≡ 8
Η Αγάπη ως οικουμενική δύναμη
Έχει θεμελιωθεί ότι καμμία ηθική—αν κάποιος καταλαβαίνει με τη λέξη “ηθική” την πρακτική υπακοή στον νόμο—δεν μπορεί να δικαιώσει την ύπαρξη ενός υποκειμένου: “Ο άνθρωπος δεν δικαιώνεται από τα έργα του νόμου αλλά από την πίστη στον Ιησού Χριστό” (Γαλ. 3.13). Επιπλέον, το συμβάν-Χριστός είναι ουσιαστικά η κατάργηση του νόμου, ο οποίος δεν ήταν παρά η αυτοκρατορία του θανάτου: “Ο Χριστός μας έσωσε από την κατάρα του νόμου” (Γαλ. 3.13). Όπως ακριβώς το υποκείμενο υπό τον νόμο, το οποίο αποκεντρώνεται μέσω της αυτοματικής ζωής της επιθυμίας, καταλαμβάνει τη θέση του νεκρού, καθώς η αμαρτία (ή η ασύνειδη επιθυμία) απολαμβάνει αυτόνομης ύπαρξης μέσα του, έτσι, όταν εγείρεται εκ του θανάτου μέσω της ανάστασης, το υποκείμενο συμμετέχει σε μια νέα ζωή, της οποίας το όνομα είναι Χριστός. Η ανάσταση του Χριστού είναι επίσης και δική μας ανάσταση, γιατί συνθλίβει τον θάνατο εκείνο στον οποίο το υποκείμενο, κάτω από την επιρροή του νόμου, είχε εξοριστεί υπό την κλειστή μορφή του Εγώ: “Αν ζω, δεν είμαι πια εγώ που ζω, αλλά ο Χριστός που ζει μέσα μου” (Γαλ. 2.20). Με την ίδια λογική, αν επιμένει κάποιος να υποθέτει ότι η αλήθεια και η δικαιοσύνη μπορούν να επιτευχθούν με την υπακοή στις εντολές του νόμου, τότε θα πρέπει να επιστρέψει προς τον θάνατο, να δεχθεί ότι δεν μας έχει δοθεί καμμία χάρη, και να απαρνηθεί την Ανάσταση: “Δεν θα εξαλείψω την χάρη του Θεού· γιατί αν η δικαιοσύνη μπορούσε νε επιτευχθεί μέσω του νόμου, τότε ο Χριστός πέθανε χωρίς λόγο” (Γαλ. 2.21).
Σημαίνει αυτό ότι το υποκείμενο που συνδέεται με τον Χριστιανικό νόμο είναι απόλυτα άνομο; Στο εδάφιο της επιστολής προς Ρωμαίους που εξετάσαμε αναλυτικά, υπάρχουν αρκετές ενδείξεις για το αντίθετο, οι οποίες μας υποχρεώνουν να εγείρουμε το τρομερά δύσκολο ερώτημα που αφορά στην ύπαρξη ενός δια-γραμματικού νόμου, ενός νόμου του πνεύματος.
Την ίδια στιγμή που ξεκινά να παραμερίζει τον νόμο και να διευκρινίζει την σχέση του με την ασύνειδη επιθυμία, ο Παύλος παρατηρεί ότι “ο νόμος είναι άγιος, και οι εντολές του επίσης άγιες και δίκαιες και καλές” [η εντολή αγία και δικαία και αγαθή] (Ρωμ. 7.12). Επιπλέον, με μια κίνηση που μοιάζει να ανατρέπει ολόκληρη την προηγούμενη διαλεκτική, ο Παύλος βεβαιώνει ότι “ο νόμος είναι πνευματικός” [ο νόμος πνευματικός] (Ρωμ. 7.14).
Έτσι, μοιάζει απαραίτητο να διαχωρίσουμε την νομικιστική υποκειμενικοποίηση, η οποία είναι δύναμη του θανάτου, από τον νόμο που ξυπνά η πίστη, και ο οποίος ανήκει στο πνεύμα και τη ζωή.
Το ζητούμενο συνίσταται στον στοχασμό της προφανούς αντίφασης μεταξύ δύο προτάσεων:
1. “Ο Χριστός είναι το τέλος του νόμου” [τέλος νόμου Χριστός] (Ρωμ. 10.4)
2. “Η αγάπη είναι η εκπλήρωση του νόμου” [πλήρωμα νόμου η αγάπη] (Ρωμ. 13.10).
Κάτω από την προϋπόθεση της πίστης, της διακηρυγμένης πεποίθησης, η αγάπη ονομάζει έναν μη κυριολεκτικό νόμο, ο οποίος δίνει στο πιστό υποκείμενο την συνοχή του, και φέρνει την μετασυμβαντική αλήθεια στον κόσμο.
Από τη σκοπιά μου, η θέση αυτή είναι επενδεδυμένη με μια γενική συνάφεια. Η τροχιά μιας αλήθειας, η οποία θεμελιώνει το υποκείμενό της ως αποκομμένο από του κρατικιστικούς νόμους της κατάστασης, είναι παρ’ όλα αυτά σύμφωνη με έναν άλλο νόμο: αυτόν ο οποίος, κηρύσσοντας την αλήθεια σε όλους, οικουμενικοποιεί το υποκείμενο.
Θεώρημα 5. Το υποκείμενο μετατρέπει την οικουμενική διακήρυξη της αλήθειας την οποία υπηρετεί σε μη κυριολεκτικό νόμο.
Στην οικουμενική αυτή διακήρυξη, την οποία δεν αρκεί η πίστη ή η καθαρή υποκειμενικοποίηση για να συγκροτήσει, ο Παύλος δίνει το όνομα “αγάπη”—όρος που μεταφράστηκε για πολύ καιρό ως ευσπλαχνία, κάτι το οποίο δεν σημαίνει πλέον για μας.
Η αρχή της είναι η εξής: όταν το υποκείμενο ως σκέψη βρίσκεται σε συμφωνία με την χάρη του συμβάντος—αυτή είναι η υποκειμενικοποίηση (πίστη, πεποίθηση)—τότε αυτός που ήταν νεκρός επιστρέφει στο χώρο της ζωής. Ξανα-αποκτά τα χαρακτηριστικά εκείνα της δύναμης τα οποία είχαν κατρακυλήσει στην πλευρά του νόμου και των οποίων η υποκειμενική μορφή ήταν η αμαρτία. Ξανα-ανακαλύπτει τη ζώσα ενότητα του σκέπτεσθαι και του πράττειν. Η επανάκτηση αυτή μετατρέπει την ίδια τη ζωή σε οικουμενικό νόμο. Ο νόμος επιστρέφει ως άρθρωση της ζωής για όλους, ως μονοπάτι πίστης, ως νόμος πέρα από τον νόμο. Αυτό αποκαλεί αγάπη ο Παύλος.
Γνωρίζουμε ήδη ότι η πίστη δεν μπορεί να συγχυστεί με την απλή προσωπική πεποίθηση, η οποία, όπως είδαμε, όταν αφεθεί στον εαυτό της, συντονίζει την τέταρτη λογοθετική πρακτική, αυτή των άφατων λόγων, τον εγκλεισμό του μυστικιστικού υποκειμένου, και όχι τον Χριστιανικό λόγο. Η γνήσια υποκειμενικοποίηση έχει ως υλική της απόδειξη την δημόσια διακήρυξη του συμβάντος με το όνομά του, που είναι “ανάσταση”. Είναι ουσιώδες για την πίστη να διακηρύσσει τον εαυτό της. Η αλήθεια είτε είναι στρατευμένη είτε δεν υφίσταται. Αναφερόμενος στη Δευτερoνομία, ο Παύλος μας θυμίζει ότι “Κοντά σου είναι ο λόγος, στο στόμα σου και στην καρδιά σου” (Ρωμ. 10.8). Και φυσικά προαπαιτείται η προσωπική πεποίθηση, αυτή της καρδιάς, αλλά μόνο η δημόσια ομολογία της πίστης εγκαθιστά το υποκείμενο στην προοπτική της σωτηρίας. Δεν είναι η καρδιά που σώζει, αλλά τα χείλη:
Ο λόγος της πίστεως είναι που κηρύττουμε. Αν ομολογήσεις με το στόμα σου πως ο Ιησούς είναι ο Κύριος και πιστέψεις με την καρδιά σου πως ο Θεός τον ανέστησε από τους νεκρούς, θα βρεις τη σωτηρία. Πραγματικά, όποιος πιστεύει με την καρδιά του, οδηγείται στη δικαίωση, κι όποιος ομολογεί με το στόμα, οδηγείται στη σωτηρία (Ρωμ. 10.9-10).
Το πραγματικό της πίστης είναι μια δραστική διακήρυξη, η οποία, μέσω της λέξης “ανάσταση” κηρύττει ότι η ζωή και ο θάνατος δεν είναι αναπόδραστα κατανεμημένα όπως ήταν στον “παλιό άνθρωπο”. Η πίστη αναγνωρίζει δημόσια ότι ο υποκειμενικός μηχανισμός που κρατείται από τον νόμο δεν είναι ο μόνος εφικτός. Αλλά γίνεται φανερό ότι η πίστη, η ομολογία της ανάστασης ενός ανθρώπου, απλώς διακηρύσσει την ίδια δυνατότητα για όλους. Η ανάσταση θεμελιώνει το ότι μια νέα συναρμολόγηση ζωής και θανάτου είναι εφικτή, και αυτό είναι που πρέπει πρώτα να διακηρυχτεί. Αλλά η πεποίθηση αυτή αφήνει την οικουμενικοποίηση του “νέου ανθρώπου” μετέωρη και δεν λέει τίποτε για το περιεχόμενο της συμφιλίωσης μεταξύ ζώσας σκέψης και δράσης. Η πίστη λέει: Μπορούμε να δραπετεύσουμε από την αδυναμία και να ξανα-ανακαλύψουμε αυτό από το οποίο μας χώρισε ο νόμος. Η πίστη καθυπαγορεύει μια νέα πιθανότητα που, αν και ισχύει πραγματικά για τον Χριστό, δεν είναι ακόμα σε ισχύ για όλους.
Είναι απαραίτητο για την αγάπη να γίνει νόμος ώστε η μετασυμβαντική οικουμενικότητα της αλήθειας να μπορεί διαρκώς να εγγράφεται στον κόσμο, κινητοποιώντας τα υποκείμενα προς το μονοπάτι της ζωής. Η πίστη είναι η διακηρυγμένη σκέψη μιας εφικτής δύναμης της σκέψης. Δεν είναι όμως ακόμα η ίδια αυτή η δύναμη. Ο Παύλος το θέτει με αποτελεσματικότητα: “πίστις δι’ αγάπης ενεργούμενη”, η πίστη λειτουργεί μόνο μέσω της αγάπης (Γαλ. 5.6).
Υπό αυτή την οπτική και σε ό,τι αφορά το Χριστιανικό υποκείμενο, η αγάπη προσυπογράφει την επιστροφή ενός νόμου ο οποίος, αν και μη κυριολεκτικός, λειτουργεί όμως ως αρχή και συνέχεια για την υποκειμενική ενέργεια που δημιουργείται από την διακήρυξη πίστης. Για τον νέο άνθρωπο, η αγάπη είναι εκπλήρωση της ρήξης που ο ίδιος κατορθώνει απέναντι στον νόμο· είναι ο νόμος της ρήξης με τον νόμο, ο νόμος της αλήθειας του νόμου. Εννοημένος έτσι, ο νόμος της αγάπης μπορεί ακόμα και να στηριχτεί βάσει της ανάκλησης του περιεχομένου του παλιού νόμου (ο Παύλος δεν χάνει ποτέ ευκαιρία να επεκτείνει τις πολιτκές του συμμαχίες). Το περιεχόμενο αυτό ανάγεται, μέσω της αγάπης, σε ένα απλό απόφθεγμα που δεν πρέπει να χαραχτεί στην πέτρα, με κύρωση την επιστροφή στο θάνατο. Και αυτό γιατί υπακούει απόλυτα στην υποκειμενικοποίηση της πίστης:
Μην αφήνετε κανένα χρέος σε κανένα, εκτός βέβαια από την αγάπη που την οφείλετε πάντοτε ο ένας στον άλλο. Όποιος αγαπάει τον άλλο έχει τηρήσει το σύνολο των εντολών του Θεού. Γιατί το μη μοιχεύσεις, μη φονεύσεις, μην κλέψεις, μην επιθυμήσεις, κι όλες γενικά οι εντολές συνοψίζονται στην μια ετούτη: Να αγαπήσεις τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου. Η αγάπη σε καμμία περίπτωση δεν κάνει κακό στον άλλο· η αγάπη είναι η τέλεια εκπλήρωση των εντολών του Θεού (Ρωμ. 13.8)
Το εδάφιο αυτό εκφράζει την διττή προσπάθεια του Παύλου:
* Να μειώσει την πολλαπλότητα των νομικών προταγμάτων, γιατί είναι με αυτή την πολλαπλότητα που σχετίζεται η θνησιγενής αυτονομία της επιθυμίας, με τη μορφή του αντικειμένου της. Απαιτείται ένα μοναδικό, καταφατικό και μη αντικειμενικό απόφθεγμα, το οποίο δεν θα ξυπνά το ατελεύτητο της επιθυμίας μέσω της παράβασης της απαγόρευσης.
* Να διατυπωθεί έτσι το απόφθεγμα ώστε να απαιτεί πίστη για να γίνει κατανοητό.
Το “να αγαπάς τον πλησίον σαν τον εαυτό σου” ικανοποιεί και τις δύο προϋποθέσεις (και, επιπρόσθετα, το πρόταγμά του μπορεί να βρεθεί στην Παλαιά Διαθήκη, που είναι για καλό). Αυτό το απλό πρόταγμα δεν περιέχει καμμία απαγόρευση· είναι καθαρή κατάφαση. Και προαπαιτεί πίστη, γιατί πριν την Ανάσταση, το υποκείμενο, έχοντας παραδοθεί στον θάνατο, δεν έχει κανένα λόγο να αγαπά τον εαυτό του.
Ο Παύλος δεν είναι με κανένα τρόπο ο θεωρητικός της λατρευτικής αγάπης, μέσω της οποίας το υποκείμενο θα ξεχνούσε τον εαυτό του μέσα από την αφοσίωση στον Άλλο. Αυτή η ψευδής αγάπη, η οποία ισχυρίζεται ότι το υποκείμενο εξαλείφεται σε άμεση συνάρτηση με την υπέρβαση του Άλλου, δεν είναι παρά ναρκισιστική υποκρισία. Υπάγεται στην τέταρτη λογοθετική πρακτική, αυτή της προσωποπαγούς, άφατης λέξης. Ο Παύλος γνωρίζει πολύ καλά ότι η αληθινή αγάπη υπάρχει μόνο εφόσον κάποιος μπορεί πρώτα να αγαπήσει τον εαυτό του. Αλλά η σχέση αυτή αγάπης που έχει το υποκείμενο με τον εαυτό του δεν είναι τίποτε άλλο παρά αγάπη της ζώσας αλήθειας που εγκαθιδρύει το υποκείμενο το οποίο την διακηρύσσει. Έτσι, η αγάπη βρίσκεται υπό την εποπτεία του συμβάντος και της υποκειμενικοποίησής του μέσω της πίστης, εφόσον μόνο το συμβάν επιτρέπει στο υποκείμενο να είναι κάτι άλλο από ένα νεκρό Εγώ, το οποίο και είναι αδύνατο να αγαπηθεί.
Η νέα πίστη λοιπόν συνίσταται στην χρήση της δύναμης της αγάπης του εαυτού προς την κατεύθυνση των άλλων, της διακήρυξής της προς όλους, με τρόπο που γίνεται εφικτός από την υποκειμενικοποίηση (την πεποίθηση). Η αγάπη είναι αυτό ακριβώς για το οποίο είναι ικανή η πίστη.
πηγή radicaldesire.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου