τροχιές

Με την πράξη να ανακαλύπτουμε αλήθειες και πάλι με την πράξη να τις ελέγχουμε και να τις αναπτύσσουμε.../Πράξη, γνώση και ύστερα πάλι πράξη˙ η μορφή αυτή της κυκλικής επανάληψης είναι ατελεύτητη.

Μάο ΤσεΤουνγκ


Το συμβάν δεν είναι ο Άλλος του Λόγου αλλά ο 'Αλλος της φιλοσοφίας, όπως ορίζεται σύμφωνα με την πλατύτερη έννοια της πολύπλοκης δομής του, αντί να ορίζεται μόνο με όρους ''παρουσίας".

Francois Laruelle




Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μη-Φιλοσοφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μη-Φιλοσοφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ: Σημεία Υπεράσπισης


1. Η σκέψη του Χάιντεγκερ αποτελεί τεράστια γέφυρα που ενώνει την Προ-Σωκρατική Αρχαία Ελληνική σκέψη με την Φαινομενολογία της Σύγχρονης Ευρωπαϊκής σκέψης και, απὀ εκεί, συνεχίζει προς την όχθη της Αντι-Φαινομενολογίας και μιας μη-φιλοσοφίας, μιας σκέψης μη-φιλοσοφικής. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την σημερινή Φιλοσοφική Ακαδημία σε όλο τον κόσμο, δίχως την σκέψη του Χάιντεγκερ, είναι αδιανόητο να σκεφτούμε τον Σάρτρ, τον Λεβινάς, τον Ντερριντά, τον Λυοτάρ, τον Λακού-Λαμπάρτ και Νανσύ, το έργο του Μπαντιού αλλά και του Ζίζεκ, του Άγκαμπεν, του Λαρυέλ και τόσων άλλων στοχαστών, δίχως να βαδίζουν μέσα από την μεγάλη νύχτα του Χαϊντεγκεριανού στοχασμού. Θα έλεγε κανείς πως τα έργα όλων τους σε ένα μεγάλο μέρος τους αποτελούν νεκρολογίες πάνω στην σκέψη του Χάιντεγκερ. Ο "Ναζιστής", ο Ολοκληρωτικός, ο σκοτεινός, ο Θεολόγος, ο Υπαρξιστής, ο Πλατωνιστής, ο Αντιδραστικός, ο μεγαλύτερος όλων...

Και οι χαρακτηρισμοί ποικίλουν και συνεχίζουν με βάση το ποιος κρίνει και τι επιδιώκει από την κριτική του. Υπάρχουν έργα σταθμοί που γράφτηκαν για να τον ξεπεράσουν ή να τον ανανεώσουν, ας θυμηθούμε "Είναι και Μηδέν", "Από την Ύπαρξη στο Υπάρχον", "Είναι και Συμβάν" και αρκετά ακόμα. Είναι δυνατόν αυτή η σκέψη να ταξινομηθεί και να τακτοποιηθεί σε ένα συρτάρι, με μια κατηγοριοποίηση, να θεωρηθεί εξαντλημένη ή να ερμηνευτεί με βάση την ερμηνεία των στοχαστών που θέλησαν να την μεταπλάσσουν κατά το δοκούν;
Με το Χάιντεγκερ, πρέπει να κάνουμε ό,τι μας θέτει σαν ευθύνη η σκέψη του Μαρξ. Να επιστρέψουμε σε αυτόν, να τον αναγνωρίσουμε σαν μια μεγάλη ανεξερεύνητη ήπειρο, να εκτιμήσουμε την καθοριστική μεταβατικότητα του στοχασμού του, να αξιολογήσουμε τις χρήσεις που του έκαναν και του κάνουν τα Φιλοσοφικά ρεύματα εδώ και μισό αιώνα τώρα. Να πιάσουμε νήματα και να βρούμε ίχνη σε αυτό το απέραντο δάσος της σκέψης, πέρα από κάθε ψευτοϋποχρέωση να δικαιώσουμε ένα ρηχό προοδευτισμό της σκέψης, μια ψευδή ριζοσπαστικότητα, που έτοιμη και ξαναζεσταμένη πλασάρεται σαν τροφή στον εγχώριο προβληματισμό. Θα θέσουμε κάποια σημεία υπεράσπισης ενός Χάιντεγκερ που μας χρειάζεται για την εργασία της απο-φιλοσοφικοποίησης της σκέψης, την επαναεισαγωγή της στο ζειν, στην πράξη του Πραγματικού.

2. Ο Χάιντεγκερ με το "Είναι και Χρόνος" είναι ο πρώτος που χτυπάει στο κεφάλι όλη την Καρτεσιανή Μεταφυσική παράδοση της Δυτικής σκέψης, δίνοντας χαριστική βολή στην Φαινομενολογία και στις όποιες δικές του ακόμα σχέσεις με αυτήν. Δεν έρχεται σε ρήξη απλά με την Χουσσερλιανή παράδοση αλλά τοποθετεί όλο το Φιλοσοφικό εγχείρημα στο ειδώλιο με μια ακραία αντι-φαινομενολογική τοποθέτηση. Αυτοί που στο έργο αυτό είδαν μόνο μια επιστροφή στο "Είναι", μια ουσιαστικά νατουραλιστική Ρομαντική ανάλυση του Όντος, εντέχνως αποσυνδέουν και αποκρύπτουν την κεντρική προβληματική του Χαϊντεγκεριανού έργου για το "Πως" και το "Τι" αυτού του Είναι. Τα αντι-φαινομενολογικά στοιχεία της σκέψης του δεν είναι περιστασιακά και σκόρπια μέσα στο "Ε κ Χ" αλλά βασικά σε κάθε πέρασμα του προβληματισμού του. Ο Χάιντεγκερ είναι αυτός που τοποθετεί το Συμβάν και την καθοριστικότητά του σε σχέση με το Είναι, αποδίδοντας του την λειτουργία μιας απο-παρουσίασης, μιας σκοτεινοποίησης για την Φιλοσοφική σκέψη που αναγκαστικά ζει μέσα στα όρια της εποπτείας.

Είναι χαρακτηριστική η φράση του "Το ότι που χαρακτηρίζει την γεγονότητα δεν είναι προσιτό με εποπτεία". Εντοπισμός της συμβαντικότητας εκτός της εποπτικής. Άρα ενόραση και μυστικισμός, θα πουν κάποιοι· όμως το άνοιγμα που δίνεται για την ερμηνεία της φύσεως του Πραγματικού είναι εδώ ορατό. Η Καρτεσιανή οντολογία του κόσμου λέει "κόσμο" το φυσικό εμπράγματο, και το φυσικό εμπράγματο δεν γεννά την συμβαντική κατάσταση ως μεμονωμένο αντικείμενο. Η γεγονότητα υπάρχει έξω από την εποπτεία με αυτή την έννοια, δηλαδή ανήκει στην τάξη της παραγωγής ανυπολόγιστων σχέσεων μεταξύ των όντων με τέτοιο τρόπο που να αποτελούν ένα νέο Είναι, μια νέα τάξη, μια εμμένεια που δεν παίρνει την μορφή της αντικειμενοποίησης που συνηθίζουν οι έννοιες του Υποκειμενικού μηχανισμού της ανθρώπινης σκέψης.

Ο Χάιντεγκερ για αυτό επιστρέφει στους Προ-Σωκρατικούς. Πρώτον για να δείξει έναντι τού Καρτεσιανού στοχασμού πως η έννοια "κόσμος" είναι τόσο βαθιά, ολική και απόκοσμη που το στένεμά της στο φυσικό εμπράγματο επί της ουσίας οδηγεί σε μια απομάκρυνση από το είναι του Κόσμου και σε μια προσκόλληση στο φαίνεσθαι του και, δεύτερον, για να επισημάνει την ανάγκη μιας απο-ανθρωποποίησης της σκέψης, μιας στροφής στην ανεξαρτησία του Είναι από την συνείδηση, μιας υποχρεωτικής ευθύνης ο άνθρωπος να σκέφτεται με βάση το πάντα Άπειρο, το πάντα Ξένο, το πάντα Τρομαχτικό Συμβάν του Πραγματικού. Με κάθε σεβασμό, το έργο κανενός Μπαντιού δεν θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια του αν δεν είχε υποδείξει ο Χάιντεγκερ την αντι-φαινομενολογική σημασία του Ereignis, το Πρωτο-Συμβάν, στην ανάλυση για τον Κόσμο.

3. Ο Χάιντεγκερ δεν αναζητά παρά τον τρόπο ύπαρξης και την σημασία του Ενός, όταν σκέφτεται και αναλύει το "Είναι". Δεν είναι ο στοχαστής του "Είναι" αλλά ο στοχαστής του Ενός. Η φιλοσοφική στρατηγική του να ξεκινήσει από την επανανοηματοδότηση του Κόσμου πέρα από τις Καρτεσιανές συντεταγμένες, να παρουσιάσει τις πολλαπλότητες του Είναι, συνιστά το έδαφος, τη βάση, την αφετηρία ενός στοχασμού που πηγαίνει να διασχίσει τα πιο δύσβατα μονοπάτια στο δρόμο προς την Απ-αρχή. Αυτό που ταλανίζει τον Χάιντεγκερ δίνεται από τον ίδιο συνταρακτικά με το ακόλουθο απόσπασμα: "Ως προς το ποιος είναι ο Καλεστής δεν μπορεί να καθοριστεί "κοσμικά" με τίποτα... Το να ακούσεις αυθεντικά το κάλεσμα σημαίνει να εισαχθείς στο γεγονικό πράττειν." Το κάλεσμα δεν υπάρχει λοιπόν στον κόσμο αυτό, αλλά στο γεγονικό πράττειν, στην συμβαντική εξω-κοσμικότητα, στην συμμετοχή σου σε αυτή. Ο Καλεστής συνεπώς δεν είναι ένας επερχόμενος Μεσσίας, αλλά το συμβάν που αποδέχεσαι να πιστέψεις και να υποκειμενοποιηθείς μαζί του.
Όχι τυχαία, η αυθεντικότητα του ακούσματος δηλώνεται εδώ με βάση την εισαγωγή σε αυτό το γεγονικό πράττειν. Δεν είναι η γενική συμμετοχή στο "Είναι", δεν είναι η αδιάφορη σπατάλη στον καθημερινό εμπράγματο κόσμο, αλλά η πορεία προς το Ένα-Συμβάν που υποκειμενοποιεί αληθινά το ανθρώπινο.

4. Γι' αυτό ο θάνατος είναι μια εμμένεια της ζωής, μια εμμένεια εντός του "Είναι", είναι το μέγιστο Απροσδόκητο, το Απόλυτο Κακό, το Υπερ-Συμβάν, η ιστορικότητα που δεν προλογίζεται από καμία παρουσία. Το Ένα είναι θάνατος του Είναι και αυτή η πάντα αστραπιαία εμφάνισή του το καθιστά ένα φαινόμενο της σπανιότητας, την Εξαίρεση, την πράξη που γίνεται η προϋπόθεση της Φύσης να μένει πάντα Φύση, να γεννιέται πάντα από την αρχή. Ο θάνατος στον Χάιντεγκερ είναι αυτή η γέννα της αρχής, η επισφράγιση της υποταγής του Πληθυντικού Είναι στην συμβαντική χειρονομία του Ενός να διασαλεύσει την υφιστάμενη τάξη, να νεκρώσει τον υπαρκτό οργανισμό, να επιβάλλει την ανάγκη για ζωή θέτοντας το απόλυτο μηδέν.

Το θνήσκειν και ο χρόνος συσχετίζονται εντός του Είναι με πολεμικούς όρους. Το ζήτημα της χρονικότητας είναι συνυφασμένο με την θνητότητα, με το πώς και πότε μιας τελικής πράξης επικαθορισμού της ήδη-δοσμένης φύσης ενός όντος ή και του Κόσμου όλου. Στο σημείο αυτό όντως ο στοχασμός του Χάιντεγκερ είναι πολεμικός, ολοκληρωτικός, αποκαλυπτικός. Όχι γιατί δικαιολογεί το Ολοκαύτωμα ή τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά γιατί υπερασπίζεται ότι, είτε το θέλουμε είτε όχι, η αλήθεια του κόσμου θα επικαθοριστεί από ένα Αρχι-Θάνατο, από ένα Ένα-Συμβάν-χωρίς Κόσμο.
Αυτός είναι ο Θεός του Χάιντεγκερ που μπορεί να μας σώσει, η αποτελείωση της φιλοσοφίας ως σκέψης φαινομενολογικής, ως σκέψης "κοσμικής", ως σκέψης χρονικής και όχι ιστορικής, ως σκέψης που αρνείται την άρνηση και για αυτό πεθαίνει, που αρνείται το θάνατο για αυτό δεν ζει, που αρνείται το Συμβάν για αυτό και δεν συνιστά πια μια σκέψη για τον άνθρωπο και την ευτυχία του.
Πίσω στο "Είναι κ Χρόνος", πίσω στην πρώτη αντι-φαινομενολογική επίθεση μιας αληθινής σκέψης, μιας αληθινής μη-φιλοσοφίας.

σ.

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

ΜΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΒΟΥΛΗΣΗ: ΤΟ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ


Δαβίδ και Γολιάθ, Πίνακας του Τιτσιάνο Ντε Καντόρ

1.Μίμηση και Βούληση,θεμέλια συγκρότησης του υποκειμένου, θεμέλια θεολογίας και πολιτικής του υποκειμένου,θεμέλια φιλοσοφίας και μη-φιλοσοφίας του υποκειμένου. Δύο έννοιες μία αρχή..το Εγώ. Αναπαράσταση και Δύναμη,προσομοίωση και επιθυμία. Η θεολογία και η πολιτική σε αντίθεση και επικαθορισμό ανάμεσα τους. Ποιός νικάει και τελικά κατακτάει το Υποκείμενο;
Τι είναι αυτό που το συγκροτεί ω τέτοιο και ποιός ιστορικός συμβιβασμός λαμβάνει χώρα ανάμεσα στο Θεολογικό και το Πολιτικό ώστε να υπάρξει το Υποκείμενο ελεύθερο απο αυτή την διπλή υπόσταση που εμμενώς παίζει το ρόλο του Φιλοσοφικού Οιδίποδα του; Ή αντίθετα οφείλουμε να σκεφτούμε το Υποκείμενο σαν ένα αναγκαίο κατασκεύασμα αυτής της σχέσης, αυτής της αμοιβαιότητας,αυτής της σύγκρουσης; Να δεχτούμε δηλαδή πως οι καταστατικές αρχές μίας υποκειμενικότητας ή θα είναι αυτές ή δεν θα υφίσταται υποκειμενικότητα;
Όμως εδώ ερχόμαστε σε αντιπαράθεση με όλη την περίφημη φιλελεύθερη-δημοκρατική παράδοση γύρω απο την χειραφετητική νομοτέλεια του υποκειμένου. Σύμφωνα με αυτή την κυρίαρχη -απο την Γαλλική Επανάσταση και μετά - παράδοση, το Υποκείμενο είναι ταυτισμένο με το πρόταγμα της προόδου,είναι ο φορέας του Διαφωτισμού της Ανθρωπότητας, είναι, το Υποκείμενο που έχει αποδεσμευτεί απο την Θεολογική και Πολιτική θέσμιση του.
Τι εννοούμε όμως όταν μιλάμε για το Θεολογικό εντός του Πολιτικού αν όχι αυτή την προ-πολιτική ιδεολογική χάραξη της Μονοθειστικής παράδοσης του Ενός-Πατρός όλων;

Και εδώ το τραγικό δίλημμα της φιλοσοφίας, της ψυχανάλυσης και της πολιτικής είναι ένα: Μπορώ να υπάρξω δίχως να συγκροτηθώ ως Ένας-Πατέρας, μπορώ να υπάρξω δίχως να γίνω μία εξουσία που να εξαλείψει την εξουσία;

2. Η θέληση για δύναμη είναι μία θέληση για μίμηση της αρχέγονης ιδεολογικής μορφής του Πατρός-Θεού, θέλουμε να μιμηθούμε αυτόν τον ανοίκειο θεό της δημιουργίας, θέλουμε γιατί η μίμηση του είναι πανταχού παρούσα στις ταξικές κοινωνίες. Η τρομακτική ισχύς της βούλησης του Πολιτικού είναι μία εκδήλωση της επιδίωξης για την κλωνοποίηση του Θείου μέσα στην υποκειμενική συγκρότηση της ιστορίας. Η Μίμηση επιβεβαιώνει πως επιθυμούμε την μεταστοιχείωση μας,τον μετασχηματισμό μας, την μεταφορά μας απο αυτό που είμαστε σε κάτι άλλο, ως κάτι άλλο, ως ίδιοι με αυτό το ύψιστο πρωτο-αίτιο της ύπαρξης. Αυτό το Άλλο που μας επιθεωρεί δεν επιδέχεται αμφισβήτησης, δεν το χρειαζόμαστε εξασθενημένο στην σκέψη μας, το ζητάμε σαν σωματοποίηση της απόλυτης εξουσίας, το θέτουμε εμείς υπεράνω κάθε φθαρτότητας και κάθε μεταβλητότητας, γιατί εκεί η θέληση του Εγώ εκεί επιθυμεί να φτάσει μέσω του Πολιτικού: στην υποκειμενοποίηση της ιδέας, στην υποκειμενοποίηση του Θείου, στην υποκειμενοποίηση του Πατέρα. Για αυτό η Πολιτική αποτελεί μία ασύλληπτη αποκαθήλωση της Θρησκείας και την ίδια στιγμή μία ακραία διάχυση της ουσίας της στον καθένα που συμμετέχει σε αυτή.
Η ταξική βάση των κοινωνιών μέχρι σήμερα αναπαράγει αυτή την ανολοκλήρωτη εκκοσμίκευση και το σύστημα των κοινωνικών σχέσεων που συνεχίζει να ζωογονεί το νόμο του Θεού-Πατέρα-Εγώ.

3. Η Θέληση για δύναμη είναι συνεπώς πρώτιστα μία Θέληση για Μίμηση ενός Αρχι-Υποκειμένου,και αυτό σίγουρα δεν αποτελεί ένα ύμνο στην ελευθερία. Όμως ο δρόμος προς την χειραφέτηση απο το Πάντα-παρόν είδωλο του Θεού είναι ένας δρόμος αναγκαστικής ταύτισης και σύγκρουσης μαζί του ταυτόγχρονα. Μία φρικιαστική παραδοχή προσφέρει στην απόπειρα της ανθρώπινης δράσης ένα ακλόνητο κίνητρο. Η παραδοχή της προιστορικής ανικανότητας να επιβληθεί στο Πραγματικό απόλυτα, η αιτία της Θεοποίησης της δύναμης και της αδυναμίας του βρίσκεται εκεί.

Αυτό το Φάντασμα, η διεστραμμένη Ιδέα είναι το κίνητρο αυτής της θεμελιώδους ανελευθερίας αλλά και της εκπληκτικής επιδίωξης δύναμης και παραγωγής δράσης.Μιμούμαστε και Θέλουμε να μοιάσουμε σε αυτό το Φαντασματικό Παντοδύναμο Ιδεατό για να αποδράσουμε από αυτή την μοιραία μερικότητα μας πάνω στα πράγματα και την ζωή, γιατί δίχως αυτό η δημιουργική και μετασχηματιστική δράση του υποκειμένου να μην ήταν παρα μόνο μια ανάλωση στην βιολογική αναπαραγωγή.
Καμία ιδεολογία δεν μπορούσε να μην βασίζεται στο χτίσιμο και την ενίσχυση αυτού του Φαντασματικού, καμία ιδεολογία δεν θα υπήρχε αν δεν γεννούσε και δεν μεγάλωνε αυτό το Φαντασματικό. Όμως δεν συνιστά αυτό αδυναμία, δεν συνιστά κατί κακό και καταστροφικό αυτό το στοιχείο της αναπαραγωγής του ιδεολογικού. Το ζήτημα είναι πιο Φάντασμα διαλέγει η κάθε ιδεολογία να πλανιέται πάνω απο το Υποκείμενο της, πια σχέση Υποκειμένου και Ιδεολογίας ορίζεται με βάση την τελική χειραφέτηση της πράξης και της δράσης απο την ανάγκη μίας αιώνιας Μίμησης ενός Άλλου. Ποιά κοινωνική σχέση δημιουργεί υλικά τους όρους να υπάρξει αυτοδύναμα το Υποκείμενο χωρίς την αιώνια προσφυγή στο Άλλο.

4.Ανάμεσα στο Θεολογικό και το Πολιτικό ο δεσμός που υφίσταται εντοπίζεται πάνω στην παρουσία του Τραγικού, στην ρήξη που επιφέρει η πράξη εκείνη που προσπαθεί να δολοφονήσει την Μίμηση και να απελευθερώσει την Βούληση. Μιλάμε για Τραγικότητα γιατί εκεί το Υποκείμενο αποσύρετε απο το κοσμοείδωλο του, εισέρχεται σε μία καινοφανή τύφλωση, υπάρχει μόνο ως ζωντανό αποτέλεσμα της βούλησης του, ενσαρκώνει μια προσωρινή εκμηδένιση του εαυτού του γιατί έχει εκμηδενίσει την κυρίαρχη αξία του. Ζεί εκεί σε μία μετέωρη στιγμή ανάμεσα στο τίποτα και στο παν που ανοίγει εμπρός του η απόσυρση του Καταπιεστικού Φαντάσματος.
Είναι Τραγικό το Υποκείμενο και για ένα άλλο λόγο. Γιατί συνήθως μπροστά σε αυτή την απόλυτη ανάδυση της Θέλησης για Δύναμη -δίχως-Θέληση για Μίμηση τρομάζει να μετατρέψει τον Εαυτό του σε ένα Πραγματικό Κύριο. Το Φανταστικό ακόμα και όταν πεθαίνει συνεχίζει να στοιχειώνει το Υποκείμενο που παραμένει στα όρια της μηδενιστικής πράξης της φόνευσης της Οιδιπόδειας Ιδέας. Το Τραγικό δεν είναι η πράξη και η αντιθετικότητα που οδηγεί το Υποκείμενο στην εκτός τόπου και χρόνου χειρονομία, αλλά η αδυναμία μετά την απελευθέρωση απο την Μίμηση να υπάρξει ένας νέος τρόπος ύπαρξης.

Ας μελετήσουμε πιο συγκεκριμένα γιατί ο Οιδίποδας τιμωρείται φρικτά μετά την ενέργεια του, γιατί οι Αρχαίοι Ελλήνες παρουσιάζουν σαν κόλαση το βίωμα του απελευθερωμένου από τον Πατρικό Κύριο Οιδίποδα; Στην αρχαία Τραγωδία αυτό που δίνεται στον θεατή δεν είναι οι ενοχές και οι τύψεις για την δράση,αυτό είναι η Χριστιανική ερμηνεία που επιβλήθηκε μετέπειτα στην Φιλολογική ανάλυση των Τραγωδιών. Ο Τραγικός ήρωας είναι επι της ουσίας αποσυντιθέμενος και διαλυμένος, είναι ενσάρκωση του μηδενός. Η φόνευση της Καθοδηγητικής Κυρίαρχης Ιδέας είναι η αρχή του χάους, μίας ελευθερίας που είναι αναγκαία αλλά τρομαχτική για το υποκείμενο.
Ο ήρωας μετά το φόνο αναρωτιέται πως και γιατί αξίζει μετά από αυτό να συνεχίσω να ζεί. Το τέλος της υποταγής δεν φέρνει μια νέα εποχή. Μοιάζει σαν να παίρνουν θέση οι Αρχαίοι Τραγικοί, σαν να υποστηρίζουν ότι ορθά αφαιρείς την Ιδέα που εξουσιάζει, μα κακώς προχωράς δίχως μία νέα Ιδέα που να ελευθερώνει. Το πρόβλημα που βάζει η Τραγωδία σχετικά με την Μίμηση και την Βούληση είναι το κατα πόσο ο άνθρωπος είναι σε θέση να αποδεχτεί ότι αυτός ο ίδιος είναι η απόλυτη Ιδέα του εαυτού του, κατά πόσο το θέλει και κατα πόσο αυτό θα πηγαίνει μπροστά την ιστορία και τον κόσμο. Ευτυχώς τα ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά.

σ.

Σάββατο 28 Αυγούστου 2010

ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ [ Σκέψη, Κόσμος, Πράξη, Ουτοπία]

1.Ο κόσμος που συγκροτεί η σκέψη του κάθε Έγω ή είναι ένας κλώνος του ήδη-κόσμου ή μία Ουτοπία, ένας κόσμος υπερβατικός ως απόλυτη εσωτερικότητα , η σκέψη για να παράγει ένα τέτοιο κόσμο δεν ανήκει στο απομονωμένο Εγώ, αλλά σε αυτό που επιδιώκει την αυτοεκμηδένιση του ώστε να υπάρξει ως μέρος ενός Άλλου μη-ατομικού Εγώ.

2.Ο κόσμος για την σκέψη του Πραγματικού δεν υπάρχει, ο κόσμος είναι η σκιά του Ενός που δεν είναι –ακόμη Κόσμος. Για αυτό η σκέψη του Πραγματικού υφίσταται μόνο στη βάση της πλήρους ανυπαρξίας ή επιδιώκοντας την ανυπαρξία του κόσμου από το πεδίο της. Η σκέψη που όλο και περισσότερο σβήνει την αντανάκλαση του κόσμου από την λειτουργία της, τείνει προς την θεωρητική τοπικοποίηση της Ουτοπίας, εργάζεται για την Τιτάνεια Αφαίρεση που προσχηματίζει το ελευσόμενο Πραγματικό.
Πρέπει συνεχώς να επισημαίνουμε πως, η σκέψη δολοφονεί τον ήδη-Κόσμο μόνο όταν λειτουργεί ως Καθαρός Πρακτικός Λόγος, επιτρέποντας στην πράξη να οικοδομεί το Πραγματικό. Η αληθινή σκέψη ρωτάει « Ποιος Κόσμος είναι ο κόσμος του Πραγματικού»;Και αντίστοιχα πράττει.

3.Ο Κόσμος και η Φιλοσοφία(του) είναι μια ενιαία αναπαράσταση της Ουτοπίας, παριστάνουν τον χώρο της πάντα ενδεχόμενης Έλευσης ενός Υπερβατικού Άλλου, που όμως ο ορίζοντας και η διαδρομή του είναι οριοθετημένα στο Λόγο της Φιλοσοφίας αυτού του Κόσμου. Η προσποίηση της έκφρασης του Ουτοπικού είναι ολόκληρη η ιστορία της Φιλοσοφίας ως Φαινομενολογίας. Το Πραγματικό Ουτοπικό, το αληθινό εμμενές υπερβατικό, τοποθετήθηκε στο χώρο της πράξης μόνο από τον Επαναστατικό Μαρξισμό, και από εκεί προσπάθησε να το αποκαθηλώσει η Φιλοσοφία διαλύοντας την μοναξιά της Ενικότητας του μέσα στην άπειρη αλληλουχία των Λόγων που εκφέρουν τα Φαινόμενα του ήδη-Κόσμου.

4.Η σκέψη της πράξης, η θεωρία της πράξης, μπορεί να εγκαταλείψει κάθε προϋπόθεση που αναφέρεται στον ήδη-Κόσμο και να συστήσει μια νέα Εποχή στον προσανατολισμό του Υποκειμένου. Να δείξει μία Έξοδο που υπάρχει ως Είσοδος.
Αυτή η σκέψη είναι σε θέση να μην υπόκειται στην Πρόσληψη που επιχειρεί πάνω της ο Κόσμος, πρόσληψη-ενσωμάτωση στην αναστοχαστική δραστηριότητα που ανακυκλώνει τα πορίσματα μίας σκέψης που ανήκει στην προ Θεού Θανάτωση. Η σκέψη της πράξης μας οδηγεί να σκεφτόμαστε μέσω του Θανάτου του Θεού, με δεδομένο μας το Θάνατο αυτό, με στόχο η σκέψη μας να είναι πρώτιστα μια Θανάτωση κάθε θεού. Έτσι, σκοπός μας δεν γίνεται η ενατένιση του Μηδενός, αλλά η εκ του μηδενός θεμελίωση Υποκειμένου.
Η σκέψη της πράξης εγκαταλείπει τις Υπερβατολογικές προϋποθέσεις για την προσέγγιση του Ουτοπικού και στρέφεται στο πως οι Ουτοπίες εν-σαρκώνονται, γίνονται σώματα του Πραγματικού. Με αυτή την έννοια, μέσα από αυτή τη σκέψη ανατρέπεται η Θεολογική πρόσληψη του Μεσσιανικού. Η πράξη μας φέρνει μπροστά στο δίλημμα: Ανθρωποποίηση της Ουτοπίας ή Ουτοπικοποίηση του Ανθρώπου; Μπροστά σε ένα φανταστικό διάλογο ανάμεσα στο Νίτσε και το Λεβινάς, ανάμεσα στον Υπεράνθρωπο και τον Άλλο, πάντα υπό το βλέμμα του Μάρξ.

Η πράξη συγκροτεί την Υπερβατολογική Εαυτότητα ( το Απόκοσμο Εγώ) σε εμμενή Πραγματικό , σε κόσμο επί του κόσμου. Δίχως αυτό τον μετασχηματισμό παραμένουμε εντός του Υποκειμενισμού και του Αντικειμενισμού, της Φαινομενολογίας του ήδη-Κόσμου, φυλακισμένοι στο Υπερεγώ του Ίδιου.
Συνεπώς, μόνο η πράξη συγκροτεί την Ουτοπία σε Υπάρχον και την αποδεσμεύει από το να είναι μία έννοια Χωρικότητας, δηλαδή δούλη της Γεωμετρικής μεθοδολογίας της Φιλοσοφίας.

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

Φρανσουά Λαρυέλ,ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΝ


Η εργασία αυτή του Φρανσουά Λαρυέλ , παρουσιάστηκε στο συνέδριο που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο του Warwick στις 16 κ 17 Ιούνη του 1999, με θέμα ''Σκεπτόμενοι το Συμβάν''


Το σκέπτεσθαι σημαίνει να σκέπτεσαι, για παράδειγμα, το συμβάν· πώς όμως αυτό το ίδιο το σκέπτεσθαι γίνεται συμβάν; Και τι τύπος συμβάντος; Τα άμεσα εμπειρικά και φιλοσοφικά χαρακτηριστικά που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν το συμβάν είναι γνωστά—δεν επικεντρώνομαι εδώ σ’ αυτά, εφόσον το ζήτημα είναι να φέρουμε στο προσκήνιο τις προϋποθέσεις για μια αυστηρή θεωρία του συμβάντος. Κάθε θεωρία του συμβάντος προϋποθέτει δυο λειτουργίες, οι οποίες είναι αναμφίβολα ενιαίες, αλλά σίγουρα όχι, όπως θα δούμε αργότερα, αμοιβαίες. Η πρώτη συνίσταται στο να θέσει σε πρώτο πλάνο τις ενδο-φιλοσοφικές σταθερές κάθε στοχασμού του συμβάντος, αποκαλύπτοντας με αυτό τον τρόπο την πλέον περιεκτική δομή της φιλοσοφίας που δύναται να συμπυκνωθεί στο συμβάν ως τέτοιο, έτσι ώστε η φιλοσοφία να αποτελέσει το πρωτότυπο που συμπυκνώνει την ''συμβαντικότητα'', την κατεξοχήν μορφή του συμβάντος — την "φιλοσοφία-Συμβάν", που μάλλον θα την ονομάσουμε τον κόσμο-Συμβάν, σύμφωνα με την αξιωματική παραδοχή ότι η φιλοσοφία αποτελεί μορφή του Κόσμου.

Η δεύτερη λειτουργία είναι εξ ολοκλήρου διαφορετική και συνίσταται στον καθορισμό του τύπου της σκέψης που μπορεί, στη συνέχεια, να έχει ως αντικείμενό της αυτή τη φιλοσοφία ή κόσμο-Συμβάν, και στην πρόταση του τύπου του Πραγματικού, της συγκεκριμένης δηλαδή μορφής που δύναται να αναλάβει το ρόλο της αιτίας για την σκέψη αυτήν. Και στα δύο αυτά τα στάδια, τίθεται το ζήτημα της ταυτότητας. Στο πρώτο στάδιο ως το Ένα-Άλλο, ως η ανώτατη στιγμή της φιλοσοφίας (το αντικείμενο του επέκεινα της ουσίας). Στο δεύτερο στάδιο ως το Εν-εν-Ενί ή το Ένα που δεν είναι πλέον επίσης και Άλλο, το Ένα που δεν δύναται πλέον να αξιολογηθεί, σε τελική ανάλυση, έναντι της ουσίας, εκείνο το οποίο είναι, μάλλον, άνευ-ουσίας στο μέτρο που δεν αντιπροσωπεύει πλέον ''το επέκεινα της ουσίας''. Πρόκειται για ό,τι ονομάζουμε Πραγματικό.

Από τη φιλοσοφία του συμβάντος στη φιλοσοφία-Συμβάν ή κόσμο

Θα φέρω αρχικά στο προσκήνιο μια συγκεκριμένη φιλοσοφική "λογική" του συμβάντος, μια λογική που καθορίζει όλες τις μορφές του συμβάντος σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καθίσταται η ίδια το κατεξοχήν Συμβάν. Οι φιλοσοφικοί όροι της δυνατότητας του συμβάντος: είναι αυταπόδεικτοι. Όμως αυτό που είναι λιγότερο εμφανές είναι πώς οι όροι αυτοί εξαντλούν όλη την φιλοσοφία καθαυτή, ώστε αυτή να αποτελεί πρότυπο του συμβάντος. Φέροντας ένα παράδειγμα: το συμβάν έχει λάβει τη μορφή θέματος που επιτρέπει σε κάποιον να συγκεντρώσει και να συσχετίσει σχεδόν όλη την Γαλλική φιλοσοφία μετά την περίοδο του δομισμού με την στενή έννοια· με άλλα λόγια, το συμβάν έχει προφανώς μετα-μεταφυσικό και μετα-ιστορικό χαρακτήρα. Όμως, αντίστροφα, μέχρι ποιου σημείου αυτές οι φιλοσοφίες του συμβάντος συνιστούν συμβάν το οποίο είναι στην ουσία του ιστορικό και φιλοσοφικό;

Η υπόθεση μου είναι ότι εκείνες οι φιλοσοφίες της ιστορίας που ξεκινούσαν από την αξιωματική παραδοχή ότι υφίσταται μια κάποια ομοιογένεια ανάμεσα στην χρονική συνέχεια και στην ενικότητα την οποία συγκροτεί το συμβάν έγιναν μάρτυρες της καταστροφής αυτής της συμμαχίας. Στα τέλη του 20ου αιώνα έχουν χωριστεί ή διασπαστεί σε δυο προφανείς αυτόνομους, για να μην πω αντιτιθέμενους, κλάδους, ένα κατώτερο κλάδο, αυτόν της επικοινωνίας, και σε ένα ανώτερο, αυτόν του καθεαυτού συμβάντος. Η δίδυμη εποχή της επικοινωνίας και του συμβάντος διαδέχτηκε την εποχή της ιστορίας. Γιατί δίδυμη; Υποστηρίζω πως η πλέον περιεκτική έννοια της φιλοσοφίας — αφού δίνω στο εαυτό μου το δικαίωμα, αν και ίσως αμφισβητήσιμο, το οποίο όμως θα προσπαθήσω να δικαιολογήσω, να πραγματεύομαι τη «φιλοσοφία» — είναι αυτή τού λόγου, ενός δηλ. ειδικού ή υπερβατολογικού λόγου, στο μέτρο που αυτός επιδιώκει να είναι ο λόγος του κατεξοχήν Πραγματικού — αλλά όμως ενός λόγου διπλά αρθρωμένου, δοθέντος τού γλωσσικού κορεσμού που οπωσδήποτε υφίσταται σε κάποιο βαθμό πριν από κάθε πιθανή γλωσσική στροφή. Αυτές οι δύο αρθρώσεις — και εδώ σκιαγραφώ ένα απλό σχήμα, την σταθερά της «φιλοσοφικής Απόφασης» — έχουν την γενική μορφή της υπερβατικότητας ως δράσης ή λειτουργίας, σύμφωνα όμως με δύο τροπικότητες που είναι συγχρόνως εξαιρετικά ετερογενείς και αμοιβαία σχετιζόμενες. Η πρώτη άρθρωση, για να το θέσουμε απλά και γενικά, είναι αυτή του Είναι και της οντότητας, άρθρωση που εκφράζεται με τους όρους του μετά και τείνει να είναι "εκστατικο-οριζοντική" και οντικο-οντολογική, για να χρησιμοποιήσουμε δύο Χαϊντεγκεριανές εκφράσεις με μια απλοποιημένη, περιγραφική έννοια. Αυτή συνιστά, επομένως, ένα ιστορικό-συστηματικό δομικό a priori ιδιάζον στις φιλοσοφίες της επικοινωνίας, οι οποίες αναπτύσσονται, εν γένει, στη σφαίρα του μετά και του καθολικού προγράμματος, αν και είναι προφανές ότι δεν μπορούν να αποφύγουν να αγγίξουν ξώφαλτσα το συμβάν, τόσο στην κατώτερη όψη του, της γενικότητας ή της αναπαράστασης, που αντιπροσωπεύουν, για παράδειγμα, τα ΜΜΕ, όσο και στην ανώτερη μορφή του, της οποίας ο Χάιντεγκερ, για παράδειγμα, υπεραμύνεται αναφερόμενος στο Ereignis.

Η δεύτερη άρθρωση τείνει να είναι αυτή του Είναι και του Ενός. Δεν εκφέρεται πλέον με τους όρους του μετά αλλά με εκείνους του επέκεινα, λαμβάνει "εκστατικο-κάθετη" μορφή και έχει τελικά ως αντικείμενό της το Πραγματικό ως Ένα παρά ως Είναι — υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτό το Ένα είναι συγχρόνως Άλλο. Συγκροτεί ένα ιστορικό-συστηματικό δομικό a priori κατάλληλο για εκείνες τις φιλοσοφίες του συμβάντος που αναπτύσσονται συνολικά εντός της διάστασης του επέκεινα.

Έτσι το συμβάν ανταποκρίνεται σε μια άλλη άρθρωση, αυτή που αναδύεται σε σχέση με την υπερβατικότητα του Είναι. Μπορεί να συγκροτήσει ρήξη εντός του Είναι, της Ιστορίας, του Χρόνου, μόνο εφόσον υπερβαίνει τόσο το οριζόντιο βάθος όσο και το οριζόντιο διάστημα, μόνο εφόσον συνιστά εμφάνιση που έχει συγχρόνως τον χαρακτήρα ρήξης, ρήξης καθ' υπέρβαση της οριζόντιας υπερβατικότητας. Τούτο αντιπροσωπεύει το Ένα-ως Άλλο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, οπότε θα έχει τότε περισσότερο ιουδαϊκό χαρακτήρα, το Άλλο-ως-Ένα. Εννοείται ότι δεν υφίσταται κανένα εμπειρικό Συμβάν — διότι κάθε «συμβάν» αυτού του είδους θα καταποντιζόταν στην αδιαφορία της γενικότητας και της μερικότητας.

Από την άλλη, το συμβάν μπορεί όμως να παρέχει υπό προϋποθέσεις την βάση για ένα ανώτερο εμπειρισμό. Εν πάση περιπτώσει, το συμβάν δεν είναι απλά το αποτέλεσμα μιας υπέρθεσης μιας κάποιας οντολογίας επί της Ιστορίας, αλλά μάλλον εισάγει μια νέα τάξη. Δεν συγχωνεύεται καν με το Είναι, είτε πρόκειται για το Είναι ως παρουσία ή ως απλό πολλαπλό χωρίς παρουσία, είτε, πάλι, για το Είναι ως κανονικότητα. Εμφανίζεται όποτε υπάρχει μια καταστολή, μια τομή ή μια κατάρρευση του Είναι. Το συμβάν με αυτό τον τρόπο σηματοδοτεί μια γενικότερη βάση, που, ανάλογα με την περίσταση, δύναται να αποτελέσει ένα σύστημα παρουσίας, ένα σύστημα συνεπειών ή ενικοτήτων, παρά γενικοτήτων, ένα σύστημα πολλαπλοτήτων ή σύστημα του πολλαπλού, παρά σύστημα ενότητας. Σηματοδοτεί ένα οντολογικό θεμέλιο με το οποίο βρίσκεται σε σχέση σύνεργιας, ακόμα και όταν θα αποσπάται από αυτό. Αυτό το οντολογικό θεμέλιο, η συνέπεια του μετά, πιθανόν να εξαφανιστεί ή να εξασθενίσει, ίσως, περιστασιακά, απαγορευτεί, κατασταλεί ή υπαχθεί σε ποικίλες λειτουργίες. Γενικά, είναι οι υβριδικές μορφές αυτού του θεμελίου που εξαλείφονται, το υβρίδιο του Ενός και του Πολλαπλού για παράδειγμα· και σε αυτή την περίπτωση το συμβάν θα παραμένει αποκλειστικά εξαρτημένο από ένα Είναι ριζικά πολλαπλό και ασυνεπές.

