1.Ο κόσμος που συγκροτεί η σκέψη του κάθε Έγω ή είναι ένας κλώνος του ήδη-κόσμου ή μία Ουτοπία, ένας κόσμος υπερβατικός ως απόλυτη εσωτερικότητα , η σκέψη για να παράγει ένα τέτοιο κόσμο δεν ανήκει στο απομονωμένο Εγώ, αλλά σε αυτό που επιδιώκει την αυτοεκμηδένιση του ώστε να υπάρξει ως μέρος ενός Άλλου μη-ατομικού Εγώ.
2.Ο κόσμος για την σκέψη του Πραγματικού δεν υπάρχει, ο κόσμος είναι η σκιά του Ενός που δεν είναι –ακόμη Κόσμος. Για αυτό η σκέψη του Πραγματικού υφίσταται μόνο στη βάση της πλήρους ανυπαρξίας ή επιδιώκοντας την ανυπαρξία του κόσμου από το πεδίο της. Η σκέψη που όλο και περισσότερο σβήνει την αντανάκλαση του κόσμου από την λειτουργία της, τείνει προς την θεωρητική τοπικοποίηση της Ουτοπίας, εργάζεται για την Τιτάνεια Αφαίρεση που προσχηματίζει το ελευσόμενο Πραγματικό.
Πρέπει συνεχώς να επισημαίνουμε πως, η σκέψη δολοφονεί τον ήδη-Κόσμο μόνο όταν λειτουργεί ως Καθαρός Πρακτικός Λόγος, επιτρέποντας στην πράξη να οικοδομεί το Πραγματικό. Η αληθινή σκέψη ρωτάει « Ποιος Κόσμος είναι ο κόσμος του Πραγματικού»;Και αντίστοιχα πράττει.
3.Ο Κόσμος και η Φιλοσοφία(του) είναι μια ενιαία αναπαράσταση της Ουτοπίας, παριστάνουν τον χώρο της πάντα ενδεχόμενης Έλευσης ενός Υπερβατικού Άλλου, που όμως ο ορίζοντας και η διαδρομή του είναι οριοθετημένα στο Λόγο της Φιλοσοφίας αυτού του Κόσμου. Η προσποίηση της έκφρασης του Ουτοπικού είναι ολόκληρη η ιστορία της Φιλοσοφίας ως Φαινομενολογίας. Το Πραγματικό Ουτοπικό, το αληθινό εμμενές υπερβατικό, τοποθετήθηκε στο χώρο της πράξης μόνο από τον Επαναστατικό Μαρξισμό, και από εκεί προσπάθησε να το αποκαθηλώσει η Φιλοσοφία διαλύοντας την μοναξιά της Ενικότητας του μέσα στην άπειρη αλληλουχία των Λόγων που εκφέρουν τα Φαινόμενα του ήδη-Κόσμου.
4.Η σκέψη της πράξης, η θεωρία της πράξης, μπορεί να εγκαταλείψει κάθε προϋπόθεση που αναφέρεται στον ήδη-Κόσμο και να συστήσει μια νέα Εποχή στον προσανατολισμό του Υποκειμένου. Να δείξει μία Έξοδο που υπάρχει ως Είσοδος.
Αυτή η σκέψη είναι σε θέση να μην υπόκειται στην Πρόσληψη που επιχειρεί πάνω της ο Κόσμος, πρόσληψη-ενσωμάτωση στην αναστοχαστική δραστηριότητα που ανακυκλώνει τα πορίσματα μίας σκέψης που ανήκει στην προ Θεού Θανάτωση. Η σκέψη της πράξης μας οδηγεί να σκεφτόμαστε μέσω του Θανάτου του Θεού, με δεδομένο μας το Θάνατο αυτό, με στόχο η σκέψη μας να είναι πρώτιστα μια Θανάτωση κάθε θεού. Έτσι, σκοπός μας δεν γίνεται η ενατένιση του Μηδενός, αλλά η εκ του μηδενός θεμελίωση Υποκειμένου.
Η σκέψη της πράξης εγκαταλείπει τις Υπερβατολογικές προϋποθέσεις για την προσέγγιση του Ουτοπικού και στρέφεται στο πως οι Ουτοπίες εν-σαρκώνονται, γίνονται σώματα του Πραγματικού. Με αυτή την έννοια, μέσα από αυτή τη σκέψη ανατρέπεται η Θεολογική πρόσληψη του Μεσσιανικού. Η πράξη μας φέρνει μπροστά στο δίλημμα: Ανθρωποποίηση της Ουτοπίας ή Ουτοπικοποίηση του Ανθρώπου; Μπροστά σε ένα φανταστικό διάλογο ανάμεσα στο Νίτσε και το Λεβινάς, ανάμεσα στον Υπεράνθρωπο και τον Άλλο, πάντα υπό το βλέμμα του Μάρξ.
Η πράξη συγκροτεί την Υπερβατολογική Εαυτότητα ( το Απόκοσμο Εγώ) σε εμμενή Πραγματικό , σε κόσμο επί του κόσμου. Δίχως αυτό τον μετασχηματισμό παραμένουμε εντός του Υποκειμενισμού και του Αντικειμενισμού, της Φαινομενολογίας του ήδη-Κόσμου, φυλακισμένοι στο Υπερεγώ του Ίδιου.
Συνεπώς, μόνο η πράξη συγκροτεί την Ουτοπία σε Υπάρχον και την αποδεσμεύει από το να είναι μία έννοια Χωρικότητας, δηλαδή δούλη της Γεωμετρικής μεθοδολογίας της Φιλοσοφίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου