτομα και τα έθνη.<br />Η αδιάκοπη πορεία προς τα εμπρός, η ακούραστη ανανέωση και αναπροσαρμογή, αυτή είναι η ζωή, βασικός νόμος της κοινωνίας και της φύσης. Το μέλλον και η ευημερία του λαού βρίσκονται μπροστά και όχι πίσω. Με την απόλυτη άρνηση της προγονοπληξίας και αρχαιοκαπηλείας ο Παλαμάς, κατά τον πιο αποφασιστικό τρόπο, διακηρύχνει την ολοκληρωτική προσήλωση και πίστη του στη σημερινή αποστολή, στα σημερινά «πεπρωμένα» και στη δυναμικότητα του εργαζόμενου έθνους.<br />3. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να περιορίζει τους κοινωνικούς του ορίζοντες στα σύνορα της στενής του πατρίδας, δεν πρέπει να υποτάσσεται στον πλουτοκρατικό εθνικισμό, μα ν' αποβλέπει και να εργάζεται, εξυψώνοντας πρώτ' απ' όλα το δικό τουέθνος, προς την πανανθρώπινη συνεργασία και συναδέλφωση, προς έναν ανώτερο πολιτισμό.<br />4. Το έργο αυτό μπορούν και θα το εκτελέσουν οι δουλευτές και οι νέοι, δηλαδή οι ζωντανές παραγωγικές δυνάμεις του τόπου και μαζί η καινούργια γενιά.<br />Τέτιο είναι το «κοινωνικό πρόσταγμα» του ποιητή, που το στηρίζει πάνω σ' ένα γρανιτένιο βάθρο, μια βαθιά υλιστική και διαλεχτική κοσμοαντίληψη, άσχετα αν ο Παλαμάς την τέτια του κοσμοαντίληψη, που ξεπηδάει ζωντανή και αυθόρμητη, θα μπορούσε κανείς να πει, από το «Δωδεκάλογο», δεν την ολοκληρώνει και δεν την ονομάζει με το πραγματικό της όνομα, δεν τη δουλεύει με συνέπεια και μέχρι το τέλος, πράγμα όμως που ήταν πολύ δύσκολο να γίνει μέσα στις συνθήκες της τοτινής Ελλάδας. Δίπλα όμως σ' αυτό πρέπει ν' αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι ο ποιητής, παρά το ότι χρησιμοποιεί έμμετρο λόγο με τέχνη, φυσικά, μεστωμένη, μεγάλη και δυνατή, που εμείς δεν μπορούμε να κρίνουμε όμως πουθενά δεν του κάνει υποχώρηση, όταν αναπτύσσει καθαρά και γερά τη φιλοσοφική του σκέψη (σελ. 24 του «Δωδεκάλογου»). Στην ουσία ένας δυνατός ρεαλισμός κυριαρχεί σ' όλο το «Δωδεκάλογο».<br /><br />Αυτό το παλαμικό «κοινωνικό πρόσταγμα» αποτελεί την πιο έντονη καταδίκη όλης της αστοτσιφλικάδικης πολιτικής, που ρήμαξε, ξεπούλησε, εξευτέλισε το έθνος και την Ελλάδα για να καλοπεράσουν και να δημιουργήσουν εκατομμύρια οι ντόπιοι και ξένοι πλουτοκράτες. Το «κοινωνικό πρόσταγμα» του Παλαμά, όπως διατυπώνεται στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» διατηρεί και σήμερα όλη του την αξία. Μπορούμε να πούμε, ότι η επικαιρότητα του είναι σήμερα πιο μεγάλη από κάθε άλλη φορά. Μετά το 1897-1898 ήρθε το 1909-1910 (επανάσταση στο Γουδί), οι βαλκανικοί πόλεμοι και ο παγκόσμιος πόλεμος με τη συνθήκη των Σεβρών. Ο Παλαμάς παρασύρθηκε από τις φανταστικές ουτοπίες, που τόσο θαυμάσια είχε ξετινάξει και ξεσκεπάσει. Ο Ανταίος άφησε ν' αποσπασθεί από τη μάνα Γη, από το έδαφος της πραγματικότητας και τότε ο Ηρακλής του σωβινισμού μπόρεσε να τόνε πνίξει. Ο Παλαμάς έπεσε στο θανάσιμο αμάρτημα, που τόσο είχε καυτηριάσει: άφησε τον εαυτό του να χάσει την επαφή με τη ζωή, το φως, τον ήλιο, τη γη, την πραγματικότητα.<br />Μα παρ' όλα αυτά, τούτο το «πέσιμο», που μας φανέρωσε έναν Παλαμά της κατάπτωσης, δεν είναι στοιχείο που κυριαρχεί στο έργο του ποιητή. Για το λαό ο αληθινός Παλαμάς παραμένει, πρώτ' απ' όλα, ο Παλαμάς του «Δωδεκάλογου του Γύφτου», όπου μας έδοσε και το καλύτερο απ' όσα θα μπορούσε να δώσει.<br /><br />Σήμερα, στα στερνά του, ο ποιητής, στους στενά δικούς του, ομολογεί και αναγνωρίζει τα «παραστρατήματα του». Μετα-νοιώνει ίσως γιατί δε μπόρεσε να συνεχίσει και να ολοκληρώσει αυτό που άρχισε με το «Δωδεκάλογο του Γύφτου» αν και η αλήθεια είναι, πως τόσο απότομη στροφή του επέβαλε ο εξευτελισμός του 1897-1898, ώστε όταν τελείωσε το «Δωδεκάλογο» και τον ξαναδιάβασε και τότε του φάνηκε, όπως αναγνωρίζει ο ίδιος ο ποιητής στην αρχή του προλόγου του, σαν κάτι το ξένο, σαν όχι δικό του παιδί. Οι στερνές του αυτές αμφιβολίες μας δείχνουν ακόμα πιο-καλά τον Παλαμά τον αληθινό.<br />Απ' το έργο του θα παραμείνει αυτό που φώτισε το δρόμο σ' ένα λυτρωτικό λαϊκό φούντωμα. Ο Παλαμάς, ο ακούραστος καταλύτης καιγκρεμιστής των αντιδραστικών συμβόλων, ο ανώτερος οραματιστής του καλύτερου μέλλοντος για το λαό και για ολόκληρη την ανθρωπότητα, ο Παλαμάς αυτός θα παραμείνει αναφαίρετο χτήμα "του εργαζόμενου έθνους. Σ' αυτό ανήκει κι αυτό ξέρει να τιμά και ν' ανταμείβει τους φίλους του. Αυτόν τον Παλαμά πρέπει να τόνε διαφυλάξουμε, να τον επεξεργαστούμε δημιουργικά, να τον προφυλάξουμε απ' όλες τις προσπάθειες της αντιδραστικής βεβήλωσης και της μεγαλοϊδεάτι-κης εθνικιστικής διαστρέβλωσης. Το σωστό θάτανε, μια και καταπιαστήκαμε με τον Παλαμά, να μην περιοριστούμε μονάχα στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» μα να επεχταθούμε και σ' ολόκληρο το έργο του και την κάθε λογής κριτική που του έγινε. Λόγοι καθαρά «τεχνικοί» κάνουν αδύνατο ένα τέτιο πράγμα. Μα ούτε και ο βασικός σκοπός μας ήτανε αυτός. <br /><br />Η επιδίωξη μας ήταν τούτη δω: κάνοντας την ανάλυση του «Δωδεκάλο-γου», ξαναφανερώνοντας έναν Παλαμά, που μέχρι σήμερα η πολυπρόσωπη αντίδραση επίσημη κι ανεπίσημη πάσχισε να τόνε κρατήσει στα σκοτάδια, μακριά από τον πολύ κόσμο, θελήσαμε να βάλουμε κάτω, σαν προσπάθεια μελέτης κι ανάλυσης μερικά από τα βασικά και θεμελιακά προβλήματα της δημιουργίας και της πορείας του νεοελληνικού έθνους μέχριτις μέρες μας και τις σχέσεις του προς την Αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο. Η επικαιρότητα και η ζωντανή σημασία των προβλημάτων αυτών για τη σημερινή ύπαρξη και εξέλιξη του λαού και του τόπου μας, δεν μπορούν ν' αμφισβητηθούν.<br />Ένα ψεύτικο οικοδόμημα, που τόσες καταστροφές και θυσίες κόστισε, πρέπει να γκρεμιστεί, για ν' αποκατασταθεί στα δικαιώματα της η αλήθεια και το πραγματικό συμφέρον του ελληνικού λαού.<br />Η επιστημονική ιστορική σκέψη στον τόπο μας αδράνησε πολύν καιρό. Η καθυστέρηση της είναι τρομαχτική. Δεν πρέπει να χάνει ούτε μια ώρα. Έχει να πραγματοποιήσει κολοσιαία στ' αλήθεια, δουλιά, δουλιά υπεύθυνη, που τη βαραίνει περισσότερο από την ιστορική σκέψη οποιουδήποτε άλλου τόπου, γιατί εμείς παρουσιαζόμαστε σαν οι πιο άμεσοι και ζωντανοί κληρονόμοι της αρχαιοελληνικής και βυζαντινής κληρονομιάς. <br /><br />Πρέπει ανοιχτά και με ακαταμάχητη επιστημονική πειστικότητα και δύναμη να ξεκαθαρίσουμε τη θέση μας απέναντι της, χωρίς να υποδουλωθούμε σ' αυτήν, χωρίς να χάσουμε την ανεξαρτησία της σημερινής εξέλιξης μας, που στηρίζεται, πρέπει να στηρίζεται, πάνω στις σημερινές ζωντανές λαϊκές δυνάμεις, αποκρούοντας όσα άχρηστα καίβλαβερά περικλείνειη κληρονομιά αυτή, διατηρώντας όμως τόσο τα άμεσης χρήσης και σύγχρονης ωφελιμότητας μέρη της, όσο και την ιστορική στο σύνολο της αξία της.<br />Ξεχωριστά, στην πηγαία και πρώτόβουλη νεοελληνική φιλοσοφική σκέψη, που δυστυχώς ακόμα βρίσκεται στα σπάργανα της, πέφτει το δύοκολο, μα επιταχτικό καθήκον τόσο της κριτικής επεξεργασίας και αναίρεσης του αρχαιοελληνικού φιλοσοφικού ιδεαλισμού (Αριστοτέλης - Πλάτων), που παρέχει και σήμερα το φιλοσοφικό βάθρο στη νεοελληνική αντίδραση, όσο και της ερεύνησης, ταχτοποίησης και πλατιάς και ολόπλευρης εκλαΐκευσης της αρχαιοελληνικής υλιστικής φιλοσοφίας (Ηράκλειτος - Δημόκριτος κ.λπ.), απ' όπου κρατάει τις ρίζες της η μοναδική επιστημονική και ατράνταχτη σύγχρονη κοσμοθεωρία ο διαλεχτικός υλισμός, η προλεταριακή φιλοσοφία της πανανθρώπινης απολύτρωσης από κάθε εκμετάλλευση και της σοσιαλιστικής δημιουργίας και ανάπλασης της εργαζόμενης ανθρωπότητας.<br />Όσο «κολοσιαίο» και αν φαίνεται το έργο αυτό, ούτε ανυπέρβλητο, ούτε απραγματοποίητο είναι, πρώτ' απ'; όλα γιατί είναι υποχρεωτικό και ανανάβλητο.<br /><br />Μονάχα ξεκαθαρίζοντας, από τη δική της πλευρά, γόνιμα και δημιουργικά, το παρελθόν και τις κάθε λογής κληρονομιές του, θα μπορέσει η νεοελληνική διανόηση να καθορίσει επιστημονικά τους σημερινούς δρόμους του νεοελληνικού ξετυλίγματος, να φωτίσει δυνατά τη μελλοντική προοπτική και πορεία του, με λίγα λόγια μόνο έτσι θα σταθεί στο ύψος της, θα πάψει να σέρνεται και να πιθηκίζει, θα δώσει δικά της πρωτότυπα δημιουργήματα, θα εκπληρώσει ακέρια το καθήκον της απέναντι στο εργαζόμενο έθνος.<br />Το παρόν και το μέλλον του κάθε λαού το αποφασίζει πρώτ' απ' όλα η ζωντάνια και η θέληση του, που 'ναι ικανές να σαρώσουν κάθε αντιδραστικό εμπόδιο. Πριν λίγα χρόνια βλέποντας προς την τότε Οθωμανική αυτοκρατορία κάναμε σα να βλέπαμε εκατό χρόνια πίσω στην ευρωπαϊκή κοινωνική εξέλιξη. Η σημερινή κεμαλική Τουρκία, μέσα σε λίγα χρόνια, ξεπήδησε την καθυστέρηση της και, όσο κι αν δυσκολευόμαστε να το παραδεχτούμε, η αλήθεια είναι πως μας ξεπέρασε. Τα παλιά δεσμά της σουλτανοκρατίας, των μπέηδων, των διομολογήσεων, του φε-ρετζέ και τόσα άλλα, σπάσανε και άφησαν οπωσδήποτε ανοιχτό για ορισμένο χρόνο το δρόμο στο μεγάλο τούρκικο κοινωνικό αναφτέριασμα. <br />Φυσικά δε βάζουμε στον ελληνικό λαό παράδειγμα για μίμηση τη νεότερη Τουρκία. Και αυτό ανάμεσα στ' άλλα, γιατί έχουμε την ατράνταχτη πίστη και πεποίθηση, πως ο εργαζόμενος λαός της Ελλάδας περικλείνει όλες τις δυνατότητες και έχει όλη τη δύναμη για ένα πιο γρήγορο και πιο ολοκληρωμένο κοινωνικό πήδημα.<br />Στη χώρα μας έχουν ωριμάσει οι αντικειμενικές συνθήκες για αποφασιστικές μεταβολές, που, συντρίβοντας κάθε αντίδραση, θα δημιουργήσουν μια λαϊκή Ελλάδα, πλούσια, δυνατή, πολιτισμένη και ευτυχισμένη. Στο έργο αυτό και η νεοελληνική διανόηση θα πρέπει να κάνει το καθήκον της, ακολουθώντας το δρόμο, που ο Παλαμάς της έδειξε από το «Δωδεκάλογο του Γύφτου».<br /><br /><br />20 Γενάρη 15 Μάρτη 1937Godelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2081804122800733421.post-45144195645941077042010-05-25T16:40:00.000-07:002010-05-25T17:44:45.890-07:00Σχόλια πάνω στο απόσπασμα του Σ.ΖΙΖΕΚ " Άφησε την οθόνη κενή!"<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjSx64IvPf5vLhHLZG80w0mgRV8QS_Ok-ua9Rf7UX8qC8d3xAGeimQJqkpuNW-WIDydN7Zocl3kSY15_1zZs9lozMKD-9tAfGEyiRZSC8k6lp2CaRAwdgg7Gc8WLHSWM2kvPYD6yyWgSOUx/s1600/M11A.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 320px; height: 224px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjSx64IvPf5vLhHLZG80w0mgRV8QS_Ok-ua9Rf7UX8qC8d3xAGeimQJqkpuNW-WIDydN7Zocl3kSY15_1zZs9lozMKD-9tAfGEyiRZSC8k6lp2CaRAwdgg7Gc8WLHSWM2kvPYD6yyWgSOUx/s320/M11A.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5475357125268479218" /></a><br /><br /><br />1. Η φιλοσοφική απόδοση του Σταλινισμού αδυνατεί να διαφυγεί της ιδεαλιστικής πρακτικής του Θεωρητικού Λόγου , όπου η εξουσία είναι ουσιαστικά μία Ανώτερη Θεία υπόσταση εκ της οποίας εκπορεύεται η δύναμη καθυπόταξης των κατώτερων όντων όπως ο λαός, οι εργαζόμενοι κτλ. Η φιλοσοφία αφαιρετικοποιεί το συγκεκριμένο που έχει παράξει η ιστορική συγκυρία και αρνείται να αναγνωρίσει πως στην ΕΣΣΔ της περιόδου Στάλιν αυτός που έχει την εξουσία δεν είναι παρά μόνο ο εργαζόμενος λαός που ως πολιτικό σώμα αναγνωρίζει την ιστορικότητα του στην σωματικότητα του Κόμματος και όχι του προσώπου -Ηγέτη. Σωστά ο Ζίζεκ μιλά για μία εκπλήρωση που λαμβάνει χώρα μέσω της αναγκαίας ενσάρκωσης του Λαού , όχι μιλώντας θεολογικά, αλλά πολιτικά και ιδεολογικά μέσα στην φόρμα-Ηγέτης ή στην φόρμα-Κόμμα. Όμως εδώ πρέπει να μελετήσουμε προσεκτικά την αστική μυθολογία της αιώνιας παρουσίας του Ατόμου-Ηγέτη, το πως αυτή η μυθολογία προσπάθησε και προσπαθεί να αποδώσει στις ηγετικές μορφές του κομμουνιστικού κινήματος του 20ου αιώνα, χαρακτηριστικά απο την δική της Ναπολεόντεια αντίληψη για την εξέλιξη της ιστορίας και των κοινωνικών αγώνων. <br /><br />Το σώμα του λαού δεν είναι αόρατο, δεν είναι άπιαστο, δεν είναι ιδεατό, αυτό επιβεβαιώνει η Σταλινική περίοδος, το Πραγματικό είναι η απόλυτη συγκεκριμενοποίηση της υλικής ύπαρξης, ο λαός είναι η ύλη, πάντα εδώ, πάντα μπροστά στα μάτια όλων. Το λάθος αυτής της αντίληψης δεν βρίσκεται στο γιατί τόλμησε στο να αποδώσει την σωματικότητα του λαού σε κάθε επίπεδο της ιδεολογικής -πολιτικής ζωής, δεν λάθεψε ο Σταλινικός βολονταρισμός στο ότι αποπειράθηκε να φορμαλιστικοποιήσει την υποκειμενικότητα αλλά στο ότι προσπάθησε να την εμφανίσει αμετάβλητη και για αυτό νεκρή. Όμως οι εικόνες της εξουσίας τρομάζουν όταν δείχνουν τόσο τέλειες όσο ο θάνατος ,και αυτό δεν μπόρεσε να το αποφύγει η Σταλινική αισθητική. <br /><br />2. Το κενό πριν το υποκείμενο είναι το πάντα αδύνατο -που ακόμα -δεν είναι. Να αφήσουμε την οθόνη κενή , για ποιό λόγο όμως; Το ζήτημα της πολιτικής και της σκέψης που κατευθύνεται στην πολιτική είναι το αδύνατο να συμβεί, να είναι. Το πρωτόγονο κενό είναι πάντα εδώ αλλά αυτό ακριβώς προσπαθεί να αντιμετωπίσει η πολιτική, να το υπερχειλίσει όχι να το καλύψει, να το ξεπεράσει, να αποδείξει το περιεχόμενο πως δεν μπορούσε να μην δημιουργήσει μία νέα δύναμη, μία νέα παρουσία. Να κάτι ακόμα που δεν σεβάστηκε ο λεγόμενος Σταλινισμός, το σεβασμό του κενού, την ενατένιση των πραγμάτων, την αποδοχή των δεδομένων ιδιοτήτων, την αναμονή της καθαρής έλευσης ενός Άλλου Λαού. Η Σταλινική πρακτική αποτελεί μια ανεπανάληπτη απόπειρα ενός κονστρουκτιβισμού πάνω στην ανθρώπινη κλίμακα, μία πολεμική απέναντι στο επερχόμενο και μία σπουδή πάνω στο παραγόμενο. Η ιδεαλιστική και σπιριτσουαλιστική ιδεοληψία που κατατάσει την ποιότητα μακριά απο το ένα και ταυτίζει την ποσότητα με το άλλο, είναι απόδειξη της κλασσικής φιλοσοφικής μεθόδου ανάλυσης μη-φιλοσοφικών πραγματικοτήτων. Η πολιτική δεν σημαίνει ότι δεν θα ασκηθεί στο όνομα του να μην καταλήξει σε μία νέα εξουσία, το Πραγματικό δεν σημαίνει ότι δεν θα ξεδιπλωθεί στο όνομα μην οδηγήσει στο επίγειο Κακό, η νέα φόρμα δεν γίνεται να μην επινοηθεί στο όνομα του να μην διαταράξουμε την καθαρότητα και την απροσδιοριστία του κενού. <br /><br />3. Η γενική βούληση του λαού δεν είναι μία γραμμική πορεία εμφάνισης των διεκδικήσεων της επαναφοράς στον Χαμένο Παράδεισο της Μιλτώνειας γραφής. Το Πραγματικό και το συμβολικό αυτής της γενικής βούλησης είναι μία αντιφατική παραγωγή μέσα στις ιστορικές καταστάσεις των συγκρούσεων , η επίκληση να εξαφανιστούν οι μιαρές διαστρεβλώσεις αυτής της γενικής βούλησης δεν σημαίνει πάντα ότι εξοπλίζουν το μέλλον με λιγότερα λάθη. Η ανάληψη της εύθύνης ενάντια στο κενό κάθε εποχής απαιτεί βίαιες εφαρμογές ενός σχεδιασμού απομυθοποίησης του υποκειμένου και κατασκευής του εκ του μηδενός. Ο Ζίζεκ δεν έχει καταλήξει ακόμα στο ότι η υποταγή στο αυθόρμητο αντιμετωπίζεται μόνο με την επινόηση και την κατασκευή αλλα και την επιβολή μίας φόρμας επι του κενού, μίας καινοτομίας, μίας σωματικότητας που δεν υπήρξε ποτέ πριν την δεδομένη συγκυρία. Πρέπει απο την προτροπή <span style="font-style:italic;">αφήστε την οθόνη κενή!</span> να πάμε στο <span style="font-style:italic;">μην αφήσετε τίποτα κενό!</span>Godelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2081804122800733421.post-62347174275445237122010-05-25T16:08:00.000-07:002010-05-25T16:37:49.442-07:00ΣΛΑΒΟΙ ΖΙΖΕΚ, Άφησε την οθόνη κενή!<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhtwEnt29qlrR6SE2BK9NwIqBuaQMTXqSsORv-0lZSHhJFskrFl5pdZVA_JGrYPtQIyumrtYJllnfeSUaEIZyQgWRHwPwH-bVtTKAKvtxXQJd62BmSpLSuPxa2nsvKeJh81XaM1i_mksvWp/s1600/images.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 110px; height: 132px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhtwEnt29qlrR6SE2BK9NwIqBuaQMTXqSsORv-0lZSHhJFskrFl5pdZVA_JGrYPtQIyumrtYJllnfeSUaEIZyQgWRHwPwH-bVtTKAKvtxXQJd62BmSpLSuPxa2nsvKeJh81XaM1i_mksvWp/s320/images.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5475355594291520306" /></a><br />Αυτό το κενό δεν προκύπτει από μια «αφαίρεση» από τη συγκεκριμένη πληρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης αυτό το κενό είναι αρχέγονο, συστατικό της υποκειμενικότητας, προηγείται οποιουδήποτε περιεχομένου την υπερχειλίζει. Και θέτει ένα όριο στην ιδέα της κοινής λογικής ότι η συνομιλία μας με τους άλλους πρέπει να ακολουθήσει την πορεία της ευθείας ειλικρίνειας, αποφεύγοντας μαζί τα άκρα της υποκριτικής εθιμοτυπίας και της αδικαιολόγητης παρεισφρείουσας άσεμνης οικειότητας. Ίσως,έχει έρθει ο χρόνος να αναγνωρίσουμε ότι αυτός ο φανταστικός μέσος δρόμος πρέπει να συμπληρωθεί και με τους δύο από τους ακραίους πόλους του: η «κρύα» διακριτικότητα της συμβολικής εθιμοτυπίας που μας επιτρέπει να διατηρήσουμε μια απόσταση προς τους γείτονές μας, καθώς επίσης και οι (εξαιρετικοί) κίνδυνοι αισχρολογίας που επιτρέπουν σε μας να εγκαταστήσουμε μια σύνδεση με τον άλλο εντός του πραγματικού της ευχαρίστησης του/της.<br /><br />Έτσι, επιτρέψτε μας να ολοκληρώσουμε με ένα πιό πολιτικό παράδειγμα αντίστασης στο κατεπείγον του σχεδιασμού. Το θεολογικόo-πολιτικό θέμα των δύο σωμάτων του Μονάρχη (που αναπτύσσονται από το Ernst Kantorowicz στην κλασσική εργασία του με τον ίδιο τίτλου) επιστρέφει βίαια στο σταλινισμό, με το πρόσχημα των δύο σωμάτων του ηγέτη (θυμηθήτε όλες τις σταλινικές διαδικασίες που συμφωνούν με το σώμα του ηγέτη, από τις πειραγμένες φωτογραφίες έως στη συντήρηση του σώματος σε ένα μαυσωλείο). Έτσι όταν η κυριαρχία μετατοπίζεται από το Μονάρχη στο λαό, το πρόβλημα είναι αυτό του σώματος του λαού, του πως να ενσαρκώσεις το λαό, και η ριζικότερη λύση είναι ο Ηγέτης ως ο Λαός ενσαρκωμένος. Μεταξύ αυτών των δύο άκρων, υπάρχουν πολλές άλλες δυνατότητες-θεωρημένης της μοναδικότητας του πίνακα του Jean-Louis David,''o Θάνατος του Marat'', «ο πρώτος νεωτερικός πίνακας» σύμφωνα με T.J. Clark.<br /><span style="font-weight:bold;"><br /><br />απόσπασμα που μεταφράστηκε από το www.lacan.com </span>Godelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2081804122800733421.post-88801814774161705172010-05-03T16:58:00.000-07:002010-05-03T17:18:27.469-07:00AΛΑΙΝ ΜΠΑΝΤΙΟΥ , Μια ουσιαστική φιλοσοφική θέση: « Είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι ενάντια στους Αντιδραστικούς»<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi-nRhfw44az5D5308ZzdreQyy-Q5ylRziL-FyKzAtIgzEggCHSTEojhEKMOWXGuRTT54qJ4nfQRREjCE_3ObN6zYXEkyUNuE0KXoFtwaGD73CpSX20tIieEZq9HNdU3Yhvcon_IdrV-ZwD/s1600/greece+march.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 300px; height: 198px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi-nRhfw44az5D5308ZzdreQyy-Q5ylRziL-FyKzAtIgzEggCHSTEojhEKMOWXGuRTT54qJ4nfQRREjCE_3ObN6zYXEkyUNuE0KXoFtwaGD73CpSX20tIieEZq9HNdU3Yhvcon_IdrV-ZwD/s320/greece+march.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5467202518215573586" /></a><br /><span style="font-style:italic;">Μετάφραση του 1ου κεφαλαίου από το έργο του Αλαίν Μπαντιού « Η Θεωρία των Αντιθέσεων» ( Παρίσι: Maspero,1975). Από τα Γαλλικά η μετάφραση είναι του Alberto Toscano,δημοσιεύτηκε το 2005 στο Αγγλικό θεωρητικό περιοδικό POSITIONS(Duke University Press).<span style="font-weight:bold;"></span></span><br /><br /><br />Είμαστε οικείοι με το σύνθημα του Μάο Τσετούνγκ : ‘’O Μαρξισμός περιλαμβάνει πολλές αρχές, αλλά σε τελική ανάλυση όλες μπορούν να συνοψιστούν σε μία πρόταση: είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι ενάντια στους αντιδραστικούς΄΄. Αυτή η φράση, που εμφανίζεται τόσο απλή, είναι την ίδια στιγμή μάλλον μυστήρια: Πως γίνεται κατανοητό το τεράστιο θεωρητικό εγχείρημα του Μάρξ, με τις αδιάκοπες και με ακρίβεια επαναδουλεμένες και ανασχηματισμένες αναλύσεις, να συγκεντρώνεται σε ένα αξίωμα: ‘’ Είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι ενάντια στους αντιδραστικούς΄΄; Και τι είναι αυτό το αξίωμα; Έχουμε να κάνουμε με μια παρατήρηση, που συνοψίζει την Μαρξιστική ανάλυση των αντικειμενικών αντιθέσεων, την αναπόφευκτη αντιπαράθεση επανάστασης και αντεπανάστασης; Είναι μια ντιρεκτίβα προσανατολισμένη στην υποκειμενική κινητοποίηση των επαναστατικών δυνάμεων; Είναι η Μαρξιστική αλήθεια η ακόλουθη: όποιος εξεγείρεται , έχει δίκιο;(1) H μάλλον: ο καθένας πρέπει να εξεγείρεται; Και τα δυο ίσως, και ακόμα περισσότερο η σπειροειδής κίνηση από το ένα στο άλλο, η πραγματική εξέγερση( αντικειμενική δύναμη) εμπλουτισμένη και επιστρεφόμενη στον εαυτό της στην συνείδηση του δικαίου της ή του λόγου της (υποκειμενική δύναμη).<br /><br /><span style="font-weight:bold;">Α. Πράξη, Θεωρία, Γνώση</span><br /><br />Έδώ κρατάμε ήδη κάτι ουσιαστικό : κάθε Μαρξιστική διατύπωση είναι- σε μια ενιαία κ διαιρεμένη κίνηση- παρατήρηση και ντιρεκτίβα. Σαν συμπύκνωση της πραγματικής πράξης, εξισώνει την κίνηση της με σκοπό να επιστρέψει σε αυτήν. Εφόσον ,όλα όσα σχεδιάζει υπάρχουν μόνο από το γίγνεσθαι της, ισότιμα, η θεωρία ως γνώση αυτού που έχει υπάρξει μόνο από την κίνηση προς αυτό που είναι η θεωρία. Κάθε γνώση είναι προσανατολισμός, κάθε περιγραφή είναι ένας ορισμός. <br /><br />Η πρόταση ΄΄είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι ενάντια στους αντιδραστικούς΄΄, το μαρτυρά αυτό περισσότερο από κάθε άλλη. Σε αυτή βρίσκουμε να εκφράζεται το γεγονός ότι ο Μαρξισμός, προτού είναι μια ολοκληρωμένη επιστήμη του κοινωνικού σχηματισμού, είναι το απόσταγμα αυτού που απαιτεί η εξέγερση: να την θεωρεί δίκαιη , να της αποδίδει το λόγο. Ο Μαρξισμός είναι μαζί επιλογή πλευράς και η συστηματοποίηση μίας αγωνιστικής εμπειρίας. Η ύπαρξη μιας επιστήμης των κοινωνικών σχηματισμών δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για τις μάζες εάν δεν αντανακλά και συγκεντρώνει την πραγματική επαναστατική τους κίνηση. Ο Μαρξισμός πρέπει να συλλαμβάνεται ως η συσσωρεμένη γνώση των λαϊκών επαναστάσεων, του λόγου που ενέχουν αυτές, της σταθεροποίησης και της απαρίθμησης των στόχων τους. Η πρόταση του Μάο τοποθετεί ξεκάθαρα την εξέγερση ως τον πρωταρχικό τόπο των ορθών ιδεών, και τους αντιδραστικούς σαν αυτούς των οποίων η καταστροφή νομιμοποιείται από την θεωρία. Η πρόταση του Μάο τοποθετεί την Μαρξιστική αλήθεια εντός της ενότητας θεωρίας και πράξης. Η Μαρξιστική αλήθεια είναι αυτή από όπου η εξέγερση παίρνει το δίκιο της, το λόγο της να κατεδαφίσει τον εχθρό. Αποκηρύσσει κάθε ισότητα στο πρόσωπο της αλήθειας. Με μια ενιαία κίνηση, που είναι η γνώση στην ειδική της διαίρεση σε περιγραφή και ντιρεκτίβα, κρίνει , αναγγέλλει την ετυμηγορία και βυθίζεται μέσα στην εκτέλεση της. Οι εξεγερμένοι κατέχουν γνώση, σύμφωνα με την προαναφερόμενη ουσιαστική κίνηση τους , την δύναμη και το καθήκον τους : να εκμηδενίσουν τους αντιδραστικούς. Το Κεφάλαιο του Μάρξ δεν λέει κάτι διαφορετικό: οι προλετάριοι έχουν δίκιο να ανατρέψουν βίαια τους καπιταλιστές. <br />Η Μαρξιστική αλήθεια δεν είναι μια κατευναστική αλήθεια. Είναι, προς και για τον εαυτό της, δικτατορία και , αν χρειαστεί, τρόμος.<br /><br />Η πρόταση του Μάο μας θυμίζει πως, για ένα Μαρξιστή, ο κρίκος από την θεωρία στην πράξη ( από το λόγο στην εξέγερση) είναι ένας εσωτερικός όρος της ίδιας της θεωρίας, επειδή η αλήθεια είναι ένα πραγματικό προτσές, είναι εξέγερση ενάντια στους αντιδραστικούς. Υπάρχει σκληρότερα μια πιο αληθινή και περισσότερο βαθιά διατύπωση στον Χέγκελ από την ακόλουθη: ΄΄ Η απόλυτη Ιδέα είναι, όπως εκδηλώνεται , η ταυτότητα της θεωρητικής Ιδέας και της πρακτικής Ιδέας, από τις οποίες κάθε μια δι’εαυτήν είναι ακόμα μονόπλευρη’’( Χέγκελ, Επιστήμη της Λογικής). <br />Για τον Χέγκελ, η απόλυτη αλήθεια είναι η αντιθετική ενότητα της θεωρίας και της πράξης. Είναι η αδιάκοπη και διαιρεμένη διαδικασία του είναι και της πράξης. Ο Λένιν το χαιρετίζει αυτό με ενθουσιασμό : ΄΄Η ενότητα της θεωρητικής ιδέας ( της γνώσης) και της πράξης- αυτό σημείωσε καλά(Ν.Β)-και αυτή η ενότητα ακριβώς εντός της θεωρίας της γνώσης, σαν αποτέλεσμα πετυχαίνουν την απόλυτη ιδέα΄΄. ( ΛΕΝΙΝ, Φιλοσοφικά Τετράδια).<br /> Ας διαβάσουμε αυτή την πρόταση πολύ προσεκτικά, αφού, αξιοσημείωτα διαιρεί την λέξη ΄΄γνώση΄΄ στα δυο. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο, στο οποίο θα επιστρέφουμε συχνά: η γνώση, σαν θεωρία, είναι(διαλεκτικά) αντίθετη στην πράξη. Η θεωρία και η πράξη σχηματίζουν μια ενότητα, που σημαίνει, για την διαλεκτική, μια ενότητα των αντιθέτων. Όμως αυτή η αντίθεση γνώσης ( θεωρία) / πράξης είναι τελικά το κύριο αντικείμενο της θεωρίας της γνώσης. Με άλλα λόγια, η εσωτερική φύση του προτσές της γνώσης αποτελείται από την αντίθεση θεωρίας/πράξης. Ή ξανά, η πράξη, που ως τέτοια είναι διαλεκτικά αντίθετη με την γνώση( ως θεωρία), είναι παρόλα αυτά ένα αναπόσπαστο κομμάτι της γνώσης δια μέσω του προτσές.<br /><br />Σε όλα τα Μαρξιστικά κείμενα αντιμετωπίζουμε αυτό το σχίσμα, αυτήν την διπλή εμφάνιση της λέξης΄΄γνώση΄΄, υποδεικνύοντας είτε την θεωρία στον διαλεκτικό της συσχετισμό με την πράξη ή το συνολικό προτσές αυτής της διαλεκτικής, δηλαδή, την αντιθετική κίνηση αυτών των δυο όρων, θεωρίας και πράξης. Σύμφωνα με το Μάο στο ΄΄Από πού προέρχονται οι ορθές ιδέες΄΄: « Συχνά , η ορθή γνώση μπορεί να φτάσει μετά από πολλές επαναλήψεις του προτσές…οδηγώντας από την πράξη στη γνώση και μετά πάλι στην πράξη. Αυτή είναι η Μαρξιστική θεωρία της γνώσης, η διαλεκτική υλιστική θεωρία της γνώσης» ( Μάο. Πέντε Φιλοσοφικά Δοκίμια).<br />Η κίνηση της γνώσης είναι η τροχιά πράξη-γνώση-πράξη, Εδώ η ΄΄γνώση΄΄ υποδεικνύει ένα από τους όρους μέσα στο προτσές αλλά το προτσές λαμβανόμενο ως όλο, ένα προτσές που τελικά συμπεριλαμβάνει δυο εμφανίσεις της πράξης, την αρχική και την τελική. Για να σταθεροποιήσουμε το λεξιλόγιο μας(2) και να παραμείνουμε εντός της παράδοσης, θα αποκαλέσουμε ΄΄θεωρία΄΄ τον όρο στην αντίθεση θεωρία/πράξη του οποίου η συνολική κίνηση θα είναι το προτσές της ΄΄γνώσης΄΄. Θα λέγαμε: Η γνώση είναι το διαλεκτικό προτσές πράξης/θεωρίας.<br /><br />Στην βάση αυτή μπορούμε να εκθέσουμε την αντιδραστική ψευδαίσθηση που συντηρείται από αυτούς που φαντάζονται πως μπορούν να παρακάμψουν την στρατηγική θέση της πρωτοκαθεδρίας της πράξης. Είναι καθαρό πως οποιοσδήποτε δεν βρίσκεται μέσα στο πραγματικό επαναστατικό κίνημα, οποιοσδήποτε δεν είναι πρακτικά από τα μέσα στην εξέγερση ενάντια στους αντιδραστικούς, δεν γνωρίζει τίποτα, ακόμα και αν θεωρητικολογεί. <br /><br />Ο Μάο επιβεβαίωσε πράγματι πως στην αντίθεση θεωρία/πράξη, σε μία φάση του πραγματικού προτσές- η θεωρία μπορεί προσωρινά τον κύριο ρόλο: « Εφόσον , σύμφωνα με τα λόγια του Λένιν, ΄΄χωρίς επαναστατική θεωρία, δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα΄΄, η δημιουργία και διάδοση της επαναστατικής θεωρίας παίζουν τον κύριο, τον αποφασιστικό ρόλο»( Μαό, Για τις Αντιθέσεις). <br />Σημαίνει αυτό, πως αυτή τη στιγμή, η θεωρία κατέχει μια εγγενή επαναστατική δυνατότητα , που οι καθαροί ΄΄Μαρξιστικοί θεωρητικοί΄΄ μπορούν και πρέπει να αναδείξουν; Απολύτως όχι. Σημαίνει πως, στην αντίθεση θεωρίας/πράξης που συγκροτεί το προτσές της γνώσης, η θεωρία είναι η κύρια πλευρά της αντίθεσης, πως η συστηματοποίηση των πρακτικών επαναστατικών εμπειριών είναι αυτό που επιτρέπει σε κάποιον να προοδεύει, πως είναι άχρηστο να συνεχίζεις να συσσωρεύεις ποσοτικά αυτές τις εμπειρίες, να τις επαναλαμβάνεις, επειδή αυτό που είναι στην ατζέντα είναι το ποιοτικό άλμα, η ορθολογική σύνθεση που ακολουθεί αμέσως μετά την εφαρμογή του, που σημαίνει, την επαλήθευση του. Όμως δίχως αυτές τις εμπειρίες, δίχως την οργανωμένη πράξη (γιατί μόνο η οργάνωση επιτρέπει την συγκέντρωση των εμπειριών), δεν υπάρχει συστηματοποίηση, καμία γνώση για τίποτα. Δίχως μια γενικευμένη εφαρμογή δεν υπάρχει έδαφος ελέγχου, καμία επαλήθευση, καμία αλήθεια. Σε αυτήν την περίπτωση η ΄΄θεωρία΄΄ μπορεί να γεννήσει μόνο ιδεαλιστικές γελοιότητες.<br /><br />Έτσι επιστρέφουμε στο αρχικό μας σημείο: η πράξη είναι εσωτερική στην ορθολογική κίνηση της αλήθειας. Στην αντίθεση της με την θεωρία, γίνεται μέρος της γνώσης. Είναι αυτή η διαίσθηση που μετρά για την ενθουσιώδη πρόσληψη της Χεγκελιανής αντίληψης για την απόλυτη Ιδέα από τον Λένιν, στο σημείο να κάνει τον Μάρξ μια απλή συνέχεια του Χέγκελ. (΄΄Ο Μάρξ έτσι ακολουθεί άμεσα τον Χέγκελ εισάγοντας το κριτήριο της πράξης μέσα στην θεωρία της γνώσης΄΄ , Λένιν ,Φιλοσοφικά Τετράδια). <br />Η πρόταση του Μάο δανείζεται την ακρίβεια της από τον ενθουσιασμό του Λένιν. <br />Είναι το γενικό ιστορικό περιεχόμενο της Χεγκελιανής διαλεκτικής διατύπωσης. Δεν είναι ότι κάθε πράξη εσωτερικά εμπεριέχει την θεωρία, είναι η εξέγερση ενάντια στους αντιδραστικούς. Η θεωρία, στη συνέχεια, δεν νομιμοποιείται εξωτερικά στην πράξη, στην εξέγερση: ενσωματώνεται στην εξέγερση από την μεσολαβημένη απελευθέρωση του λόγου της. Με αυτήν την έννοια, είναι αλήθεια πως αυτή η πρόταση τα λέει όλα, και ότι συνοψίζει την ταξική θέση του Μαρξισμού, τη συγκεκριμένη επαναστατική του σημασία. Όλα ,έξω από το που στέκεται ο καθένας που προσπαθεί να μελετήσει τον Μαρξισμό όχι από την σκοπιά της εξέγερσης αλλά από την σκοπιά της τομής, όχι από την σκοπιά της ιστορίας αλλά από την σκοπιά του συστήματος, όχι από την σκοπιά της πρωτοκαθεδρίας της πράξης αλλά από την πρωτοκαθεδρία της θεωρίας, όχι ως συγκεντρωμένης μορφής της σοφίας του εργαζόμενου λαού αλλά ως απριόρι όρο της.<br /><br /><span style="font-weight:bold;">Β. Οι τρεις έννοιες της λέξης ΄΄Λόγος΄</span>΄<br /><br />Εάν αυτή η πρόταση τα λέει όλα, το κάνει παρόλα αυτά σύμφωνα με την διαλεκτική, που παέι να πει, σύμφωνα με μία απλότητα που διαιρείται η ίδια. Αυτό που συγκεντρώνει και συνιστά αυτή την διαίρεση, ενώ εμφανώς την επενδύει, είναι η λέξη ΄΄λόγος΄΄ ή δίκαιο: κάτι είναι δίκαιο, η εξέγερση είναι δίκαιη, ένας νέος λόγος στέκεται ενάντια στους αντιδραστικούς. Το γεγονός είναι πως, δια μέσου της λέξης ΄΄λόγος΄΄, η πρόταση λέει τρία πράγματα, και είναι η άρθρωση αυτών των τριών που κάνει το όλο.<br /><br />1. Είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι ενάντια στους αντιδραστικούς δεν σημαίνει αρχικά΄΄πρέπει κάποιος να εξεγείρεται ενάντια στους αντιδραστικούς΄΄αλλά μάλλον ΄΄ κάποιος εξεγείρεται ενάντια στους αντιδραστικούς΄΄, είναι ένα γεγονός, και αυτό το γεγονός είναι λόγος. Η πρόταση λέει: πρωτοκαθεδρία της πράξης. Η εξέγερση δεν περιμένει για τον λόγο της , η εξέγερση είναι αυτό που είναι πάντα εκεί, για οποιοδήποτε πιθανό λόγο παρόλα αυτά. Ο Μαρξισμός λέει απλά : η εξέγερση είναι λόγος , η εξέγερση είναι υποκείμενο. Ο Μαρξισμός είναι η ανακεφαλαίωση της σοφίας της εξέγερσης. Γιατί γράφονται στο Κεφάλαιο, εκατοντάδες σελίδες ακρίβειας και έρευνας, κοπιώδους διάνοιας, τόμοι της διαλεκτικής συχνά στα άκρα της σαφήνειας; Γιατί μόνο αυτά μετρούν μέχρι την βαθειά γνώση της εξέγερσης.<br /><br />Η ιστορική πυκνότητα και επιμονή της εξέγερσης προηγείται του Μαρξισμού, συσσωρεύοντας τους όρους και την αναγκαιότητα της εμφάνισης του, επειδή ενσταλάζουνε την πεποίθηση πως, πέρα από τις ιδιαίτερες αιτίες που προκαλούν τον προλεταριακό ξεσηκωμό, υπάρχει εκεί ένας βαθύς λόγος, που δεν ξεριζώνεται. Το Κεφάλαιο του Μάρξ είναι η συστηματοποίηση, με όρους γενικού λόγου, αυτού που είναι δοσμένο στο ιστορικό άθροισμα των αιτιών. Η αστική τάξη, που γνωρίζει και αναγνωρίζει την ταξική πάλη, χαίρεται να αναγνωρίζει και να ερευνά τις ιδιαίτερες αιτίες μιας εξέγερσης, μόνο με σκοπό να ματαιώσει την επιστροφή της. Αλλά αγνοεί το λόγο, που βασίζεται σε όλα όσα έκαναν και είπαν οι προλετάριοι, ένα λόγο που καμία απορρόφηση των αιτιών και των περιστάσεων δεν θα ικανοποιήσει ποτέ.<br /> Το εγχείρημα του Μάρξ σκοπεύει να καθρεφτίσει αυτό που είναι δοσμένο, όχι τόσο στην μερικότητα των αγώνων αλλά στην επιμονή και την ανάπτυξη της ταξικής ενέργειας που επενδύεται σε αυτούς τους αγώνες. Η σκέψη των αιτιών δεν αρκεί εδώ.(3) Ο λόγος για αυτήν την εμμονή πρέπει να λογαριαστεί σε βάθος. Η ουσία της προλεταριακής θέσης δεν βρίσκεται στα επεισόδια της ταξικής πάλης αλλά στο ιστορικό σχέδιο που τα υποτείνει, ένα σχέδιο του οποίου η μορφή της πρακτικής ύπαρξης δίνεται από την αδιάλλακτη διάρκεια και τα διαδοχικά στάδια της προλεταριακής επιμονής. Εκεί είναι που βρίσκεται ο λόγος. Μόνο η αποσαφήνιση του και η έκθεση του- ταυτόχρονα με το ένδυμα των στοχασμών και των προσανατολισμών-δίνει δικαιοσύνη στο κίνημα, την οποία η εξέγερση φέρνει στο φως, του ταξικού είναι των φαινομένων. <br /><br />Σήμερα μόνο το Μαοϊκό εγχείρημα αναπτύσσει ολοκληρωμένα αυτό που κάνουν οι προλετάριοι και μας επιτρέπει να γνωρίζουμε μέσα από τον απεριόριστο και μόνιμο χαρακτήρα της εξέγερσης τους. Μόνο έτσι μπορούμε να πούμε: ναι, η αντίθεση είναι ανταγωνιστική, ναι, η εξέγερση των εργατών, που είναι η φωτιά στην καρδιά αυτής της αντίθεσης, είναι ο ουσιαστικός λόγος της ιστορίας. Το ΄΄είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι ενάντια στους αντιδραστικούς΄΄ σημαίνει πάνω από όλα: οι επίμονοι προλετάριοι έχουν δίκιο, έχουν όλους τους λόγους με το μέρος τους, και πολλούς περισσότερους.<br /><br />2. Το ΄΄είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι ενάντια στους αντιδραστικούς΄΄ σημαίνει επίσης: <br /> Η εξέγερση θα είναι δίκαιη, θα έχει το λόγο με το μέρος της. Στο δικαστήριο της ιστορίας, οι αντιδραστικοί θα έχουν να απολογηθούν , να μετρηθούν για όλα τα παραπτώματα της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης. Η επιμονή της προλεταριακής εξέγερσης είναι βέβαια- και αυτό είναι το πρώτο νόημα της λέξης ΄΄λόγος΄΄ ή ΄΄δίκαιο΄΄- ο αντικειμενικός, αμείωτος χαρακτήρας της αντίθεσης που σπρώχνει τους εργάτες ενάντια στην αστική τάξη, αλλά είναι επίσης η πρακτική βεβαιότητα της τελικής νίκης, είναι η αυθόρμητη, αδιάκοπα ανανεωμένη κριτική στην εργατική ηττοπάθεια. Ότι η κατάσταση πραγμάτων είναι απαράδεκτη και διαιρετική , αυτός είναι ο πρώτος λόγος για την εξέγερση ενάντια στους αντιδραστικούς. Ο δεύτερος λόγος είναι πως αυτή η κατάσταση είναι μεταβατική και καταδικασμένη. Είναι λόγος, όχι πια από την σκοπιά του κινήτρου ή της στιγμής, αλλά από την σκοπιά του μέλλοντος. Είναι λόγος με την έννοια της νίκης, πέρα από τον λόγο με την έννοια της νομιμότητας. Η εξέγερση είναι σοφία γιατί είναι δίκαιη , επειδή θεμελιώνεται στον λόγο, αλλά επειδή επίσης είναι εξέγερση που νομοθετεί για το μέλλον. Ο Μαρξισμός αποκηρύσσει κάθε αντίληψη του λόγου αποκλειστικά βασισμένη στην αιτιολόγηση. Το προλεταριάτο δεν έχει απλά πραγματικούς λόγους για να εξεγερθεί, έχει νικηφόρους λόγους. Ο΄΄λόγος΄΄ εδώ είναι στο σταυροδρόμι της επαναστατικής νομιμότητας και της επαναστατικής αισιοδοξίας.<br />Η εξέγερση είναι αλλεργική στο ηθικό αξίωμα του Κάντ : ΄΄Εσύ πρέπει, άρα μπορείς΄΄. Εκτός αυτού, ο Κάντ κατέληγε πως μια δράση που ρυθμίζεται με τους όρους του καθαρού καθήκοντος αναμφισβήτητα δεν είχε λάβει ποτέ χώρα. Η Ηθική είναι μια ηττημένη συνταγή. Όμως η εξέγερση των εργατών έχει, αντιθέτως , λάβει χώρα, και βρίσκει μέσα στον Μαρξισμό τον τόπο της νικηφόρας πρότασης της. Ο Μαρξιστικός λόγος δεν είναι ένα ΄΄πρέπει΄΄, ένα καθήκον για να γίνει, είναι η επιβεβαίωση του ίδιου του Είναι, η απεριόριστη δύναμη αυτού που ορθώνεται, αντιτίθεται, αντιπαρατίθεται. Είναι η αντικειμενική νίκη της λαϊκής άρνησης. Υλιστικά, ο λόγος των εργατών λέει: ‘’Μπορείς, άρα πρέπει΄΄.<br /><br />3.Όμως ΄΄λόγος΄΄ σημαίνει ακόμα και ένα άλλο πράγμα, και αυτό το πράγμα είναι η διασπασμένη τήξη των πρώτων δυο εννοιών του. Αυτή τη φορά το ΄΄είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι ενάντια στους αντιδραστικούς΄΄ είναι μαζί , η ανάπτυξη των πυρήνων της γνώσης που είναι εσωτερικοί στην ίδια την εξέγερση και η επιστροφή στην εξέγερση αυτής της ανάπτυξης. Η εξέγερση –που είναι δίκαιη, που έχει λόγο- βρίσκει στον Μαρξισμό τα μέσα ανάπτυξης αυτού του λόγου, της εξασφάλισης του νικηφόρου λόγου της. Αυτό που επιτρέπει την νομιμότητα της εξέγερσης ( η πρώτη έννοια της λέξης ΄΄λόγος΄΄) να αρθρωθεί με την νίκη της ( δεύτερη έννοια της λέξης ΄΄λόγος΄΄) είναι ένας νέος τύπος τήξης ανάμεσα στην εξέγερση ως μια πράξη που είναι πάντα παρούσα και την αναπτυγμένη μορφή του λόγου της. Η συγχώνευση του Μαρξισμού και του πραγματικού εργατικού κινήματος είναι η τρίτη έννοια της λέξης ΄΄λόγος΄΄, που πάει να πει, η διαλεκτική σύνδεση, του αντικειμενικού και του υποκειμενικού μαζί, των πρώτων δυο εννοιών.<br />Αντιμετωπίζουμε εδώ ξανά τη διαλεκτική θέση των Μαρξιστικών διατυπώσεων, οι οποίοι όλοι διαιρούνται ως αντανάκλαση και οδηγία: συλλαμβάνοντας, πέρα από τα αίτια της, το λόγο της ταξικής ενέργειας. Με τον ίδιο τρόπο η θεωρία διαμορφώνει τον κανόνα όπου ο λόγος μπορεί να επικρατήσει πάνω στην αιτία, το σύνολο πάνω στο επιμέρους, η στρατηγική πάνω στην τακτική. Η εξέγερση διαμορφώνει τον λόγο της σε πρακτική διάρκεια, αλλά η αποσαφηνισμένη διατύπωση αυτού του λόγου έρχεται σε ρήξη με τον επαναλαμβανόμενο κανόνα που καθορίζει αυτή την διάρκεια. Η εξέγερση εξοπλίζει τον εαυτό της με το λόγο της, αντί απλώς να αναπτύσσεται. Συγκεντρώνει την ορθολογική ποιότητα της: οργανώνει τον λόγο της και καθορίζει τα όργανα της νίκης της.<br />Το να γνωρίζεις πως είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι ενάντια στους αντιδραστικούς, με το να μοιράζεις τον (θεωρητικό) λόγο αυτού του (πρακτικού) λόγου, σου επιτρέπεται να κάνεις το υποκειμενικό( την οργάνωση, το σχέδιο) ίσο με το αντικειμενικό( την ταξική πάλη, την εξέγερση). Ο ΄΄Λόγος΄΄, που αρχικά εκφράζει την επαναστατική νομιμότητα και αισιοδοξία, τώρα μιλά για την συνείδηση και την αυθεντία της ιστορίας. <br /><br /><br /><span style="font-weight:bold;">Γ. Ο Λόγος ως Αντίθεση</span> <br /><br />Το ΄΄είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι ενάντια στους αντιδραστικούς΄΄,πράγματι είναι μια πρόταση που λέει τα πάντα για την ιστορική κίνηση, επειδή εκφράζει την ενέργεια του, το νόημα της, και το όργανο της. Η ενέργεια της είναι η ταξική πάλη, η αντικειμενική ορθολογικότητα στο εσωτερικό της εξέγερσης. Το νόημα της είναι η αναπόφευκτη κατάρρευση του κόσμου της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης-αυτό είναι, ο κομμουνιστικός λόγος. Το όργανο είναι ο εφικτός προσανατολισμός της σχέσης, μέσα στην Ιστορία, ενέργειας και νοήματος, ταξικής πάλης( που είναι πάντα και παντού ο κινητήρας της Ιστορίας) και κομμουνιστικού σχεδίου(που είναι πάντα και παντού η αξία που προωθείται από την εξέγερση των καταπιεσμένων). Το όργανο είναι ο λόγος που γίνεται υποκείμενο, είναι το Κόμμα. <br />Το ΄΄Είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι ενάντια στους αντιδραστικούς΄΄ , εκφράζει το σύνολο, επειδή μιλά για την ταξική πάλη και την πρωτοκαθεδρία της πράξης, τον κομμουνισμό και τον μαρασμό του Κράτους, του Κόμματος και της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η πρόταση εκφράζει ένα ολοκληρωμένο λόγο, που πρέπει να πούμε ότι είναι διαιρεμένος λόγος, σύμφωνα με το υποκειμενικό και το αντικειμενικό, την πραγματικότητα και το σχέδιο, το τελικό σημείο και τα στάδια. Και μπορούμε να δούμε το πώς αυτός ο ολοκληρωμένος λόγος είναι μια αντίθεση : είναι αδύνατο να είσαι δίκαιος, να έχεις λόγο μόνος και για τον εαυτό σου. Είναι δίκαιος κάποιος, έχει λόγο, ΄΄ενάντια στους αντιδραστικούς΄΄. Είναι πάντα δίκαιος κάποιος ενάντια στους αντιδραστικούς, το ΄΄ενάντια στους αντιδραστικούς΄΄ είναι ένας εσωτερικός όρος του σωστού. Να γιατί η πρόταση του Μάο συνοψίζει τον Μαρξισμό, λέει: κάθε λόγος αντιτίθεται. ΄΄ Οι σωστές ιδέες εμφανίζονται στην πάλη ενάντια στις λανθασμένες ιδέες΄΄, ο λόγος ωθείται στην εξέγερση ενάντια στο παράλογο , ενάντια σε αυτό που οι Κινέζοι αποκαλούν αδιάλλακτα ΄΄αντιδραστικές γελοιότητες΄΄.<br /><br />Κάθε αλήθεια επιβεβαιώνεται μέσα από την καταστροφή του αδιανόητου. Κάθε αλήθεια είναι ,για αυτό, ουσιαστικά καταστροφή. Όλα όσα απλά συντηρούνται είναι απλά λάθος. Το πεδίο της Μαρξιστικής γνώσης είναι πάντα ένα πεδίο καταστροφών.<br />Η πρόταση του Μάο μα ς λέει όλη την διαλεκτική: η ταξική ουσία του λόγου ως εξέγερσης βρίσκεται μέσα στην πάλη για τον θάνατο των αντιθέτων, Η αλήθεια υπάρχει μόνο μέσα στο προτσές του σχίσματος.<br />Η θεωρία των αντιθέσεων εμπίπτει συνολικά μέσα στην ιστορική σοφία των εξεγερμένων. Για αυτό η διαλεκτική υπήρχε πάντα, όπως και οι εξεγέρσεις. Η διαλεκτική φιλοσοφικά συγκεντρώνει την κοσμοαντίληψη των εκμεταλλευόμενων που στέκονται ενάντια στον υπάρχοντα κόσμο και θέλουν την ριζική αλλαγή του. Για αυτό είναι μια αιώνια φιλοσοφική τάση , που ανενδοίαστα αντιτίθεται στην συντηρητική μεταφυσική καταπίεση: <br />« Στην ιστορία της ανθρώπινης γνώσης υπάρχουν, από αμνημόνευτα χρόνια, δυο αντιλήψεις για τους νόμους ανάπτυξης του κόσμου: η μια είναι η μεταφυσική, και η άλλη η διαλεκτική , αποτελούν δυο αντίθετες αντιλήψεις για τον κόσμο» ( Μάο Τσε Τούνγκ, Για τις Αντιθέσεις).<br /><br />Είναι πάντα ένα ζήτημα η συνέχιση της διαλεκτικής, να την συνεχίζουμε ενάντια στην μεταφυσική, που σημαίνει: να δίνουμε λόγο στους εξεγερμένους, που πάει να πει πως έχουν δίκιο. Σήμερα, να δίνουμε λόγο στον σωστό Μαρξισμό ενάντια στον λανθασμένο. Στους Μαοϊκούς ενάντια στους ρεβιζιονιστές.<br /><br /><br /><span style="font-weight:bold;">Σημειώσεις</span><br /><br />1. On se revolte, on a raison. Σε όλο το κεφάλαιο ο Μπαντιού παίζει με την αντήχηση ανάμεσα στο είναι δίκαιο, avoir raison, ή θεωρώντας το δίκαιο, και την έννοια του λόγου, raison, ανασχηματισμένη σε μια αγωνιστική Μαρξιστική/Μαοϊκή εμφάνιση(ΣτΜ από τα Γαλλικά).<br /><br />2. Ο Μαρξισμός -Λενινισμός –Μαοϊσμός δεν είναι ένας φορμαλισμός. Σε αυτόν οι λέξεις φτιάχνονται στην κίνηση καταστροφή/οικοδόμηση, που είναι η κίνηση της πραγματικής γνώσης. Εάν ο στόχος επιτυγχάνεται τα σημεία λίγο ενδιαφέρουν. Αυτό είναι το γεγονός πως οι λέξεις μπορούν να κινούνται : μόνο η δύναμη τους μετράει. Για άλλη μια φορά, η δύναμη υπερισχύει του σεβασμού των τόπων. <br /><br />3. Ο Λένιν υπογραμμίζει με σθένος την ανεπάρκεια της κατηγορίας της αιτιότητας όταν υποστηρίζει πως ο Χέγκελ, περισσότερο από τον Κάντ, έχει δίκιο να μην αποδίδει καμία αξία στον τόπο ( ΣτΜ εδώ ο τόπος νοείται ως θέση χωρική της γέννησης μιας διαδικασίας ή ενός φαινομένου με την στατική έννοια.), : « Όταν διαβάσει κάποιος τον Χέγκελ πάνω στο ζήτημα της αιτιότητας, φαίνεται παράξενο με την πρώτη ματιά το ότι στέκεται σχετικά τόσο ελαφρά πάνω σε αυτό το θέμα, το αγαπημένο των Καντιανών. Γιατί; Επειδή, πράγματι, για αυτόν η αιτιότητα είναι μόνο ένας από τους προσδιορισμούς της καθολικής σύνδεσης.» <br /> (Λένιν , Φιλοσοφικά Τετράδια).Godelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-2081804122800733421.post-37923642015745534302010-04-27T15:34:00.000-07:002010-04-27T18:15:24.619-07:00Περί του Κακού : ή το Πραγματικό ως φιλοσοφικό υποκείμενο<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEitjPCWmOn1ucy0ViNyqAYjE7X_zDUhDmChi5BGFwiLSgW2cOXYg3fH85Jq6IGTOeeUCYZCJEOpWQU00WkfKzqLGajsfa_RcBbmLH2rTwpQj7sp-Q4WhUWvCSXlzkybe9mE9QOTUFwija4V/s1600/goya_23768t.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 289px; height: 320px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEitjPCWmOn1ucy0ViNyqAYjE7X_zDUhDmChi5BGFwiLSgW2cOXYg3fH85Jq6IGTOeeUCYZCJEOpWQU00WkfKzqLGajsfa_RcBbmLH2rTwpQj7sp-Q4WhUWvCSXlzkybe9mE9QOTUFwija4V/s320/goya_23768t.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5464987685210021266" /></a>"Ο Κολοσσός", πίνακας του Γκόγια<br /><br /><br /><span style="font-weight:bold;">errare humanum est</span><br />1.Το Πραγματικό δεν δύναται να εννοιοποιηθεί απο την φιλοσοφία και για αυτό υφίσταται για αυτήν ως μία πάντα εχθρική εξωτερικότητα, η οποία δυνητικά μπορεί να επιφέρει τον πλήρη της θάνατο. Η ιστορία της έννοιας του Κακού, μέσω της ιστορίας της θεολογίας και της φιλοσοφίας, είναι η ιστορία μίας περιγραφής του Πραγματικού ως Ακατάληπτου και Ξένου, ως ενός Άλλου απέναντι στον Καθαρό Λόγο της θεωρησιακής πρακτικής της φιλοσοφίας. Αυτό που ωθεί την φιλοσοφία στην δαιμονοποίηση του Πραγματικού είναι η ελευθερία του. Το Πραγματικό δεν εγκλωβίζεται στις νομοτέλειες της φυσικής αναγκαιότητας, ενώ τις εμπεριέχει, αλλά υπάρχει διαρκώς σαν ένα Άλλο λόγω της Πράξης που παράγει και αναπαράγει και το ίδιο ταυτόγχρονα.<br />Για το λόγο αυτό, το Κακό είναι μία μεταμφίεση ενός φυλακισμένου που οδηγείται στο εκτελεστικό απόσπασμα της φιλοσοφίας, είναι το Πραγματικό, το μη-Φιλοσοφικό που έχει ονομαστεί για να απολυτοποιηθεί η αναγκαιότητα της ύπαρξης της φιλοσοφίας..ότι υπάρχει για να νικήσει το Κακό, να το γνωρίσει, να το εκφέρει, να το απο-Πραγματικοποιήσει ώστε να το φιλοσοφικοποιήσει. Συνεπώς μιλάμε για μία στρατηγική πλασματικής υποκειμενοποίησης ώστε να εξασφαλιστεί η φιλοσοφική υποκειμενοποίηση.<br /><br /><span style="font-weight:bold;"><br />ave, Caesar, morituri te salutant </span><br />2. Ο Λάιμπνιτς , όχι τυχαία στο περίφημο έργο του "Θεοδικία" δίνει ως υπότιλο την φράση " για την Καλοσύνη του Θεού, την ελευθερία του Ανθρώπου και την καταγωγή του Κακού". Στην προσπάθεια του να αποδείξει την λογική συνύπαρξη του Κακού σε ένα κόσμο που είναι δημιούργημα ενός χαριστικού Θεού ανοίγει το ζήτημα της υποκειμενοποίησης με μία φιλοσοφική ειλικρίνεια αλλά την ίδια στιγμή με μία πάραδοξη μη-φιλοσοφική υπόρρητη προβληματική. Η απόδειξη ότι όλα απορρέουν απο το Θεό και με σκοπό την κυριαρχία του Θεού παράγεται η ελευθερία της θελήσεως , άρα και η ρίζα του Κακού, φανερώνει την φιλοσοφική απόπειρα να υποταχθεί η ελευθερία της πράξης στην κατηγορία του Κακού , που συνειδητά ο Θεός παράγει για να αποδεικνύει το μεγαλείο της καλωσύνης και της ευεργεσίας του μέσα απο την πολεμική απέναντι σε αυτό το Κακό, μέσα απο την επικράτηση του Καλού. Όμως αυτή η λογική δεν καταφέρνει να μην φέρει στο προσκήνιο την εξής απόδειξη : <br /><span style="font-style:italic;">Τι είδους Θεός είναι αυτός που στο όνομα της επικυριαρχίας του Καλού φέρνει στη ζωή και επιτρέπει μέσα απο την ανθρώπινη ελευθερία την γέννηση του Κακού; Μιλάμε δηλαδή για ένα υποκείμενο που γεννά ένα Άλλο υποκείμενο εν δυνάμει καταστροφικό για την ύπαρξη της ζωής μόνο και μόνο για να επιβεβαιώνει την σημασία της υπόστασης του; Μήπως τελικά αυτό που η θεολογία και η φιλοσοφία αρνείται να παραδεχτεί είναι ότι η ελεύθερη βούληση του Ανθρώπου, ακριβώς γιατί εν δυνάμει μπορεί να θανατώσει οποιαδήποτε νομοτέλεια, άρα και του Θεού, λόγω του ότι παράγει πράξη -δηλαδή Πραγματικό, είναι το υποκείμενο που πραγματικά υπάρχει και δίνει λόγω ύπαρξης στον Καθαρό Λόγο( βλέπε Θεός) ώστε να μπορεί αυτός να την δαιμονοποιεί ως αιτία του Κακού;</span> <br />Ο Λαιμπνιτς δεν μπόρεσε να αποδείξει τίποτα άλλο πέρα από το ότι ο Θεός, το Απόλυτο Άπειρο δεν μπορεί παρά να γεννά το Απόλυτο Πεπερασμένο, το Κακό. Αθελά του αγγίζοντας το ζήτημα της ελευθερία της θέλησης του Ανθρώπου μας υπέδειξε την διαλεκτική σχέση του Απείρου και του Πεπερασμένου μέσα απο την παραγωγή της ελευθερίας, το Πραγματικό αντέστρεψε τα φιλοσοφικά όπλα και οδήγησε το Λόγο σε αδιέξοδο. Οι μελλοθάνατοι Λόγοι της φιλοσοφίας και της θεολογίας χαιρέτησαν τον Πρακτικό Λόγο , τον Καίσαρα του Πραγματικού.<br /><br /><br /><span style="font-weight:bold;"><br />sine sole sileo</span><br />3. Ο Μακιαβέλι πολύ πριν την "Θεοδίκία " του Λάιμπνιτς είχε αποκόψει τον Θεό απο την ελευθερία της θέλησης του Ανθρώπου και έτσι είχε αποσύρει και την έννοια του Κακού απο το πεδίο της σκέψης του. Το Πραγματικό είναι αυτή η απόλυτη γυμνή πρακτικότητα της συγκεκριμένης ιστορίας. Ο τρόπος ύπαρξης του Πραγματικού δεν αποδίδεται πια με δαιμονοποιήσεις και φιλοσοφικές περιπλοκές εννοιών. Το Κακό δεν υφίσταται στον Μακιαβελικό κόσμο, γιατί εκεί υπερτερεί ο Πρακτικός Λόγος της πάλης και των αντιθέσεων του Πραγματικού. Για πρώτη φορά ο Μακιαβέλι φέρνει μέσα στο χώρο της σκέψης τους νόμους κίνησης της Πολιτικής. Ένα σαρκοβόρο τέρας που οι έννοιες του και η ανάπτυξη του δεν ξεκινάνε απο την ηθικοποίηση της πράξης αλλά απο την υπαγωγή της στις ανάγκες της σύγκρουσης, της δύναμης, των συμφερόντων, του Πραγματικού. <br />Η Πολιτική και η Θεοδικία δεν συνυπάρχουν τυχαία σε όλο το διάστημα μέχρι και την Γαλλική Επανάσταση. Ο Θεός του Λάιμπνιτς είναι ο Ηγεμών του Μακιαβέλι, ο Ανώτερος Υπαίτιος της ύπαρξης της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου, ο γόνος του Κακού. Μία πιστή απόδοση της Θεοκρατικής ηγεμονίας στο επίπεδο της άσκησης Πολιτικής στην Ευρώπη των Απόλυτων Μοναρχιών. Από τον Βοργία μέχρι τον Μαζαρίνο και το Ρισελιέ, μέχρι και την Ιερή Συμμαχία, το υποκείμενο του Πολιτικού που κυριαρχεί βρίσκετε κάτω απο την ευλογία της Θείας δίκης. Η υποκειμενοποίηση του Κακού είναι η αποενοχοποίηση μίας αιματοβαμμένης Μοναρχικής Χριστιανοσύνης. <br /><br /><br /><span style="font-weight:bold;"><br />corpus delicti</span><br />4. Ο Κάντ στην "Κριτική του Πρακτικού Λόγου" ανοίγει το χώρο για την θεωρητική απελευθέρωση του Πραγματικού απο την φιλοσοφική του πρόσληψη και μας λέει" ο Θεός, η Αθανασία, γενικά οι Ιδέες είναι όροι κ αντικείμενα μιας καθορισμένης θέλησης". Ο Θεός είναι μία Ιδέα που απλά υπάρχει στην υπηρεσία μιας θέλησης, μας λέει ο Κάντ, μίας θέλησης που προφανώς δεν είναι Θεία για να παράγει το Θεό ως αντικείμενο της, αλλά υφίσταται μέσα στο Πραγματικό και υλοποιείται μέσα σε αυτό και λογικά υποκειμενοποιεί το Πραγματικό και υποκειμενοποιείται απο αυτό. Η βλάσφημη Καντιανή επισήμανση επιστεγάζει την αυτονομία της βούλησης ως μοναδική αρχή όλων των ηθικών νόμων και στρέφει την σκέψη προς τον Πρακτικό Λόγο σε τελική ανάλυση. Βούλομαι για κάτι, προς μία εξωστρέφεια προς την φυσική νομοτέλεια του κόσμου με σκοπό μάλλον να επιδράσω πάνω στον κόσμο.<br /> Προσανατολίζω την σκέψη όχι προς μία ενατένιση άρα και υποταγή στην φυσική τάξη αλλά προς μία πράξη άρα και ελεύθερη κίνηση απέναντι στον κόσμο. Όμως μπορούμε να πάμε πιο πίσω και να πούμε πως το τι Βούλομαι καθορίζει και το αν οι γενικές Ιδέες που παράγω αποσκοπούν στην αναπαραγωγή του Πραγματικού ή στο κλείσιμο του. Συνεπώς η Καντιανή αυτή επισήμανση μας οδηγεί στο να αποφιλοσοφικοποιήσουμε έννοιες όπως ''Θεός'', ΄΄Άθανασία΄΄, ''Άνθρωπος'' και να τις κρίνουμε με βάση το αν υπάρχουν ως προοδευτικές διαμεσολαβήσεις στον προσανατολισμό του Πρακτικού Λόγο ή ως αντιδραστικές διαμεσολαβήσεις. Στην δεύτερη περίπτωση έχουμε ένα Πρακτικό Λόγο που παράγει το Πραγματικό ως επανάληψη και όχι ως νέο Πραγματικό.<br /><br /><br /><br /><span style="font-weight:bold;">delirium tremens</span><br />5. Ο Κίρκεγκωρ μας θυμίζει ότι ο Αβρααμ ισοπεδώνει κάθε ηθική δέσμευση όχι μόνο ως προς την Πατρική σχέση με το παιδί του αλλά και ως προς την απαγόρευση της φόνευσης ενός αθώου ανθρώπου, στο όνομα του Θελήματος του Θεού. Που βρίσκεται το Κακό εδώ; Η πράξη δεν είναι μία απλή τελετουργία μέσα στο Πραγματικό, είπαμε και πιο πάνω πως το αναπαράγει, η πράξη αποκαλύπτει τα υπόκειμενα που την παράγουν ως υποκείμενο. Μιλάμε για το Θεό, τον Αβρααμ, και τη θυσία που δέχεται να εκτελέσει. Τρία υποκείμενα που αλλάζουν καθοριστικά με το συμβάν της θυσίας. Ο Κίρκεγκωρ σωστά θα πεί πως το παράδειγμα του Αβρααμ δείχνει την ''απόλυτη σχέση με το απόλυτο'', όμως η αγωνία και ο υπαρξιακός τρόμος της φιλοσοφίας του δημιουργεί μία Κακομορφία σε αυτή ύψιστη πράξη. Το Πραγματικό παραλύει την σκέψη που πάει να σκεφτεί φιλοσοφικά τις διαστάσεις της βούλησης και τις μορφές που αυτή μπορεί να πάρει μέσω της πράξης. Την στιγμή που ο Αβρααμ αποδέχεται να κάνει μια τέτοια θυσία το υποκείμενο που εκτοπίζει ακόμα και το Θεό που τον διέταξε και τον διατάζει είναι το υποκείμενο της πράξης και της πίστης. Εκεί φανερώνεται η λειτουργία της Ιδέας ως μίας διαμεσολάβησης προς το απόλυτο που είναι η υποκειμενοποίηση της ελευθερίας της θέλησης. Οι συνέπειες της πράξης δεν είναι απρόβλεπτες για την φιλοσοφική σκέψη, αντίθετα ακριβώς επειδή προβλέπει την διάψευση που η πράξη πρόκειται να επιφέρει στην τάξη πραγμάτων της , η φιλοσοφία τρέμει και αγωνιά.<br /><br /><br /><br /><span style="font-weight:bold;">aut caesar aut nihil</span><br />6. Όμως στο σημείο αυτό αξίζει να αντιπαραθέσουμε τον Κίρκεγκωρ στο Λεβινάς, όχι φυσικά για να συγκρίνουμε δύο θεολογίες αλλά για να χρησιμοποιήσουμε την αιρετικότητα της υποκειμενοποίησης του Κίρκεγκωρ ενάντια στην ηθικοποίηση του Πραγματικού που επιχειρεί ο Λεβινάς με όπλο την έννοια του Άλλου ως προσώπου. Όπως λέει και η Λατινική φράση πιο πάνω ''η Καίσαρας ή τίποτα'' αυτή είναι η συνεχής κίνηση του Πραγματικού, απο την υποκειμενοποίηση στον εκμηδενισμό και πάλι στην υποκειμενοποίηση, αδιάκοπη παραγωγή μέσω πράξης συμβάντων.<br /> Ο Κίρκεγκωρ λέει στο Λεβινάς πως το Άλλο για τον Αβραάμ δεν είναι το φυσικό πρόσωπο,να γιατί δεν δεσμεύεται τελικά μπροστά στην φυσική ύπαρξη του γιού του, αλλά το Απόλυτο που τον οδηγεί σε μία ελεύθερη, δηλαδή απροσδιόριστη, πράξη εντός του Πραγματικού. Από Αβρααμ Καίσαρας, δηλαδή υποκείμενο μίας ελευθερίας που πριν την απόφαση αποδέσμευσης της θέλησης του δεν υπήρχε παρά ως ένα ακόμα φυσικο πρόσωπο προς ένα άλλο φυσικό πρόσωπο. Αυτή είναι και η κύρια αδυναμία της Λεβινασιανής σκέψης. Οδηγεί στο Ίδιο και όχι στο Πραγματικό Άλλο μέσα απο την επιμονή στην αναζήτηση ενός Καλού που ενυπάρχει στην αμεσότητα των διυποκειμενικών ηθικών σχέσεων. Αυτό καθιστά αδύνατη την σκέψη του Λεβινάς να ερμηνεύσει την ιστορικότητα των Ιδεών μέσω της ανθρώπινης πράξης. <br />Είναι μια σκέψη που δαιμονοποιεί το Πραγματικό ακριβώς γιατί προσπαθεί να εκκενώσει την υποκειμενοποίηση απο την ελευθερία του Πραγματικού και να την υποδουλώσει σε μία Ηθική δίχως πράξη και δίχως Πραγματικό συμβάν.<br /><br />Το Πραγματικό δεν είναι φιλοσοφικό υποκείμενο, όπου το συναντάμε ως τέτοιο δεν είναι Πραγματικό και όσο επίσης θα συναντάμε στη φιλοσοφία το Κακό, σημαίνει πως το Πραγματικό υπάρχει και παραμένει ελεύθερο.<br /><br />σ.Godelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2081804122800733421.post-43452086392266170882010-04-22T04:57:00.000-07:002010-04-22T05:10:50.339-07:00ΑΛΑΙΝ ΜΠΑΝΤΙΟΥ , Ο Διαλεκτικός τρόπος : Σχετικά με τον Μάο Τσετουνγκ και τα Προβλήματα Στρατηγικής του Επαναστατικού Πολέμου στην Κίνα<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhVsL59deirbdKCixXklCz5ZCySEpZ2KmB1uIMnQEimicVNBxOBSSE7Lk2LM2Lx7PkWLrY1Aot45yOvS295bKZkm5T5u4XgFkcuO-Yw1GtzJZynkqMQf3enm4wx8Oo9ao0mu5yXXd3KNA9r/s1600/mao_02.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 294px; height: 320px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhVsL59deirbdKCixXklCz5ZCySEpZ2KmB1uIMnQEimicVNBxOBSSE7Lk2LM2Lx7PkWLrY1Aot45yOvS295bKZkm5T5u4XgFkcuO-Yw1GtzJZynkqMQf3enm4wx8Oo9ao0mu5yXXd3KNA9r/s320/mao_02.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5462932776621918034" /></a><br /><br /><span style="font-style:italic;">Το κείμενο αυτό εμφανίστηκε το Μάη του 1992 στο τρίτο τεύχος του περιοδικού La distance Politique, ενημερωτικό δελτίο της ΄΄Πολιτικής Οργάνωσης΄΄ στην οποία παραμένει ενεργός μέχρι σήμερα ο Αλέν Μπαντιού μαζί με άλλους συντρόφους του από το μαοϊκό παρελθόν. Kείμενο που γράφτηκε από τον Αλέν Μπαντιού με την υπογραφή Ανώνυμος</span><br /><br /><br /><br />Ο Μάο Τσετουνγκ μας έχει κατακτήσει πολύ, ας επιστρέψουμε ή καλύτερα ας πάμε προς τα εκεί. Επειδή είναι εκεί που η κατηγορία του ιστορικού τρόπου της πολιτικής βρίσκει ένα πεδίο εφαρμογής. Το λιγότερο, σημαίνει, αν θελήσουμε να κρατήσουμε μια στενή ταύτιση ενός τρόπου σαν μια σχέση της πολιτικής με τη σκέψη της. Υπάρχει εκεί, συνεπώς, κάτι σαν μια ΄΄σκέψη Μάο Τσετούνγκ΄΄ αν με αυτό εννοούμε εδώ μια πολιτική, μια σκέψη της πολιτικής, και την σχέση μιας πολιτικής με την σκέψη της;<br /><span style="font-weight:bold;"><br />Σκέψη και Γνώση </span><br /><br />Για τον Μάο εκεί υπάρχει ένα πρόβλημα της γνώσης της οποίας κεντρική κατηγορία είναι αυτή του νόμου. Εκεί υπάρχει μια πολλαπλότητα των νόμων , πάρετε για παράδειγμα ένα από τα κείμενα του για τον πόλεμο : ΄΄Tο Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας και ο Επαναστατικός πόλεμος στην Κίνα΄΄. Εδώ μπορούμε να αναγνωρίσουμε τους νόμους του πολέμου γενικά , τους νόμους του επαναστατικού πολέμου , τους νόμους του επαναστατικού πολέμου στην Κίνα: παντού, ένα ολόκληρο φάσμα από γενικούς και ειδικούς νόμους . Δεν είναι ένα ζήτημα απαρίθμησης αλλά, δια μέσου του περάσματος σε μια πολλαπλότητα των νόμων , μιας προσέγγισης που απαιτεί το σχηματισμό μιας συγκυρίας. <br />Άμεσα , πράγματι, οι νόμοι μελετούνται σε σχέση με το χρόνο τους, σε σχέση με την συγκυρία. Δεν είμαστε εντός μιας δογματικής αποδοχής του νόμου: οι νόμοι αλλάζουν, και αλλάζουν επειδή αλλάζουν οι καταστάσεις. Η ίδια η κατάσταση είναι ένα πλέγμα: είναι μια κατάσταση γενικά και μερικά.<br /><span style="font-weight:bold;"><br />Νόμος, Συγκυρία, και η σχέση του Υποκειμενικού με το Αντικειμενικό.</span><br /><br />Έτσι το σκέπτεσθε ορίζεται πλατιά μέσα στην επεξεργασία και την διατύπωση των νόμων. Ο κανόνας της επεξεργασίας και της διεργασίας της διατύπωσης ενός νόμου έχει ως χαρακτηριστικό το γεγονός πως τοποθετεί μια σχέση ανάμεσα στο υποκειμενικό και το αντικειμενικό, που σημαίνει, σε αυτή την περίπτωση μια σχέση του σκέπτεσθε και αυτού που βρίσκεται εκτός του πνεύματος και που ο Μάο αποκαλεί αντικειμενική πραγματικότητα. Έτσι η διατύπωση ενός νόμου είναι διαλεκτική. Η διαλεκτική λειτουργεί συσσωρεύοντας την αισθητηριακή γνώση και κάνοντας άλμα προς την έννοια. Κατέχει μια μεγάλη κινητικότητα, που βασίζεται στην αδιάκοπη γοητεία της, στην ακραία προσοχή της για αυτό που αλλάζει, για το καινούριο, που όλες τις φορές την σημαδεύει με ένα μη-δογματικό άγγιγμα. Ο σκοπός είναι να αναγνωρίσεις την πολιτική ως γνώση.<br /><br /><span style="font-weight:bold;"><br />Η Πολιτική ως συγκεκριμενοποίηση </span><br /><br />Έτσι βρισκόμαστε μέσα σε ένα προτσές της γνώσης. Σε αντίθεση με τα φιλοσοφικά κείμενα του Μάο, στα οποία αντιμετωπίζονται όλες οι μορφές της γνώσης, στο κείμενο που σχολιάζω βγαίνει πως η πολιτική γνώση είναι συγκεκριμένη. Συγκεκριμένη, θα έλεγε ο Μάο , για αυτούς που συναθροίζονται γύρω από τον διαλεκτικό υλισμό, που σημαίνει γύρω από το Μαρξισμό, που σημαίνει για το προλεταριάτο. Ο διαλεκτικός υλισμός διαφέρει από όλους τους άλλους (υλισμούς) 1. επειδή υπηρετεί το προλεταριάτο και 2. επειδή θεμελιώνεται στην πράξη. Έχει ένα ταξικό ορισμό : η τακτική και η στρατηγική μας δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν από άλλους εκτός από εμάς, λέει ο Μάο. ‘’ Κανένας στρατός που αντιπαρατίθεται στο λαό δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την στρατηγική και τακτική μας’’. Τακτική, ή νόμος του μερικού( η μάχη, η υποχώρηση) στρατηγική ή νόμος του όλου : αυτοί οι νόμοι δεν διαδίδονται, είναι οι νόμοι μίας πολιτικής. Η πολιτική, εδώ, έχει συγκεκριμένους νόμους.<br /><span style="font-weight:bold;"><br />Ο Διαλεκτικός Τρόπος </span><br /><br />Ονομάζω μια τέτοια διάθεση μίας πολιτικής στην σκέψη της, διαλεκτικό τρόπο. Γιατί συνδέω το όνομα της διαλεκτικής με αυτό ακριβώς τον τρόπο και δεν το βρίσκω στον Μάρξ ή σε αυτό που αποκαλώ Μπολσεβίκικο τρόπο; Στο Μάρξ υπάρχει μια διαλεκτική, αλλά είναι αυτή της Ιστορίας. Στο Λένιν , υπάρχει μια διαλεκτική της συνείδησης με ένα σχίσμα ανάμεσα στην Ιστορία και την πολιτική, όπου το κόμμα είναι το σημαίνον που του ανατίθεται το κλείσιμο αυτού του σχίσματος. Στο Μάο , αντιθέτως, η Ιστορία είναι απούσα για χάρη του νόμου. Το σκέπτεσθε δεν είναι πια το σκέπτεσθε της επάρκειας ανάμεσα στην πολιτική και την Ιστορία. Καμία ελπίδα για συγχώνευση δεν είναι παρούσα. Και την ίδια στιγμή υπάρχει ένας πολιτικός οπτιμισμός, όχι ο ιστορικός οπτιμισμός για το αύριο εμφανισμένος με ψεύτικη φωνή αλλά ο πολιτικός οπτιμισμός του οποίου η κύρια κατηγορία είναι οι μάζες. Οι πλατιές μάζες. Μια νέα κατηγορία, μια θεμελιώδης κατηγορία; Όχι ακριβώς με την στενή έννοια του όρου, αλλά βασισμένη σε ένα προτσές που υποτάσσει την ιδέα της Ιστορίας σε αυτή.<br /><span style="font-weight:bold;"><br />Οι Μάζες</span><br /><br />Οι μάζες συλλαμβάνονται μέσα στο προτσές της πράξης και της δημιουργίας διακηρύξεων. Είναι σε αυτόν τον κύκλο που μπορούν να διατυπωθούν οι νόμοι της σκέψης και της πράξης. Οι μάζες, από το μέρος τους , είναι Ιστορία. Που πάει να πει πως δεν υπάρχει πλέον Ιστορία. Η ιστορία που παραμένει είναι αυτή του όλου: βρίσκουμε ιστορικές θέσεις στον ιμπεριαλισμό( ο τελευταίος δένει τα πάντα μαζί , λέει ο Μάο) μια γυμνή ιστορικίστική θέση για την ΕΣΣΔ . Αλλά Ιστορία με την έννοια του Μάρξ, με την τηκτική της λειτουργία, έχει εξαφανιστεί. Εξ ου και αυτός ο νέος οπτιμισμός, που αποκαλείται εμπιστοσύνη: ‘’ εμπιστοσύνη στις μάζες’’. Έτσι ‘’ οι μάζες τρέφουν ένα ενθουσιασμό για το σοσιαλισμό ‘’. Όχι για την Ιστορία. Ο διαλεκτικός τρόπος από-ιστορικοποιεί. Όπως είπα, ο στόχος είναι να υποδειχθεί μια πολιτική ως γνώση. Η κατηγορία των μαζών είναι ουσιαστική για αυτό. Αλλά ποιο είναι το προτσές της διαλεκτικής; Αυτή η διαλεκτική δεν είναι ανάμεσα στο κόμμα και τις μάζες, που είναι μια τυπική και δομική ταυτότητα. Και ακόμα ‘’ πρέπει να εμπιστευόμαστε τις μάζες’’ και ‘’πρέπει να εμπιστευόμαστε το κόμμα’’. Τίποτα δεν μπορεί να λάβει χώρα χωρίς το κόμμα, ακόμα και αν υπάρχουν περιπτώσεις εξεγέρσεων ενάντια στο κόμμα, για παράδειγμα, κατά την διάρκεια της υπόθεσης Πένγκ Ντιχάι. Είναι αλήθεια πως το κόμμα είναι σημαντικό, αλλά αυτό δεν αναγνωρίζει ούτε τον τρόπο ούτε την διαλεκτική. Η τελευταία είναι τέτοια ως διαλεκτικός υλισμός. Η υλιστική διαλεκτική πρέπει να έρχεται αντιμέτωπη με τις μεγάλες καταστάσεις. <br />Πρέπει να προχωράμε από τον δρόμο των σημαντικών καταστάσεων: τον πόλεμο, τους πολέμους, των οποίων τους νόμους μπορούμε να διατυπώσουμε, που είναι οι νόμοι της πολιτικής μέσα στον πόλεμο και, ακόμα πιο σημαντικό, της πολιτικής μέσα στην κατάσταση του πολέμου. Αυτός είναι ο τρόπος που πρέπει να κατανοούμε τη ακόλουθη φράση ως μια από τις ισχυρότερες θέσεις πάνω στη διαλεκτική: ‘’ O Κόκκινος Στρατός είναι επωμισμένος με τα πολιτικά καθήκοντα της επανάστασης’’.<br />Καμία κατάσταση δεν μπορεί να διαφύγει από την αρχή της μάζας. Ο διαλεκτικός τρόπος βρίσκει υποστήριξη στην ανθρώπινη ικανότητα, εάν είναι κινητοποιημένη η πολιτική ικανότητα. Με σκοπό να κινητοποιηθεί η πολιτική ικανότητα, η αναγκαία σειρά είναι αυτή των μαζών, του λαού, του κόμματος και των τάξεων.<br /><br /><span style="font-weight:bold;">Αυτό που αυξάνεται </span><br /><br />Με τις μάζες πλην ιστορίας( δεν είμαστε ούτε στην διαλεκτική του Μάρξ, στην οποία ιστορία σημαίνει την συγχώνευση με τις τάξεις, ούτε στην διαλεκτική της συνείδησης και της ιστορίας που διαμεσολαβείται από το κόμμα, όπως στον Λένιν) ο ανταγωνισμός παίρνει ένα διαφορετικό νόημα. Στο διαλεκτικό τρόπο είναι η κίνηση αστική τάξη/προλεταριάτο και η υλιστική διαλεκτική που γίνονται η σκέψη του τρόπου και η σκέψη της πολιτικής. Με μια απροσδόκητη συνέπεια: εάν η διαλεκτική έχει σαν άξονα της την θεωρία του περάσματος από την αστική τάξη στο σοσιαλισμό, το κύριο ζήτημα γίνεται αυτό της αύξησης και της μείωσης, ‘’ αυτού που αυξάνεται και αυτού που μειώνεται’’. Οι ‘’μάζες’’ σε όλο αυτό μπορούν να θεωρηθούν σαν μια κατηγορία της υποκειμενικότητας.<br /><span style="font-weight:bold;"><br />Ανταγωνισμός </span><br /><br />Στον Μάρξ, για παράδειγμα, ο ανταγωνισμός μπορεί να αποδίδεται μέσα από την εικόνα μιας περιστροφής ή ενός πάνω –κάτω. Στο Λένιν, μετά την δικτατορία του προλεταριάτου, το αστικό κράτος είναι ο κενός και εγκαταλειμμένος τόπος του οποίου οι παλιοί κάτοχοι έχουν συντριφτεί ή έχουν αναχωρήσει. Είναι η φιγούρα της ανάπτυξης που κυριαρχεί στο Μάο, μέχρι του σημείου, ακόμα και αν ο ανταγωνισμός είναι ομοούσιος με την επανάσταση( την οποία υπερασπίζεται και τροφοδοτεί μαζί), αυτή η τελευταία έχει την δική της κατάλληλη διαδικασία, αναπτύσσεται, και αυτή η ανάπτυξη δεν είναι ούτε η κατάληψη ενός κενού τόπου ούτε ένα πάνω-κάτω. Αυτή η αύξηση ενσαρκώνεται στις απελευθερωμένες ζώνες. ..Ο Ανταγωνισμός είναι ,λοιπόν, η κεντρική κατηγορία για την διάκριση των τρόπων από τα μέσα. Εκεί υπάρχει μια θετικότητα στον διαλεκτικό τρόπο, που αναφέρεται στην σημασία του ανταγωνισμού, που δεν μπορεί να κάνει τα πάντα.<br /><span style="font-weight:bold;"><br />Μετασχηματισμός</span><br /><br />Η αλήθεια της πράξης, αυτή της διαλεκτικής του υποκειμενικού και του αντικειμενικού, βρίσκεται μέσα στον μετασχηματισμό. Αυτό έχει σημασία περισσότερο, αυτή η διαλεκτική είναι η πράξη του ίδιου του μετασχηματισμού. Υπάρχουν στατικές πρακτικές και διαλεκτικές πρακτικές. Στις διαλεκτικές, το παρελθόν γίνεται μέλλον. Η διαλεκτική καταργεί τον χρόνο. Ομοίως, εάν θεωρήσουμε μια οντότητα στο γίγνεσθαι της , στον τρόπο που μετασχηματίζεται η ίδια, το όνομα της θα είναι μια αντιθετική πολλαπλότητα. Ο διαλεκτικός τρόπος έχει στο κέντρο του ένα διαλεκτικό υλισμό του μετασχηματισμού. Το σημείο του πραγματικού του βρίσκεται στην υποκειμενικότητα. Είναι η φράση του Μάο, μιλώντας στον ανιψιό του : ΄΄Στο τέλος τα πάντα καταλήγουν σε ένα ερώτημα: Ποιόν υπηρετείς; ΄΄<br /><span style="font-weight:bold;"><br />Ο τόπος</span><br /><br />Ο τρόπος είναι, μιλώντας στενά, η σχέση μίας πολιτικής με την σκέψη της. Δεν είναι μια διαλεκτική της φύσης, για την οποία είχε μια αγάπη ούτως η άλλως ο Μάο. Ούτε είναι μια διαλεκτική του Κόμματος και της Ιστορίας. Είναι η διαλεκτική που είναι ο τόπος της πολιτικής. Αντίστροφα, η πολιτική γίνεται ο τόπος της διαλεκτικής. Ο υλισμός που υποτάσσεται στην διαλεκτική αποφεύγει κάθε αντικειμενισμό. Αυτό είναι το νόημα που πρέπει να δώσουμε στο θαυμάσιο κέιμενο πάνω στην κύρια πλευρά της αντίθεσης, το οποίο είναι ένα παράδειγμα της υποταγής του υλισμού στην υλιστική διαλεκτική. Ο υλισμός, από μόνος του, δεν είναι ικανός να διακρίνει την δύναμη από την αδυναμία.<br />Στον διαλεκτικό τρόπο, τα όρια του οποίου βρίσκονται στο 1927 και το 1958, ο πρακτικός τόπος της πολιτικής είναι η δουλειά των μαζών. Ο καθένας ξεκινά από αυτές και επιστρέφει σε αυτές. Αυτό είναι το ουσιαστικό προτσές, πολύ διαφορετικό από αυτήν την πλευρά από την θεωρία της επαναστατικής προετοιμασίας( και για αυτό διαφορετικό από τον Μπολσεβίκικο τρόπο), προσφέρει την ικανότητα να αντισταθούμε στο αντίθετο ρεύμα.<br /><span style="font-weight:bold;"><br />Μετάφραση στην Αγγλική γλώσσα από τον Bruno Bosteels.</span><br /><br /><span style="font-style:italic;">ΣΥΜΒΑΝΤΑ<span style="font-weight:bold;"></span></span><span style="font-weight:bold;"> ...Αφιερωμένο στους "εύκολους κατεδαφιστές" της ελληνικής διανόησης</span>Godelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2081804122800733421.post-22577579020605000912010-04-16T05:37:00.000-07:002010-04-16T06:29:04.570-07:00Σ.ΖΙΖΕΚ , ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhC5GvdS7b3CL_C3dj5sSR5mkd32rhGQ9LZ6qkUd0xG3bP6_3AZFk9Pn47Y1MIrE2FUsni60vLZlBwUzxx6Lh36jpC7G4FyYkCLgpB2WWHOAQSCs06BUrdJQ68zT3HRcS6fXAlmAMhiZ70U/s1600/zizbrow.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 212px; height: 320px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhC5GvdS7b3CL_C3dj5sSR5mkd32rhGQ9LZ6qkUd0xG3bP6_3AZFk9Pn47Y1MIrE2FUsni60vLZlBwUzxx6Lh36jpC7G4FyYkCLgpB2WWHOAQSCs06BUrdJQ68zT3HRcS6fXAlmAMhiZ70U/s320/zizbrow.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5460726289300027506" /></a><br /><span style="font-weight:bold;"> ΓΙΑΤΙ Ο ΛΑΚΑΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡΙΑΝΟΣ</span><br /><br />Το χάσμα που χωρίζει τον Lacan από Heidegger είναι εδώ σαφώς ευδιάκριτο ακριβώς εξ αιτίας της εγγύτητάς τους, δηλ., του γεγονότος ότι, προκειμένου να υποδειχθεί η συμβολική λειτουργία στην ουσία της, ο Lacan χρησιμοποιεί ακόμα τον όρο«Είναι» του Χάιντεγκερ: σε έναν άνθρωπο, οι επιθυμίες χάνουν την πρόσδεσή τους στη βιολογία, είναι ενεργές μόνο στο μέτρο που είναι εγεγγραμμένες μέσα στον ορίζοντα που το Είναι συστήνει από τη γλώσσα ,εντούτοις, για αυτήν την μετάθεση από την άμεση βιολογική πραγματικότητα του σώματος στο συμβολικό χώρο που καταλαμβάνει, πρέπει να ζήσει ένα σημάδι βασανισμού μέσα στο σώμα με το πρόσχημα του ακρωτηριασμού του..<br /><br /><br /><span style="font-weight:bold;">ΥΛΙΣΜΟΣ, Ή Η ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΛΟΥ</span><br /><br />Ο Θεός δεν είναι εδώ πλέον η θαυμαστή εξαίρεση που εγγυάται την κανονικότητα του κόσμου, το ανεξήγητο Χ που επιτρέπει σε μας για να εξηγήσει όλα τα άλλα είναι, αντίθετα, ο ίδιος συντριμμένος από το υπερχειλισμένο θαύμα της δημιουργίας του. Με μια προσεκτικότερη ματιά, δεν υπάρχει τίποτα κανονικό στον κόσμο μας - όλα, κάθε μικρό πράγμα δηλαδή είναι μια θαυμαστή εξαίρεση ειδωμένο από μια κατάλληλη προοπτική, κάθε κανονικό πράγμα είναι ένα τερατούργημα.Πέστε, δεν πρέπει να πάρουμε τα άλογα ως κανονικό και μονόκερο ως θαυμαστή εξαίρεση - ακόμη και ένα άλογο, το πιό συνηθισμένο πράγμα στον κόσμο, είναι ένα θαύμα καταστροφής. Αυτός ο βλάσφημος Θεός είναι ο Θεός της σύγχρονης επιστήμης, δεδομένου ότι η σύγχρονη επιστήμη στηρίζεται ακριβώς από μια τέτοια τοποθέτηση να αναρωτηθεί το προφανέστερο.Εν ολίγοις, η σύγχρονη επιστήμη είναι στην πλευρά «του να πιστεύεις στο οτιδήποτε»: είναι ένα από τα μαθήματα της θεωρίας της σχετικότητας και της κβαντικής φυσικής,ότι σύγχρονη επιστήμη υπονομεύει τις στοιχειώδεις φυσικές συνήθειες των περισσότερων απο μας και μας αναγκάζουν να θεωρήσουμε (να δεχτούμε) τα «μη αισθητά» πράγματα; Για να διευκρινίσει αυτό το αίνιγμα, η λογική του Lacan για το μη-Όλον μπορεί να βοηθήσει πάλι.<br />Ο Chesterton στηρίζεται προφανώς στη «αρσενική» πλευρά της καθολικότητας και της συστατικής εξαίρεσής της: όλα υπακούνε τη φυσική αιτιότητα - με εξαίρεση το Θεό, το κεντρικό μυστήριο. Η λογική της σύγχρονης επιστήμης είναι, αντίθετα, «θηλυκή»: κατ' αρχάς, είναι υλιστική, δεχόμενη το αξίωμα ότι τίποτα δεν δραπετεύειαπο τη φυσική αιτιότητα που μπορεί να μετρηθεί από τη λογική εξήγηση εντούτοις, η άλλη πλευρά αυτού του υλιστικού αξιώματος είναι ότι «δεν είναι όλα λογικά,να υπακούετε τους φυσικούς νόμους»-όχι υπό την έννοια ότι «υπάρχει κάτι παράλογο, κάτι που δραπετεύει της λογικής αιτιότητας,» αλλά υπό την έννοια ότι είναι το «σύνολο» της ίδιας της λογικής αιτιακής τάξης που είναι ασύστατη, «παράλογη», μη-Καθολική. Μόνο αυτό το μη-Όλον εγγυάται το κατάλληλο άνοιγμα της επιστημονικής ομιλίας στις εκπλήξεις, στις έκτακτες ανάγκες «του αδιανόητου»: ποιος, στο 19ο αιώνα, θα μπορούσε να έχει φανταστεί πράγματα όπως η θεωρία της σχετικότητας ή η κβαντική φυσική;<br /><br /><span style="font-weight:bold;">μετάφραση απο το site </span><span style="font-weight:bold;">www.lacan.com </span>Godelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2081804122800733421.post-90212061115842798512010-04-09T08:04:00.000-07:002010-04-09T10:26:22.018-07:00ΜΠΑΡΟΚ: Η ΑΠΟΘΕΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhFzKm9m62ldcmFeFp6R6eoXByfWXn-2dMwnohJNZ915MbkImaIvzFGafgdFXjnfp723f7relVBsEtvO3Hm-oFDRZK1zSSFlw2R2oNmUE-nOrCnnGQJiHILVgee1BqqZjA7G9hXuud_tVwK/s1600/david-head-goliath.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 320px; height: 214px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhFzKm9m62ldcmFeFp6R6eoXByfWXn-2dMwnohJNZ915MbkImaIvzFGafgdFXjnfp723f7relVBsEtvO3Hm-oFDRZK1zSSFlw2R2oNmUE-nOrCnnGQJiHILVgee1BqqZjA7G9hXuud_tVwK/s320/david-head-goliath.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5458157830169423234" /></a><br />M.Caravaggio, "O Δαβίδ με την κεφαλή του Γολιάθ",Μουσείο Prado Μαδρίτης.<br /><br />1. Ο πόλεμος Μεταρρύθμισης και Αντιμεταρρύθμισης δεν ήταν δυνατό να μην καταλάβει το χώρο της Τέχνης, να μην υποτάξει τα μέσα της και το γόητρο της στον αιματηρό και λυσσαλέο αγώνα. Η Τέχνη απο τα τέλη του 16ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα χτίζει το μεγαλείο της πάνω στις εκατόμβες των νεκρών, πάνω στους ηττημένους που περιμένουν να επιτελέσουν την αντεκδίκηση με τον Διαφωτισμό, η μόνη Τέχνη που υπάρχει γιατί κυριαρχεί , επιβάλει, καθορίζει όλες τις αξίες της εποχής της με τη δική της αισθητική είναι το Μπαρόκ, είναι η αποθέωση του μεγαλείου του Θεού και της Εκκλησίας σε καθεδρικούς, σε παλάτια , σε πίνακες και σε παρτιτούρες, σε θέατρα και στη γραφή. Μία αποθέωση ενός Θεού που αγγίζει την μεταμόρφωση στο αντίθετο του, στο Κακό, στην υπερβολή ενός κλασσικισμού διεστραμμένα όμορφου, μελαγχολικού, σκοτεινού και εκδικητικού, ενός κλασσικισμού που όσο περισσότερο μεγαλουργεί τόσο περισσότερο κατανοείς πως οι εμπνευστές του ήδη έχουν υποκαταστήσει το Θεό μέσα απο τα έργα τους, ήδη η εκλαμπρότητα της δημιουργίας τους ομιλεί τον Καρτεσιανό ανθρωποκεντρισμό, " Δες τι αφιέρωσα για το Θεό και αποθεώσε εμένα για αυτό"...αυτή είναι η φράση που είναι καρφωμένη στην καρδιά αυτής της αισθητικής, αυτής της ιδεολογίας που ο Καθολικισμός δεν κατάφερε μέσα στην θρησκευτικότητα της να αποκρύψει τα αυτοκρατορικά άθεα χαρακτηριστικά της.<br /><br />2. Στην Νεοπλατωνική φιλοσοφία, το Κακό είναι ταυτισμένο με την ύλη(Πλωτίνος) αλλά και με την αναγκαία γενεσιουργό διαδικασία των όντων που δεν είναι το Ένα, το Θείο Ον(Πρόκλος). Η ύλη είναι το Κακό , γιατί ακριβώς επειδή είναι γίγνεσθαι επιφέρει διαρκώς μετασχηματισμούς μέσω του Θανάτου. Ο Καθολικισμός μέ το Μπαρόκ προσπαθεί να αντιμετωπίσει αυτή του την Νεοπλατωνική αποδοχή και να χτίσει επίγεια έργα με την αισθητική μίας εξαπάτησης του Θανάτου. Το Μπαρόκ σε κάθε του έκφανση θρηνεί για το μάταιο της ύπαρξης και προσπαθεί να θεμελιώσει ιδέες, θείες απεικονίσεις, εξορκισμούς της ύλης με ύλη, ενσαρκώνει το Καλό που θέλει να αποκηρύξει το Κακό αλλά επιστρέφει σε αυτό. Μια τερατώδης αντίφαση που δημιουργεί αριστουργήματα, που δημιουργεί λαβύρινθους και δαιδαλώδεις διαδρομές απο-κοσμοποίησης. Το Ιησουίτικο "να είσαι στον κόσμο χωρίς να ανήκεις σε αυτόν" είναι χαραγμένο παντού. Η αποθέωση τελικά δεν είναι η αποθέωση του Θεού, έστω εκ των υστέρων, καταλαβαίνεις πως αυτή η τραγικότητα του Μπαρόκ είναι σαν να υπήρξε ως πρόλογος στην θυελλώδη είσοδο της νέας εποχής των αστών στο προσκήνιο. <br /><br />3. Κοιτάξτε την αγριότητα του ρεαλισμού του Καραβάτζο, ο Θεός είναι το Συμβάν, το συμβάν του φόνου του Γολιάθ(παραπάνω πίνακας) , το συμβάν της ανάστασης του Λαζάρου, το συμβάν , του καλέσματος του Ματθαίου προς το Χριστό. Ο μεγάλος Ιταλός ζωγράφος δημιουργεί έργα που ο Θεός υπαρχει μόνο ως συμβαντική παρέμβαση, τα πρόσωπα, η βία, το αιφνίδιο στην ζωγραφική του, δεν παρουσιάζουν την ουράνια λάμψη, την καθαρότητα των αγγέλων, την φωτεινότητα του Θείου πνεύματος. Το Μπαρόκ εδώ απεικονίζει το Θείο ως δαιμονιακό, ως Κακό που συμβαντικά καταλαμβάνει το αισθητικο πεδίο των πιστών του. <br />Ας ακούσουμε τη μουσική του Μπαρόκ, το La Folia του Corelli, τον Μπαχ και τον Βιβάλντι, την επιθανάτια έκκληση του Ναπολιτάνου συνθέτη Pergolesi στο Stabat Mater ("Θρηνούσα Μητέρα"), την μουσική του Χαίντελ...σε κάθε βήμα υπάρχει ο θρήνος , η υπενθύμιση της ανικανότητας του Θεού να προσφέρει την σωτηρία στο μελλοθάνατο υποκείμενο. Ο αντι-ανθρωπισμός του Μπαρόκ επί της ουσίας είναι ένας κλασσικισμός αντιΘειστικός, μία Χριστιανική αποτυχία να αποδειχθεί η μετά θάνατον ζωή. <br />Στην αρχιτεκτονική του Μπαρόκ αυτή η διάσταση αγγίζει ένα απόκοσμο μεγαλείο. Οι ναοί της Παπικής δύναμης, τα παλάτια της αριστοκρατίας, σχεδιάζονται απο μία τάξη που πιστεύει πως θα ζήσει για πάντα, που εξυμνεί τον εαυτό της και τη δύναμη της με ένα απεριόριστο υπαρξιακό φόβο. Οι ογκώδεις παρουσίες, οι υπεράνθρωπες διαστάσεις, η αποθέωση της πολυτέλειας, ο ίσκιος του μαύρου και του θλιβερού, έργα που χτίζουν ηγεμόνες που θεωρούν πιο πάνω απο κάθε Θεό το δικό τους πέρασμα απο την ζωή. Η Ιησουίτικη ηθική δεν καταφέρνει να συγκρατήσει τις μηδενιστικές και Καισαρικές παράλληλα τάσεις της Καθολικής ελίτ. <br /><br />Η τέχνη του Μπαρόκ είναι το Κακό που ξεδιπλώνεται σε όλα τα πεδία της φαινομενικότητας. Η ψυχή και το σώμα χωρίζονται βίαια για να αναζητηθεί η βέβηλη ενότητα τους μέσα στους πίνακες, στους θόλους και στις βασιλικές των ναών. Ο ουρανός και η κόλαση μιας ιστορικής παρακμής που έζησε περισσότερο από όσο περίμενε ο οποιοσδήποτε. <br /><br />4. Η βούληση του Κυρίου είναι αντιθετική με την αναμονή της σωτηρίας απο τον άνθρωπο γιατί ο άνθρωπος που μαθαίνει πως ο Θεός του είναι ο απόλυτος δράστης , φθονεί και επιθυμεί αυτή την δύναμη. Από τη στιγμή που η Εκκλησία αποδέχτηκε πως οι ηγεμόνες και οι Βασιλείς είναι -όπως και ο Πάπας-οι επι της γης εκπρόσωποι της Θείας δύναμης, εξανθρώπισε πλήρως την έννοια της Θείας Βούλησης. Αυτή τη πνευματική παράδοση του Καθολικισμού προχώρησε ο Προτεσταντισμός ακραία στο χώρο της οικονομικής σφαίρας και της πνευματικής αυτονόμησης του Πιστού, αυτή η παράδοση ωθούσε τους ίδιους τους υπερασπιστές του Καθολικού δόγματος να αποτελούν την ενσάρκωση μίας δυνατότητας ... <span style="font-weight:bold;">ο άνθρωπος να μοιάσει στον Θεό</span>. Αυτή τη ματαιόητητα που είναι παράλληλα και μια πρώτη ένδειξη ενός υπερανθρωπισμού, απέδωσαν οι δημιουργοί του Μπαρόκ.<br /><br />5. Η θεατρικότητα του Μπαρόκ είναι η δύναμη του. Αποσύρεται στην δική του σκηνή, ο κόσμος είναι ο κόσμος του, ο κόσμος των υπεράνθρωπων υλικών, όντων και ιδεών, εκεί η συνύπαρξη αυτών φτιάχνει ένα έργο , μία σκηνή για την ματαιότητα του ήδη-κόσμου αλλά και μία ευλογία της εγκατάλειψης στο ανύπαρκτο Θείο. Η υποκριτική είναι νόμος εδώ. Όλοι ξέρουν ότι πρέπει να πείσουν το Θεό ότι είνα μαριονέτες του στην τάξη που δημιουργεί και όλοι το κάνουν γιατί ξέρουν πως δεν υπάρχει κανένας Θεός για να τους χρησιμοποιήσει. Η κραυγή της θεατρικότητας του Μπαρόκ είναι μία κραυγή για την συνείδηση της ανυπαρξίας του ανθρώπου ως υποτελή. Είναι η συνείδηση πως αυτή την συνείδηση της ανύπαρκτης Θεικότητας μπορουν και οι φτωχοί, οι αγρότες, οι μορφωμένοι αστοί των πόλεων να την αποκτήσουν...<span style="font-weight:bold;">δεν υπάρχει Θεός "άρα εμείς οι ηγεμόνες δεν δικαιολογούμε την ελέω Θεού μοναρχία μας, άρα ποιός υποτελής πρέπει και γιατί να συναινεί στο μεγαλείο μας;"</span> Η αγριότητα μίας ταξικής ιδεολογικής διαστροφής που πάντα επιστρέφει εκδικητικά στις κατώτερες τάξεις, και παντα συσσωρεύεται ακόμα πιο γρήγορα. Το Μπαρόκ καθρέφτιζε μία αυτο-ικανοποίηση για την απώλεια του Πατρός, που ιστορικά δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο. Οι νέες τάξεις ετοίμαζαν τον δικό τους Οιδίποδα.<br /><br />6. O ακτινοβόλος κόσμος του Μπαρόκ δελέασε για αυτό την Μπορχική γραφή, τον Ντελέζ και τις πτυχώσεις της σκέψης του, γιατί αποδίδει μια ιερότητα στην μονάδα, την ώρα που την δένει με μια πολλαπλότητα υποστάσεων, είναι ένας λαβύρινθός του λαβύρινθου χωρίς μίτο της Αριάδνης , χωρίς Θεό και χωρίς Άνθρωπο, συμβολικοποιεί στην σκέψη το θάνατο και την παρακμή ως μία απεριόριστη δύναμη και ως ένα και μοναδικό πεπρωμένο, ως τον μόνο αυτοκράτορα στο χώρο και το χρόνο. Χωρίς αμφιβολία η φρικιαστική ειρωνεία του αποτέλεσε για την σκέψη και την φιλοσοφία αντικείμενο έρευνας αλλά και σύμβουλο της. Ας φανταστούμε πόσες συνωμοσίες και δολοφονίες, βεντέτες και τυρρανοκτονίες συζητήθηκαν και οργανώθηκαν μέσα στα υπέρλαμπρα Μπαρόκ ανάκτορα των Βερσαλλιών, στους υποβλητικούς ναούς της Σικελίας την εποχή των μεγάλων εξεγέρσεων, πόσο θάνατο χρειάστηκε η Τέχνη για να εκφράσει λίγη αφοσίωση για ένα Θεό που επιβάλει την ματαιότητα στον άνθρωπο που αναζητά την αιωνιότητα. Ανάμεσα στην ματαιότητα και την αιωνιότητα, μία Τέχνη που απέδωσε την Βούληση για Δύναμη ως Βούληση για Υποκριτική.<br /><br />σ.Godelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2081804122800733421.post-51200682851718577822010-03-27T08:20:00.000-07:002010-03-27T08:49:32.465-07:00ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΑΣΤΙΑ( η μεταβιομηχανική "λαλιά")<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgmfdVl2249XpJDm7f5ilHSp0c3u_oE5rjMHkVJUYIxSEl-7yo-zqVINB7W2k_F888aG0UqLvty_LJpiea07Vme3a-DbEIiOtkW3cCzzC1AC1ttmPeYcQKjJdOXDDOS_VhZhw85cqxsExKu/s1600/%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%82.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 166px; height: 196px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgmfdVl2249XpJDm7f5ilHSp0c3u_oE5rjMHkVJUYIxSEl-7yo-zqVINB7W2k_F888aG0UqLvty_LJpiea07Vme3a-DbEIiOtkW3cCzzC1AC1ttmPeYcQKjJdOXDDOS_VhZhw85cqxsExKu/s320/%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%82.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5453341243236763890" /></a>
<br />
<br /><span style="font-weight:bold;">αφιερωμένο στον MALCOLM X</span>
<br />
<br />1. Μέσα στις μεγαζώνες που εγκαταλείπετε το νέο προλεταριάτο στις Μητροπόλεις του Παγκοσμιοποιημένου Καπιταλισμού, εκτελείται ένα πείραμα που όμοιο του δεν θα φαντάζονταν ούτε όλοι οι εγκέφαλοι των Ναζί..η αποστέρηση κάθε γλώσσας επικοινωνίας, η κατακερματισμένη επικοινωνία της μιζέριας, της εγκληματικότητας και της ανεργίας. Μαζί με το σημειολογικό βομβαρδισμό ενός Θεάματος που κανείς νέος δεν θα μπορέσει να αγγίξει ποτέ-απο την Νέα Υόρκη και το Λ.Α μέχρι το Παρίσι και το Τόκυο- παράλληλα πουλάνε προς κατανάλωση την ατομική Φαντασίωση, την Ουτοπία της εξαίρεσης απο την κόλαση των γκέτο, την έξοδο απο τη γή του κανενός.Ναί, εκεί που ανα πάσα στιγμή, ένας πιτσιρικάς μπορεί να πεθάνει απο σφαίρες της αστυνομίας ή την πρέζα, η διάχυση μιας κοινοτικής ''λαλιάς'' επιμένει να υπάρχει και ανθίσταται.
<br />
<br />2. Ραπ, χιπ-χοπ, σε όλα τα είδη και τις παραλλαγές, απόπειρες για μια άλλη γλώσσα, που θα λέει, θα αφηγείται μουσικά την πραγματική ζωή, που θα είναι πάντα μπλεγμένη ανάμεσα στην οργή και τον αδιέξοδο μηδενισμό, η εδαφικοποίηση μίας προλεταριακής σημειολογίας που πριν προλάβει να ωριμάσει την περιμένει μια μεγάλη εταιρεία, ένα πλάνο ανανέωσης του προφίλ της μαζικής βιομηχανίας των πολυεθνικών. Η γλώσσα-γκέτο, όχι απαραίτητα γραμμένη για όσους είναι απο τα προάστια, γλώσσα που ομιλεί τον αποκλεισμό και την συνειδησή του, που είναι για όσους βιώνουν στριμώχνονται στην "περιφέρεια" του μέλλοντος απο τα σχέδια του Κεφαλαίου. Γλώσσα που αξίζει να την μάθεις και να την μιλήσεις, αξίζει να την ακούσεις..και ας μην είναι γεμάτη με "κόκκινα επαναστατικά λάβαρα" η δομή της. Ο πειραματισμός "απο τα κάτω" σε όλο του το μεγαλείο..
<br />
<br />Τα βιντεο κλιπ που ακολουθούν είναι μια επιλογή απο συγκροτήματα και DJ's των ΗΠΑ -που αργότερα άλλους τους έβαλαν στο ''κόλπο'' οι πολυεθνικές και άλλους όχι- αφηγήσεις μίας γλώσσας ταξικής,αντιφατικής αλλά αληθινής.
<br />
<br />
<br /><object style="height: 344px; width: 425px"><param name="movie" value="http://www.youtube.com/v/Niua9KOzgrA"><param name="allowFullScreen" value="true"><param name="allowScriptAccess" value="always"><embed src="http://www.youtube.com/v/Niua9KOzgrA" type="application/x-shockwave-flash" allowfullscreen="true" allowScriptAccess="always" width="425" height="344"></object>
<br />
<br />
<br /><object width="640" height="385"><param name="movie" value="http://www.youtube.com/v/KTOg_RGOEBg&color1=0xb1b1b1&color2=0xcfcfcf&hl=en_US&feature=player_detailpage&fs=1"></param><param name="allowFullScreen" value="true"></param><param name="allowScriptAccess" value="always"></param><embed src="http://www.youtube.com/v/KTOg_RGOEBg&color1=0xb1b1b1&color2=0xcfcfcf&hl=en_US&feature=player_detailpage&fs=1" type="application/x-shockwave-flash" allowfullscreen="true" allowScriptAccess="always" width="640" height="385"></embed></object>
<br />
<br />
<br /><object width="640" height="385"><param name="movie" value="http://www.youtube.com/v/59IsOsKFJXM&color1=0xb1b1b1&color2=0xcfcfcf&hl=en_US&feature=player_detailpage&fs=1"></param><param name="allowFullScreen" value="true"></param><param name="allowScriptAccess" value="always"></param><embed src="http://www.youtube.com/v/59IsOsKFJXM&color1=0xb1b1b1&color2=0xcfcfcf&hl=en_US&feature=player_detailpage&fs=1" type="application/x-shockwave-flash" allowfullscreen="true" allowScriptAccess="always" width="640" height="385"></embed></object>
<br />
<br />
<br /><object style="height: 344px; width: 425px"><param name="movie" value="http://www.youtube.com/v/kT4jQld_FiE"><param name="allowFullScreen" value="true"><param name="allowScriptAccess" value="always"><embed src="http://www.youtube.com/v/kT4jQld_FiE" type="application/x-shockwave-flash" allowfullscreen="true" allowScriptAccess="always" width="425" height="344"></object>
<br />
<br />
<br /><object style="height: 344px; width: 425px"><param name="movie" value="http://www.youtube.com/v/VqnzLUTRwRE"><param name="allowFullScreen" value="true"><param name="allowScriptAccess" value="always"><embed src="http://www.youtube.com/v/VqnzLUTRwRE" type="application/x-shockwave-flash" allowfullscreen="true" allowScriptAccess="always" width="425" height="344"></object>
<br />
<br />
<br /><object style="height: 344px; width: 425px"><param name="movie" value="http://www.youtube.com/v/45QOPG_XkOM"><param name="allowFullScreen" value="true"><param name="allowScriptAccess" value="always"><embed src="http://www.youtube.com/v/45QOPG_XkOM" type="application/x-shockwave-flash" allowfullscreen="true" allowScriptAccess="always" width="425" height="344"></object>
<br />
<br />
<br /><object width="640" height="385"><param name="movie" value="http://www.youtube.com/v/wbNJcF0H8b4&color1=0xb1b1b1&color2=0xcfcfcf&hl=en_US&feature=player_detailpage&fs=1"></param><param name="allowFullScreen" value="true"></param><param name="allowScriptAccess" value="always"></param><embed src="http://www.youtube.com/v/wbNJcF0H8b4&color1=0xb1b1b1&color2=0xcfcfcf&hl=en_US&feature=player_detailpage&fs=1" type="application/x-shockwave-flash" allowfullscreen="true" allowScriptAccess="always" width="640" height="385"></embed></object>
<br />
<br />
<br /><object style="height: 344px; width: 425px"><param name="movie" value="http://www.youtube.com/v/WFmV4-TzMnI"><param name="allowFullScreen" value="true"><param name="allowScriptAccess" value="always"><embed src="http://www.youtube.com/v/WFmV4-TzMnI" type="application/x-shockwave-flash" allowfullscreen="true" allowScriptAccess="always" width="425" height="344"></object>Godelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2081804122800733421.post-40855758072033050642010-03-26T03:52:00.000-07:002010-03-26T03:53:23.001-07:00Anna Melato Canzone Arrabbiata 1973<object style="height: 344px; width: 425px"><param name="movie" value="http://www.youtube.com/v/r9bEHz59Dyw"><param name="allowFullScreen" value="true"><param name="allowScriptAccess" value="always"><embed src="http://www.youtube.com/v/r9bEHz59Dyw" type="application/x-shockwave-flash" allowfullscreen="true" allowScriptAccess="always" width="425" height="344"></object>Godelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-2081804122800733421.post-59959063009657635602010-03-25T06:22:00.000-07:002010-03-27T07:57:29.976-07:00TO ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ: Η άβυσσος της βούλησης<a onblur="try {parent.deselectBloggerImageGracefully();} catch(e) {}" href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh3IQc-GidRwjbSYsKoG6yw6QgzTnz0S_9zeREg_BBl1o8fghHKwl2G2KYSxEMRLVMVRTBkRScegkgk7woS747RJesNWU6K63aUjLxC4YWpwye7rLfMkbuZLusRoS1yeDPf9dPr0h6hjv2Q/s1600/220px-Death_of_Marat_by_David.jpg"><img style="display:block; margin:0px auto 10px; text-align:center;cursor:pointer; cursor:hand;width: 220px; height: 283px;" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh3IQc-GidRwjbSYsKoG6yw6QgzTnz0S_9zeREg_BBl1o8fghHKwl2G2KYSxEMRLVMVRTBkRScegkgk7woS747RJesNWU6K63aUjLxC4YWpwye7rLfMkbuZLusRoS1yeDPf9dPr0h6hjv2Q/s320/220px-Death_of_Marat_by_David.jpg" border="0" alt=""id="BLOGGER_PHOTO_ID_5452565203788979474" /></a><br /><span style="font-weight:bold;">"O θάνατος του Μαρά"</span>, πίνακας του Jacques-Louis David<br /><br /><br /><span style="font-weight:bold;">ΜΕΡΟΣ Ι </span><br /><br />Η περιπέτεια της αναμέτρης στου Συλλογικού και Ατομικού, μέσα στην αυγή των πολιτισμών και της ιστορίας, παίρενι μια ξεχωριστή σημασία στην παρουσία του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος, ξεχωριστή παρουσία ακριβώς γιατί η απόπειρα να δημιουργηθεί μια κοσμοεικόνα που να μπορούσε να αντανακλά όλα τα επιστητά, υπήρξε μια απόπειρα γιγαντιαία για ένα πολιτισμό τόσο αρχαίο, ένα πολιτισμό που επιθύμησε να ξεπεράσει τις υλικές βάσεις της εποχής του. Η αρχαιοελληνική απόπειρα δεν πρέπει να κταγραφεί όμως σαν αποτυχία, δεν είναι ορθό να αντιμετωπιστεί σαν μία αντι-ιστορική πράξη, με όρους αυστηρά ντετερμινιστικούς. <br /><br />Από την άλλη μεριά η αρχαιολατρεία, η ειδωλολατρεία και η στέιρα αναπαραγωγή των αξιών εκείνης της περιόδου, υπήρξε κεντρικό ιδεολογικό εργαλείο μίας ελληνικής αστικής τάξης που ακριβώς επειδή δεν μπορούσε να στερεώσει ένα νέο ΄΄οραματισμό΄΄ για την ηγεμονία της, διαρκώς χρησιμοποιούσε ως πηγή αναφορών της αρχαιοελληνική ιστορία. Ο αντιδραστικός ιδεαλισμός επιβλήθηκε πάνω στο πραγματικό της εποχής εκείνης διαστρεβλώνοντας βαθύτατα τον πλούτο, το υλικό, την πραγματική ιστορική και πνευματική αξία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.<br />Ποτέ καμία Παλινόρθωση στην Ελλάδα δεν απέφυγε να χρησιμοποιήσει το αρχαιοελληνικό πρώτυπο ώστε να επιβληθεί μια αντιδραστική θέση στο ιδεολογικό πεδίο και συνεπώς και στο μαζικό εθνικό και λαικό φαντασιακό. <br /><br />Μέσα στις μορφές που πήρε η ταξική πάλη στον 20 αιώνα, με την ανάπτυξη του λαικού κινήματος, η προσέγγιση και η ερμηνεία της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς πήρε χαρακτηριστικά μίας καθοριστικής ιδεολογικής διαμάχης. Και αυτή είναι η μοίρα που επιφυλλάσει σε ένα ένδοξο παρελθόν ένα φιλόδοξο πολεμικό παρόν. Το κακό δεν ήταν αυτό. Το αρνητικό και αξιοπερίεργο είναι η χρήση που επεφύλαξε στην αρχαιοελληνική παράδοση η Αριστερή διανόηση της χώρας. Την ώρα που αποδεχόταν την σημασία αυτού του παρελθόντος για την διαμόρφωση της Νεοελληνική ιδεολογίας, την ίδια στιγμή -πλήν ελαχίστων εξαιρέσεων- ταύτισε το παρελθόν αυτό με τις προθέσεις του ταξικού της αντιπάλου, και απομακρύνθηκε απο μια δική της συνολική ερμηνεία και επαναξιολόγηση του αρχαιοελληνικού. Η διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας σε σχέση με τις συγκεκριμένες αξίες της κομμουνιστικής θεωρίας και πράξης δεν μπολιάστηκαν με την αυτή την προβληματική. Στην λαική συνείδηση και μνήμη η ιστορία του τόπου έχει μείνει πως μόνο η ''Δεξιά'' αναφέρεται. <br /><br />Το συμπέρασμα δεν είναι ένα. Σίγουρα υπάρχει μια αδικία πάνω σε αυτό τον ιστορικό πλούτο, μια αδικία φιλοσοφική-πολιτική-πολιτισμική. Ακόμα και ένα στείρο ακαδημαικό μάτι θα αναγνώριζε πως την ουσιαστικότερη αποτίμηση και σπουδή πάνω στην αρχαιοελληνική ζωή την παρήγαγε η Ευρωπαική διανόηση. Καμία πολιτική δύναμη στη χώρα δεν κατεύθυνε τους πνευματικούς εργάτες της σε μια εργασία ταξινόμησης, εκτίμησης, μετάδοσης και κριτικής συστηματικά όλου του πνευματικού έργου της αρχαιοελληνικής ζωής. <br /><br />Στον αρχαιοελληνικό κόσμο η αναζήτηση για τον άνθρωπο και τον κόσμο έφτασε σε τέτοια επίπεδα που πραγματικά η καταστροφή που προκάλεσε πάνω στο έργο τους και ο προ-καπιταλιστικός κόσμος και ο αστικός πολιτισμός υπήρξε ανεπανόρθωτη. <br /><br />Η δύναμη της δημιουργίας και της ενατένισης του κόσμου ως άπειρου τόπου της ανθρώπινης μάχης, υπήρξε η επιδίωξη ενός πολιτισμού που οι ταξικές και ιστορικές αντιφάσεις του δεν μπόρεσαν να καταπνίξουν. Η υπέρβαση που κάθε ανθρώπινη Κοινότητα, κάθε συλλογική ζωή θα αναζητά προς ένα κόσμο που δεν θα κυριαρχεί ο θάνατος αλλά η δύναμη της ζωής, που η δύναμη της ζωής θα είναι παράδοση και ανανέωση του συλλογικού, θα βρίσκει στην αρχαιοελληνική απόπειρα ένα αυθεντικό παράδειγμα, μια ανεξάντλητη πηγή διδαγμάτων.<br /> <br /><span style="font-weight:bold;"><br />ΜΕΡΟΣ ΙΙ</span><br /><br />Η Αρχαία Ελληνική Τραγωδία, ως σκέψη και ψυχή εκείνου του πολιτισμού είναι ένα δύσκολο ΄΄αντικείμενο΄΄ για την σκέψη και το Πολιτικό. Η πολιτική συγκρότηση της αρχαίας Αθήνας, η οικονομική άνοδος των εμπορευματικών σχέσεων και το πως καθόρισαν προβληματισμούς που πήραν μορφές ηθικής κριτικής στο έργο των μεγάλων Τραγικών, η εξέγερση της αριστοκρατίας στο νέο κοινωνικό status, αλλά και η πνευματική αναζήτηση για το Ον, για τα πρώτα σημάδια της αλλοτρίωσης, όλα αυτά τα στοιχεία στην ενότητας τους και στην ειδική σημασία και ιεράρχηση τους θα μπορούσαν να οικοδομήσουν χρήσιμες μελέτες και εργασίες πάνω σε μία διαλεκτική αξιολόγηση του Πολιτικού και του Τραγικού του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. <br /><br />Ο ηρωισμός γυρίζει σαν φάντασμα, το δράμα του ατόμου που συνειδητοποιεί την αποξένωση των θεσμών αλλά και πρωτοδιατυπώνει την αμφισβήτηση του κοινωνικού, η άγρια λύτρωση της εκδίκησης, η εξέγερση του ανθρώπου μέσα απο την αναρώτηση ''πράττω το δέον ή όχι;'', και αυτά τα στοιχεία ξεδιπλώνουν την ποικιλία των ζητημάτων που έθεσε το Τραγικό, που αντικατόπτρισε το Τραγικό. <br />Για μία σκέψη της Πολιτικής , που αναζητά στην πράξη την ενότητα της ηθικής με το συλλογικό, που αναζητά την κοινωνικοποίηση της εξεγερτικής χειρονομίας, το Τραγικό δείχνει τον τρόπο που η Βούληση της ύπαρξης συνδέεται με την απόφαση και το δέον , το ηθικό. <br />Ο κόσμος του Τραγικού είναι τυλιγμένος σε μία άβυσσο της βούλησης, η βίαιη παρέμβαση στον ήδη-κόσμο είναι η κεντρική της σκηνή, και αυτό είναι μία αρχέτυπη λειτουργία του Πολιτικού, μία απεικόνιση των συγκρουσιακών σχέσεων για χάρη της εξέλιξης της ζωής, μια διακινδύνευση παρά τον κίνδυνο του θανάτου, παρά τον φόνο του Πατέρα, παρά την βεβήλωση των χρησμών, παρά τον εξοστρακισμό απο το Κράτος και την Κοινωνία. <br />Ο τόπος, ο χρόνος και οι άλλοι ειναι η επικράτεια της αβύσσου για τον Τραγικό ήρωα και την ίδια ώρα είναι το αστείρευτο πηγάδι της βούλησης του, της πράξης του. <br />Ο Έλληνας της εποχής εκείνης πρέπει να είναι Απολλώνειος και Διονυσιακός, πρέπει να είναι Ήρωας, πρέπει να δώσει την ύστατη μάχη για να μεταφερθούν οι αξίες που ΄χανονται, οι προ-κομμουνιστικές ενοχές της φυσικής κοινότητας που απειλούνται απο τον νέο εμπορικό κόσμο. <br /><br />Το Πολιτικό και το Τραγικό είναι πάντα οργανικά δεμένα αν μιλάμε για την δημιουργία συλλογικών κινήσεων ριζικής αλλαγής του τρόπου ύπαρξης του ανθρώπου. Το Πολιτικό υπάρχει μέσα στο Τραγικό, την ώρα που η κάλυψη της απόστασης από την σκέψη έως την απόφαση και απο εκεί μέχρι την δράση είναι γεμάτη απο αναζητήσεις και εσωτερικές συγκρούσεις σε σχέση με το κοινωνικό -θεσμικό-ιδεολογικό κλοιό που περιτρυγιρίζει τους ήρωες της Τραγωδίας. Το βάσανο της τελικής επιλογής στο να κρατηθείς στην κοινότητα μη-προσαρμοσμένος αλλά ριζικά Άλλος είναι κυρίαρχο. Το Τραγικό στοιχειώνει την φιλοσοφία και την πολιτική για τι θυμίζει πως το διακύβευμα δεν είναι η ηθική αλλά η πράξη προς ένα νέο προορισμό.<br /><br /><br /><span style="font-weight:bold;">ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ</span><br /><br />Το αρχαιοελληνικό Τραγικό γέννησε , όχι μόνο για την Δυτική κουλτούρα, αλλά κυρίως για αυτήν,κόσμους αξιών, είδωλα και πρότυπα δράσης, ιδεολογικές και πολιτικές αναφορές, γλώσσες και σύμβολα επαναστάσεων αλλά και αντεπαναστάσεων. Θα λέγαμε ότι είναι "ιδρυτική" η σημασία του για την πνευματική εξέλιξη της Ιστορίας της Δύσης. <br />Συγκεκριμένα στον Ευρωπαικό χώρο η χρήση του Τραγικού, η αισθητική και φιλοσοφική του εμβέλεια, εξόπλισε όλα τα πρώτα πνευματικά κινήματα μετά την Γαλλική Επανάσταση, όπως το Γερμανικό Ιδεαλισμό, το κίνημα των Ρομαντικών, αλλά και τις μετέπειτα εμφανίσεις του Μηδενισμού. Η ορμή της σύγκρουσης Επανάστασης-Παλινόρθωσης στην πρώιμη Καπιταλιστική Ευρώπη, θα γεννήσει τεράστια κύματα πνευματικής αναζήτησης για νέες αξίες και για το τέλος των παλιών. <br />Το Τραγικό διαθλάστηκε μέσα απο τον Ιδεαλιστικό-Μηδενιστικό τρόπο σκέψης και το ανάποδο. Ας δούμε κάποια στοιχεία: Άτομο-Ήρωας, σύγκρουση με την Μεταφυσική, Αντι-ουμανιστικός Ανθρωπισμός, Επική Ύπαρξη. <br />Σε αυτά τα στοιχεία, το ΄΄νεό΄΄γεμίζει τα περιεχόμενα του μέσω της περιγραφής του για το ΄΄παλιό΄΄ βίωμα. Απεναντι στο ένα και αδιαίρετο Ευρωπαικό πνεύμα που προσπαθεί να φτιάξει η σχολή του φιλελεύθερου μπλοκ μέσω του Διαφωτισμού, συγκεντρώνονται δυνάμεις που προσπαθούν να προτάξουν ένα εναντιωτικό λόγο απέναντι στην νέα τάξη πραγμάτων του Διαφωτισμού. Και αυτό γιατί πολύ γρήγορα οι επαναστατικές πλευρές των ''Φώτων'' μετατρέπονται σε νέα είδωλα και αποδεικνύουν πως στη θέση των Παπικών ιδεών επιθυμούν να ενθρονίσουν τον Επιστημονισμό και τον Θετικισμό. Απέναντι στην Καντιανή ψευδαίσθηση περί ''παγκόσμιας τάξης και ειρήνης'' εμφανίζεται κάτι άλλο. Οι αντίπαλοι του του χρέωσαν τους χαρακτηρισμούς του ΄΄Αντι-Διαφωτισμού΄΄, της ΄΄Αντίδρασης΄΄, του ΄΄Ανορθολογισμού'' και άλλα. Φυσικά δεν ήταν όλοι ''συντηρητικοί΄΄ και φίλοι της Παλινόρθωσης. <br /><br /><br />O Μηδενισμός επιλέγει το αρχαιοελληνικό Τραγικό γιατί αυτό εκφράζει την ζωντανή διαπάλη μίας κοινωνίας που αποδέχεται ακόμα την άρνηση της δολοφονικής ευταξίας. Ταυτίζεται με εκείνα τα εσωτερικά στοιχεία τοποθετούνται εκρηκτικά στο κέντρο της κοινωνικής δομής. Από τους ήρωες του Τραγικού, την σχέση του Ανθρώπου με την Εξουσία, σε μια εποχή στην υπερδομή της κοινωνίας κυριαρχούν ακόμα προ-κομμουνιστικά στοιχεία. Η ατομική εξέγερση απέναντι στην εξορία του θυμικού του Ανθρώπου και η αντίσταση στην δαιμονοποίηση του είναι διακριτή επίσης. <br />Ο Ευρωπαικός Μηδενισμός αρνείται με τη σειρά του την βιομηχανική Εδέμ του Κεφαλαίου, δεν αναπολεί Ρομαντικά, υπερασπίζεται επιπλέον την αλήθεια για τον κόσμο, πολεμά την κυριαρχία της φαινομενικότητας του ήδη-κόσμου.<br /><br />Ο Τραγικός ήρωας μάχεται ενάντια στο ''νεό'' της εποχής του, που ετοιμάζεται να ισοπεδώσει την ζωτικότητα της φυλετικής Συλλογικότητας που χάνεται μέσα στο κόσμο των εμπόρων. Η αγωνία είναι αυτό που χαροπαλεύει μέσα στον ήρωα, η αγωνία για την Κοινότητα που χάνεται.<br />Τραγικό και Πολιτικό συνθέτονται εντός μίας ηθικής της απόλυτης πράξης , μιας πράξης που είναι προιόν της ενότητας Μηδενισμού και Μεσσιανικού.<br /><br />σ.Godelhttp://www.blogger.com/profile/17468392676847828098noreply@blogger.com0