Ή, σε μια άλλη περίπτωση, το υβρίδιο του Είναι και της μερικής οντότητας μπορεί μεν να εξαλειφθεί, αλλά τότε το συμβάν θα είναι εξαρτημένο από ένα καθολικό Είναι-Ένα ελεύθερο από κάθε μερικότητα. Άρα, θα έλεγα ότι ο Ντελέζ μας έδωσε ένα στάνταρ, μια μέση, αντιπροσωπευτική φιλοσοφική περιγραφή του συμβάντος, λόγω του ότι συνένωσε όλους τους υπερβατολογικούς όρους του σε μια τέλεια ισορροπία. Το συμβάν είναι εκείνο που συγκροτεί σε σύνολο μια βάση καθαρής, ιδεατής και άπειρης συνέχειας, μια a priori αλλά μη-εμπειρική κανονικότητα, την καμπύλη δηλ. που την υποτείνει, και συγχρόνως μια ρήξη, μια ανάδυση που είναι τουλάχιστον μονομερής και μη αναστρέψιμη. Ο Νίτσε και ο Ντελέζ αδειάζουν τον Πλατωνισμό από τα ενδιάμεσα υβρίδιά του και ταυτίζουν τα άκρα του. Πτυχώνουν το επέκεινα, δίχως να το σβήνουν, πάνω στο μετά. Με αυτό τον τρόπο συναρμολογούν μια υπέρ-θεση, μια λογική του υπέρ, της υπέρβασης ή της υπερ-θέασης. Το συμβάν είναι, κατά κάποιο τρόπο, γεωστατικό· επιβλέπει και φέρει σε πέρας την ιστορία και τον κόσμο ως αιώνιο Ένα συνεκτατό με το Πολλαπλό.

To συμβάν είναι υπερ-τομή, γραμμή φυγής, όριο άπειρης προσέγγισης, σχετικά-απόλυτη τομή παρά διακοπή. Ο Ντεριντά αντίθετα διατηρεί την δυαδικότητα, την ετερογένεια των δύο υπερβατικοτήτων, όπως επίσης και την εδραίωση της δεύτερης μέσα στην πρώτη. Διατηρεί την υπερβολή της πρώτης υπερβατικότητας πάνω στην δεύτερη, αλλά την ίδια στιγμή την στρέφει προς τον εαυτό της και τονίζει μέσα στο συμβάν εκείνη την πλευρά του που συγκροτεί μια "ανάσχεση" ή "διακοπή" του λόγου ή της παρουσίας. Γενικά, οι δυο υπερβατικότητες συνδέονται μέσω ενός συνανήκειν της μιας και της άλλης — αυτό αποτελεί σταθερά — και διαχωρίζονται μόνο μέσω της αφαίρεσης. Με άλλα λόγια, βλέπουμε ότι στη βάση ή στην περιφέρειά της, η μια θα σέρνει πίσω της την άλλη, εμπεριέχοντάς την μερικώς, σύμφωνα με μια σχέση κυριαρχίας που διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση. Η Επικοινωνία και το συμβάν διαιρούν ανάμεσά τους το μοναδικό πεπρωμένο της φιλοσοφίας. Ακόμα και αν αυτές οι δυο υπερβατικότητες ανταγωνίζονται μεταξύ τους μέσω ξεχωριστών φιλοσοφιών, συνδυάζονται πάντα σύμφωνα με ποικίλες σχέσεις και αναλογίες. Αυτοί οι συνδυασμοί περιέχουν το Ένα, το Άλλο, το Είναι και την επί μέρους οντότητα ως υπερβατολογικά συστατικά του συμβάντος.

Οι συνδυασμοί τους καταλήγουν σε πολυποίκιλες υπερβατολογικές εξισώσεις του συμβάντος, εξισώσεις που ερευνούν και αναπτύσσουν τον εφικτό χώρο της φιλοσοφίας μέσα στη γενικότερη σφαίρα της πλέον περιεκτικής της έννοιας. Mπορεί επομένως κάποιος να διευρύνει το συμβάν μέσω οποιασδήποτε πτυχής ή διάστασης του και θα είναι πάντοτε εφικτή η εντόπισή του σε μια από τις τέσσερις γωνίες της φιλοσοφικής Απόφασης, η εγγραφή του εντός του χώρου αυτού. Είναι αυτής της τάξης το ανάπτυγμα και το ανάστημα του συμβάντος, η μη-ακρίβεια του, η εσωτερική πολυπλοκότητα του. Μπορούμε, κατά κάποιο τρόπο, να γενικεύσουμε την Αποδόμηση: το συμβάν δεν είναι ο Άλλος του Λόγου αλλά ο Άλλος εντός/της φιλοσοφίας, όπως ορίζεται σύμφωνα με την πλατύτερη έννοια της πολύπλοκης δομής του, αντί να ορίζεται μόνο με όρους ''παρουσίας". Το συμβάν συμβαίνει στα σύνορα της φιλοσοφίας, μόνο στα σύνορα της, αλλά με το να παρεμβάλλουμε εντός του την συνολική σταθερά της φιλοσοφίας, τροποποιούμε την έννοια του: ο υπολογισμός του συμβάντος από την φιλοσοφία, ο φιλοσοφικά υπολογίσιμος χαρακτήρας του συμβάντος, είναι η λιγότερη γνωστή πλευρά του, όμως μόνο αυτή η πλευρά του είναι εκείνο που επιτρέπει στον χαρακτήρα του ως ανυπολόγιστου ή ως Ενός-Άλλου να υπάρχει.

Συνεπώς, η διευρυμένη έννοια του συμβάντος είναι συνεκτατή με αυτήν της φιλοσοφίας και, ως εκ τούτου, με τον κόσμο και θέτει σε κίνηση το σύνολο των μεγάλων υπερβατολογικών. Κάθε φιλοσοφία κόβει ή χαράσσει το συμβάν της από αυτό το κρύσταλλο, ανατιμώντας ή παρακωλύοντας τη λειτουργία του Ενός ή του Πολλαπλού, του Ενός ή του Είναι, του Είναι ή της μερικής οντότητας. Αυτό το έργο της εκ νέου σηματοδότησης ή αφαίρεσης, της υπογράμμισης ή της τομής, υπόκειται σε ορισμένες σταθερές: στο αμετάβλητο της εμφάνισης των υπερβατολογικών δομών του, ανεξαρτήτως της εμπειρικής γνώσης βάσει της οποίας υλοποιούνται· στο αμετάβλητο της θέσης του συμβάντος, όπως προκύπτει από την οντολογία ή την οντοθεολογία, σε μια προφανώς παράγωγη, αλλά στην πραγματικότητα ύστατη και για αυτό πρωταρχική θέση· τέλος στην σταθερά ενός συμβάντος επί του οποίου επιδρά η αναστολή των κατώτερων ή επιφανειακών μορφών αναπαράστασης, ιδιαιτέρως εκείνων των υβριδικών μορφών εντός των οποίων βρίσκονται αναμεμιγμένα τα υπερβατολογικά.

Το συμβάν είναι ένας διαρκώς απλουστευμένος συνδυασμός αυτών των υπερβατολογικών, απογυμνωμένο από κάθε ενδιάμεση μορφή. Αλλά όλες αυτές οι επιμέρους λειτουργίες προϋποθέτουν την ολότητα των φιλοσοφικών λειτουργιών, με το συμβάν να εμφανίζεται στα όρια της ολότητας αυτής μέσω μιας σειράς χειρονομιών που έχουν ως σκοπό να επιτρέψουν την εμφάνιση της διάστασης του επέκεινα. Η Φιλοσοφία υποθέτει το συμβάν ως πραγματικό καθεαυτό, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί το αποτέλεσμα μιας φιλοσοφικής απόφασης, εγγεγραμμένο μέσα στο σύστημα των δυνατοτήτων που προσφέρονται από τη φιλοσοφία, σε σχέση με την οποία αυτό αντιπροσωπεύει την έσχατη μορφή και ύψιστη πραγμάτωσή της. Εάν το συμβάν συγκεντρώνει εντός της προφανώς άφατης απλότητάς του ολόκληρη τη δομή αυτού που αποκαλώ φιλοσοφική Απόφαση μαζί με την διπλή άρθρωση της, τότε αντίστροφα η Απόφαση αυτή συνιστά η ίδια το πρωτο-Συμβάν, δηλώνει την αυτοθεσία του συμβάντος και, ως εκ τούτου, συνιστά το Συμβάν το οποίο εμπεριέχει το προσίδιο Λόγο του: “την φιλοσοφία ή τον κόσμο-Συμβάν”.

Είναι συνεπώς απαραίτητο να υποστηρίζουμε ότι, αφενός μεν, οι φιλοσοφίες του συμβάντος, στο μέτρο που είναι πολλαπλές και αντιτιθέμενες — ιδιαίτεροι συνδυασμοί του μετά και του επέκεινα — δεν αποτελούν οι ίδιες 'συμβάντα' — δεν υφίσταται δηλ. τίποτε πρότερο της αντίστοιχης εμπεριέχουσας φιλοσοφίας· αφετέρου δε, η φιλοσοφία, η οποία δεν είναι μερική, συνιστά το μόνο συμβάν ή ουσία, εκφράζει δηλ. τη "συμβαντικότητα" του συμβάντος, εφόσον δεν υπάρχει τίποτα πιο έκτακτο, πιο εξαιρετικό και μοναδικό από την ίδια τη φιλοσοφία. Επακόλουθο: οι φιλοσοφίες του συμβάντος παραμένουν προσδεδεμένες, άμεσα σε μερικές περιπτώσεις έμμεσα σε άλλες, με το καθόλου νέο εγχείρημα — εγγενή σε κάθε φιλοσοφία, αλλά ιδιαίτερα τονισμένο και νοηματοδοτημένο εκ νέου μετά από το έργο του Νίτσε και Χάιντεγκερ — της αυτοσυσπείρωσης της φιλοσοφίας, με σκοπό την προσέγγιση του ύψιστου σημείου της αναδυόμενης συγκυρίας της, έτσι ώστε να επιτευχθεί η καθολική συσπείρωση και αυθυπέρβασή της ως επέκεινα με σημείο αναφοράς τόσο την ίδια όσο και το Πραγματικό ως Ένα ή Ένα-Άλλο. Αν το συμβάν φωτίζει και θρέφει την Ιστορία, τον Κόσμο, την Ύπαρξη, αυτό συμβαίνει ακριβώς γιατί αυτό είναι αυτή η αστραπή, η πρωταρχική λάμψη της οποίας ο Πλατωνικός ήλιος είναι το αποτέλεσμα ή το υπόλειμμα στο ανθρώπινο μάτι — απλό παράγωγο του ήλιου ή ενός φωτεινού σημείου.

Πως διακυβεύεται η ταυτότητα μέσα στο συμβάν. Μετάβαση στη Μη-φιλοσοφία.

Το πρόβλημα μιας σκέψης του συμβάντος έχει λοιπόν οριστεί με αυστηρούς όρους. Έχουμε δηλ. εκφράσει με καθολικούς όρους εκείνο που το συμβάν έχει υπερβεί, το Λόγο, με τη μορφή της ίδιας της φιλοσοφίας, συμπυκνωμένης τώρα στην δομή του Ενός-Άλλου, και έχουμε έτσι καθολικοποιήσει το συμβάν με τη μορφή της φιλοσοφίας καθ' εαυτής . Τώρα, όμως, το πρόβλημα λαμβάνει συνολικά μια άλλη μορφή: ποια συμβαντική δομή θα ήταν ικανή να υπερβεί αυτή τη φορά την φιλοσοφία,το ίδιο το Ένα-Άλλο, με άλλα λόγια, τον κόσμο με την ευρεία του έννοια, χωρίς όμως να εξακολουθεί να βρίσκεται σε οποιαδήποτε αμοιβαία σχέση με αυτόν; Αυτό είναι το πρόβλημα της μη-φιλοσοφίας. Ταυτότητα και συμβάν: αυτοί οι όροι μοιάζουν να παραπέμπουν σε μια αλληλεπίδραση μεταφυσικών οντοτήτων. Αλλά το ζήτημα που τίθεται τώρα είναι η δυνατότητα μιας σκέψης του συμβάντος η οποία θα είναι ταυτόχρονα περισσότερο αυστηρή και λιγότερο κυκλοτερής σε σύγκριση με αυτήν της φιλοσοφίας, η δυνατότητα μιας θεωρίας που θα απελευθερώνει το συμβάν από το πεδίο των φιλοσοφιών της ιστορίας, που δεν θα το συλλαμβάνει πλέον ως το απόγειο του κύματος του Χρόνου ή απλώς ως την υπερβολή της φιλοσοφίας ή του κόσμου έναντι των ιδίων, χωρίς όμως αυτό να αποκλείει το στοχασμό του με όρους που θα διατηρούν μια κάποια σχέση με αυτή την κοινά αποδεκτή και αναντίρρητη αντίληψη.

Εκ πρώτης όψεως τίποτα δεν φαίνεται να είναι πιο ασυμβίβαστο από την ταυτότητα στη σχέση της με το συμβάν. Ωστόσο, η ταυτότητα εμπλέκεται στο συμβάν και, θα έλεγα μάλιστα, με πλήθος ετερογενών τρόπων. Ακολουθώντας τις παραπάνω προτάσεις, θα ορίζαμε τη 'φιλοσοφία΄, αφήνοντας στην άκρη τις μικρές διαφορές των φιλοσοφιών του συμβάντος, σύμφωνα με το στοιχείο της μετατρεψιμότητας της ταυτότητας και του συμβάντος, μιας μετατρεψιμότητας που είναι εξασφαλισμένη μόνο εφόσον η φιλοσοφία δεν ανάγεται φετιχιστικά στα αντικείμενα ή στις οντότητες της, αλλά εκλαμβάνεται στην ολότητα των λειτουργιών της. Και θα ορίσουμε ό,τι εγώ αποκαλώ 'μη-φιλοσοφία' σύμφωνα με το στοιχείο της μη-μετατρεψιμότητας ή της διττότητας που υφίσταται αναφορικά με την ταυτότητα και το συμβάν και την οποία επιπλέον θα χαρακτηρίσουμε ως 'μονομερή'. Εάν η φιλοσοφία, ανεξάρτητα από την στάση της, ορίζει το συμβάν σύμφωνα με το στοιχείο της ταυτότητας, λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψιν ορισμένους άλλους προσδιορισμούς, τότε συλλαμβάνει αντιστρόφως την ίδια την ταυτότητα ως συμβάν, χωρίς βεβαίως αυτό να αναιρεί τον εξαιρετικό ή ακραίο χαρακτήρα του τελευταίου. Η μη-φιλοσοφία, από την άλλη πλευρά, αρνείται αυτή την μετατρεψιμότητα, δεν μετατρέπει την ταυτότητα σε συμβάν αλλά προσδιορίζει το συμβάν μονομερώς μέσω της ταυτότητας ως πραγματικής προϋπόθεσης της σκέψης. Συνεπώς, αυτή η θέση δεν είναι άσχετη με την φιλοσοφία — έχει μια φιλοσοφική στεφάνη ή ηχώ, χαρακτηρίζεται από μια οικεία ομοιότητα γένους— αλλά συγχρόνως δεν είναι ΄φιλοσοφική΄με την αυστηρή έννοια του όρου, με την έννοια δηλ. που έδωσα αρχικά στη λέξη αυτή.
Για αυτό η ταυτότητα έχει διπλή υπόσταση: ως ενεργά εμπλεκόμενη στην φιλοσοφία, αναμεμειγμένη με την ετερότητα ή την διαφορά, και επιφορτισμένη με ανώτερες λειτουργίες σύνθεσης ή συνοχής· αλλά συγχρόνως, σε έντονη αντίθεση με τον πρώτο προσδιορισμό, και ως πραγματική προϋπόθεση της σκέψης, ως Πραγματικό το οποίο θα χαρακτηρίσουμε ως είναι άνευ ουσίας, άνευ δοτικότητας, άνευ συνοχής ή μορφής — διότι η ταυτότητα καθεαυτή δεν είναι τίποτα απ’ όλ’ αυτά, ακόμα και όταν, όπως ανωτέρω, θεωρείται εσφαλμένα ως εκείνο που χορηγεί συνοχή και μορφή. Ας εξετάσουμε γρήγορα πρώτα τη θέση της στην φιλοσοφία. Σύμφωνα με την φιλοσοφία, το συμβάν είναι ήδη ουσιαστικά συνδεδεμένο με την ταυτότητα, και μάλιστα όχι απλώς συνδεδεμένο με αυτήν ως εκείνο που επιδιώκει να καταστρέψει ή να την ξεπεράσει, αλλά ουσιαστικά συνδεδεμένο κυρίως ως προς την υπερβατολογική μορφή του ως Ένα-Άλλο, παρά ως προς την όποια οντικό-οντολογική μορφή που αυτό μπορεί να λάβει.

Εντούτοις, αυτό το χαρακτηριστικό γίνεται γενικά κατανοητό με περικομμένο τρόπο — ή, ομοίως, η ερμηνεία του συμβάντος γίνεται βάσει εκείνου που το συμβάν υπερβαίνει. Πρόκειται για εμφάνιση που ανάγεται σε μια αναπαραστασιακή ή μεταφυσική αρχή. Το συμβάν γίνεται τότε αντιληπτό ως εκείνο που θα στερείται ταυτότητας ή ακόμα ως αυτό που διαλύει κάθε ταυτότητα. Η ταυτότητα στο συμβάν γίνεται αρχικά κατανοητή βάσει κατώτερων μορφών, ως οντική ή/και οντολογική, όχι όμως επέκεινα αυτών, διότι το Ένα-Άλλο είναι τόσο ταυτότητα όσο και ετερότητα. Δεν προκαλεί έκπληξη ότι το συμβάν τέμνει, καταστέλλει ή ακόμα υπερβαίνει αυτές τις αναπαραστασιακές μορφές της ταυτότητας, και ότι το πρόβλημα της ταυτότητας του συμβάντος είτε καθίσταται ακατανόητο και παράδοξο είτε συλλαμβάνεται κατά τρόπο κυνικό και δογματικό ως η οιονεί υλική ταυτότητά του ως "πράγματος". Επειδή η ταυτότητα θεωρείται ως ήδη ανήκουσα στα αντικείμενα καθεαυτά, και εφόσον το συμβάν δεν παραπέμπει προφανώς στον ίδιο τον εαυτό του, συμπαρασύρεται εξ αρχής προς την κατεύθυνση της πολλαπλότητας και της ενικότητας που ενυπάρχουν στο πλαίσιο μιας απλώς φαινομενικής ενότητας. Προκύπτει, συνεπώς, η ιδέα ότι το συμβάν προϋποθέτει μια απροσδιόριστη πολλαπλότητα μεμονωμένων και ακαταλόγιστων αιτιών και ότι καθιστά αναγκαία την προσφυγή σε μια ερμηνευτική διαδικασία με σκοπό τον καθορισμό των πολλαπλών πιθανών σημασιών του.

Σε αντίθεση μ' αυτά τα μεταφυσικά προσχήματα είναι, εν πάση περιπτώσει, αναγκαία η εκ νέου θεμελίωση της ταυτότητας στα πλαίσια του ίδιου του συμβάντος. Όμως το πραγματικό πρόβλημα εξακολουθεί να βρίσκεται αλλού: ενώ το συμβάν δεν στερείται ταυτότητας, δηλώνει συγχρόνως την επιθυμία της ταυτότητας για τον εαυτό της. Η πτυχή του ως Άλλο και η πτυχή του ως Ένα γειτνιάζουν χωρίς απόσταση. Ενώ το συμβάν αποτελεί απόφαση αναφορικά με την ταυτότητα, μια ταυτοποίηση, συγχρόνως εξαιτείται και παρωθεί σε μια απο-κρινόμενη απόφαση: κάποιος οφείλει να τo θελήσει ή να το αποδεχτεί, να το προκαλέσει ή να το υποστεί, να επιθυμήσει, να επικυρώσει ή να βεβαιώσει καθ' υπερβάλλοντα τρόπο την ύπαρξή του. Στο κάτω-κάτω, το συμβάν κατανοεί τον εαυτό του ακριβώς όπως η φιλοσοφία σκέφτεται τον εαυτό της και, για τον λόγο αυτό, αποτελεί φαινομενικά μόνο μη-απόφαση. Η ανάστροφη όψη του συνιστά απόφαση, μια αναποφάσινμη απόφαση.

Εφόσον εννοηθεί με αυτό τον τρόπο, εφόσον ιδωθεί από όλες τις πλευρές του, το συμβάν δεν συγγενεύει μόνο με την πολλαπλότητα αλλά εξίσου και με την ταυτότητα. Και όχι μόνο συγγενεύει με το καθ' εαυτό αλλά εξίσου και με την επιθυμία. Συνίσταται ακόμα στην ταύτιση της ταυτότητας και της επιθυμίας. Το συμβάν απασχολεί την φιλοσοφία ως το Πραγματικό που εμφανίζεται τελικά στα όρια των ιδεατών της αφαιρέσεων. Είναι το απόγειο του έργου της και της βούλησής της. Η Φιλοσοφία είναι η επιθυμία του Πραγματικού και ως εκ τούτου η επιθυμία του συμβάντος. Το συμβάν είναι η αναμονή του εαυτού του, το συμβάν συνοδεύουν η ευχή και η παράκληση ή η επιθυμία, και η επιθυμία αυτή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της όλης σύστασής του.

Αποτελεί επομένως μια επιθυμητή ταυτότητα και όχι τόσο μια καθαυτή και παρούσα ταυτότητα. Το συμβάν είναι τόπος ανατροπής, μοχλός επανάστασης, σημείο μεταξίωσης, εναρκτήρια ρήξη, μεταστροφή σκέψης, έκκληση η οποία προκαλεί απορία ή που επερωτά ... Είναι αντικείμενο επιθυμίας και μερικές φορές μεσσιανικής προσμονής ... Και αυτός είναι επίσης ο λόγος που η φιλοσοφία είναι συμβάν, είναι, σε τελική ανάλυση, στοχασμός του Όλου-συμβάντος και όχι απλή θεωρία του συμβάντος. Επιπλέον, το συμβάν φαίνεται να είναι το κατεξοχήν μη-θεωρήσιμο, ένα απόλυτο όριο για την θεωρητική σύλληψη, εφόσον απαιτεί άλλους τρόπους προσέγγισης: μια μη-αντικειμενική σκέψη, μια στοχαστική μεταστροφή, μια βούληση του συμβάντος ή ένα αίσθημα της υποδοχής του, κ.λπ.

Όλα τα ανωτέρω, έχουν μεν φιλοσοφικό χαρακτήρα, προοιωνίζουν ωστόσο ως εντελώς άλλη μια μη-φιλοσοφική διάσταση. Τι θα ήταν ένα μη-φιλοσοφικό συμβάν; Ένα μη δομημένο ή καθορισμένο στην ουσία του από την φιλοσοφία και ικανό να έχει ως αντικείμενό του την φιλοσοφία -Συμβάν; Προφανώς θα ήταν το ίδιο η θεωρία αυτής της φιλοσοφίας-Συμβάντος. Όμως γίνεται στην συνέχεια προφανές ότι αυτή η θεωρία-συμβάν περιλαμβάνει απλώς μια φιλοσοφική διάσταση, μια διάσταση η οποία δεν θεμελιώνεται ή καθορίζεται αφ' εαυτής, αλλά αντιθέτως καθορίζεται από το Πραγματικό, το Ένα, ή την Ταυτότητα, στο μέτρο που αυτά είναι δεδομένα και όχι απλώς επιθυμητά. Με άλλα λόγια, το συμβάν εξακολουθεί να είναι πρωταρχικό αλλά δεν θα συνιστά πλέον το ίδιο το Πραγματικό στο οποίο αποβλέπει η φιλοσοφία. Με στόχο την ανατροπή του ιδεαλισμού, του εν γένει φιλοσοφικού ιδεαλισμού και όχι της εκδοχής του με τη στενή έννοια που εντοπίζεται στην περίφημη «ιδεαλιστική [αξιωματική] υπόθεση ή παραδοχή», είναι αναγκαία μια πραγματική προϋπόθεση για την σκέψη και η προϋπόθεση αυτή πρέπει να συνιστά ένα πραγματικό το οποίο θα δίδεται καθολικά, άνευ όρων και χωρίς καμία πράξη δωρεάς, ένα δεδομένο που δεν θα είναι το αποτέλεσμα καμίας δεδομενικότητας.

Στη φιλοσοφία το Πραγματικό αυτό είναι το Ένα· όμως η φιλοσοφία το ταυτίζει με το Είναι, με την ιδεατότητα και την υπερβατικότητα, αποτελώντας έτσι το υβρίδιο του Ενός-Άλλου. Συνεπώς, ο μη-φιλοσοφικός μετασχηματισμός συνίσταται στην τροποποίηση των αξιωμάτων της σκέψης σε ολικό επίπεδο σύμφωνα με μια νέα εμπειρία του Πραγματικού ως χωρίς-Είναι και χωρίς-Άλλο, ένα Πραγματικό το οποίο θα χαρακτηρίζαμε ως μη-συνεπές, απογυμνωμένο από κάθε οντολογική συνοχή ή συνέπεια, και απλώς ως εν-Ενί. Θα διακρίνουμε συνεπώς όλες τις ιδεατές δομές της φιλοσοφίας ή ακόμα και τις υβριδικές, εν μέρει ιδεατές, εν μέρει πραγματικές δομές της από το Πραγματικό που ορίζεται σύμφωνα με το κριτήριο της μη-συνέπειας ενός Ενός που δεν αντιπροσωπεύει πλέον το ύψιστο της φιλοσοφίας. Η φιλοσοφία δεν παύει να υπερθεματίζει στην έρευνα των ιδεωδών όρων της δυνατότητας του συμβάντος, ώσπου να προσεγγίσει τελικά την πραγματική του προϋπόθεση, το Ένα-Άλλο. Όμως το επέκεινα αποβλέπει σε ένα πραγματικό υπερβατικής υφής, και μάλιστα με μέθοδο που δεν παύει να είναι εκ-στατική.

Η μη-φιλοσοφία δεν ανατρέπει τον φορέα της φιλοσοφίας, την υπερβατικότητα, αλλά αντικαθιστά με το Πραγματικό — την πραγματική προϋπόθεση, άλλως ειπείν, την ριζοσπαστική εμμένεια — την υπερβατική κατασκευή του συμβάντος ως εν μέρει ιδεατού και εν μέρει πραγματικού. Η πραγματική προϋπόθεση είναι στην ουσία της ταυτότητα, ταυτότητα που δεν καταφάσκεται ως κατηγόρημα της οντότητας, του Είναι, του Άλλου ή ακόμα και του ίδιου εαυτού της: αλλά συνιστά μη-συνεπή Ταυτότητα εμμένειας. Το ριζοσπαστικό Ένα δεν χαρακτηρίζεται από αυτοσυνέπεια.

Αυτό το μη-συνεπές δεδομένο, που μπορεί να καθορίζει αφ' εαυτό ένα σκέπτεσθαι για την φιλοσοφία, αλλά όχι την ίδια την φιλοσοφία, δεν παρέχεται ως αποτέλεσμα μιας μορφής επιστημονικής γνώσης που θα διαδέχεται την φιλοσοφική οντολογία. Το Πραγματικό δεν μπορεί εδώ να δίδεται σύμφωνα με ένα επιστημονικό τρόπο απόκτησης γνώσης ή με τρόπο ταυτόσημα επιστημονικό και οντολογικό, δυνάμει μιας σχισματικής λειτουργίας εντός της φιλοσοφίας, μιας λειτουργίας που θα απέρριπτε το Ένα και την ίδια την φιλοσοφική οντολογία· δεν μπορεί να παρέχεται μέσω μιας μαθηματικής δοτικότητας εξωτερικής ως προς τη φιλοσοφία και συνάμα επαρκώς εσωτερικής, ώστε να είναι σε θέση να οικειοποιείται την οντολογική της λειτουργία, οδηγώντας έτσι σε τελεσίδικη επίλυση του ζητήματος «εντός» τού πλαισίου της εν γένει έννοιάς της.

Η άρνηση αυτή αμέσως ενεργοποιεί την αντίληψη που έχει κανείς για το συμβάν. Αυτό συνήθως εκλαμβάνεται ως άνευ λόγου, ως κάτι το αδικαιολόγητο, που δεν μπορεί να καταλογιστεί σε κάποια αιτία. Ο τρόπος του συμβάντος που περιγράφουμε, το σκέπτεσθαι της φιλοσοφίας-Συμβάν, υφίσταται σίγουρα αδικαιολόγητα, χωρίς αρχή ή τέλος, αλλά γενικότερα υπάρχει άνευ Λόγου, χωρίς όμως αυτή η απουσία ενός εξωτερικού λόγου να συνεπάγεται το αυταίτιο, την causa sui υπόσταση του συμβάντος. Απεναντίας, το συμβάν αυτό, το οποίο συγκροτείται από το σκέπτεσθαι που ανήκει στην φιλοσοφία ή προορίζεται για αυτήν, καθορίζεται βεβαίως από μια αιτία αλλά μόνο σε έσχατη ανάλυση, πράγμα που αποτελεί γνώρισμα δυνάμει του οποίου το συμβάν δύναται να διατηρεί τη σχετική του αυτονομία. Αποκλείεται να πρόκειται για κάποια αιτία με μια από τις τέσσερις μεταφυσικές της έννοιες (τυπική, υλική, τελική, ποιητική/επαρκής). Το Πραγματικό δεν συνίσταται σε τίποτα το οντικό, οντολογικό ή ακόμα και ετερολογικό, αλλά αποτελεί χαρακτηριστική — αλλά έσχατη — περίπτωση εμφάνισης του Κόσμου της φιλοσοφίας, μια δύναμη-εμφάνισης-σε-έσχατη-ανάλυση.

Συνακόλουθα, το πραγματικό περιεχόμενο της υποτιθέμενης ταύτισης του επιστημονικο-μαθηματικού και του οντολογικού πρέπει να αναζητηθεί στο Εν-εν-Ενί, το οποίο συγκροτεί το πραγματικό ή την έσχατη επί μέρους προϋπόθεση της ταύτισης αυτής.
Η έννοια της διάκρισης, κρίσιμης για μας, ανάμεσα στο πραγματικό-σύμφωνα-με-την-φιλοσοφία (το φιλοσοφικά συνεπές πραγματικό του Ενός-Άλλου) και ενός μη-συνεπούς Πραγματικού, διευρύνεται σε εκείνη μεταξύ της φιλοσοφίας και της θεωρίας ως ταυτότητας-σε-έσχατη-ανάλυση της επιστήμης και της φιλοσοφίας.

1. Μια θεωρία που θα αφορά το συμβάν οφείλει να εφαρμόζεται και στην ίδια την «φιλοσοφία» ως μη μετάβλητο συμβάν κάθε φιλοσοφίας του συμβάντος· αντικείμενό της θα είναι μάλλον η μετατρεψιμότητα της «φιλοσοφίας» και του συμβάντος — του κόσμου ή της φιλοσοφίας-Συμβάντος — παρά αυτό ή εκείνο το τοπικό γεγονός που λαμβάνει χώρα εντός του υποτιθέμενου ορίζοντα της φιλοσοφίας. Ο κόσμος-Συμβάν είναι ουσιαστικά το σύνολο των φιλοσοφιών του συμβάντος (των υπερβατολογικών του εξισώσεων)· δεν υφίσταται καθαρό συμβάν ή συμβάν καθ' εαυτό παρά μόνο δυνάμει των φιλοσοφικών [του] εμφανίσεων.

2. Μια θεωρία του κόσμου-Συμβάντος (όρος που συντέμνεται σε «Συμβάν») δεν μπορεί να συνιστά απλώς μια ορισμένη φιλοσοφία ή επιστήμη, αλλά οφείλει να είναι ένας συγκεκριμένος συνδυασμός των δύο, και μάλιστα ένας καθορισμένος-σε-έσχατη-ανάλυση συνδυασμός. Οφείλει να περιλαμβάνει μια επιστημονική διάσταση, έτσι ώστε να μην αναδιπλασιάζει το αντικείμενο της με στείρο τρόπο, και συγχρόνως μια φιλοσοφική διάσταση, έτσι ώστε να μην παραμένει ξένη προς την φιλοσοφία, αλλά να εξακολουθεί να είναι σε θέση να διατηρεί τη συνάφειά της με αυτή, χωρίς όμως να την αποκηρύσσει ή να την διαμελίζει. Θα αποκαλέσουμε ενοποιημένη θεωρία του «Συμβάντος» αυτή τη θεωρία η οποία αναπτύσσεται ως ταυτότητα της επιστήμης και της φιλοσοφίας.

3. Η ταυτότητα της επιστήμης και της φιλοσοφίας δεν είναι το επιστημολογικό ή, γενικότερα, φιλοσοφικό τους συν-ανήκειν. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε αντιφατική και καταδικασμένη σε αποτυχία σύλληψη. Υπό το πρίσμα των προηγούμενων προϋποθέσεων, η ταυτότητα αυτή έχει εντελώς ιδιαίτερο χαρακτήρα. Από την μια μεριά, δεν συνίσταται σε κάποιο συγκεκριμένο επιστημονικό αντικείμενο, σε μια γνώση, αλλά ούτε και σε ένα φιλοσοφικό αντικείμενο, για παράδειγμα στο Ένα-Άλλο. Θα λέγαμε ότι είναι ταυτότητα-σε-έσχατη-μόνο-ανάλυση της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Το πρόβλημα που ανακύπτει τότε αφορά τη φύση αυτής της προϋπόθεσης και της σχέσης της με την σκέψη. Επιπλέον, εξομοιώνει την επιστήμη με την φιλοσοφία μόνο με σκοπό τον προσδιορισμό της θεωρίας του Συμβάντος, μέσω του ελάχιστου μη μεταβλητού τους στοιχείου, μέσω δηλ. των «τοποθετήσεών» τους, και όχι δυνάμει συγκεκριμένων γνώσεων, θεωριών ή δογμάτων. Κάθε θεωρία έχει θεωρητικό χαρακτήρα, στο μέτρο που είναι σε θέση να παράγει μια μη-ανακλαστική γνώση αναφορικά με το Συμβάν-αντικείμενο, και συγχρόνως φιλοσοφικό, βασικά υπερβατολογικό, χαρακτήρα, εφόσον συγκροτείται από κοινού και χάριν του αντικειμένου στο οποίο αναφέρεται, δυνάμει μιας σχέσης που συνιστά συνεπώς υπερβατολογική και όχι πλέον αντικειμενική γνώση. Η «Μη-Φιλοσοφία» είναι εξ αρχής «υπερβατολογική επιστήμη» όχι πλέον υπό έννοια Χουσερλιανή ή φιλοσοφική, αλλά μάλλον υπό την έννοια της ταυτότητας-σε-έσχατη-ανάλυση της επιστήμης και της φιλοσοφίας.

4. Το έσχατο πρόβλημα δεν είναι πλέον αυτό της «αιτίας του συμβάντος». Από τη μια μεριά, ως αιτία εννοείται εδώ η αιτία της θεωρίας του Συμβάντος, επί ποινής εκτροπής της στον κυνισμό ή στον υλισμό. Από την άλλη μεριά, ως αιτία εκλαμβάνεται εκείνο από το οποίο απορρέει η θεωρία του κόσμου-Συμβάντος, όχι όμως ως θεωρία ενός οποιουδήποτε συμβάντος με τον τρόπο που αυτό καθίσταται αντικείμενο σύλληψης και γνώσης μιας οποιασδήποτε φιλοσοφίας, η οποία όμως θα παρέλειπε να διερευνήσει τις αναγκαίες διαδικασίες για τον σταδιακό προσδιορισμό του. Θα συνοψίσουμε όλες αυτές τις αποσαφηνίσεις λέγοντας πως η προς αναζήτηση αιτία καθορίζει-σε-έσχατη-ανάλυση την ενοποιημένη θεωρία του κόσμου-Συμβάντος.

Τέλος, διακρίνουμε τρεις τρόπους εμφάνισης του συμβάντος: 1.ως ενδο-φιλοσοφικό συμβάν ή συμβάν-αντικείμενο των φιλοσοφιών· 2. ως κόσμο-Συμβάν στη φιλοσοφική του μορφή ή ως «φιλοσοφία», εφόσον αυτή συγκροτεί το πρωτοτυπικό ή πρωταρχικό συμβάν· 3. ως αυστηρή θεωρία (αυτή του κόσμου-Συμβάντος) που θα έχει τη μορφή της μη-Φιλοσοφικής Έλευσης, ως θεωρία που θα είναι μεν πρωταρχική αλλά θα εξαρτάται σε-έσχατη-ανάλυση από συγκεκριμένη αιτία.

Από την φιλοσοφία-Συμβάν στη μη-Φιλοσοφική Έλευση


Ας προσπαθήσουμε να κατασκευάσουμε το θεωρητικό μηχανισμό που συνενώνει όλους αυτούς τους όρους. Τον παρουσιάζω εδώ σε γενικές μόνο γραμμές και όχι διεξοδικά. Έχοντας αυτό κατά νου, είναι δυνατόν να εντοπίσουμε μια παραδειγματική, υπαρκτή μορφή γνώσης με σκοπό τον μετασχηματισμό της, ώστε να δοθεί σε αυτή μια ουσιαστική, δηλ. υπερβατολογικά πρόσφορη, φιλοσοφική έννοια; Μπορούμε να προσδιορίσουμε σύμφωνα προς τους γενικούς μη-φιλοσοφικούς όρους του Ενός ή του Πραγματικού, μια δομή σκέψης που να ενσωματώνει την δεδομενικότητα της φιλοσοφίας-Συμβάντος ως αντικειμένου καθολικού στην μορφή και ταυτόγχρονα ενδεχομενικού και μεταβλητού στο περιεχόμενο; Με άλλα λόγια,το μη-φιλοσοφικό Συμβάν που αναζητούμε υπό τον τίτλο της Έλευσης οφείλει, σε συμμόρφωση προς τη δομή αυτή, να διακρίνεται από το αντικείμενό του, ενώ θα παραμένει συνδεδεμένο με αυτό τόσο μέσω μιας γνωσιακής σχέσης, όσο και υπερβατολογικά μέσω μιας συγκεκριμένης φιλοσοφίας.

Αφήνοντας κατά μέρος το μη-φιλοσοφικό μετασχηματισμό της, η γνωσιακή αυτή μήτρα θα έχει πιθανώς συναρτησιακή μορφή, αν και όχι ακριβώς με την μαθηματική έννοια του όρου, δεδομένου ότι οφείλει αυτή τώρα να επιφορτισθεί επιπλέον και με μια εγγενώς υπερβατολογική λειτουργία. Προτείνουμε συνεπώς την υποκατάσταση τής «συναρτησιακής» μορφής — τροποποίηση η οποία θα εξειδικευθεί σταδιακά στη συνέχεια — με φιλοσοφικά συντάγματα όπως είναι για παράδειγμα η διαλεκτική, η διαφορά, ποικίλα συστήματα αποδείξεων κ.λπ.

Ο ρόλος της σταθεράς έχει προφανώς αντιστοιχηθεί στην περίπτωση του Ενός-εν-Ενί, το οποίο μάλιστα δεν είναι απλώς μια σταθερά, αλλά συνιστά την κατεξοχήν σταθερά, την αντιπροσωπευτική ενσάρκωση της ταυτότητας, η οποία καθολικοποιεί τον νέο μηχανισμό και τον καθιστά εμμενή. Το Ένα ως σταθερά είναι εξ ορισμού ο απαιτούμενος όρος για την παραγωγή μιας μη-ανακλαστικής συνθήκης, η οποία θα είναι ετερογενής ως προς το αντικείμενό της, στο μέτρο που το Ένα θα έχει εκ των προτέρων τεθεί, κατά τρόπο ριζικό και θεμελιώδη, εκτός του πεδίου της φιλοσοφίας και της ιδιάζουσας σε αυτήν νομοτέλειας. Ωστόσο, στο μέτρο που το Πραγματικό δύναται συγχρόνως «να παράσχει» ή «να φέρει στο φως» την φιλοσοφία στη (σχετική της) αυτονομία, είναι σε θέση επιπλέον να επιτελέσει τη λειτουργία μιας υπερβατολογικής (μη-αριθμητικής) σταθεράς.

Ο ρόλος του επιχειρήματος ή της μεταβλητής ανατίθεται στον κόσμο-Συμβάν ως αμετάβλητης δομής, η οποία όμως θα εκφράζεται μέσω και θα περιβάλλεται τη μορφή συγκεκριμένων παραλλαγών. Το αξιοσημείωτο είναι ότι οποιοδήποτε φιλοσοφικό περιεχόμενο, εφόσον θα λάβει τη μη μεταβλητή μορφή του στοιχείου εκείνου που χαρακτηρίζουμε με τον όρο φιλοσοφική Απόφαση, μπορεί να επιτελέσει τη λειτουργία της μεταβλητής. Σε αυτή την περίπτωση, συνιστά το θεματικό περιεχόμενο που είναι γνωστό με το όνομα του «συμβάντος», αλλά πρόκειται τώρα για το κατεξοχήν Συμβάν, το Συμβάν που συγκροτείται από την φιλοσοφία και εμφανίζεται μέσω ιδιαιτέρων ενσαρκώσεων. Έτσι, δοθείσης-εν-Ενί ή εκδηλούμενης δια μέσω του Ενός, η Έλευση θα συνιστά υπερβατολογική συνάρτηση της φιλοσοφίας-Συμβάντος, με άλλα λόγια, θεωρούμενη στο συγκεκριμένο πλαίσιο και σύμφωνα με αυτές τις νέες, εμφανώς μη-Καντιανές συνθήκες εμφάνισης, θα συνιστά μια σε-έσχατη-ανάλυση πραγματική και συγχρόνως υπερβατολογική συνάρτηση.

Τι εννοούμε με τον όρο «υπερβατολογική συνάρτηση», αν ο όρος αυτός δεν νοείται πλέον με την Καντιανή του έννοια; Το Πραγματικό ή το Ένα θα δίδεται χωρίς να είναι αναγκαία μια διαδικασία δεδομενικότητας, θα εμφανίζεται χωρίς να συνοδεύεται από κάποια διαδικασία εμφάνισης. Δεν θα χωρίζεται στα δύο, διαιρούμενο και αναπαριστώμενο από το ίδιο, δεν θα εκλαμβάνεται εκ των προτέρων ως προϋπόθεση, ως αιτία ή ως αδρανές αποτέλεσμα του ίδιου του εαυτού του. Αυτό αποτελεί επαρκή συνθήκη της καθολικότητάς του και, κατά τρόπο ισοδύναμο, επαρκή συνθήκη για την εμφάνιση της ίδιας της φιλοσοφίας και μάλιστα σύμφωνα με την ιδιαίτερη τροπικότητα του συμβάντος που θα χαρακτηρίζεται από τη «μη δεδομενικότητα».

Υπάρχει βεβαίως μια μορφή δεδομενικότητας της φιλοσοφίας, που έχει όμως τον χαρακτήρα της αυτο-δεδομενικότητας και η οποία δεν έχει κανένα αποτέλεσμα επί της δεδομενικότητας που αντιπροσωπεύει το ίδιο το Πραγματικό. Το Πραγματικό, από την άλλη πλευρά, παρέχει την αυτο-δεδομενικότητα της φιλοσοφίας σύμφωνα με την δική του τροπικότητα δεδομενικότητας. Ωστόσο, στο μέτρο που το Πραγματικό δεν γεννά τίποτε και κυρίως δεν γεννά καμία φιλοσοφία, αλλά προικίζει την φιλοσοφία με την δική του δεδομενικότητα (-άνευ-δεδομενικότητας) ή, ακόμα καλύτερα, στο μέτρο που η φιλοσοφία εμφανίζεται εν πάση περιπτώσει σύμφωνα με την ιδιαίτερη τροπικότητα του Πραγματικού, το οποίο προκαλεί την εμφάνισή της σύμφωνα με την τροπικότητα της εν λόγω δεδομενικότητας (-άνευ-δεδομενικότητας), το Πραγματικό θα επιτελεί, συνεπώς, άμεσα μια υπερβατολογική λειτουργία αναφορικά με την ίδια την φιλοσοφία.
Το ίδιο το Πραγματικό συνιστά εξ αρχής όρο εκ των ων ουκ άνευ, προϋπόθεση αρνητική και αναγκαία αλλά μη επαρκή. Αλλά όταν το μεταβλητό «υλοποιεί» τρόπον τινά το Πραγματικό ή το Ένα, τότε αυτό υπεισέρχεται — χωρίς όμως να αλλοτριώνεται απολλύοντας τον χαρακτήρα του ως Πραγματικό — σε μια υπερβατολογική συνάρτηση μέσω της οποίας σχετίζεται με την φιλοσοφία ή, ακριβέστερα, μέσω της οποίας προκαλεί την εμφάνιση της φιλοσοφίας ως δοθείσης-εν-Ενί. Τότε θα πούμε ότι γεννά τη φιλοσοφία ή ότι την επικαθορίζει σε-έσχατη-μόνο-ανάλυση.

Το μη-φιλοσοφικό συμβάν μεταβάλλει τότε την φαινομενική αλλά όχι την υλική του υπόσταση εν σχέσει με το φιλοσοφικό συμβάν. Μετατοπίζεται από το πεδίο της εν γένει υπερβατικότητας και ειδικότερα από την ετερότητά του, ώστε να εγκατασταθεί στο πεδίο της εμμένειας. Δεν εμφανίζεται επί του οριζόντιου άξονα, μέσω ενός φαινομενολογικού βάθους ή απόστασης, αλλά ούτε και καθέτως μέσω ενός απείρου διαχωρισμού. Το Ένα δεν προκαλεί την εμφάνισή του ως αντικειμένου ή ως υποκειμενική τροπικότητα, με τη μια πλευρά «φοδραρισμένη» με αορατότητα, αποτελώντας ως εκ τούτου παρουσία αμφίπλευρη ή παρουσία που παραμένει πάντοτε διμερής. Δεν αποτελεί απόρροια ενός διαστήματος αντικειμενοποίησης ή ενός διαστήματος ή απόστασης ετερότητας· αντιθέτως, συνιστά ριζική εμμένεια που προκαλεί την κατ' άλλο τρόπο εμφάνιση του Κόσμου.

Η Έλευση δεν συνιστά πληθωρική παρουσία καθ' υπέρβαση των ορίωντου δεδομένου Κόσμου, διότι η πληθωρική αυτή παρουσία αποτελεί τώρα αναπόσπαστο τμήμα του Κόσμου. Παύει όμως και να αυτοαναιρείται, να αυτο-απαλείφεται κατά τον τρόπο της συνεχούς συστολής και διαστολής των ορίων ενός Κόσμου. Το Συμβάν στη συνέχεια εγείρεται ή εκδηλώνεται υπό την μορφή της Έλευσης. Πως μπορούμε να περιγράψουμε φαινομενικά την Έλευση αυτή; Η Έλευση, όπως τώρα γνωρίζουμε, δεν βρίσκεται πάνω στον ορίζοντα ενός κόσμου και δεν συνιστά την άλλη πλευρά του ορίζοντα αυτού (Χάιντεγκερ). Ούτε όμως μπορούμε να πούμε ότι συνιστά ένα άπειρο ανεστραμμένης καθετότητας, μια ανεστραμμένη υπερβατικότητα που θα διαπερνά ή θα τρυπά τον ορίζοντα (Λεβινάς).

Η Έλευση δεν έρχεται ούτε από μακριά ούτε από ψηλά. Αναδύεται ως ριζική μοναξιά που είναι αδύνατο να χειραγωγηθεί, να κυριαρχηθεί, να αναχθεί σε άλλη μορφή, όπως ακριβώς η μοναξιά των μεγάλων έργων τέχνης... Δεν αναγγέλλει πλέον τίποτα, δεν είναι ούτε απουσία ούτε παρουσία ούτε ακόμη μια «άλλη παρουσία», αλλά είναι μια μοναδική μοναξιά η οποία δίδεται-σε-έσχατη-ανάλυση-εν-Ενί. Αναδύεται ως ταυτότητα ενός μοναδικού προσώπου χωρίς καμία όμως «αντιπαράθεση». Ο Κόσμος «κοιτάζει κατά πρόσωπο», στέκει «αντίκρυ», με τον ίδιο τρόπο που λέμε ότι κάποιο πράγμα είναι «ζωντανό». Αυτό είναι η μονο-προσωπότητα του. Όσο «περισσότερο» ριζική είναι η εμμένεια που συγκροτεί το Πραγματικό, τόσο περισσότερο εκστατικά ή εκτός εαυτού θα εμφανίζεται ο Κόσμος — προσφέροντας το μοναδικό του πρόσωπο: αυτή είναι η μονομέρειά του. Η μονο-μέρεια/προσωπότητα δεν ταυτίζεται με την ετερότητα που ανήκει στην ευρεία έννοια του Συμβάντος. Η μοναξιά της μοναδικής «όψης» μετασχηματίζει την ίδια την ετερότητα, καθόσον το Πραγματικό γίνεται ολοένα και περισσότερο «άλλο», πιο αλλόκοτο και από το Άλλο, όντας κατ' άλλο τρόπο «διαφορετικό» λόγω της ριζικής εμμένειάς του. Ο Κόσμος που δίδεται εν-Ενί ή συμφώνως προς το Ένα είναι ως εκ τούτου ξένος προς τον εαυτό του με τρόπο ριζικότερο από ότι στην περίπτωση που θα διέφερε απλώς από τον εαυτό του. Σε αυτό ακριβώς έγκειται η μοναξιά του ως «μοναδικού».

Υπό αυτή την έννοια, η Έλευση αποδεσμεύεται από κάθε άμεσο οντο-θεολογικό προσδιορισμό, στο μέτρο που οι προσδιορισμοί αυτοί δεν υπερβαίνουν ποτέ τα συστημικά όρια του μεταβλητού. Η Έλευση δεν είναι σε μεγαλύτερο βαθμό απόλυτη σε σύγκριση με τη φιλοσοφία-Συμβάν, η οποία είναι ήδη η ίδια απόλυτη, αλλά είναι ριζική. Δεν είναι περισσότερο «πρωταρχική» με κάποια απροσδιόριστη έννοια, αλλά είναι αρχι-καταγωγική ή ριζικά πρώτη, πράγμα που σημαίνει ότι είναι μονο-καταγωγική ή καθορισμένη-σε-έσχατη-ανάλυση από το Πραγματικό-Ένα. Απελευθερώνεται στην ουσία της από κάθε πρωταρχικό, οντικό ή οντολογικό, ιστορικογραφικό και ιστορικό περιεχόμενο, το οποίο παραμένει εντός του συστήματος του μεταβλητού. Είναι το καθαυτό συμβάν της ενδελεχούς υπερβατολογικής σκέψης, της θεωρίας ως ταυτότητας-σε-έσχατη-ανάλυση του επιστημονικού και του φιλοσοφικού. Συνεπώς, δεν πρόκειται για το «συμβάν της σκέψης» αλλά για την Έλευση της σκέψης στην ταυτότητα της, για την Έλευση δηλαδή της «δύναμης της σκέψης», ακόμα και αν υπάρχει σκέψη και γνώση πριν από αυτή, η οποία όμως είναι μερικής μορφής, είτε φιλοσοφικού είτε επιστημονικού χαρακτήρα.

Επομένως, όπως ακριβώς περάσαμε από το συμβάν εντός της φιλοσοφίας στην φιλοσοφία ως πρότυπο του συμβάντος, περνάμε τώρα από το πρότυπο αυτό σε ένα αρχέτυπο το οποίο είναι σε-έσχατη-ανάλυση «ενό-τυπο». Υπ' αυτήν όμως την έννοια, η Έλευση ως θεωρία ή σκέψη για την φιλοσοφία δεν είναι πλέον μια προέκταση της τελευταίας, ένα μετα- ή υπερ-συμβάν. Αλλά η ίδια η Φιλοσοφία είναι ήδη το συμβάν του μετά- και, επιπροσθέτως, το υπερ-συμβάν του επέκεινα. Όμως η Έλευση δεν είναι πλέον συμπλήρωμα υπερβατικότητας, συμπλήρωμα ύψους ή απόστασης. Είναι, αντίθετα, η σε-έσχατη-ανάλυση-δεδομενικότητα-εν-Ενί του Συμβάντος, υφίσταται χάριν αυτού· και είναι Έλευση.

Η Έλευση διατηρεί ή τουλάχιστον ανακαλεί ορισμένα ουσιώδη χαρακτηριστικά της αγοραίας ή και της φιλοσοφικής αντίληψης του συμβάντος, τα όποια όμως μετασχηματίζει:

1. Η μοναδικότητα του; Δεν είναι τόσο μοναδικότητα όσο ταυτότητα, είναι ενικότητα μάλλον, παρά μοναξιά. Το Ένα δεν είναι πλέον γνώρισμά του, η ύψιστη ουσία του, αλλά εκείνο που το καθορίζει, η εμμενής μάλλον αιτία της Έλευσης, παρά η υπερβατική αιτία του συμβάντος. Η ταυτότητα δεν εκδηλώνεται στην αστραπιαία λάμψη του συμβάντος, αλλά είναι εκείνο που φανερώνει ή γεννά την Έλευση στον Κόσμο, επιτυγχάνοντας όμως αυτό με αντίτιμο τη μοναξιά, τη μοναξιά της Ταυτότητας.

2. Η νομοτέλειά του; Δεν είναι τόσο μια υπερβατικότητα έξω από τον Κόσμο ή στα όρια του Κόσμου, της ιστορίας, για παράδειγμα, όσο μια εμμενής νομοτέλεια της σκέψης για τον Κόσμο ή την ιστορία. Η Έλευση είναι ο τρόπος με τον οποίο η φιλοσοφία-Συμβάν παρουσιάζεται, όταν καθορίζεται-σε-έσχατη-ανάλυση από την μοναξιά του Ενός. Αν το συμβάν θα συνιστά φυγή πέρα από τα όρια του Κόσμου ή, στην καλύτερη περίπτωση, απλώς γραμμή φυγής, η ίδια Έλευση αποτελεί τρόπο εισέλευσης του Κόσμου και της φιλοσοφικής του μορφής του στο Ένα ή στο Πραγματικό. Εκεί όπου βρίσκεται το Πραγματικό, οφείλει ο Κόσμος να έλθει με την μορφή της φιλοσοφίας και σύμφωνα με την τροπικότητα της Έλευσης.

3. Το να αποτελεί αποτέλεσμα μιας εμμενούς αιτίας ή, ακριβέστερα, μιας αιτίας που ενεργεί εντός και μέσω της εμμένειας, ισοδυναμεί κατά κάποιο τρόπο με ύπαρξη που θα στερείται άμεσης αιτίας ή που θα στερείται καταλογίσιμης τουλάχιστον αιτίας σύμφωνα με τις προδιαγραφές της αναπαράστασης ή του κόσμου. Η Έλευση είναι ριζικά ξένη προς τον Κόσμο λόγω της αιτίας της, η οποία καθορίζει σε-έσχατη-μόνο-ανάλυση, και σχετικά ξένη προς τον Κόσμο δυνάμει του υλικού που αντλεί από αυτόν. Βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης από τον Κόσμο, αλλά μόνο με την έννοια της άντλησης των υλικών και των περιστάσεών της από αυτόν, παρά με την έννοια της ανάγκης θεμελίωσης σε αυτόν, ενώ συγχρόνως προέρχεται από κάπου αλλού και όχι από τον ίδιο τον Κόσμο. Το Πραγματικό της-έσχατης-ανάλυσης είναι ουτοπικό και η Έλευση είναι ου-τοπική και ου-χρονική μέσω αυτού. Σε αυτό έγκειται η ριζική αναστρεψιμότητά της, η οποία όμως είναι ταυτόσημη με τον καθορισμό-της-σε-έσχατη-ανάλυση.

Συνοψίζοντας, ακολουθούν ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με το υφολογικά γνωρίσματα της θεωρίας που αποκαλώ μη-φιλοσοφία. Ό,τι έχω ήδη παρουσιάσει έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας αφαιρετικής, δευτέρου βαθμού θεωρητικής κατασκευής. Αλλά: προβάλλω αξίωση αναφορικά με το αφηρημένο — είτε ως Ένα είτε ως Πραγματικό — και όχι αναφορικά με την αφαίρεση. Το Ένα είναι αφηρημένο-χωρίς-να-συνοδεύεται-από-μια-αφαιρετική-λειτουργία, η αφαίρεση έπεται και επιβάλλεται ως μορφή της σκέψης από το ίδιο το Πραγματικό.

4. Προβάλλω αξίωση αναφορικά με τη θεωρία, την οποία όμως εννοώ ως ριζική ταυτότητα της επιστήμης και της φιλοσοφίας, ως ριζική δηλ. ταυτότητα των εξής δύο διαστάσεων: αφενός της γνώσης και αφετέρου μιας υπερβατολογικής μεθόδου ή φιλοσοφικής πραγματολογίας. Για τον λόγο αυτό πρόκειται για μια υπερβατολογική θεωρία ή επιστήμη που προσφέρει μη-εμπειρική, ταυτόσημη ή «ενοποιημένη» γνώση και πραγματολογία της φιλοσοφίας-αντικειμένου ως μορφής του Κόσμου.

5. Τέλος, πρόκειται για θεωρία στην οποία το θεωρητικό δεν διατηρεί κανένα προβάδισμα. Είναι, απεναντίας, αντι-ιδεαλιστική και αντι-θεωρητικιστική, διότι υπόκειται στο προβάδισμα του Πραγματικού το οποίο, στο πλαίσιο αυτό, δεν ανήκε ποτέ στην τάξη της γνώσης ή ακόμα της σκέψης, της συνείδησης, κ.λπ. Ο καθορισμός της σε-έσχατη-ανάλυση από το Πραγματικό δεν παραπέμπει στη φιλοσοφική θέση η οποία είναι γνωστή ως «ρεαλισμός».

Αυτός ο τύπος του Πραγματικού αποκλείει τον ρεαλισμό. Δυνάμει της φύσης του ως ριζικής ταυτότητας, έχει μάλλον επιτελεστικό χαρακτήρα ή, για την ακρίβεια, τον χαρακτήρα Επιτελεσμένου-άνευ-Επιτέλεσης. Η Μη-φιλοσοφία αποτελεί θεωρία, αλλά θεωρία που συνιστά σε-έσχατη-ανάλυση-πρακτική ή η οποία καθορίζεται από μια πρακτική αυτής της φύσης.
Η μετάφραση στην Ελληνική έγινε απο την Αγγλική μετάφραση του Ray Brassier.

Σ.

Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ ΣΤΑ ΑΚΡΑ ΤΟΝ (ΆΛΛΟ) ΛΕΒΙΝΑΣ





1. Θέλουμε να συγκροτήσουμε έναν Άλλο που θα δώσει τέλος στον Άλλο του Λεβινάς και θα απογυμνωθεί ως η καθεαυτό Ξενότητα με τον ήδη-κόσμο. Ο Άλλος δεν πρέπει να είναι η επέκταση ενός ακόμα άγνωστου ορίζοντα που παραμένει στον ήδη-κόσμο του Ίδιου, δεν μπορεί να υπάρξει Άλλος αν ουσιαστικά είναι μια μεταμόρφωση του οποιουδήποτε επέκεινα. Όταν θα μιλάμε για τον Άλλο οφείλουμε να κάνουμε καθαρό αν αναφερόμαστε στο μη-θεωρήσιμο και μη-προσδόκιμο υποκείμενο που σε τελική ανάλυση επέρχεται ως η Απόλυτη συγκυρία. Η απεύθυνση στον Άλλο ως Άλλο Εγώ , είναι διατήρηση της μεταφυσικής της αρχής , του α πριορισμού με αντεστραμμένο πρόσωπο. Η ερμηνευτική του Συμβάντος δεν μπορεί να βασίζεται στα μοντέλα της επικοινωνίας και της διαλογικής αντίληψης των φαινομένων. Ο Άλλος δεν μπορεί να είναι Άλλος και να μην επέρχεται ως διαδικασία εξόντωσης του ήδη-υπαρκτού Εγώ που τον αναμένει. Η φιλοσοφική ειρήνη της ομαλής συνάντησης και σύνθεσης είναι μία ιδεαλιστική και εξωπραγματική αναπαράσταση.

2. Ο Άλλος δεν είναι συνεπώς το μέρος μίας σχέσης, δηλαδή ορισμένη εκτατικότητα και ποσότητα δεδομένων οντοτήτων. Ο λόγος που δεν δύναται η σκέψη να τον κατονομάσει είναι η αντικειμενική ανικανότητα του θεωρητικισμού να παραστήσει συνολικά το Συμβάν που βρίσκεται σε εξέλιξη. Ο Άλλος δεν στέκεται μέσα στην ορατότητα της χωρικότητας, δεν προσλαμβάνεται μέσω της σωματικότητας γιατί δεν είναι αντικείμενο, αλλά μόνο ως μη-θεωρήσιμο πράττειν του Πραγματικού. Ο Άλλος της φιλοσοφίας είναι ένας μασκαράς του πραγματικού Άλλου που είναι τέτοιος ακριβώς γιατί επέρχεται ενάντια και εκτός του ήδη-κόσμου. Στο τοπολογικό ερώτημα που θα βρούμε αυτό το μη-φιλοσοφήσιμο Άλλο η απάντηση είναι στα συμβάντα που απειλούν την τάξη του ήδη-κόσμου.

3. Άρα ο Άλλος της φιλοσοφίας έγινε μία ακόμα υπόσταση ενός αντιδραστικού στρουκτουραλισμού, που αυτη τη φορά προπαγανδίζει ως θεμέλιο του Λόγου, της σκέψης και κάθε ριζοσπαστισμού την εκκίνηση απο αυτό το προκαθορισμένα τοποθετημένο Άλλο που μας επιβάλλουν. Ο Άλλος δεν είναι θεμέλιο αρχών και ηθικών, δεν είναι η ύψιστη απόδειξη της ύπαρξης του α πριόρι -Εγώ , είναι ασύνδετος, ασυσχέτιστος και απόλυτα απροσδιόριστος μέχρι να επικρατήσει ως ο μόνος πραγματικός καθορισμός.
Ο Άλλος δεν επικοινωνεί με την Φαινομενολογία της σκέψης αλλά την πολεμάει ώστε να επιτρέψει στην σκέψη να τον αποδώσει στην αμεσότητα του ως πράξη. Ο Άλλος δεν είναι το άπειρο, ο Θάνατος, ούτε το απέναντι πρόσωπο της ανθρωπότητας, είναι η διαδικασία της τομής την στιγμή που σχίζεται η επιφάνεια, την στιγμή που διαρηγνύεται μία ύλη , την στιγμή που καρφώνεται στο έδαφος ένας πάσαλος. Αυτό που φέρνει ο Άλλος είναι το νέο Ένα που αρνείται να προστεθεί στο προυπάρχον σύνολο και επιθυμεί την πλήρη απάλειψη του.

4. Ο Άλλος δεν έχει συνεπώς κανένα πρόσωπο, αυτό που μας ομιλεί ευθέως με την όψη της ανθρωπότητας είναι απλά οι πολλαπλότητες του Εγώ, ο Άλλος δεν ανήκει σε κανένα Εγώ , δεν έχει Εγώ, είναι η δοτικότητα της ουτοπίας και όχι η εαυτότητα κανενός βιολογικού οργανισμού ή εμπράγματου όντος. Ο υλισμός του Άλλου βρίσκεται μέσα στους μετασχηματισμούς, δεν συναντάται στις εξελικτικές διαδικασίες.
Ο Άλλος δεν είναι χρόνος, δεν είναι η φιγούρα που αργά την βλέπουμε να πλησιάζει προς το μέρος μας απο τη γραμμή του ορίζοντα. Αν αναρωτηθούμε τότε γιατί να συνεχίζουμε να αποκαλούμε Άλλο το συμβάν, θα καταλάβουμε την ανάγκη να απελευθερώσουμε την εμφάνιση του Πραγματικού από τα δεσμά του δυισμού που λέει "ότι δεν είναι Εγώ είναι ένα Άλλο". Αυτή η σκέψη κατηγοριοποιεί το Συμβάν σαν κάτι εξαρτημένο απο την ύπαρξη του Εγώ, επι της ουσίας το Εγώ φτιάχνει μία καταστροφική ταυτότητα όταν λέει "οτι δεν είμαι Εγώ είναι ένα Άλλο". Το συμβάν δεν μπορεί να αρκεστεί σε αυτό. Το Άλλο του συμβάντος δεν είναι ως προς την ξενότητα του με ένα Εγώ( το Εγώ-Κόσμος) που υπάρχει αλλά ως προς την καταφατικότητα του που επιβάλεται ακριβώς γιατί παράγεται εκτός κάθε ήδη-Εγώ.

5. Ο Άλλος που δρά ώστε να πάψει να είναι Άλλος είναι το ζητούμενο, που η αυτο-συγκρότηση του έχει ονοματοδοτήσει συνολικά την ύπαρξη του ως μοναδικού νικητή. Ο Άλλος είναι η διαρκής επιστροφή του Απόλυτου ,το Ένα που δεν έχει μετρηθεί ποτέ πανω από όλα, μια απώθηση της επιθυμίας για μία και αδιαίρετη Πολιτεία που θα εγκατασταθεί το Όν. Για αυτό το Άλλο είναι πραγματικά τέτοιο εφόσον λειτουργεί με σκοπό να επικυριαρχήσει ως ένα συγκεκριμένο υποκείμενο και όχι ως αιώνια παρευρισκόμενο στην κατάσταση της μη-ταυτότητας με τον εαυτό του.
Μπροστά στο φόβο να μην μετατραπεί σε ένα νέο Εγώ δεν μπορεί ο Άλλος να αποδέχεται ότι είναι αδύνατο να συγκροτηθεί ως το υποκείμενο της εξαφάνισης του Εγώ, να στραφεί στην κατάσταση του ως το τελευταίο Εγώ.
Μόνο αν θεωρούμε και στοχαζόμαστε ένα τέτοιο Συμβάν μπορούμε να σχηματοποιήσουμε την έννοια ενός Άλλου που αξίζει να αναφέρεται ως τέτοιος. Η όποια άλλη νομιμοποίηση στο σκέπτεσθαι της ρευστής πολλαπλότητας των όντων και των πραγμάτων που ανάγεται στο επίπεδο μίας ριζικής υποκειμενοποίησης, αποτελεί τύφλωση και καθυστέρηση προσανατολισμού σε αυτό που πραγματικά οδηγεί την φιλοσοφία σε ένα διαρκές τέλος...το μη-φιλοσοφικό Πραγματικό που -ακόμα δεν έχει κυριαρχήσει.
Και ας μην ξεχνάμε πως το επέκεινα του Πλάτωνα κάποια στιγμή έπαψε όταν ο ίδιος απέδωσε την Πολιτεία του μέσα στην θεωρία και ο Άλλος ,απο ιδέα και γενική επίκληση μορφικά εξαρτημένη , έγινε μία Χώρα μέσα στη Χώρα , ένας κόσμος μέσα και ενάντια στον τότε ήδη-σχεδιασμένο κόσμο. Αυτή ήταν και η αδυναμία του Λεβινάς , αποπειράθηκε να μας εκφέρει τον Άλλο χωρίς-Πολιτεία, δηλαδή άοπλο και ριγμένο εντός του κόσμου να μεταβληθεί σε ένα εξιδανικευμένο συνομιλητή της κυριαρχίας του Ίδιου.

Από αυτή την άποψη πρέπει -επείγει- να ισχυροποιήσουμε την έννοια του κόσμου δίπλα στον Άλλο. Να μιλάμε για Άλλο -κόσμο, να τον σκεφτόμαστε, να τον περιγράφουμε, να στοχαζόμαστε την ζωή του (όπως ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του).

Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Η Μοναξιά του Υποκειμένου

''Ο σκύλος'', πίνακας του Γκόγια



ΜΕΡΟΣ Α :Η μοναξιά ως ιδρυτική βία

1. Το Υποκείμενο συγκροτείται την στιγμή που αποσυσχετίζεται απο την υπαρκτικότητα του ήδη-κόσμου. Αυτή η αποσυσχέτιση είναι βία που δημιουργεί τις πρώτες μορφές του αυτομετασχηματισμού του σε κάτι πέρα απο τον υπαρκτό κόσμο. Η απόσπαση του απο τον ήδη-κόσμο δεν συνιστά μια μηχανική αποσύνδεση ενός μέρους που απλά οδηγείται σε μια άλλη κατάσταση, αλλά συνιστά μια αυτοκαταστρεφόμενη μερικότητα του ήδη-κόσμου που αποσυσχετίζεται και αποστασιοποιείται απο αυτον ώστε να ολοκληρώσει νέες λειτουργίες και καινοτόμα γνωρίσματα.
Το Υποκείμενο συγκροτείται όταν επιτελεί μια πράξη απο-κοσμοποίησης που είναι και μια αποσυνολικοποίηση, με την έννοια ότι το νέο Υποκείμενο παύει να αποτελεί στοιχείο ενός καθορισμένου συνόλου. Στην κατάσταση αυτή μιλάμε για μια απώλεια ταυτότητας και μία δέσμευση του υποκειμένου σε μια προσωρινή απροσδιοριστία ,που το χαρακτηρίζει έως ότου αποκτήσει τα πλήρη γνωρίσματα της ρηξικέλευθης οντότητας του.

Για το λόγο αυτό, το Υποκείμενο σαν πρώτη ταυτότητα γνωρίζει την καθοριστική Μοναξιά που είναι απαραίτητη για την δημιουργία των δικών του συνόλων και κόσμων, απαραίτητη για την κάθαρση απο τα στοιχεία του ήδη-κόσμου.

2. Μοναξιά σημαίνει εσώκλειστη ανάπτυξη, τοπικότητα του Εγώ, κατάσταση αποκλεισμού απο τον Πληθυντικό και κάθε ετερότητα, σύμπραξη του Υποκειμένου μόνο με τον Εαυτό του. Περιγράφουμε μία διαδικασία αυτο-απομόνωσης που επιβεβαιώνει την απόλυτη διαφορά του Υποκειμένου με τον κόσμο. Η πρώτη ταυτότητα του υποκειμένου είναι η άρνηση ταυτότητας με τον ήδη-κόσμο και η κατάφαση ταυτότητας μόνο προς το Εγώ του.
Το Υποκείμενο , με αυτή την έννοια, είναι ένα Μοναδικό Ένα και η μοναξιά του είναι απόδειξη της θέλησης για το Ένα και της αποστροφής του για το Πολλαπλό.
Με αυτή την κατάφαση του προς την Μοναδικότητα, το υποκείμενο τείνει προς μια ολοκληρωτική βία ενάντια στο κάθε φορά κυρίαρχο σύστημα αξιών, σκέψης, λογικής και λειτουργίας του ήδη-κόσμου.Όμως η πιο βάρβαρη μορφή βίας που προσφέρει το υποκείμενο κατα την διάρκεια της τρομακτικής ιστορίας του είναι η επιμονή της συγκρότησης του πέρα και ενάντια σε κάθε συνανήκειν, πέρα και ενάντια σε κάθε κοινότητα συσχετισμένων αντικειμένων του ήδη-κόσμου.

Δίχως την αντιδημοκρατική βούληση για ύπαρξη έξω απο τον ήδη-κόσμο, το υποκείμενο δεν θα ήταν σε θέση να εγκαθιδρύσει το ''Μοναδικό του'', τον φορέα του νέου, του Άλλου που δεν αποδέχεται κανένα Άλλο.
Μιλάμε για την διαδικασία εξάλειψης του Άλλου, επιδίωξης να απολυτοποιηθεί το Πραγματικό, να εξαφανιστεί το Φαινόμενο δια παντός. Αναμφίβολα, σ΄αυτό το πνεύμα συνηγορεί όλη η βουλησιαρχική παράδοση που καθορίζει την φιλοσοφική-θεολογική και πάνω από όλα πολιτική Ιστορία της έννοιας του Υποκειμένου. Η θέληση για δύναμη, για γνώση , για εξουσία, για ζωή και θάνατο, η Θεία θέληση και η Ανθρώπινη θέληση, αποτελούν αποδείξεις της τιτανομαχίας των Εγώ να ενσαρκώσουν την απόλυτη ελευθερία του Πραγματικού. Να τα άνθη που ποτίζει αυτή η αποτρόπαια και παντοδύναμη Μοναξιά του Υποκειμένου.



ΜΕΡΟΣ Β: το Υποκείμενο που βαδίζει στα ίχνη του Maurice Blanchot

1."Εγώ ο μηδαμινός υπήρξα ηγεμών"(1). Το Υποκείμενο ορίζεται σε κατάσταση ανυπαρξίας αλλά εκεί μόνο αναγνωρίζει την απροσδόκητη αυτοκυριαρχία του, ότι εκ του μηδενός μπορεί να δημιουργήσει το ελάχιστο, το πρώτο δείγμα ζωής μέσα στο θάνατο. Ένα Εγώ που ηγεμονεύει γιατί είναι μηδαμινό, γιατί υπάρχει απογυμνωμένο απο το πλήθος των εμφανίσεων του ήδη-κόσμου. Αυτή η απόλυτη στέρηση που εσωκλείει την δυνατότητα για κατοχή, για θέληση για ζωή, για ιδιοποίηση των Πάντων. Όταν το Υποκείμενο ανακοινώνει την παραδοξότητα της ηγεμονίας του προφέρει το στερητικό λόγο της θέλησης για το πέρασμα απο το Μηδέν στο Ένα, στο καθαρό και απόλυτο Πραγματικό.


2."Πίστη ότι θα ήμασταν τα λαμπερά σημεία της γραφής της πυράς, γραμμένη μεσα σε όλους, αναγνώσιμη μόνο μέσα μου, σ΄αυτόν που αποκρίνεται-αυτό όμως ήταν άλλοτε και ήταν ο καθένας μας με τον ψίθυρο του στην κοινή βεβαιότητα" (2).
Πίστη στη γραφή της πυράς, σημαίνει πίστη στη γραφή της καταστροφής, της ανανέωσης δια της εξάλειψης. Το υποκείμενο δεν αναγνωρίζεται στην γραφή της καθημερινής ειρηνικής επικοινωνίας των νοημάτων και των λειτουργιών των αντικειμένων, δεν αναγνωρίζει την γλώσσα της φαινομενικότητας του κόσμου άρα και το λόγο και την γραφή του. Εντός μόνο της Μοναξιάς του καλλιεργεί την συνείδηση του καταστροφικού στοιχείου, την υλική δύναμη που ενοποιεί, που δημιουργεί το χώρο διαμονής του νέου κόσμου. Το Υποκείμενο είναι ο Θεός και ο μόνος πιστός Τού ταυτόγχρονα, δηλαδή θεοποιεί τις πράξεις του ώστε να αποδώσει την μέγιστη πίστη σε αυτές μόνο το ίδιο, παράγει ένα διχασμό μεσα στην παράνοια του για το Απόλυτο(" να είμαι ο Μοναδικός που φτιάχνει ένα κόσμο και ο Μοναδικός που πιστεύει απόλυτα ότι αυτός είναι ο έσχατος κόσμος").
Το Υποκείμενο γυρίζει πάλι στην μοναξιά , για αυτό η κοινή βεβαιότητα είναι ένα λάφυρο που το παίρνει ώστε να επιβεβαιώσει την ανωτερότητα του απο τον εξωτερικό κόσμο.

3." Γράφε όχι μόνο για να καταστρέφεις, όχι μόνο για να διατηρείς, όχι για να μεταδίδεις, γράφε κάτω απο την έλξη του ανέφικτου Πραγματικού, αυτού του μεριδίου καταστροφής που βουλιάζει, σώα και αρτιμελής, κάθε πραγματικότητα.."(3).
Το υποκείμενο είναι η πράξη που αναζητά να υλοποιήσει το ανέφικτο Πραγματικό. Ο Μπλανσό έχει δίκιο. Κάτω από την έλξη της ανεφικτότητας, και μόνο το Υποκείμενο διατηρεί την υπόσταση του ως ένα Εγώ που αγωνίζεται αδιάκοπα προς κάτι. Όμως δεν εννοούμε ένα ''προς κάτι'' ως επέκεινα, ως υπερβατικότητα, αλλά ως εμμένεια, ως αυτό που το ίδιο το Υποκείμενο δεν επιθυμεί να εκφράσει ή απλά να αντιπροσωπεύσει αλλά να αποδώσει, να αποτελέσει το ίδιο το επέκεινα του. Το Υποκείμενο υπάρχει όσο θέλει να γίνει το Πραγματικό καθεαυτό.
Ο μαζοχιστικός πυρήνας αυτής της θέλησης είναι μηχανή ζωογόνησης της πράξης του Υποκειμένου. Η γνώση ότι δεν αποτελεί το Πραγματικό αλλά επίπονα αναζητά τον κορεσμό του μέχρι να γίνει το Πραγματικό καθεαυτό, η πίστη ότι η αυτο-τιμωρία του για την γνώση αυτή θα το οδηγήσει στην ταύτιση με το Πραγματικό , γίενται παντοδύναμη.

4. "Με εμένα το είδος πέθαινε κάθε φορά εντελώς" (4).
Το Υποκείμενο πεθαίνει συνέχεια, πάντα άλλωστε μιλάμε για το υποκείμενο που δεν υπάρχει ακόμα, είμαστε ενσωματωμένοι στην υποκειμενοποίηση του Θανάτου, της ολοκληρωτικής απουσίας, σκεπτόμαστε διαρκώς το νέο και την γέννηση του ακριβώς γιατί βιώνουμε μια ανικανότητα για ζωή. Σε αυτή την νεκρολογία της σκέψης, αντιπαραθέτουμε ένα άλλο λόγο. Το υποκείμενο πεθαίνει σημαίνει απεργάζεται ένα νέο σκοπό, η άπειρη παραγωγή σκοπών οδηγεί στο θάνατο ,όμως πάντα έχει μεσολαβήσει η ζωή, η ζωή του μετασχηματισμού που οδηγεί κάθε φορά σε ένα διαφορετικό θάνατο, αποκλεισμένο και τεχνικό αναγκαίο εξάρτημα στην παραγωγική μηχανή της ύπαρξης, τίποτα παραπάνω και τίποτα παρακάτω. Το υποκείμενο επισφραγίζει αυτή την διάρκεια της ζωής και την διαφορά των άπειρων θανάτων, χωρίς το υποκείμενο αυτό που θα υπήρχει θα ήταν η αυτοκρατορία της ανυπαρξίας.

5. "Δεν ζούμε πλεόν μέσα στον κόσμο αλλά μέσα στην απόκρυψη"(5).
Το υποκείμενο κρύβεται εντός του, καλύπτεται απο τον ήδη-κόσμο, υφίσταται εκεί που δεν υφίσταται το Φαινομενικό-Εδώ. Προφανώς δεν αναφερόμαστε σε ένα αποκρυφιστικό επέκεινα. Το Εγώ είναι η εμμένεια της απόλυτης υπερβατικότητας, αποκρύβεται απο τον κόσμο για να γίνει ένας άλλος κόσμος. Ιδρυτική πράξη του εποπτικού, του θεωρητικού, του καθαρού Υποκειμένου είναι η απόκρυψη απο τον ήδη-κόσμο. Με αυτό τον τρόπο το υποκείμενο δεν δέχεται την συνύπαρξη με τον κόσμο, αποκρύβεται μέχρι να αντικαταστήσει πλήρως τον υπαρκτό κόσμο. Το υποκείμενο είναι το αποκεκρυμένο ώστε να παρουσιαστεί ως το αποκεκαλυμένο.
Πέρα απο κάθε γλωσσική υποταγή το υποκείμενο καταστρέφει την επικοινωνία, δεν χρησιμοποιεί την γλώσσα του κόσμου γιατί μέσω αυτής γίνεται προσβάσιμο στο πλήθος των ταυτοτήτων του Πολλαπλού. Το Υποκείμενο δεν αποδέχεται την γλώσσα γιατί μέσω αυτής αναπαράγεται η πολυ-υποκειμενοποίηση του Φαινομένου που είναι απο-υποκειμενοποίηση επι της ουσίας.
Το υποκείμενο που γνωρίζει την δύναμη του δεν συνομιλεί με κανένα, επιλέγει το θάνατο του Άλλου και το κάνει αρχικά με το να αρνείται την ύπαρξη της ανταλλαγής κάθε νοήματος πέρα από το Εγώ του. Για το υποκείμενο το νόημα δεν υπάρχει πουθενά αλλού πέρα απο την άσκηση της θέλησης του. Κάθε επέκεινα και υπερβατολογία είναι αδύνατο να εντοπισθούν στην πρακτική του. Για αυτό η αρχή της αποδόμησης του Απόλυτου και του Υποκειμένου βρίσκεται μέσα στη γλώσσα, για αυτό η γλώσσα για το Υποκείμενο είναι ένα εχθρικό πεδίο, ο τόπος της αντιστροφής του Πραγματικού, ο μηχανισμός του ψευδούς και όχι του αληθούς συμβάντος.

Σημειώσεις:

1.Μωρίς Μπλανσό, Η τρέλα της ημέρας, εκδ.Άγρα

2. Μωρίς Μπλανσό, Ο τελευταίος Άνθρωπος, εκδ.Άγρα

3. Μωρίς Μπλανσό, Η γραφή της Καταστροφής

4. Μωρίς Μπλανσό, Θωμάς ο Σκοτεινός, εκδ.Σμίλη

5. Μωρίς Μπλανσό, Εκείνος που δεν με Συντρόφευε, εκδ.Σμίλη

Τρίτη 25 Μαΐου 2010

Σχόλια πάνω στο απόσπασμα του Σ.ΖΙΖΕΚ " Άφησε την οθόνη κενή!"




1. Η φιλοσοφική απόδοση του Σταλινισμού αδυνατεί να διαφυγεί της ιδεαλιστικής πρακτικής του Θεωρητικού Λόγου , όπου η εξουσία είναι ουσιαστικά μία Ανώτερη Θεία υπόσταση εκ της οποίας εκπορεύεται η δύναμη καθυπόταξης των κατώτερων όντων όπως ο λαός, οι εργαζόμενοι κτλ. Η φιλοσοφία αφαιρετικοποιεί το συγκεκριμένο που έχει παράξει η ιστορική συγκυρία και αρνείται να αναγνωρίσει πως στην ΕΣΣΔ της περιόδου Στάλιν αυτός που έχει την εξουσία δεν είναι παρά μόνο ο εργαζόμενος λαός που ως πολιτικό σώμα αναγνωρίζει την ιστορικότητα του στην σωματικότητα του Κόμματος και όχι του προσώπου -Ηγέτη. Σωστά ο Ζίζεκ μιλά για μία εκπλήρωση που λαμβάνει χώρα μέσω της αναγκαίας ενσάρκωσης του Λαού , όχι μιλώντας θεολογικά, αλλά πολιτικά και ιδεολογικά μέσα στην φόρμα-Ηγέτης ή στην φόρμα-Κόμμα. Όμως εδώ πρέπει να μελετήσουμε προσεκτικά την αστική μυθολογία της αιώνιας παρουσίας του Ατόμου-Ηγέτη, το πως αυτή η μυθολογία προσπάθησε και προσπαθεί να αποδώσει στις ηγετικές μορφές του κομμουνιστικού κινήματος του 20ου αιώνα, χαρακτηριστικά απο την δική της Ναπολεόντεια αντίληψη για την εξέλιξη της ιστορίας και των κοινωνικών αγώνων.

Το σώμα του λαού δεν είναι αόρατο, δεν είναι άπιαστο, δεν είναι ιδεατό, αυτό επιβεβαιώνει η Σταλινική περίοδος, το Πραγματικό είναι η απόλυτη συγκεκριμενοποίηση της υλικής ύπαρξης, ο λαός είναι η ύλη, πάντα εδώ, πάντα μπροστά στα μάτια όλων. Το λάθος αυτής της αντίληψης δεν βρίσκεται στο γιατί τόλμησε στο να αποδώσει την σωματικότητα του λαού σε κάθε επίπεδο της ιδεολογικής -πολιτικής ζωής, δεν λάθεψε ο Σταλινικός βολονταρισμός στο ότι αποπειράθηκε να φορμαλιστικοποιήσει την υποκειμενικότητα αλλά στο ότι προσπάθησε να την εμφανίσει αμετάβλητη και για αυτό νεκρή. Όμως οι εικόνες της εξουσίας τρομάζουν όταν δείχνουν τόσο τέλειες όσο ο θάνατος ,και αυτό δεν μπόρεσε να το αποφύγει η Σταλινική αισθητική.

2. Το κενό πριν το υποκείμενο είναι το πάντα αδύνατο -που ακόμα -δεν είναι. Να αφήσουμε την οθόνη κενή , για ποιό λόγο όμως; Το ζήτημα της πολιτικής και της σκέψης που κατευθύνεται στην πολιτική είναι το αδύνατο να συμβεί, να είναι. Το πρωτόγονο κενό είναι πάντα εδώ αλλά αυτό ακριβώς προσπαθεί να αντιμετωπίσει η πολιτική, να το υπερχειλίσει όχι να το καλύψει, να το ξεπεράσει, να αποδείξει το περιεχόμενο πως δεν μπορούσε να μην δημιουργήσει μία νέα δύναμη, μία νέα παρουσία. Να κάτι ακόμα που δεν σεβάστηκε ο λεγόμενος Σταλινισμός, το σεβασμό του κενού, την ενατένιση των πραγμάτων, την αποδοχή των δεδομένων ιδιοτήτων, την αναμονή της καθαρής έλευσης ενός Άλλου Λαού. Η Σταλινική πρακτική αποτελεί μια ανεπανάληπτη απόπειρα ενός κονστρουκτιβισμού πάνω στην ανθρώπινη κλίμακα, μία πολεμική απέναντι στο επερχόμενο και μία σπουδή πάνω στο παραγόμενο. Η ιδεαλιστική και σπιριτσουαλιστική ιδεοληψία που κατατάσει την ποιότητα μακριά απο το ένα και ταυτίζει την ποσότητα με το άλλο, είναι απόδειξη της κλασσικής φιλοσοφικής μεθόδου ανάλυσης μη-φιλοσοφικών πραγματικοτήτων. Η πολιτική δεν σημαίνει ότι δεν θα ασκηθεί στο όνομα του να μην καταλήξει σε μία νέα εξουσία, το Πραγματικό δεν σημαίνει ότι δεν θα ξεδιπλωθεί στο όνομα μην οδηγήσει στο επίγειο Κακό, η νέα φόρμα δεν γίνεται να μην επινοηθεί στο όνομα του να μην διαταράξουμε την καθαρότητα και την απροσδιοριστία του κενού.

3. Η γενική βούληση του λαού δεν είναι μία γραμμική πορεία εμφάνισης των διεκδικήσεων της επαναφοράς στον Χαμένο Παράδεισο της Μιλτώνειας γραφής. Το Πραγματικό και το συμβολικό αυτής της γενικής βούλησης είναι μία αντιφατική παραγωγή μέσα στις ιστορικές καταστάσεις των συγκρούσεων , η επίκληση να εξαφανιστούν οι μιαρές διαστρεβλώσεις αυτής της γενικής βούλησης δεν σημαίνει πάντα ότι εξοπλίζουν το μέλλον με λιγότερα λάθη. Η ανάληψη της εύθύνης ενάντια στο κενό κάθε εποχής απαιτεί βίαιες εφαρμογές ενός σχεδιασμού απομυθοποίησης του υποκειμένου και κατασκευής του εκ του μηδενός. Ο Ζίζεκ δεν έχει καταλήξει ακόμα στο ότι η υποταγή στο αυθόρμητο αντιμετωπίζεται μόνο με την επινόηση και την κατασκευή αλλα και την επιβολή μίας φόρμας επι του κενού, μίας καινοτομίας, μίας σωματικότητας που δεν υπήρξε ποτέ πριν την δεδομένη συγκυρία. Πρέπει απο την προτροπή αφήστε την οθόνη κενή! να πάμε στο μην αφήσετε τίποτα κενό!

Δευτέρα 3 Μαΐου 2010

AΛΑΙΝ ΜΠΑΝΤΙΟΥ , Μια ουσιαστική φιλοσοφική θέση: « Είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι ενάντια στους Αντιδραστικούς»


Μετάφραση του 1ου κεφαλαίου από το έργο του Αλαίν Μπαντιού « Η Θεωρία των Αντιθέσεων» ( Παρίσι: Maspero,1975). Από τα Γαλλικά η μετάφραση είναι του Alberto Toscano,δημοσιεύτηκε το 2005 στο Αγγλικό θεωρητικό περιοδικό POSITIONS(Duke University Press).


Είμαστε οικείοι με το σύνθημα του Μάο Τσετούνγκ : ‘’O Μαρξισμός περιλαμβάνει πολλές αρχές, αλλά σε τελική ανάλυση όλες μπορούν να συνοψιστούν σε μία πρόταση: είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι ενάντια στους αντιδραστικούς΄΄. Αυτή η φράση, που εμφανίζεται τόσο απλή, είναι την ίδια στιγμή μάλλον μυστήρια: Πως γίνεται κατανοητό το τεράστιο θεωρητικό εγχείρημα του Μάρξ, με τις αδιάκοπες και με ακρίβεια επαναδουλεμένες και ανασχηματισμένες αναλύσεις, να συγκεντρώνεται σε ένα αξίωμα: ‘’ Είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι ενάντια στους αντιδραστικούς΄΄; Και τι είναι αυτό το αξίωμα; Έχουμε να κάνουμε με μια παρατήρηση, που συνοψίζει την Μαρξιστική ανάλυση των αντικειμενικών αντιθέσεων, την αναπόφευκτη αντιπαράθεση επανάστασης και αντεπανάστασης; Είναι μια ντιρεκτίβα προσανατολισμένη στην υποκειμενική κινητοποίηση των επαναστατικών δυνάμεων; Είναι η Μαρξιστική αλήθεια η ακόλουθη: όποιος εξεγείρεται , έχει δίκιο;(1) H μάλλον: ο καθένας πρέπει να εξεγείρεται; Και τα δυο ίσως, και ακόμα περισσότερο η σπειροειδής κίνηση από το ένα στο άλλο, η πραγματική εξέγερση( αντικειμενική δύναμη) εμπλουτισμένη και επιστρεφόμενη στον εαυτό της στην συνείδηση του δικαίου της ή του λόγου της (υποκειμενική δύναμη).

Α. Πράξη, Θεωρία, Γνώση

Έδώ κρατάμε ήδη κάτι ουσιαστικό : κάθε Μαρξιστική διατύπωση είναι- σε μια ενιαία κ διαιρεμένη κίνηση- παρατήρηση και ντιρεκτίβα. Σαν συμπύκνωση της πραγματικής πράξης, εξισώνει την κίνηση της με σκοπό να επιστρέψει σε αυτήν. Εφόσον ,όλα όσα σχεδιάζει υπάρχουν μόνο από το γίγνεσθαι της, ισότιμα, η θεωρία ως γνώση αυτού που έχει υπάρξει μόνο από την κίνηση προς αυτό που είναι η θεωρία. Κάθε γνώση είναι προσανατολισμός, κάθε περιγραφή είναι ένας ορισμός.

Η πρόταση ΄΄είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι ενάντια στους αντιδραστικούς΄΄, το μαρτυρά αυτό περισσότερο από κάθε άλλη. Σε αυτή βρίσκουμε να εκφράζεται το γεγονός ότι ο Μαρξισμός, προτού είναι μια ολοκληρωμένη επιστήμη του κοινωνικού σχηματισμού, είναι το απόσταγμα αυτού που απαιτεί η εξέγερση: να την θεωρεί δίκαιη , να της αποδίδει το λόγο. Ο Μαρξισμός είναι μαζί επιλογή πλευράς και η συστηματοποίηση μίας αγωνιστικής εμπειρίας. Η ύπαρξη μιας επιστήμης των κοινωνικών σχηματισμών δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για τις μάζες εάν δεν αντανακλά και συγκεντρώνει την πραγματική επαναστατική τους κίνηση. Ο Μαρξισμός πρέπει να συλλαμβάνεται ως η συσσωρεμένη γνώση των λαϊκών επαναστάσεων, του λόγου που ενέχουν αυτές, της σταθεροποίησης και της απαρίθμησης των στόχων τους. Η πρόταση του Μάο τοποθετεί ξεκάθαρα την εξέγερση ως τον πρωταρχικό τόπο των ορθών ιδεών, και τους αντιδραστικούς σαν αυτούς των οποίων η καταστροφή νομιμοποιείται από την θεωρία. Η πρόταση του Μάο τοποθετεί την Μαρξιστική αλήθεια εντός της ενότητας θεωρίας και πράξης. Η Μαρξιστική αλήθεια είναι αυτή από όπου η εξέγερση παίρνει το δίκιο της, το λόγο της να κατεδαφίσει τον εχθρό. Αποκηρύσσει κάθε ισότητα στο πρόσωπο της αλήθειας. Με μια ενιαία κίνηση, που είναι η γνώση στην ειδική της διαίρεση σε περιγραφή και ντιρεκτίβα, κρίνει , αναγγέλλει την ετυμηγορία και βυθίζεται μέσα στην εκτέλεση της. Οι εξεγερμένοι κατέχουν γνώση, σύμφωνα με την προαναφερόμενη ουσιαστική κίνηση τους , την δύναμη και το καθήκον τους : να εκμηδενίσουν τους αντιδραστικούς. Το Κεφάλαιο του Μάρξ δεν λέει κάτι διαφορετικό: οι προλετάριοι έχουν δίκιο να ανατρέψουν βίαια τους καπιταλιστές.
Η Μαρξιστική αλήθεια δεν είναι μια κατευναστική αλήθεια. Είναι, προς και για τον εαυτό της, δικτατορία και , αν χρειαστεί, τρόμος.

Η πρόταση του Μάο μας θυμίζει πως, για ένα Μαρξιστή, ο κρίκος από την θεωρία στην πράξη ( από το λόγο στην εξέγερση) είναι ένας εσωτερικός όρος της ίδιας της θεωρίας, επειδή η αλήθεια είναι ένα πραγματικό προτσές, είναι εξέγερση ενάντια στους αντιδραστικούς. Υπάρχει σκληρότερα μια πιο αληθινή και περισσότερο βαθιά διατύπωση στον Χέγκελ από την ακόλουθη: ΄΄ Η απόλυτη Ιδέα είναι, όπως εκδηλώνεται , η ταυτότητα της θεωρητικής Ιδέας και της πρακτικής Ιδέας, από τις οποίες κάθε μια δι’εαυτήν είναι ακόμα μονόπλευρη’’( Χέγκελ, Επιστήμη της Λογικής).
Για τον Χέγκελ, η απόλυτη αλήθεια είναι η αντιθετική ενότητα της θεωρίας και της πράξης. Είναι η αδιάκοπη και διαιρεμένη διαδικασία του είναι και της πράξης. Ο Λένιν το χαιρετίζει αυτό με ενθουσιασμό : ΄΄Η ενότητα της θεωρητικής ιδέας ( της γνώσης) και της πράξης- αυτό σημείωσε καλά(Ν.Β)-και αυτή η ενότητα ακριβώς εντός της θεωρίας της γνώσης, σαν αποτέλεσμα πετυχαίνουν την απόλυτη ιδέα΄΄. ( ΛΕΝΙΝ, Φιλοσοφικά Τετράδια).
Ας διαβάσουμε αυτή την πρόταση πολύ προσεκτικά, αφού, αξιοσημείωτα διαιρεί την λέξη ΄΄γνώση΄΄ στα δυο. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο, στο οποίο θα επιστρέφουμε συχνά: η γνώση, σαν θεωρία, είναι(διαλεκτικά) αντίθετη στην πράξη. Η θεωρία και η πράξη σχηματίζουν μια ενότητα, που σημαίνει, για την διαλεκτική, μια ενότητα των αντιθέτων. Όμως αυτή η αντίθεση γνώσης ( θεωρία) / πράξης είναι τελικά το κύριο αντικείμενο της θεωρίας της γνώσης. Με άλλα λόγια, η εσωτερική φύση του προτσές της γνώσης αποτελείται από την αντίθεση θεωρίας/πράξης. Ή ξανά, η πράξη, που ως τέτοια είναι διαλεκτικά αντίθετη με την γνώση( ως θεωρία), είναι παρόλα αυτά ένα αναπόσπαστο κομμάτι της γνώσης δια μέσω του προτσές.

Σε όλα τα Μαρξιστικά κείμενα αντιμετωπίζουμε αυτό το σχίσμα, αυτήν την διπλή εμφάνιση της λέξης΄΄γνώση΄΄, υποδεικνύοντας είτε την θεωρία στον διαλεκτικό της συσχετισμό με την πράξη ή το συνολικό προτσές αυτής της διαλεκτικής, δηλαδή, την αντιθετική κίνηση αυτών των δυο όρων, θεωρίας και πράξης. Σύμφωνα με το Μάο στο ΄΄Από πού προέρχονται οι ορθές ιδέες΄΄: « Συχνά , η ορθή γνώση μπορεί να φτάσει μετά από πολλές επαναλήψεις του προτσές…οδηγώντας από την πράξη στη γνώση και μετά πάλι στην πράξη. Αυτή είναι η Μαρξιστική θεωρία της γνώσης, η διαλεκτική υλιστική θεωρία της γνώσης» ( Μάο. Πέντε Φιλοσοφικά Δοκίμια).
Η κίνηση της γνώσης είναι η τροχιά πράξη-γνώση-πράξη, Εδώ η ΄΄γνώση΄΄ υποδεικνύει ένα από τους όρους μέσα στο προτσές αλλά το προτσές λαμβανόμενο ως όλο, ένα προτσές που τελικά συμπεριλαμβάνει δυο εμφανίσεις της πράξης, την αρχική και την τελική. Για να σταθεροποιήσουμε το λεξιλόγιο μας(2) και να παραμείνουμε εντός της παράδοσης, θα αποκαλέσουμε ΄΄θεωρία΄΄ τον όρο στην αντίθεση θεωρία/πράξη του οποίου η συνολική κίνηση θα είναι το προτσές της ΄΄γνώσης΄΄. Θα λέγαμε: Η γνώση είναι το διαλεκτικό προτσές πράξης/θεωρίας.

Στην βάση αυτή μπορούμε να εκθέσουμε την αντιδραστική ψευδαίσθηση που συντηρείται από αυτούς που φαντάζονται πως μπορούν να παρακάμψουν την στρατηγική θέση της πρωτοκαθεδρίας της πράξης. Είναι καθαρό πως οποιοσδήποτε δεν βρίσκεται μέσα στο πραγματικό επαναστατικό κίνημα, οποιοσδήποτε δεν είναι πρακτικά από τα μέσα στην εξέγερση ενάντια στους αντιδραστικούς, δεν γνωρίζει τίποτα, ακόμα και αν θεωρητικολογεί.

Ο Μάο επιβεβαίωσε πράγματι πως στην αντίθεση θεωρία/πράξη, σε μία φάση του πραγματικού προτσές- η θεωρία μπορεί προσωρινά τον κύριο ρόλο: « Εφόσον , σύμφωνα με τα λόγια του Λένιν, ΄΄χωρίς επαναστατική θεωρία, δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα΄΄, η δημιουργία και διάδοση της επαναστατικής θεωρίας παίζουν τον κύριο, τον αποφασιστικό ρόλο»( Μαό, Για τις Αντιθέσεις).
Σημαίνει αυτό, πως αυτή τη στιγμή, η θεωρία κατέχει μια εγγενή επαναστατική δυνατότητα , που οι καθαροί ΄΄Μαρξιστικοί θεωρητικοί΄΄ μπορούν και πρέπει να αναδείξουν; Απολύτως όχι. Σημαίνει πως, στην αντίθεση θεωρίας/πράξης που συγκροτεί το προτσές της γνώσης, η θεωρία είναι η κύρια πλευρά της αντίθεσης, πως η συστηματοποίηση των πρακτικών επαναστατικών εμπειριών είναι αυτό που επιτρέπει σε κάποιον να προοδεύει, πως είναι άχρηστο να συνεχίζεις να συσσωρεύεις ποσοτικά αυτές τις εμπειρίες, να τις επαναλαμβάνεις, επειδή αυτό που είναι στην ατζέντα είναι το ποιοτικό άλμα, η ορθολογική σύνθεση που ακολουθεί αμέσως μετά την εφαρμογή του, που σημαίνει, την επαλήθευση του. Όμως δίχως αυτές τις εμπειρίες, δίχως την οργανωμένη πράξη (γιατί μόνο η οργάνωση επιτρέπει την συγκέντρωση των εμπειριών), δεν υπάρχει συστηματοποίηση, καμία γνώση για τίποτα. Δίχως μια γενικευμένη εφαρμογή δεν υπάρχει έδαφος ελέγχου, καμία επαλήθευση, καμία αλήθεια. Σε αυτήν την περίπτωση η ΄΄θεωρία΄΄ μπορεί να γεννήσει μόνο ιδεαλιστικές γελοιότητες.

Έτσι επιστρέφουμε στο αρχικό μας σημείο: η πράξη είναι εσωτερική στην ορθολογική κίνηση της αλήθειας. Στην αντίθεση της με την θεωρία, γίνεται μέρος της γνώσης. Είναι αυτή η διαίσθηση που μετρά για την ενθουσιώδη πρόσληψη της Χεγκελιανής αντίληψης για την απόλυτη Ιδέα από τον Λένιν, στο σημείο να κάνει τον Μάρξ μια απλή συνέχεια του Χέγκελ. (΄΄Ο Μάρξ έτσι ακολουθεί άμεσα τον Χέγκελ εισάγοντας το κριτήριο της πράξης μέσα στην θεωρία της γνώσης΄΄ , Λένιν ,Φιλοσοφικά Τετράδια).
Η πρόταση του Μάο δανείζεται την ακρίβεια της από τον ενθουσιασμό του Λένιν.
Είναι το γενικό ιστορικό περιεχόμενο της Χεγκελιανής διαλεκτικής διατύπωσης. Δεν είναι ότι κάθε πράξη εσωτερικά εμπεριέχει την θεωρία, είναι η εξέγερση ενάντια στους αντιδραστικούς. Η θεωρία, στη συνέχεια, δεν νομιμοποιείται εξωτερικά στην πράξη, στην εξέγερση: ενσωματώνεται στην εξέγερση από την μεσολαβημένη απελευθέρωση του λόγου της. Με αυτήν την έννοια, είναι αλήθεια πως αυτή η πρόταση τα λέει όλα, και ότι συνοψίζει την ταξική θέση του Μαρξισμού, τη συγκεκριμένη επαναστατική του σημασία. Όλα ,έξω από το που στέκεται ο καθένας που προσπαθεί να μελετήσει τον Μαρξισμό όχι από την σκοπιά της εξέγερσης αλλά από την σκοπιά της τομής, όχι από την σκοπιά της ιστορίας αλλά από την σκοπιά του συστήματος, όχι από την σκοπιά της πρωτοκαθεδρίας της πράξης αλλά από την πρωτοκαθεδρία της θεωρίας, όχι ως συγκεντρωμένης μορφής της σοφίας του εργαζόμενου λαού αλλά ως απριόρι όρο της.

Β. Οι τρεις έννοιες της λέξης ΄΄Λόγος΄΄

Εάν αυτή η πρόταση τα λέει όλα, το κάνει παρόλα αυτά σύμφωνα με την διαλεκτική, που παέι να πει, σύμφωνα με μία απλότητα που διαιρείται η ίδια. Αυτό που συγκεντρώνει και συνιστά αυτή την διαίρεση, ενώ εμφανώς την επενδύει, είναι η λέξη ΄΄λόγος΄΄ ή δίκαιο: κάτι είναι δίκαιο, η εξέγερση είναι δίκαιη, ένας νέος λόγος στέκεται ενάντια στους αντιδραστικούς. Το γεγονός είναι πως, δια μέσου της λέξης ΄΄λόγος΄΄, η πρόταση λέει τρία πράγματα, και είναι η άρθρωση αυτών των τριών που κάνει το όλο.

1. Είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι ενάντια στους αντιδραστικούς δεν σημαίνει αρχικά΄΄πρέπει κάποιος να εξεγείρεται ενάντια στους αντιδραστικούς΄΄αλλά μάλλον ΄΄ κάποιος εξεγείρεται ενάντια στους αντιδραστικούς΄΄, είναι ένα γεγονός, και αυτό το γεγονός είναι λόγος. Η πρόταση λέει: πρωτοκαθεδρία της πράξης. Η εξέγερση δεν περιμένει για τον λόγο της , η εξέγερση είναι αυτό που είναι πάντα εκεί, για οποιοδήποτε πιθανό λόγο παρόλα αυτά. Ο Μαρξισμός λέει απλά : η εξέγερση είναι λόγος , η εξέγερση είναι υποκείμενο. Ο Μαρξισμός είναι η ανακεφαλαίωση της σοφίας της εξέγερσης. Γιατί γράφονται στο Κεφάλαιο, εκατοντάδες σελίδες ακρίβειας και έρευνας, κοπιώδους διάνοιας, τόμοι της διαλεκτικής συχνά στα άκρα της σαφήνειας; Γιατί μόνο αυτά μετρούν μέχρι την βαθειά γνώση της εξέγερσης.

Η ιστορική πυκνότητα και επιμονή της εξέγερσης προηγείται του Μαρξισμού, συσσωρεύοντας τους όρους και την αναγκαιότητα της εμφάνισης του, επειδή ενσταλάζουνε την πεποίθηση πως, πέρα από τις ιδιαίτερες αιτίες που προκαλούν τον προλεταριακό ξεσηκωμό, υπάρχει εκεί ένας βαθύς λόγος, που δεν ξεριζώνεται. Το Κεφάλαιο του Μάρξ είναι η συστηματοποίηση, με όρους γενικού λόγου, αυτού που είναι δοσμένο στο ιστορικό άθροισμα των αιτιών. Η αστική τάξη, που γνωρίζει και αναγνωρίζει την ταξική πάλη, χαίρεται να αναγνωρίζει και να ερευνά τις ιδιαίτερες αιτίες μιας εξέγερσης, μόνο με σκοπό να ματαιώσει την επιστροφή της. Αλλά αγνοεί το λόγο, που βασίζεται σε όλα όσα έκαναν και είπαν οι προλετάριοι, ένα λόγο που καμία απορρόφηση των αιτιών και των περιστάσεων δεν θα ικανοποιήσει ποτέ.
Το εγχείρημα του Μάρξ σκοπεύει να καθρεφτίσει αυτό που είναι δοσμένο, όχι τόσο στην μερικότητα των αγώνων αλλά στην επιμονή και την ανάπτυξη της ταξικής ενέργειας που επενδύεται σε αυτούς τους αγώνες. Η σκέψη των αιτιών δεν αρκεί εδώ.(3) Ο λόγος για αυτήν την εμμονή πρέπει να λογαριαστεί σε βάθος. Η ουσία της προλεταριακής θέσης δεν βρίσκεται στα επεισόδια της ταξικής πάλης αλλά στο ιστορικό σχέδιο που τα υποτείνει, ένα σχέδιο του οποίου η μορφή της πρακτικής ύπαρξης δίνεται από την αδιάλλακτη διάρκεια και τα διαδοχικά στάδια της προλεταριακής επιμονής. Εκεί είναι που βρίσκεται ο λόγος. Μόνο η αποσαφήνιση του και η έκθεση του- ταυτόχρονα με το ένδυμα των στοχασμών και των προσανατολισμών-δίνει δικαιοσύνη στο κίνημα, την οποία η εξέγερση φέρνει στο φως, του ταξικού είναι των φαινομένων.

Σήμερα μόνο το Μαοϊκό εγχείρημα αναπτύσσει ολοκληρωμένα αυτό που κάνουν οι προλετάριοι και μας επιτρέπει να γνωρίζουμε μέσα από τον απεριόριστο και μόνιμο χαρακτήρα της εξέγερσης τους. Μόνο έτσι μπορούμε να πούμε: ναι, η αντίθεση είναι ανταγωνιστική, ναι, η εξέγερση των εργατών, που είναι η φωτιά στην καρδιά αυτής της αντίθεσης, είναι ο ουσιαστικός λόγος της ιστορίας. Το ΄΄είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι ενάντια στους αντιδραστικούς΄΄ σημαίνει πάνω από όλα: οι επίμονοι προλετάριοι έχουν δίκιο, έχουν όλους τους λόγους με το μέρος τους, και πολλούς περισσότερους.

2. Το ΄΄είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι ενάντια στους αντιδραστικούς΄΄ σημαίνει επίσης:
Η εξέγερση θα είναι δίκαιη, θα έχει το λόγο με το μέρος της. Στο δικαστήριο της ιστορίας, οι αντιδραστικοί θα έχουν να απολογηθούν , να μετρηθούν για όλα τα παραπτώματα της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης. Η επιμονή της προλεταριακής εξέγερσης είναι βέβαια- και αυτό είναι το πρώτο νόημα της λέξης ΄΄λόγος΄΄ ή ΄΄δίκαιο΄΄- ο αντικειμενικός, αμείωτος χαρακτήρας της αντίθεσης που σπρώχνει τους εργάτες ενάντια στην αστική τάξη, αλλά είναι επίσης η πρακτική βεβαιότητα της τελικής νίκης, είναι η αυθόρμητη, αδιάκοπα ανανεωμένη κριτική στην εργατική ηττοπάθεια. Ότι η κατάσταση πραγμάτων είναι απαράδεκτη και διαιρετική , αυτός είναι ο πρώτος λόγος για την εξέγερση ενάντια στους αντιδραστικούς. Ο δεύτερος λόγος είναι πως αυτή η κατάσταση είναι μεταβατική και καταδικασμένη. Είναι λόγος, όχι πια από την σκοπιά του κινήτρου ή της στιγμής, αλλά από την σκοπιά του μέλλοντος. Είναι λόγος με την έννοια της νίκης, πέρα από τον λόγο με την έννοια της νομιμότητας. Η εξέγερση είναι σοφία γιατί είναι δίκαιη , επειδή θεμελιώνεται στον λόγο, αλλά επειδή επίσης είναι εξέγερση που νομοθετεί για το μέλλον. Ο Μαρξισμός αποκηρύσσει κάθε αντίληψη του λόγου αποκλειστικά βασισμένη στην αιτιολόγηση. Το προλεταριάτο δεν έχει απλά πραγματικούς λόγους για να εξεγερθεί, έχει νικηφόρους λόγους. Ο΄΄λόγος΄΄ εδώ είναι στο σταυροδρόμι της επαναστατικής νομιμότητας και της επαναστατικής αισιοδοξίας.
Η εξέγερση είναι αλλεργική στο ηθικό αξίωμα του Κάντ : ΄΄Εσύ πρέπει, άρα μπορείς΄΄. Εκτός αυτού, ο Κάντ κατέληγε πως μια δράση που ρυθμίζεται με τους όρους του καθαρού καθήκοντος αναμφισβήτητα δεν είχε λάβει ποτέ χώρα. Η Ηθική είναι μια ηττημένη συνταγή. Όμως η εξέγερση των εργατών έχει, αντιθέτως , λάβει χώρα, και βρίσκει μέσα στον Μαρξισμό τον τόπο της νικηφόρας πρότασης της. Ο Μαρξιστικός λόγος δεν είναι ένα ΄΄πρέπει΄΄, ένα καθήκον για να γίνει, είναι η επιβεβαίωση του ίδιου του Είναι, η απεριόριστη δύναμη αυτού που ορθώνεται, αντιτίθεται, αντιπαρατίθεται. Είναι η αντικειμενική νίκη της λαϊκής άρνησης. Υλιστικά, ο λόγος των εργατών λέει: ‘’Μπορείς, άρα πρέπει΄΄.

3.Όμως ΄΄λόγος΄΄ σημαίνει ακόμα και ένα άλλο πράγμα, και αυτό το πράγμα είναι η διασπασμένη τήξη των πρώτων δυο εννοιών του. Αυτή τη φορά το ΄΄είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι ενάντια στους αντιδραστικούς΄΄ είναι μαζί , η ανάπτυξη των πυρήνων της γνώσης που είναι εσωτερικοί στην ίδια την εξέγερση και η επιστροφή στην εξέγερση αυτής της ανάπτυξης. Η εξέγερση –που είναι δίκαιη, που έχει λόγο- βρίσκει στον Μαρξισμό τα μέσα ανάπτυξης αυτού του λόγου, της εξασφάλισης του νικηφόρου λόγου της. Αυτό που επιτρέπει την νομιμότητα της εξέγερσης ( η πρώτη έννοια της λέξης ΄΄λόγος΄΄) να αρθρωθεί με την νίκη της ( δεύτερη έννοια της λέξης ΄΄λόγος΄΄) είναι ένας νέος τύπος τήξης ανάμεσα στην εξέγερση ως μια πράξη που είναι πάντα παρούσα και την αναπτυγμένη μορφή του λόγου της. Η συγχώνευση του Μαρξισμού και του πραγματικού εργατικού κινήματος είναι η τρίτη έννοια της λέξης ΄΄λόγος΄΄, που πάει να πει, η διαλεκτική σύνδεση, του αντικειμενικού και του υποκειμενικού μαζί, των πρώτων δυο εννοιών.
Αντιμετωπίζουμε εδώ ξανά τη διαλεκτική θέση των Μαρξιστικών διατυπώσεων, οι οποίοι όλοι διαιρούνται ως αντανάκλαση και οδηγία: συλλαμβάνοντας, πέρα από τα αίτια της, το λόγο της ταξικής ενέργειας. Με τον ίδιο τρόπο η θεωρία διαμορφώνει τον κανόνα όπου ο λόγος μπορεί να επικρατήσει πάνω στην αιτία, το σύνολο πάνω στο επιμέρους, η στρατηγική πάνω στην τακτική. Η εξέγερση διαμορφώνει τον λόγο της σε πρακτική διάρκεια, αλλά η αποσαφηνισμένη διατύπωση αυτού του λόγου έρχεται σε ρήξη με τον επαναλαμβανόμενο κανόνα που καθορίζει αυτή την διάρκεια. Η εξέγερση εξοπλίζει τον εαυτό της με το λόγο της, αντί απλώς να αναπτύσσεται. Συγκεντρώνει την ορθολογική ποιότητα της: οργανώνει τον λόγο της και καθορίζει τα όργανα της νίκης της.
Το να γνωρίζεις πως είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι ενάντια στους αντιδραστικούς, με το να μοιράζεις τον (θεωρητικό) λόγο αυτού του (πρακτικού) λόγου, σου επιτρέπεται να κάνεις το υποκειμενικό( την οργάνωση, το σχέδιο) ίσο με το αντικειμενικό( την ταξική πάλη, την εξέγερση). Ο ΄΄Λόγος΄΄, που αρχικά εκφράζει την επαναστατική νομιμότητα και αισιοδοξία, τώρα μιλά για την συνείδηση και την αυθεντία της ιστορίας.


Γ. Ο Λόγος ως Αντίθεση

Το ΄΄είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι ενάντια στους αντιδραστικούς΄΄,πράγματι είναι μια πρόταση που λέει τα πάντα για την ιστορική κίνηση, επειδή εκφράζει την ενέργεια του, το νόημα της, και το όργανο της. Η ενέργεια της είναι η ταξική πάλη, η αντικειμενική ορθολογικότητα στο εσωτερικό της εξέγερσης. Το νόημα της είναι η αναπόφευκτη κατάρρευση του κόσμου της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης-αυτό είναι, ο κομμουνιστικός λόγος. Το όργανο είναι ο εφικτός προσανατολισμός της σχέσης, μέσα στην Ιστορία, ενέργειας και νοήματος, ταξικής πάλης( που είναι πάντα και παντού ο κινητήρας της Ιστορίας) και κομμουνιστικού σχεδίου(που είναι πάντα και παντού η αξία που προωθείται από την εξέγερση των καταπιεσμένων). Το όργανο είναι ο λόγος που γίνεται υποκείμενο, είναι το Κόμμα.
Το ΄΄Είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι ενάντια στους αντιδραστικούς΄΄ , εκφράζει το σύνολο, επειδή μιλά για την ταξική πάλη και την πρωτοκαθεδρία της πράξης, τον κομμουνισμό και τον μαρασμό του Κράτους, του Κόμματος και της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η πρόταση εκφράζει ένα ολοκληρωμένο λόγο, που πρέπει να πούμε ότι είναι διαιρεμένος λόγος, σύμφωνα με το υποκειμενικό και το αντικειμενικό, την πραγματικότητα και το σχέδιο, το τελικό σημείο και τα στάδια. Και μπορούμε να δούμε το πώς αυτός ο ολοκληρωμένος λόγος είναι μια αντίθεση : είναι αδύνατο να είσαι δίκαιος, να έχεις λόγο μόνος και για τον εαυτό σου. Είναι δίκαιος κάποιος, έχει λόγο, ΄΄ενάντια στους αντιδραστικούς΄΄. Είναι πάντα δίκαιος κάποιος ενάντια στους αντιδραστικούς, το ΄΄ενάντια στους αντιδραστικούς΄΄ είναι ένας εσωτερικός όρος του σωστού. Να γιατί η πρόταση του Μάο συνοψίζει τον Μαρξισμό, λέει: κάθε λόγος αντιτίθεται. ΄΄ Οι σωστές ιδέες εμφανίζονται στην πάλη ενάντια στις λανθασμένες ιδέες΄΄, ο λόγος ωθείται στην εξέγερση ενάντια στο παράλογο , ενάντια σε αυτό που οι Κινέζοι αποκαλούν αδιάλλακτα ΄΄αντιδραστικές γελοιότητες΄΄.

Κάθε αλήθεια επιβεβαιώνεται μέσα από την καταστροφή του αδιανόητου. Κάθε αλήθεια είναι ,για αυτό, ουσιαστικά καταστροφή. Όλα όσα απλά συντηρούνται είναι απλά λάθος. Το πεδίο της Μαρξιστικής γνώσης είναι πάντα ένα πεδίο καταστροφών.
Η πρόταση του Μάο μα ς λέει όλη την διαλεκτική: η ταξική ουσία του λόγου ως εξέγερσης βρίσκεται μέσα στην πάλη για τον θάνατο των αντιθέτων, Η αλήθεια υπάρχει μόνο μέσα στο προτσές του σχίσματος.
Η θεωρία των αντιθέσεων εμπίπτει συνολικά μέσα στην ιστορική σοφία των εξεγερμένων. Για αυτό η διαλεκτική υπήρχε πάντα, όπως και οι εξεγέρσεις. Η διαλεκτική φιλοσοφικά συγκεντρώνει την κοσμοαντίληψη των εκμεταλλευόμενων που στέκονται ενάντια στον υπάρχοντα κόσμο και θέλουν την ριζική αλλαγή του. Για αυτό είναι μια αιώνια φιλοσοφική τάση , που ανενδοίαστα αντιτίθεται στην συντηρητική μεταφυσική καταπίεση:
« Στην ιστορία της ανθρώπινης γνώσης υπάρχουν, από αμνημόνευτα χρόνια, δυο αντιλήψεις για τους νόμους ανάπτυξης του κόσμου: η μια είναι η μεταφυσική, και η άλλη η διαλεκτική , αποτελούν δυο αντίθετες αντιλήψεις για τον κόσμο» ( Μάο Τσε Τούνγκ, Για τις Αντιθέσεις).

Είναι πάντα ένα ζήτημα η συνέχιση της διαλεκτικής, να την συνεχίζουμε ενάντια στην μεταφυσική, που σημαίνει: να δίνουμε λόγο στους εξεγερμένους, που πάει να πει πως έχουν δίκιο. Σήμερα, να δίνουμε λόγο στον σωστό Μαρξισμό ενάντια στον λανθασμένο. Στους Μαοϊκούς ενάντια στους ρεβιζιονιστές.


Σημειώσεις

1. On se revolte, on a raison. Σε όλο το κεφάλαιο ο Μπαντιού παίζει με την αντήχηση ανάμεσα στο είναι δίκαιο, avoir raison, ή θεωρώντας το δίκαιο, και την έννοια του λόγου, raison, ανασχηματισμένη σε μια αγωνιστική Μαρξιστική/Μαοϊκή εμφάνιση(ΣτΜ από τα Γαλλικά).

2. Ο Μαρξισμός -Λενινισμός –Μαοϊσμός δεν είναι ένας φορμαλισμός. Σε αυτόν οι λέξεις φτιάχνονται στην κίνηση καταστροφή/οικοδόμηση, που είναι η κίνηση της πραγματικής γνώσης. Εάν ο στόχος επιτυγχάνεται τα σημεία λίγο ενδιαφέρουν. Αυτό είναι το γεγονός πως οι λέξεις μπορούν να κινούνται : μόνο η δύναμη τους μετράει. Για άλλη μια φορά, η δύναμη υπερισχύει του σεβασμού των τόπων.

3. Ο Λένιν υπογραμμίζει με σθένος την ανεπάρκεια της κατηγορίας της αιτιότητας όταν υποστηρίζει πως ο Χέγκελ, περισσότερο από τον Κάντ, έχει δίκιο να μην αποδίδει καμία αξία στον τόπο ( ΣτΜ εδώ ο τόπος νοείται ως θέση χωρική της γέννησης μιας διαδικασίας ή ενός φαινομένου με την στατική έννοια.), : « Όταν διαβάσει κάποιος τον Χέγκελ πάνω στο ζήτημα της αιτιότητας, φαίνεται παράξενο με την πρώτη ματιά το ότι στέκεται σχετικά τόσο ελαφρά πάνω σε αυτό το θέμα, το αγαπημένο των Καντιανών. Γιατί; Επειδή, πράγματι, για αυτόν η αιτιότητα είναι μόνο ένας από τους προσδιορισμούς της καθολικής σύνδεσης.»
(Λένιν , Φιλοσοφικά Τετράδια).