τροχιές

Με την πράξη να ανακαλύπτουμε αλήθειες και πάλι με την πράξη να τις ελέγχουμε και να τις αναπτύσσουμε.../Πράξη, γνώση και ύστερα πάλι πράξη˙ η μορφή αυτή της κυκλικής επανάληψης είναι ατελεύτητη.

Μάο ΤσεΤουνγκ


Το συμβάν δεν είναι ο Άλλος του Λόγου αλλά ο 'Αλλος της φιλοσοφίας, όπως ορίζεται σύμφωνα με την πλατύτερη έννοια της πολύπλοκης δομής του, αντί να ορίζεται μόνο με όρους ''παρουσίας".

Francois Laruelle




Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

Alain Badiou Ντερριντά, ή η εγγραφή του μη υπαρκτού


Υπήρξε στη Γαλλία, για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση προσφιλή στον Frederic Worms, μια φιλοσοφική στιγμή της δεκαετίας του ’60. Ακόμη και αυτοί που θα έμπαιναν στον πειρασμό να ενορχηστρώσουν την λήθη του το γνωρίζουν. Ισως να μην διήρκεσε πάνω από πέντε έντονα χρόνια, ανάμεσα στο 1962 και στο 1968, ανάμεσα στο τέλος του πολέμου της Αλγερίας και την βαθιά πολιτική αναδιοργάνωση της περιόδου 1968-1976. Στο επίκεντρο αυτής της στιγμής βρίσκουμε τα τρία θαυμαστά βιβλία του Ντερριντά, την ίδια χρονιά, αυτή την ιδρυτική τριλογία, Η φωνή και το φαινόμενο, Η Γραμματολογία, Η γραφή και η διαφορά. Μια απλή στιγμή λοιπόν, που ήταν ωστόσο πραγματικά ένα είδος έκλαμψης. Μπορούμε να πούμε ότι με τον θάνατο του Ζακ Ντερριντά, η φιλοσοφική γενιά που ταυτοδότησε αυτή την στιγμή εξαφανίστηκε σχεδόν τελείως. Δεν υπάρχει πλέον παρά μια αποτραβηγμένη, προστάτιδα μορφή, ένας άνθρωπος σε βαθιά γεράματα, απαθής και δοξασμένος: δεν υπάρχει πλέον παρά μόνο ο Λέβι-Στρως.

Το πρώτο συναίσθημα που νοιώθω δεν είναι ιδιαίτερα ευγενές. Λέω λοιπόν στον εαυτό μου: «Τώρα οι γέροι είμαστε εμείς».

Λοιπόν, εμείς…. Ποιοι εμείς; Για να ακριβολογήσουμε αυτό σημαίνει: εμείς που ήμασταν οι άμεσοι μαθητές αυτών που χάθηκαν. Εμείς που ήμασταν, εκείνα τα χρόνια, από το 1963 έως το 1968, μεταξύ δεκαοκτώ και τριάντα ετών, εμείς που παρακολουθούσαμε με πάθος τα μαθήματα αυτών των Μαιτρ, εμείς που στο πέρασμα του χρόνου και της μεταβαλλόμενης ηλικίας του, της δημιουργίας τους και του θανάτου τους γίναμε οι παλιοί. Οι παλιοί όχι με τον ίδιο τρόπο, αφού εκείνοι αποτελούσαν την ειδοποιό υπογραφή της στιγμή για την οποία μιλώ και η παρούσα στιγμή, αναμφίβολα, δεν είναι άξια καμιάς υπογραφής. Αλλά οι παλιοί των οποίων η νεότητα δεν ήταν αυτή που ήταν παρά μέσα από το άκουσμα και την ανάγνωση αυτών των Μαιτρ, μέσα από την συζήτηση των προτάσεών τους νυχθημερόν. Αλλοτε, βρισκόμασταν υπό την σκέπη τους, όπως και να είχαν τα πράγματα. Βρισκόμασταν υπό την πνευματική προστασία τους. δεν μας την προτείνουν πλέον. Ανάμεσα σε μας και στο πραγματικό δεν μεσολαβεί πια το μεγαλείο της φωνής τους.

Επιθυμώ λοιπόν, νοιώθοντάς το σαν ένα απαιτητικό καθήκον, να αποτίσω φόρο τιμής στον Ζακ Ντερριντά, που χάθηκε απότομα και μέσα απ’ αυτόν σε όλους αυτούς. Σε όλους τους συνυπογράφοντες την μεγάλη στιγμή της δεκαετίας του ’60.

Η αποτινόμενη τιμή που θεωρώ προσήκουσα είναι φιλοσοφικού χαρακτήρα. Υπογραμμίζει την πρωτοτυπία και αναδεικνύει την χαρακτηριστική δύναμή της. Γι αυτό το λόγο έχω ανάγκη από κάποια προκαταρκτικά, που θα διατυπώσω εδώ με τρόπο ιδιαίτερα απλό.

Δικαιολογημένη απλότητα. Γιατί, ακριβώς κάτω από την εκπληκτική αιθέρια ρευστότητα της γραφής του υπάρχει στο Ντερριντά μια αυθεντική απλότητα, μια ανένδοτη και αμετάβλητη διαίσθηση. Αυτός είναι ένας από τους πολλούς λόγους για τους οποίους η βία των επιθέσεων εναντίον του, αμέσως μετά το θάνατό του και ειδικότερα στον αμερικάνικο τύπο, επιθέσεις που στρέφονταν κατά του «δυσνόητου στοχασμού», του «ακατάληπτου συγγραφέα», δεν αντιπροσώπευαν παρά τις πλέον κοινότυπες αντιδιανοουμενίστικες ύβρεις.

Ας πούμε ύβρεις made in Texas, και ας μην ασχοληθούμε περαιτέρω με αυτές.

Ας αποκαλέσουμε κατά παραδοχή «ον» μια οποιαδήποτε πολλαπλότητα και ας στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στο εκφαίνεσθαι αυτού του όντος, σε ό,τι μας επιτρέπει να πούμε ότι αυτό το ον φανερούται σε ένα καθορισμένο κόσμο. Ας υποθέσουμε ότι επιχειρούμε να στοχαστούμε αυτό το ον, όχι μόνο σύμφωνα με το είναι του, δηλαδή σύμφωνα με την καθαρή πολλαπλότητα η οποία συγκροτεί το γενολογικό είναι του, το απροσδιόριστο είναι, αλλά ότι επιδιώκουμε επίσης να το στοχαστούμε ως παρευρισκόμενο, σύμφωνα με την κατ’ εξοχήν φαινομενολογική χειρονομία. Κατά συνέπεια, ως κάτι που επέρχεται μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο ή που εκφαίνεται στον ορίζοντα ενός καθορισμένου κόσμου. Ας δεχτούμε να αποκαλέσουμε μετά από τόσους άλλους αυτή την έκφανσή του όντος μέσα σ’ ένα κόσμο, η ύπαρξή του.

Η επεξεργασία μιας νέας (και ολοκληρωτικά ορθολογικής) διάκρισης μεταξύ είναι και ύπαρξης μπορεί να προσλάβει διάφορες μορφές και δεν τίθεται εδώ θέμα να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες. Θα πούμε μόνο ότι η σχέση ανάμεσα σε είναι και ώδε-είναι, ή η σχέση ανάμεσα σε πολλαπλότητα και ενδόκοσμη εγγραφή, ανάμεσα σε είναι και ον, είναι μια σχέση υπερβατολογική. Συνίσταται στο ότι σε κάθε πολλαπλότητα αποδίδεται ένας βαθμός ύπαρξης, ένας βαθμός έκ-φανσης. Το γεγονός της ύπαρξης, ως έκφανση σ’ ένα καθορισμένο κόσμο, συνάπτεται αναπόφευκτα με ένα κάποιο βαθμό έκφανσης σ’ αυτό τον κόσμο, με μια ένταση έκφανσης που μπορεί επίσης να χαρακτηριστεί ως ένταση ύπαρξης.

Υπάρχει ένα σημείο ιδιαίτερα περίπλοκο αλλά ιδιαίτερα σημαντικό, επί του οποίου ο Ντερριντά έγραψε πολλά και μας έμαθε πολλά: μια πολλαπλότητα μπορεί να εκφαίνεται σε πλήθος (πολλούς) διαφορετικούς κόσμους. Το είναι της ως εν μπορεί να υπάρχει πολλαπλώς. Δεχόμαστε την αρχή της πανταχού παρουσίας του είναι, στο μέτρο που υπάρχει. Μια πολλαπλότητα μπορεί λοιπόν να εκφαίνεται ή να υπάρχει – είναι το ίδιο – σε πολλούς κόσμους, αλλά κατά κανόνα υπάρχει σ’ αυτούς τους κόσμους με διαφορετικούς βαθμούς έντασης. Εκφαίνεται έντονα σε ένα κόσμο, πιο ασθενώς σ’ ένα άλλο, τελείως ασθενώς σ’ ένα τρίτο, με μια εξαιρετική ένταση σ’ ένα τέταρτο. Υπαρξιακά γνωρίζουμε θαυμάσια αυτή την κυκλοφορία σε πολλούς κόσμους όπου εγγραφόμαστε με διαφορετικές εντάσεις. Αυτό που αποκαλούμε «ζωή», ή «η ζωή μας», είναι συχνά το πέρασμα από ένα κόσμο όπου εμφανιζόμαστε με ένα ασθενή βαθμό έντασης σ’ ένα κόσμο όπου αυτός ο βαθμός ύπαρξης είναι εντονότερος. Αυτό είναι μια στιγμή ζωής, μια ζωική εμπειρία.

Το θεμελιώδες σημείο που μας οδηγεί στον Ντερριντά είναι λοιπόν το ακόλουθο. Δοθείσης μιας πολλαπλότητας που εμφανίζεται σ’ ένα κόσμο, δοθέντων των στοιχείων που εμφανίζονται μαζί μ’ αυτήν, εάν μπορώ να εκφραστώ έτσι – κάτι που σημαίνει ότι η ολότητα όλων όσων την συγκροτούν εμφανίζεται σ’ αυτόν τον κόσμο – υπάρχει πάντα μια συνιστώσα αυτής της πολλαπλότητας της οποίας η εμφάνιση έχει ως μέτρο τον πλέον ασθενή βαθμό.

Πρόκειται για ένα σημείο υψίστης σπουδαιότητας, το ξανατονίζω. Μια πολλαπλότητα εμφανίζεται σ’ ένα κόσμο, η υπερβατολογική σχέση αποτυπώνει στα στοιχεία αυτής της πολλαπλότητας διάφορους βαθμούς εμφάνισης, βαθμούς ύπαρξης. Και συμβαίνει να υπάρχει πάντα τουλάχιστον ένα από αυτά τα στοιχεία – στην πραγματικότητα υπάρχει μόνο ένα – που εμφανίζεται με τον βαθμό εμφάνισης τον πλέον ασθενή, που υπάρχει δηλαδή κατ’ ελάχιστον.

Αντιλαμβάνεσθε ότι το να υπάρχει κάτι κατ’ ελάχιστον στο υπερβατολογικό ενός κόσμου είναι σαν να μην υπάρχει καθόλου. Εάν έχετε ένα εξωτερικό μάτι, εξωτερικό ως προς τον κόσμο, ενδεχομένως να μπορείτε να συγκρίνετε τα υπαρξιακά ελάχιστα. Εάν όμως βρισκόσαστε εντός του κόσμου, το να υπάρχει κάτι κατ’ ελάχιστον, σημαίνει, από την άποψη του κόσμου, να μην υπάρχει καθόλου. Γι’ αυτό το λόγο ονομάζουμε αυτό το στοιχείο «το ανύπαρκτο».

Σημειώνω εν παρόδω, χωρίς να υπεισέλθω καθόλου στην αναγκαία εννοιολογική τεχνική, ότι η ύπαρξη και η μοναδικότητα του ανύπαρκτου αποδεικνύονται. Υπάρχει το κατάλληλο λογικό παράδειγμα και υπάρχει μια απόδειξη για την αναπόφευκτη ύπαρξη του ανύπαρκτου. Απόδειξη απλή στην κειμενική πλοκή της, περίπλοκη στους προκαταρκτικούς όρους της.

Με άλλα λόγια, δοθείσης μιας πολλαπλότητας που εμφανίζεται σ’ ένα κόσμο, υπάρχει πάντα ένα στοιχείο αυτής της πολλαπλότητας που είναι ένα ανύπαρκτο σ’ αυτόν τον κόσμο. Πρόκειται για το προσίδιο ανύπαρκτο αυτής της πολλαπλότητας, σε σχέση με αυτόν τον κόσμο. Το ανύπαρκτο δεν επιδέχεται οντολογικό χαρακτηρισμό, αλλά μόνο ένα υπαρξιακό χαρακτηρισμό: πρόκειται για ένα ελάχιστο βαθμό ύπαρξης σ’ ένα καθορισμένο κόσμο.

Σας δίνω ένα ακλόνητο και τελείως γνωστό παράδειγμα, ένα παράδειγμα βαθιά δουλεμένο από τον Ντερριντά. Στην ανάλυση των αστικών ή καπιταλιστικών κοινωνιών που προτείνει ο Μαρξ, το προλεταριάτο είναι το κυρίως προσίδιον ανύπαρκτο στις πολιτικές πολλαπλότητες. Είναι «αυτό που δεν υπάρχει». Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι προικισμένο με είναι. Ο Μαρξ δεν διανοείται ούτε μια στιγμή ότι το προλεταριάτο δεν είναι προικισμένο με είναι, αφού αντίθετα θα στοιβάξει τόμους επί τόμων για να εξηγήσει τι είναι. Δεν υπάρχει αμφιβολία για το κοινωνικό και οικονομικό είναι του προλεταριάτου. Αμφιβολία υπάρχει, ανέκαθεν και ειδικότερα σήμερα, για την πολιτική του ύπαρξη. Το προλεταριάτο είναι αυτό που έχει υφαιρεθεί από την σφαίρα της πολιτικής παρουσίασης. Ως πολλαπλότητα μπορεί να αναλυθεί, αλλά με βάση τους κανόνες εμφάνισης του πολιτικού κόσμου, δεν εμφανίζεται σ’ αυτόν. Παρευρίσκεται, αλλά με τον ελάχιστο βαθμό εμφάνισης, δηλαδή τον βαθμό εμφάνισης μηδέν. Είναι προφανώς αυτό που ψάλλει η Διεθνής: «δεν είμαστε τίποτα, ας είμαστε το παν». Τι σημαίνει «δεν είμαστε τίποτα»; Αυτοί που διακηρύττουν «δεν είμαστε τίποτα» δεν εξαγγέλουν την ανυπαρξία τους. Δηλώνουν απλά ότι δεν είναι τίποτα στον κόσμο όπως αυτός υφίσταται, όταν τίθεται θέμα να εμφανιστούν πολιτικά. Από την άποψη του πολιτικού τους εμφανίζεσθαι, δεν είναι τίποτα. Και για να γίνει «το παν» προϋπόθεση είναι η αλλαγή κόσμου, δηλαδή αλλαγή υπερβατολογικού ώστε η απόδοση ύπαρξης δηλαδή το μη υπαρκτό, το σημείο μη έκφανσης μιας πολλαπλότητας σ’ ένα κόσμο ν’ αλλάξει με την σειρά του.

Ας κλείσουμε απότομα αυτό το κεφάλαιο με τα προκαταρκτικά: αποτελεί γενικό νόμο του εκφαίνεσθαι ή του ώδε-είναι-εντός-ενός-κόσμου ότι υπάρχει πάντα ένα τέτοιο σημείο ανυπαρξίας.

Μπορώ πλέον να οριοθετήσω με ακρίβεια το ζητούμενο της σκέψης του Ντερριντά, το στρατηγικό του ζητούμενο, το ζητούμενο με την έννοια που ο Μπέρξον λέει πάντα ότι οι φιλόσοφοι δεν έχουν παρά μόνο μια ιδέα. Για μένα το ζητούμενο της εργασίας του Ντερριντά, της άπειρης εργασίας του Ντερριντά, της αχανούς γραφής του, διακλαδούμενης σε ποικιλόμορφα έργα, με απείρως διαφορετικές προσεγγίσεις, είναι η εγγραφή του μη υπαρκτού. Και η αναγνώριση, κατά την εργασία εγγραφής του μη υπαρκτού, ότι αυτή η εγγραφή είναι κυριολεκτικά αδύνατη. Το ζητούμενο της γραφής του Ντερριντά – και ο όρος γραφή δηλώνει εδώ μια πράξη της σκέψης – συνίσταται στο να εγγράψει την αδυνατότητα της εγγραφής του μη υπαρκτού ως μορφή της εγγραφής του.

Τι σημαίνει «αποδόμηση»; Στο τέλος της ζωής του, ο Ντερριντά αρεσκόταν να παρατηρεί ότι, εάν υπήρχε κάτι που ήταν επείγον να αποδομήσουμε, αυτό ήταν η αποδόμηση, η λέξη αποδόμηση. Καθώς η αποδόμηση έγινε συστατικό στοιχείο του ακαδημαϊκού ρεπερτόριου φυσικό ήταν να πρέπει να αποδομηθεί. Το να της αποδώσουμε μια σημασία ήταν σαν να την διασπαθίζαμε (κατασπαταλούσαμε) κατά κάποιο τρόπο. Νομίζω ωστόσο ότι η λέξη «αποδόμηση» σ’ αυτόν δεν είχε προσλάβει διόλου ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Ηταν ενδεικτική μιας θεωρησιακής επιθυμίας, μιας επιθυμίας της σκέψης. Μιας θεμελιώδους επιθυμίας της σκέψης. Αυτή ήταν η «αποδόμησή» του. Και η επιθυμία, όπως κάθε επιθυμία, είχε ως αφετηρία μια συνάντηση, μια διαπίστωση. Συμφωνώντας με όλους τους στρουκτουραλιστές της δεκαετίας του ’60, με τον Φουκώ για παράδειγμα, ο Ντερριντά δεχόταν ότι η εμπειρία του κόσμου είναι πάντα μια εμπειρία ρηματικής επιβολής. Η παρουσία μας εντός κόσμου είναι σημαδεμένη από τους λόγους, συμπεριλαμβανομένης και της σάρκας μας, του σώματός μας, του φύλου μας κλπ. Η θέση του Ντερριντά, η διαπίστωση του Ντερριντά, η εστία της επιθυμίας του Ντερριντά, είναι ότι όποια κι αν είναι η μορφή ρηματικής επιβολής, υπάρχει πάντα ένα σημείο που ξεφεύγει από αυτή την επιβολή, και που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε σημείο φυγής.…


ΠΗΓΗ περιοδικό αληthεια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου